Min Dit/The Children of Diyarbakir. Τουρκία/Γερμανία, 2009. Σκηνοθεσία-σενάριο: Μιράζ Μπεζάρ. Ηθοποιοί: Σενάι Οράκ, Μουχάμεντ Αλ, Χακάν Καρσάκ. 102' Μετά τη δολοφονία των γονιών τους από παρακρατική ομάδα, δύο μικρά παιδιά Κούρδων αγωνίζονται να επιβιώσουν στους δρόμους του Ντιγιαρμπακίρ, σε μια δοσμένη με ρεαλισμό και συγκίνηση ταινία. Την τραγωδία της 10χρονης Γκιουλιστάν και του μικρότερου αδερφού της Φιράτ, που είναι αναγκασμένα να ζουν στους δρόμους μιας μικρής πόλης της νοτιοανατολικής επαρχίας του Ντιγιαρμπακίρ, αφηγείται ο παραγωγός/ηθοποιός/σεναριογράφος Μιράζ Μπεζάρ στην πρώτη του ταινία (βραβείο σκηνοθεσίας στο φεστιβάλ της Πόλης, 2010). Η ταινία, για ακόμη μία φορά, επιβεβαιώνει την αναβίωση και την τόλμη στην επιλογή των θεμάτων του νέου τούρκικου σινεμά. Στην Τουρκία στα τέλη της δεκαετίας του '90, η 10χρονη Γκιουλιστάν και ο μικρότερος αδερφός της Φιράτ (πολύ ωραίες ερμηνείες από τους Σενάι Οράκ και Μουχάμεντ Αλ) γίνονται μάρτυρες της άγριας δολοφονίας της μητέρας τους και του δημοσιογράφου πατέρα τους από ομάδα παραστρατιωτικών. Μετά την «εξαφάνιση» της θείας τους και τον θάνατο, από πείνα και κρύο, του νεογέννητου αδερφού τους, τα δύο παιδιά αναγκάζονται να ζήσουν στους δρόμους όπου μπλέκονται σε διάφορες (συχνά παράνομες) δουλειές για να επιβιώσουν. Ο Μπεζάρ σκιαγραφεί με λεπτομέρεια, ρεαλισμό και κοινωνική συνείδηση το δράμα των παιδιών, θύματα της καταπιεστικής απέναντι στους Κούρδους πολιτικής του τουρκικού καθεστώτος, ιδιαίτερα της προηγούμενης δεκαετίας. Η καταγραφή μιας βασανιστικής καθημερινής ζωής, το σπρώξιμο των ορφανών παιδιών στο περιθώριο και η εκμετάλλευσή τους από τους μεγάλους (οι «σωτήρες» τους ετοιμάζονται να τους στείλουν στην Κωνσταντινούπολη για να ζητιανεύουν αλλά και να βοηθούν τους μεγαλύτερούς τους σε κλοπές) φέρνουν στον νου τις ταινίες τόσο του ιταλικού νεορεαλισμού όσο και τις σύγχρονες βραζιλιάνικες ταινίες («Η πόλη του θεού» κ.ά.) αποκαλύπτοντας ένα δυνατό, συγκινητικό έργο. ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ Επιστρέφοντας από ένα γάμο σε γειτονική πόλη, ένας Κούρδος δημοσιογράφος, η σύζυγός του και τα τρία τους παιδιά – η Γκουλιστάν, ο Φιράτ και ο νεογέννητος αδερφός τους – πέφτουν σε ενέδρα τριών ενόπλων ανδρών, οι οποίοι εκτελούν εν ψυχρώ τους γονείς μπροστά στα έντρομα μάτια των παιδιών. Η θεία τους, μια ακτιβίστρια με έντονη «υπόγεια» δράση, αναλαμβάνει την κηδεμονία τους. Καθώς όμως ετοιμάζεται να τα πάρει μαζί της στη Σουηδία, όπου ζει ο παππούς τους, πέφτει θύμα απαγωγής από παραστρατιωτικούς, με αποτέλεσμα τα τρία αδέρφια να μείνουν ολομόναχα. Κι ενώ πλέον η καθημερινή διαβίωσή τους φαντάζει ολοένα και πιο δύσκολη, μια άστεγη νεαρά «μπασμένη» στα κόλπα και μία πόρνη με «χρυσή καρδιά», θα τους απλώσουν χέρι βοήθειας, παρέχοντάς τους τα εφόδια για να τη βγάλουν όσο το δυνατόν πιο «καθαρή»... Ο Φατίχ Ακίν παρουσιάζει το μεγάλου μήκους σκηνοθετικό ντεμπούτο του συμπατριώτη του Μιράζ Μπεζάρ, «Τα Παιδιά του Ντιγιάρμπακιρ», ένα επώδυνα ρεαλιστικό δράμα, με θέμα τις περιπέτειες δύο ανήλικων αδερφών, τα οποία, ακολουθώντας τον αναπάντεχο χαμό των γονιών τους, προσπαθούν «με νύχια και με δόντια» να τα βγάλουν πέρα με τη γεμάτη αντιξοότητες καθημερινότητα, σε μια από τις πλέον αφιλόξενες γειτονιές της Τουρκίας, στη δεκαετία του ’90. Ο Μιράζ Μπεζάρ, ο οποίος έχει αποσπάσει στο παρελθόν ποικίλες διακρίσεις για τις μικρού μήκους δουλειές του, πραγματοποιεί το μεγάλου μήκους σκηνοθετικό και σεναριακό ντεμπούτο του με μια ταινία που θυμίζει τις καλύτερες στιγμές του ιταλικού νεορεαλισμού, αποσπώντας παράλληλα θαυμάσιες ερμηνείες από τους ερασιτέχνες, ανήλικους πρωταγωνιστές του. Ιδιαίτερα δε από τη 10χρονη Σενάι Οράκ με τα μεγάλα, εκφραστικότατα καστανά μάτια, η οποία παίρνει ουσιαστικά όλη την ταινία «πάνω της». Αποφεύγοντας τους περιττούς μελοδραματισμούς, κρατώντας ιδιαίτερα χαμηλούς τους τόνους και προσθέτοντας κάποιες ελάχιστες πινελιές χιούμορ, όπου έκρινε σκόπιμο, ο κουρδικής καταγωγής 38χρονος δημιουργός κερδίζει σε επίπεδο ρεαλισμού, πετυχαίνοντας έτσι να «κλειδώσει» την προσοχή των θεατών στην εξαιρετικά ενδιαφέρουσα ιστορία του, ούτως ώστε οι όποιες τεχνικές ατέλειες (κυρίως ένεκα του ιδιαίτερα περιορισμένου budget) να περάσουν σε δεύτερη μοίρα. Ο ιδιαίτερα δημοφιλής στο ελληνικό κοινό τουρκικής καταγωγής Γερμανός σκηνοθέτης Φατίχ Ακίν ανέλαβε χρέη συμπαραγωγού της ταινίας, μέσω της εταιρείας παραγωγής του Corazon Intl., εντυπωσιασμένος από μια ακατέργαστη κόπια της, που τού παρουσίασε ο Μπεζάρ. Ο τελευταίος, πραγματοποιώντας γυρίσματα στο Ντιγιάρμπακιρ της Τουρκίας, την περιοχή με τη μεγαλύτερη Κουρδική μειονότητα στη χώρα, πετυχαίνει, μεταξύ άλλων να αποτυπώσει «ανάγλυφα» και τις εντονότατες αντιθέσεις της – από τη μία βλέπουμε κακόφημες γειτονιές που μαραζώνουν μέσα στην ανέχεια και από την άλλη «καλογυαλισμένες» αστικές συνοικίες, οι προνομιούχοι κάτοικοι των οποίων διάγουν «ζωή χαρισάμενη», αδιαφορώντας πλήρως για τους καταπιεσμένους Κούρδους συμπολίτες τους. Η ταινία τιμήθηκε με το Μεγάλο Βραβείο της Επιτροπής στο Διεθνές Κινηματογραφικό Φεστιβάλ της Φλάνδρας και με το Βραβείο Νεότητας σε εκείνο του Σαν Σεμπαστιάν, ενώ προκάλεσε έντονες αντιδράσεις, κατά την προβολή της στο διεθνές διαγωνιστικό τμήμα του φεστιβάλ Golden Orange της Αντάλειας. Η συγκινητική ταινία, που έγραψε και σκηνοθέτησε ο Μιράζ Μπεζάρ, έχει συγκλονίσει κοινό και κριτικούς, έχοντας αποσπάσει σημαντικά βραβεία από διάφορα κινηματογραφικά φεστιβάλ παγκοσμίως, όπως το διεθνές φεστιβάλ San Sebastián, το φεστιβάλ της Κωνσταντινούπολης, το φεστιβάλ Febiofest της Πράγας και το φεστιβάλ του Αμβούργου. Ο Σκηνοθέτης Ο Μιράζ Μπεζάρ γεννήθηκε το 1971 στην Τουρκία. Μετά το στρατιωτικό πραξικόπημα το 1980, μετανάστευσε με την οικογένειά του στη Γερμανία. Σπούδασε στο πανεπιστήμιο Humboldt του Βερολίνου και ξεκίνησε να συμμετέχει ως ηθοποιός σε διάφορες θεατρικές ομάδες. Στη συνέχεια σπούδασε σκηνοθεσία στην Ακαδημία Κινηματογράφου και Τηλεόρασης του Βερολίνου. "Τα Παιδιά Ενός Άλλου Θεού" είναι η πρώτη ταινία μεγάλου μήκους, που σκηνοθετεί και έχει επιμεληθεί το σενάριο και την παραγωγή. Προηγουμένως είχε σκηνοθετήσει πολλές ταινίες μικρού μήκους, οι οποίες προβλήθηκαν σε διάφορα φεστιβάλ ανά τον κόσμο, όπως στο Μόντρεαλ, την Κωνσταντινούπολη, το Μόναχο και το Βερολίνο. Ο Μπεζάρ κατοικεί πλέον στο Βερολίνο. Σκηνοθετικό Σημείωμα Κατά τη διάρκεια του πολέμου στην Τουρκία τη δεκαετία του '90, οι κουρδικές επαρχίες τέθηκαν σε κατάσταση εκτάκτου ανάγκης και τέθηκαν υπό στρατιωτική κατοχή. Η Διεθνής Αμνηστία δηλώνει ότι περισσότεροι από 18.000 πολιτικά ενεργοί Κούρδοι και Τούρκοι πολίτες σκοτώθηκαν ή εξαφανίστηκαν εκείνη την περίοδο. Ενώ χώρες, όπως η Αργεντινή και η Χιλή έχουν αντιμετωπίσει το σκληρό παρελθόν τους, η Τουρκία δεν το έχει κατορθώσει ακόμη. "Τα Παιδιά Ενός Άλλου Θεού" είναι μια προσπάθεια να ρίξουμε λίγο φως σε αυτό το σκοτεινό παρελθόν. ΝΤΙΓΙΑΡΜΠΑΚΙΡ, ΜΙΑ ΠΟΛΗ ΓΕΜΑΤΗ ΤΡΑΥΜΑΤΑ Η ταινία γυρίστηκε εξ ολοκλήρου σε τοποθεσίες του Ντιγιαρμπακίρ, όπου και διαδραματίζεται η ιστορία. Είναι η μεγαλύτερη πόλη του τουρκικού Κουρδιστάν, μια πόλη που αναπτύχθηκε σε τοπική μητρόπολη μέσω της σταθερής συρροής εγχώριων προσφύγων από τις γύρω αγροτικές περιοχές. Κατά τη διάρκεια του πολέμου της δεκαετίας του '90, ο πληθυσμός της πόλης αυξήθηκε από 300.000 σε 1,5 εκατομμύριο κατοίκους. Αυτή η πόλη είναι γνωστή για την πλούσια κουλτούρα της και τις λαϊκές παραδόσεις της, έχει υπάρξει όμως και το επίκεντρο της παραστρατιωτικής αντιτρομοκρατικής δράσης, με αποκορύφωμα τις χιλιάδες περιπτώσεις απαγωγών και θανάτων Κούρδων ακτιβιστών. Πήγα στο Ντιγιαρμπακίρ το φθινόπωρο του 2005 με σκοπό να γυρίσω μια ταινία, χωρίς να έχω όμως μια συγκεκριμένη ιστορία στο μυαλό μου. Ανακάλυψα μια πόλη στην οποία οι άνθρωποι έχουν κατορθώσει να αποκλείσουν το απίστευτα βίαιο παρελθόν και να καλύψουν τις πληγές που τους άφησαν οι τραυματικές εμπειρίες τους. Το βρήκα αρκετά ενδιαφέρον να δω πώς σχεδόν καθεμιά οικογένεια αντιμετωπίζει την απώλεια ενός αγαπημένου προσώπου, τη στιγμή που οι δράστες ζουν ανάμεσά τους. Το Ντιγιαρμπακίρ είναι μια πόλη γεμάτη τραύματα, που παραμένουν ανεπίγραφα, γεμάτη ανθρώπους που συνεχίζουν να ζουν φυσιολογικά, παρόλο που έχουν υποστεί υπερβολική βία στην παιδική τους ηλικία. Η ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΗ ΖΩΗ ΕΙΝΑΙ ΠΙΟ ΣΚΛΗΡΗ Η υπόθεση βασίζεται σε κάποιες πραγματικές καταστάσεις. Ο,τιδήποτε αφηγούμαι στην ταινία έχει συμβεί στο Ντιγιαρμπακίρ. Υπάρχουν αμέτρητες περιπτώσεις, όπου δημοσιογράφοι ή πολιτικοί ακτιβιστές έχουν πυροβοληθεί από εγκληματικές ομάδες και τα παιδιά τους έχουν μείνει ορφανά, ενώ σε ορισμένες περιπτώσεις κατέληξαν στους δρόμους. Η ταινία σου δείχνει όμως μόνο ένα κομμάτι τού τι μπορείς να δεις αν κάνεις μια συνηθισμένη βόλτα στην πόλη αυτή. Η πραγματική ζωή είναι πιο σκληρή εκεί και τα παιδιά είναι πιο άγρια και χυδαία. Ο πόλεμος έχει στερήσει από τους ανθρώπους το μέλλον τους. Είναι κολλημένοι σε ένα χαοτικό τέλμα με ελάχιστες ευκαιρίες προόδου. Η πορνεία και ο εθισμός στα ναρκωτικά είναι ευρέως διαδεδομένα, ακόμη και ανάμεσα στα παιδιά. Πολλοί γονείς είναι ψυχολογικά κατεστραμμένοι σε τέτοιο σημείο, που συχνά ωθούνται να νοιάζονται πρωταρχικά για τους ίδιους τους εαυτούς τους. Οι πολιτικά συνειδητοποιημένοι γονείς παλεύουν για να κρατήσουν τα παιδιά τους μακριά από τους δρόμους. ΔΟΥΛΕΥΟΝΤΑΣ ΜΕ ΜΙΚΡΑ ΠΑΙΔΙΑ Κανένα από τα παιδιά που πρωταγωνιστούν στην ταινία δεν είναι επαγγελματίες ηθοποιοί. Για την επιλογή τους, επισκέφθηκα οργανισμούς που δουλεύουν με παιδιά σε γειτονιές που στερούνται πολιτικών δικαιωμάτων. Η Σενάι Οράκ (που υποδύεται την Γκιουλιστάν) ήταν πολύ θετική και βασικά αυτο-προτάθηκε για τον ρόλο. Αφού τη γνώρισα, επέστρεψε και διέκοψε ένα κάστινγκ με άλλα 20 κορίτσια, ενημερώνοντας ότι ο ρόλος ήταν δικός της και κανενός άλλου! Η αποφασιστικότητά της με εντυπωσίασε, καθώς και το ταλέντο της στη συνέχεια. Ο Μοχάμεντ Αλ (που υποδύεται τον Φιράτ) με εντυπωσίασε με την άψογη αφοσίωσή του στην υποκριτική. Ενσάρκωσε τον ρόλο του σαν να έπαιζε παιχνίδια με τους φίλους του, απόλυτα απορροφημένος στην ερμηνεία του. ΜΙΑ ΙΣΤΟΡΙΑ ΠΟΥ ΠΑΡΑΜΕΝΕΙ ΣΕ ΙΣΧΥ Αν ήξερα ότι η τουρκική κοινωνία είχε ήδη κάνει μια προσπάθεια να συμβιβαστεί με την πρόσφατη ιστορία της, τότε ευχαρίστως θα είχα τοποθετήσει χρονικά την ιστορία της ταινίας στη δεκαετία του '90, όταν η πολιτική βία ενάντια στον πληθυσμό των Κούρδων ήταν στο peak της. Όμως αποφάσισα να τοποθετήσω το φιλμ σε έναν αόριστο χρόνο. Ήθελα αυτή η ταινία να αφηγηθεί μια ιστορία που παραμένει σε ισχύ, ανεξαρτήτως του χρόνου. Δεν ήθελα να αναφερθώ σε γεγονότα μιας συγκεκριμένης ιστορικής περιόδου. Η καταστρατήγηση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων συνεχίζεται και σήμερα, όμως ο αριθμός των πολιτικών δολοφονιών έχει μειωθεί σε σχέση με τη δεκαετία του '90. Ωστόσο, η πολιτική ιστορία της Τουρκίας μας δείχνει ότι δεν υπάρχει καμιά εγγύηση ότι αυτές οι σκοτεινές ημέρες δεν θα επιστρέψουν, αν η κοινωνία δεν αναλάβει τις ευθύνες της για τις πράξεις του παρελθόντος. Οι άνθρωποι πρέπει να αισθανθούν τις πληγές που τους άφησε ο πόλεμος, όχι μόνο στο Κουρδιστάν, αλλά και σε όλη την κοινωνική δομή της Τουρκίας. Μιράζ Μπεζάρ |