Fruitvale Station.
ΗΠΑ, 2013. Σκηνοθεσία - σενάριο: Ράιαν Κούγκλερ. Ηθοποιοί: Μάικλ Μπι Τζόρνταν,
Μέλονι Ντίαζ, Οκτάβια Σπένσερ, Κέβιν Ντούραντ. 85'
Ο
πρωτοεμφανιζόμενος Ράιαν Κούγκλερ, συντοπίτης του Γκραντ και ηλικιακά μόλις
τρεις μήνες μικρότερός του, επιδεικνύει αξιοζήλευτη ωριμότητα, προσεγγίζοντας το
«ζωντανό» υλικό του με μεγάλη αφηγηματική εντιμότητα και ελάχιστη κοινωνιολογική
διάθεση. Ντοκιμαντερίστικη ελευθερία, δραματική ένταση και κρατημένο συναίσθημα,
σε μια ανεξάρτητη παραγωγή που κέρδισε βραβείο κοινού και καλύτερης ταινίας στο
φεστιβάλ του Σάντανς
Η ταινία «Μια Στάση Πριν το Τέλος» είναι βασισμένη σε μια από τις πιο
συγκινητικές – και πέρα για πέρα ρεαλιστικές - ιστορίες όλων των εποχών.
Εμποτισμένο με τα πιο ευαίσθητα στοιχεία της ανθρώπινης φύσης και αβίαστα
τοποθετημένο σε μια κοινωνική συγκυρία που δεν γίνεται να αφήσει κανέναν
ασυγκίνητο στη θέασή του. Παρακολουθεί την αληθινή ιστορία του Όσκαρ Γκράντ (Μάικλ
Μπ. Τζόρνταν), ενός 22άχρονου, γηγενή του Bay Area, ο οποίος ξεκινάει
ανυποψίαστος την ημέρα του, την 31η Δεκεμβρίου του 2008, έχοντας από την πρώτη
στιγμή την αίσθηση ότι κάτι περίεργο πρόκειται να του συμβεί. Χωρίς φυσικά να
έχει την παραμικρή υποψία σχετικά με το τι ακριβώς αναμένεται να ακολουθήσει
στην κατά τα άλλα σχετικά ήσυχη καθημερινότητά του, ο Όσκαρ αποφασίζει να
εκλάβει την αίσθησή αυτή ως ένα σημάδι που υπερτονίζει την ανάγκη να καθαρίσει
την συνείδησή του και να αφοσιωθεί στους ανθρώπους που τον αγαπούν, δίνοντάς
τους το καλύτερο που μπορεί για εκείνους.
Ένα
περιστατικό άγριας ρατσιστικής βιαιότητας, μια ακόμη δολοφονία αντί να
καταγραφεί με τον συμβατικό τρόπο σε ένα μικρού μήκους ντοκιμαντέρ,
μετουσιώνεται σε μια καθηλωτική πολιτική ταινία μυθοπλασίας.
Τα πραγματικά περιστατικά της εν ψυχρώ δολοφονίας του 22χρονου έγχρωμου Oscar
Grant III την πρωτοχρονιά του 2009 αποτυπώνονται από τον πρωτοεμφανιζόμενο σε
μεγάλου μήκους παραγωγή , σεναριογράφο και σκηνοθέτη Ryan Coogler με έναν
πραγματικά καθηλωτικό τρόπο.
Επιλέγοντας να αποτυπώσει τις τελευταίες ώρες του πρωταγωνιστή - μελλοθανάτου
Oscar Grant III με μια ματιά αποστασιοποιουμένη σε τέτοιο βαθμό ώστε να δώσει
στον θεατή την ευχέρεια να συνθέσει αβίαστα τα στοιχειά του puzzle της
δολοφονίας χωρίς την συνηθισμένη σε παρόμοιες δημιουργίες «δασκαλίστικη» και
προπαγανδιστική διάθεση, ο δημιουργός της ταινίας τεκμηριώνει με πραγματικά
αριστοτεχνικό τρόπο την προφανή αλήθεια ότι η ρατσιστική βία και καταπίεση είναι
πρωταρχικά και απόλυτα ΤΑΞΙΚΗ.
Τελικά η ταινία κατορθώνει να αναδείξει μια ακόμη αποκρουστική πτυχή της
σύγχρονης αμερικανικής καθημερινότητας με έναν τρόπο εξαιρετικά εύληπτο και βατό
καθώς την αποδίδει συλλαμβάνοντας και αποτυπώνοντας την ουσία την υφή αλλά και
τις λεπτομέρειες μιας ανθρώπινης ζωής.
Και το κατορθώνει δίνοντας με έναν χαρισματικό και λιτό τρόπο όπου μια έντονη
δραματοποίηση ενός πραγματικού περιστατικού παρουσιάζεται με έναν χαρισματικά
γοητευτικό τρόπο ως από-δραματοποιημένη και αποστασιοποιημένη καταγραφή.
Κινηματογραφικά η παραγωγή είναι εξαιρετική και ο χαρισματικός δημιουργός της
Ryan Coogler καθοδηγεί τον πρωταγωνιστή της ταινίας Michael B. Jordan ώστε με
την συνδρομή και του υπολοίπου cast να παραδώσει στον θεατή ένα πραγματικό
κινηματογραφικό διαμάντι το οποίο αξίζει να μην χάσει κανείς σκεπτόμενος
κινηματογραφόφιλος..
ΣΗΜΕΙΩΜΑ
22άχρονος νεκρός από σφαίρες αστυνομικού: Η αληθινή ιστορία του Όσκαρ που
έκανε το γύρο του κόσμου ξεσηκώνοντας θύελλα αντιδράσεων και εκτεταμένη
κοινωνική αναταραχή
Υπήρξε μια ιστορία στο φετινό φεστιβάλ κινηματογράφου του Σάντανς που κατάφερε
όχι μόνο να κλέψει τις εντυπώσεις και να σαρώσει τα βραβεία, αλλά έκανε ακόμη
και τους πιο «σκληρούς» και απαιτητικούς θεατές του φεστιβάλ να λυγίσουν. Ο
λόγος για το αφοπλιστικά συγκινητικό «Μια Στάση Πριν το Τέλος» το οποίο,
κατέκτησε την απόλυτη κορυφή, αποσπώντας το βραβείο της Μεγάλης Επιτροπής αλλά
και την ύψιστη διάκριση, Καλύτερης δραματικής ταινίας, όπως την απένειμε το
απαιτητικό κοινό του μεγάλου αμερικάνικου φεστιβάλ.
Η υπόσχεση που θα δώσει ο Όσκαρ στον εαυτό του για τη νέα χρονιά είναι απλή: θα
φροντίσει να είναι ένας καλύτερος γιος για να κάνει τη ζωή της μητέρας του (Οκτάβια
Σπένσερ) - τα γενέθλια της οποίας συμπίπτουν με την πρώτη ημέρα του χρόνου - πιο
εύκολη, θα προσπαθήσει να γίνει ο ιδανικός σύντροφος για την κοπέλα του Σοφίνα (Μέλονι
Ντίαζ), απέναντι στην οποία δεν ήταν και απόλυτα πιστός μέχρι πρότινος και τέλος
θα βάλει όλα του τα δυνατά προκειμένου να γίνει ο καλύτερος μπαμπάς για την
Τατιάνα, την πανέμορφη, τετράχρονη κόρη του.
Πέφτοντας πάνω σε φίλους, γνωστούς, συγγενείς αλλά και ξένους, κατά τη διάρκεια
της ημέρας, ο ήρωάς μας συνειδητοποιεί ότι η αλλαγή που επιδιώκει δεν θα είναι
τελικά τόσο εύκολη όσο φανταζόταν. Η υπόσχεση που έδωσε στον εαυτό του, λίγο
νωρίτερα, δείχνει ώρα με την ώρα να παίρνει μια τραγική τροπή, μέχρι τη στιγμή
που ένας ειδικός φρουρός τον πυροβολεί εν ψυχρώ, στη στάση Fruitvale, του
τρένου, ανήμερα πρωτοχρονιάς. Η ζωή του Όσκαρ και πολύ περισσότερο ο τραγικός
του θάνατος θα ταρακουνήσουν άγρια την ήρεμη ζωή του Bay Area, σε τόσο σημαντικό
βαθμό ώστε να κλονιστούν συθέμελα τα ιδανικά και οι αξίες ενός ολόκληρου έθνους.
Ο Όσκαρ μέσα από τα μάτια του σκηνοθέτη
«Η ίδια η ιστορία, όσο και ο σοκαριστικός της αντίκτυπος στην κοινωνία με
συγκίνησαν αλλά και με παρακίνησαν να αναλάβω δράση από την πρώτη κιόλας στιγμή.
Όταν συνέβη το περιστατικό, ήμουν φοιτητής και στην ίδια περίπου ηλικία με τον
άτυχο Όσκαρ. Επίσης έτυχε να βρίσκομαι στο Bay Area, καθώς η σχολή μου είχε
κλείσει για διακοπές Χριστουγέννων. Άκουσα λοιπόν ότι είχαν πυροβολήσει κάποιον
στο δίκτυο του τρένου και πως την επόμενη ημέρα εξέπνευσε. Ανήμερα πρωτοχρονιάς
είδα και το οπτικό υλικό, το οποίο με σόκαρε. Βλέποντας το βίντεο σκεφτόμουν ότι
θα μπορούσα κάλλιστα να είμαι εγώ ή οποιοσδήποτε συνομήλικος μας στη θέση του
άτυχου νέου, ενώ στις παρέες του Όσκαρ έβλεπα τους κύκλους και τις συμπεριφορές
των φίλων και των γνωστών μου.
Όσο η δίκη προχωρούσε, συνειδητοποιούσα ότι η κατάσταση έπαιρνε πολιτικές
προεκτάσεις. Ανάλογα με τον πολιτικό χώρο στον οποίο ανήκε ο εκάστοτε
σχολιαστής, το προφίλ του άτυχου Όσκαρ τραμπαλιζόταν ανάμεσα σε εικόνα αγίου, η
ζωή του οποίου του επιφύλασσε μια άδικη μοίρα ή ενός τέρατος που του άξιζε ότι
έπαθε την τραγική εκείνη βραδιά. Ένιωσα λοιπόν ότι η ανθρώπινη υπόσταση του
Όσκαρ είχε χαθεί και όλοι συζητάγανε πάνω σε ένα πτώμα, κάνοντας τη δική τους,
προσωπική, προπαγάνδα. Συνειδητοποίησα ότι η πραγματική τραγωδία, πίσω από
οποιονδήποτε θάνατο σ’ αυτόν τον κόσμο, κρύβεται στην εικόνα που έχουν για τον
εκλιπόντα, οι άνθρωποι του κοινωνικού του περίγυρου.
Οι μαρτυρίες, το υλικό, τα αποσπάσματα της δίκης και ο αντίκτυπος της όλης
διαδικασίας με ανάγκαζαν να αισθάνομαι όλο και πιο αδύναμος, ενώ το μόνο που
πραγματικά επιθυμούσα από όλη αυτή την αναταραχή ήταν να συμβάλω, με κάποιον
τρόπο, ώστε να αποτρέψω μια αντίστοιχη μελλοντική τραγωδία. Η γενικότερη
απογοήτευση ήταν έκδηλη και ο θυμός του εξαγριωμένου πλήθους μεγάλωνε
επικίνδυνα, ενώ εγώ σκεφτόμουν ότι ήθελα να συνεισφέρω σε αυτή την γενικευμένη
θλίψη με έναν τρόπο που θα έκανε πραγματικά μεγάλη διαφορά. Έτσι προχώρησα στη
δημιουργία μιας ταινίας, ώστε να καταφέρω να αναγάγω την ιστορία του Όσκαρ σε
μια διαχρονική παραβολή που θα λειτουργούσε αποτρεπτικά προς αντίστοιχης
βιαιότητας, μελλοντικά γεγονότα.
Από την προσωπική μου απόφαση να καταγράψω την ιστορία όμως, μέχρι να καταφέρω
να γυρίσω τελικά την ταινία, η απόσταση ήταν τρομακτικά μεγάλη. Οι δυο πιο
κρίσιμες στιγμές της όλης διαδικασίας ήταν αφενός το να πείσω τον Φόρεστ
Γουίτακερ και την εταιρεία του να αναλάβουν την παραγωγή το πρότζεκτ – πράγμα
κομματάκι δύσκολο αν σκεφτεί κανείς ότι ήμουν απλά ένας τελειόφοιτος
κινηματογραφικής σχολής - και αφετέρου το να καταφέρω να παρουσιάσω σωστά και να
δώσω όλες τις εγγυήσεις στην οικογένεια του άτυχου Όσκαρ, ότι θα μεταχειριστώ
την ιστορία με τον σεβασμό που τις αξίζει. Φυσικά, το γεγονός ότι ήμουν στην
ίδια ηλικία με τον άτυχο γιό τους βοήθησε αρκετά.»
|