The Grand Budapest Hotel.
ΗΠΑ, 2014. Σκηνοθεσία: Γουές Αντερσον. Σενάριο: Γουές Αντερσον, Χιούγκο
Γκίνες. Ηθοποιοί: Ρέιφ Φάινς, Εφ Μάρεϊ Εϊμπραχαμ, Ματιέ Αμαλρίκ, Μπιλ Μάρεϊ,
Τίλντα Σουίντον, Εντριαν Μπρόντι, Τζουντ Λο, Γουίλεμ Νταφόε, Χάρβεϊ Καϊτέλ, Τζεφ
Γκόλντμπλουμ, Εντουαρντ Νόρτον, Σαόρσι Ρόναν, Λέα Σεϊντού, Τόνι Ρεβολόρι. 99'
Η
ευρωπαϊκή ιστορία του πρώτου μισού του 20ου αιώνα αναβιώνει μέσα από μια
ντελικάτη, παραμυθένια σάτιρα που ξαναδιαβάζει τον Στέφαν Τσβάιχ με
σουρεαλιστική διάθεση. Αργυρή Άρκτος σκηνοθεσίας στο φεστιβάλ Βερολίνου για έναν
Γουές Άντερσον («Οικογένεια Τενενμπάουμ», «Ο Έρωτας του Φεγγαριού») που μιμείται
δημιουργικά τις κομψές προπολεμικές κομεντί του κλασικού Χόλιγουντ.
Σ’ ένα αφηγηματικό φλας μπακ, ένας Συγγραφέας αναλαμβάνει να μας γυρίσει πίσω
στις αρχές της δεκαετίας του 1930 και να μας βάλει μέσα στις πόρτες του
Ξενοδοχείου Grand Budapest, στην ανατολική άκρη της Ευρώπης, ένα πολυτελές κι
ευγενές κτίριο όπου περνά το χρόνο της η γεμάτη καπρίτσια και συναρπαστικά
μυστικά αφρόκρεμα της γηραιάς ηπείρου. Εκεί αυτοκράτορας είναι ο concierge
Γουστάβ Χ, ο υπεύθυνος της οργάνωσης του ξενοδοχείου, αρμόδιος για τη σωστή
λειτουργία του και για την επίλυση του οποιουδήποτε προβλήματος. Ο Γκουστάβ θα
γίνει φίλος με τον νεαρό Ζίρο (μηδέν), ένα μελαμψό μετανάστη που προσπαθεί να
επιβιώσει μέσα στις αντιξοότητες. Οταν η ηλικιωμένη Μαντάμ Ντ. πεθάνει,
αφήνοντας στον Γκουστάβ, ως ανταμοιβή για τις «υπηρεσίες» του, έναν πανάκριβο
πίνακα, θα πυροδοτήσει ένα δαιδαλώδες κυνήγι της γάτας με το ποντίκι, γεμάτο
διδάγματα ζωής και απολαυστικά σκαμπανεβάσματα στις χιονισμένες ευρωπαϊκές
βουνοκορφές. Καθόλου τυχαίο ότι η περιπέτεια του Γκουστάβ και του Ζίρο συμπίπτει
με την άνοδο – και την εγκατάσταση στο ξενοδοχείο – της νέας μαυροφορεμένης
πολιτικής και στρατιωτικής εξουσίας της Ευρώπης και της πιστής φρουράς της με το
κεραυνωτό λογότυπο, των... Ζιγκ Ζαγκ.
Αυτή είναι η πρώτη ταινία του Γουες Αντερσον εδώ και χρόνια που δεν έχει σχεδόν
καθόλου ρομαντικό στοιχείο, έναν έρωτα που γεννιέται ή που πεθαίνει. Μας έλειψε;
Καθόλου! Γιατί το νέο φιλμ του σκηνοθέτη που κοιτάζει την ανθρώπινη φύση σαν
παλαιού καιρού φυσιοδύφης, έχει ένα μεγάλο έρωτα για ό,τι ήταν παλιά η Ευρώπη,
όμορφο, πολυτελές, ακαδημαϊκό, παιχνιδιάρικο και υπέροχα ψεύτικο. Και για τα
πράγματα που αλλάζουν, που αφήνουμε πίσω, για να τα δεχτούμε με τη νέα τους
μορφή, μια και, ούτως ή άλλως, αυτή είναι η πορεία του κόσμου μας.
Ο Αντερσον γεμίζει την ταινία του με όσα ξέρουμε και αγαπάμε. Ενα σκηνικό
βγαλμένο από την πιο quirky παιδική φαντασία, με λεπτομέρειες που ακόμα δεν
έχουμε χωνέψει, μια παλέτα χρωμάτων που απλώς χαρίζει κάδρα ευτυχίας, ένα
λεπτοδουλεμένο αισθητικό στιλ που φέρνει κοντά το ροκοκό με το hip σε μια
φωτεινή ρίγα. Μια ομάδα ηθοποιών, τους περισσότερους από τους οποίους
απολαμβάνουμε μόνο για μια στιγμή, από την εκρηκτική Τίλντα Σουίντον, τον
Εντουαρντ Νόρτον, τον Χάρβεϊ Καϊτέλ, τον Γουίλεμ Νταφό, τον Φ. Μάρεϊ Εϊμπραμ,
μέχρι τους «μόνιμους» Τζέισον Σουόρτσμαν, Τζεφ Γκόλνμπλαμ, Εϊντριεν Μπρόντι,
Οουεν Γουίλσον, Μπιλ Μάρεϊ, τον Τζουντ Λο ως νεώτερο Τομ Γουίλκινσον, τη Σίρσα
Ρόναν ως μοναδικό, ευάλωτο ερωτικό ενδιαφέρον της ταινίας. Αλλά πάνω απ’ όλους,
στήνει το απρόσμενο δίδυμο του Ρέιφ Φάινς και του 18χρονου Τόνι Ρεβολόρι, ως
Γκουστάβ Χ και Ζίρο Μουσταφά, στη μεγάλη παράδοση των ανδρικών κωμικών
ζευγαριών, αλλά με μια παραπάνω νότα εικαστικού πληθωρισμού και σεναριακού
συμβολισμού.
Γιατί
αν θέλει κανείς να δει λίγο, πολύ λίγο πιο κάτω από το παραμυθένιο (με μικρά
εμπνευσμένα διαλείμματα stop motion animation ή κι ολόκληρους χώρους φτιαγμένους
απλώς σε μακέτες) περιτύλιγμα του κόσμου του Grand Budapest Hotel, ο κύριος
Γκουστάβ, εκπροσωπεί την Ευρώπη που φεύγει, που κρατιέται με κόπο από το ένδοξο
παρελθόν της, που, όπως λέει η ταινία, ούτε καν τότε, στο παρελθόν, δεν ήταν
ένδοξο, απλώς κατάφερνε να μοιάζει έτσι. Σαν έναν ευρηματικό και στιλάτο κύριο,
επιφανειακό κι απαιτητικό, με εκπληκτικό στιλ και αξεπέραστη χάρη που, δυστυχώς,
δεν κατάφερε να φτάσει μέχρι τα βαθειά γεράματα. Κι ο Ζίρο Μουσταφά, ο νεαρός
μετανάστης που δεν έχει τίποτα να χάσει και θα σκαρφιστεί τα πάντα, με
γενναιότητα και πίστη, για να επιβιώσει, είναι εκείνος που θα κρατήσει το κλειδί
του μέλλοντος. Αυτό, αν θέλει ο θεατής να αναλύσει – ευρωπαϊκό ίδιον και αυτό –
αυτά που βλέπει, ακούει και νιώθει να γεμίζουν το μυαλό του. Αν όχι, μπορεί
απλώς να νιώσει την πληρότητα ενός αλλιώτικου, αστυνομικού και υπαρξιακού μικρού
αριστουργήματος του Γουες Αντερσον, που αφήνει την ημέρα και τη νύχτα γεμάτη
χαμόγελο, διακοσμητικά tips και μια ανεπαίσθητη ευωδιά από Air de Panache.
ΣΗΜΕΙΩΜΑ
Βραβείο σεναρίου, 70ο Φεστιβάλ Βενετίας 2013
Επίσημη συμμετοχή, Toronto Film Festival 2013
Το Philomena είναι σκέτη απόλαυση, Screendaily
Κρατήστε ένα ΄Οσκαρ για την Dench. Λάμπει, Time
Μια τρομερά συγκινητική ιστορία, Time Out
Ο Steve Coogan και η Judi Dench στα καλύτερα τους, Evening Standard
Από τον σκηνοθέτη της «Βασίλισσας» (2006) και βασισμένη σε πραγματικά γεγονότα,
η «Philomena» είναι ένα καθαρόαιμο δείγμα της δεξιοτεχνίας του Stephen Frears
και των πρωταγωνιστών της, Judi Dench (Skyfall 007, The Best Exotic Marigold
Hotel) και Steve Coogan (24 Hour Party People, The Trip).
Πρόκειται για μια συγκινητική ιστορία που διανθίζεται από εύστοχα στοιχεία
χιούμορ, χάρη στους ευφυείς διαλόγους και την προσεγμένη της σκηνοθεσία,
καταθέτοντας μια ανορθόδοξα αισιόδοξη ιστορία με δραματικά στοιχεία.
Η Judi Dench, δικαίως υποψήφια για ΄Οσκαρ, μεταμορφώνεται σε μια αφελή, αλλά
αξιαγάπητη μικροαστή, ενώ ο Steve Coogan –σε ρόλο συν-σεναριογράφου και
συμπρωταγωνιστή- λειτουργεί εξισορροπητικά, αξιοποιώντας τον κυνισμό και το
βρετανικό του φλέγμα.
Σύνοψη:
Η Philomena Lee ήταν έφηβη ακόμα, όταν έμεινε έγκυος στην Ιρλανδία του 1952.
Θεωρήθηκε έκπτωτη και κατέληξε έγκλειστη σε μοναστήρι, όπου της στέρησαν το
παιδί της, όταν ήταν ακόμα νήπιο για να το στείλουν σε παρένθετη οικογένεια στην
Αμερική. Η ταινία παρακολουθεί την περιπέτεια και τις αναπάντεχες στιγμές που
της επιφυλάσσει η αναζήτηση του γιου της για πενήντα ολόκληρα χρόνια.
Συνοδοιπόρος στο συναρπαστικό της ταξίδι θα είναι ένας εκλεπτυσμένος, κυνικός
δημοσιογράφος, ο οποίος τη βοηθά να εντοπίσει τον γιο της.
Διάρκεια: 98’
27 Φεβρουαρίου στους κινηματογράφους από τη Feelgood
Συνέντευξη με τον Steve Coogan
Είστε παραγωγός, συνσεναριογράφος και ένας από τους πρωταγωνιστές στην ταινία.
Πώς προέκυψαν όλα αυτά;
Το 2010, διάβασα ένα άρθρο στην Guardian, ενώ βρισκόμουν στη Νέα Υόρκη. Ο τίτλος
έλεγε: «Η Καθολική Εκκλησία πούλησε το παιδί μου». Ήταν μια συνέντευξη με τον
Martin Sixsmith για το βιβλίο που είχε γράψει με τίτλο Το Χαμένο Παίδί της
Philomena Lee, το οποίο περιείχε τις λεπτομέρειες και τον πυρήνα της ιστορίας.
Με συγκίνησε πολύ αυτό το άρθρο. Πολύ σύντομα συνάντησα τυχαία την παραγωγό Gaby
Tana και της είπα την ιστορία. Μου είπε ότι τη βρήκε φανταστική και αν ήθελα να
κάνουμε μαζί την παραγωγή. Ήρθα σε επαφή με τον Martin, με ενημέρωσε ότι τα
δικαιώματα ήταν διαθέσιμα και τα αγόρασα με την ελπίδα να αναλάβω αυτή την
ταινία.
Τι ήταν αυτό που έκανε την ιστορία της Philomena τόσο ξεχωριστή για εσένα;
Ήθελα να ασχοληθώ με μια ταινία στην οποία πίστευα, και να κάνω κάτι για αυτήν,
ανάμεσα στα άλλα πράγματα που κάνω, τα οποία είναι κυρίως κωμωδίες. Αυτή η
ιστορία με άγγιξε και μίλησε στην καρδιά μου σε σχέση με το καθολικό μου
παρελθόν. Και πίστεψα ότι η ιστορία ήταν παγκόσμια. Αφορά τις μητέρες, τα μωρά,
τα παιδιά, κάτι με το οποίο όλοι μπορούμε να ταυτιστούμε.
Επίσης, η ιστορία μας πήγε μέχρι την Αμερική και την Ιρλανδία, τον Παλαιό και
τον Νέο Κόσμο. Θεώρησα ότι θα συνδέονταν πολλοί άνθρωποι, ειδικά εξαιτίας αυτής
της ιρλανδοαμερικανικής σύνδεσης. Αυτό που τροφοδότησε τη φαντασία μου ήταν μια
φωτογραφία του Martin δίπλα στη Philomena σε ένα παγκάκι. Και μου έδωσαν την
εντύπωση ενός παράξενου ζευγαριού. Ο Martin ήταν δημοσιογράφος, διανοούμενος και
μεσοαστός, ιδιαίτερα μορφωμένος, που χρειάστηκε να συναναστραφεί με αυτή τη
συνταξιούχο Ιρλανδή νοσοκόμα της εργατικής τάξης. Η σχέση τους μου φάνηκε πολύ
ενδιαφέρουσα.
Το είδες από την αρχή σαν μια ευκαιρία που σου δόθηκε ως παραγωγός;
Ναι. Δεν ήθελα να γράψω το σενάριο στην αρχή. Αλλά ενώ έβρισκα το βιβλίο
ενδιαφέρον, δεν ήταν ακριβώς η ιστορία που ήθελα να πω. Οπότε χρειάστηκε να βρω
έναν συνσεναριογράφο. Η Gaby μου κανόνισε μια συνάντηση με τη Christine Langan
στο BBC Films και αυτή μου πρότεινε τον σεναριογράφο Jeff Pope. Τον ήξερα και
μου άρεσε η δουλειά του. Και όταν συναντηθήκαμε, τα πήγαμε περίφημα. Είχαμε
πολλά κοινά και συνδεθήκαμε πραγματικά. Αυτό έδωσε φόρα στην ιστορία. Αναπτύξαμε
ένα σενάριο και το γράψαμε μαζί, ανάμεσα σε άλλες δουλειές. Ήταν ένα έργο
αγάπης. Στήσαμε την ιστορία που εξελίχθηκε σε road movie με κάποιον τρόπο, για
αυτούς τους δύο ανθρώπους που έχουν διαφορετικές απόψεις για τον κόσμο, αλλά
αποδέχονται ο ένας τις απόψεις του άλλου και αλλάζουν τον τρόπο που ζουν τις
ζωές τους. Δεν θέλω να ακουστώ πομπώδης, αλλά η ιστορία έχει να κάνει με την
ανεκτικότητα και την κατανόηση. Στην πραγματικότητα, έχει να κάνει ακριβώς με
αυτό.
Είναι ενδιαφέρουσα αυτή η κόντρα μεταξύ τους. Ο Martin είναι εκλεπτυσμένος,
ξύπνιος και καλλιεργημένος, ενώ η Philomena έχει πιο ταπεινή καταγωγή και την
εντυπωσιάζουν οι πολυτέλειες που αυτός παίρνει ως δεδομένες. Παρ’ όλα αυτά,
εκείνη αντιλαμβάνεται κάποιες κοινωνικές καταστάσεις πιο καλά από αυτόν.
Σωστά. Ο Jeff κι εγώ θέλαμε η ιστορία να έχει να κάνει με την ενόραση σε
αντιπαράθεση με τη νόηση. Συναντηθήκαμε με τη Philomena και τον Martin αρκετές
φορές, συζητήσαμε μαζί τους και αντλήσαμε υλικό από αυτές τις συνευρέσεις.
Πολλές από τις συζητήσεις στο σενάριο έχουν βασιστεί σε αυτές τις συναντήσεις.
Οπότε εκτός από την παραγωγή και τη συγγραφή του σεναρίου, τι σε έκανε να
αποφασίσεις να υποδυθείτε τον Martin;
Καμιά φορά αισθάνεσαι παγιδευμένος. Μου αρέσει πολύ να κάνω κωμωδία, αλλά την
έχω κάνει. Διψάς για κάτι άλλο. Μου αρέσει να κάνω τους ανθρώπους να γελάνε,
αλλά δεν με προσδιορίζει η κωμικότητα. Δεν θα μου άρεσε καθόλου αυτό. Δεν θέλω
να αράξω. Θέλω να κάνω πράγματα που είναι δημιουργικά και μου βάζουν προκλήσεις.
Οπότε κάνεις πράγματα που δεν συνηθίζεις και που εμπεριέχουν ρίσκο. Θέλω να
εξερευνήσω τη ζωή και τα διάφορα θέματα της. Προτιμώ να έχω την κωμωδία στο
οπλοστάσιο μου για να κάνω άλλα πράγματα. Μπορεί να αξιοποιηθεί για να χρυσώσει
το χάπι για να περάσουν πιο σοβαρά πράγματα. Πώς κάνεις μια ιστορία σαν αυτή μια
ευχάριστη, τονωτική εμπειρία; Προκλήσεις σαν αυτή το κάνουν ιδιαίτερα
ενδιαφέρον. Ένας τρόπος φυσικά είναι να εισάγουμε στοιχεία κωμωδίας ανάμεσα σε
δυο ανθρώπους και αυτό σε κάνει να γελάς.
Άρα, πόσο δύσκολο ήταν να υποδυθείς τον Martin;
Κάποιες πτυχές ήταν δύσκολες. Έχει κάτι από μένα και κάτι από τον πραγματικό
Martin. Το μεγαλύτερο μέρος έχει προκύψει από την εμπειρία του Martin. Είναι μια
σύνθεση στην πραγματικότητα. Το πιο δύσκολο πράγμα ήταν να αντισταθώ στα κωμικά
μου ένστικτα. Ο Martin πολύ συχνά με επισκέφτηκε στο γύρισμα, όταν τον
υποδυόμουν και του είπα να με επιτηρεί με το βλακόμετρο. Με κατηύθυνε σαν
αυτοκίνητο στην κίνηση. Έλεγε λίγες κουβέντες, αλλά κουνούσε τα χέρια του για να
πει «λιγότερο» ή «περισσότερο» σε σχέση με το πώς τον υποδυόμουν. Ο Martin είχε
αρκετά σχόλια και σημειώσεις για το σενάριο και ήταν δημιουργικά και κρίσιμα.
Δεν αφορούσαν απλώς τι έγινε και τι όχι. Ήταν περισσότερο σαν μια συμβουλή για
το πώς να κάνουμε το σενάριο καλύτερο. Και φυσικά γνωρίζει καλά, γιατί είναι και
ο ίδιος συγγραφέας.
Είναι κατόρθωμα ότι έχετε την Judi Dench να παίζει τη Philomena.
Καμία αμφιβολία. Όταν γράφαμε, είπα στον Jeff ότι θα ήταν καταπληκτικό να είχαμε
μαζί μας τη Judi Dench σε αυτή την ταινία, οπότε ας στοχεύσουμε ψηλά. Και
φτάσαμε στην κορυφή, όταν δέχτηκε να το κάνει.
Και τι προσέφερε ο Stephen Frears στη διαδικασία;
Ο Stephen σε κάνει να δίνεις εξηγήσεις για τα πράγματα. Είναι επιλεκτικός και
ενδελεχής με κάποιο τρόπο και αυτό είναι πολύ καλό. Με έχει τρομάξει κάπως στην
αρχή, λόγω του έργου του. Κάναμε γόνιμες συζητήσεις για το σενάριο. Είναι πολύ
πιο συνεργάσιμος απ’ ό,τι νόμιζα. Ήταν ένας καθαρός διάλογος. Μιλήσαμε πολύ για
την ιστορία και το γεγονός ότι έχει τραγικά στοιχεία, καθώς και κωμικά. Ο
Stephen ανέφερε ταινίες του Billy Wilder, που του αρέσει πολύ. Εγώ είμαι
θαυμαστής του Jack Lemmon, που έχει εμφανιστεί σε πολλές ταινίες του Wilder.
Μαζί έκαναν ταινίες που δεν προσδιορίζονται εύκολα. Είναι πολλά πράγματα.
Κατάφεραν να κινηθούν στη λεπτή γραμμή ανάμεσα στο αστείο και το τραγικό.
Ένα παράξενο ζευγάρι: Steve Coogan και Judi Dench
«Έχω δουλέψει με τον Billy Connolly (κωμικός, μουσικός, παρουσιαστής, ηθοποιός,)
στο Mrs. Brown» θυμάται η Judi Dench. «Ο Steve Coogan και ο Billy μοιάζουν πολύ
με κάποιο τρόπο. Είναι και οι δύο πραγματικά κωμικοί και είναι τρομακτικά
αφοσιωμένοι στη σοβαρή υποκριτική, κάτι που δεν είναι ακριβώς η φυσική τους
τάση. Είναι και οι δύο πολύ καλοί. Ανάμεσα στις λήψεις φυσικά σε κάνουν να κλαις
από τα γέλια. Όσο πιο έντονο είναι, τόσο καλύτερο. Ίσως αν κάναμε κωμωδία, θα
κλαίγαμε συνεχώς ανάμεσα στις λήψεις. Αλλά ο Steve είναι ένας τόσο καταπληκτικός
μίμος και έκανε μιμήσεις διάσημων ανθρώπων στο δρόμο για το γύρισμα».
Ο Coogan επιβεβαιώνει: «Πειράζαμε ο ένας τον άλλο, κοροϊδεύαμε ο ένας τον άλλο.
Αυτό μας έκανε να αισθανόμαστε άνετα. Χώρεσε πολύ γέλιο σε ένα τόσο σοβαρό θέμα.
Είχαμε γνωριστεί κάποτε και ήταν ωραία. Αλλά είσαι νευρικός, όπως και να έχει.
Μιλάμε για την Dame Judi Dench,τέλος πάντων. Την είχα δει στο Iris και αυτός ο
ρόλος μου είχε κολλήσει στο μυαλό. Έλπιζα ότι θα της άρεσε ότι η Philomena ήταν
ένας διαφορετικός ρόλος. Είναι σπουδαίος ρόλος, ολοκληρωμένος».
Παρ’ όλα αυτά ο Coogan παραδέχεται ότι η συνεργασία με την Dame Judi τον
μπλόκαρε. «Μια δύο φορές, έβγαλα φωτογραφίες μαζί της και τις έστειλα σε όλους
μου τους γνωστούς». Αυτό το αίσθημα συνδυαζόταν με το δέος. «Όταν φόρεσε την
περούκα, σκέφτηκα ότι πρέπει να ανασκουμπωθώ, να βάλω τον καλύτερο εαυτό μου,
γιατί διαφορετικά θα με επισκίαζε εντελώς».
«Παρ’ όλα αυτά στο γύρισμα, πολύ σπάνια την είδα ως την Dame Judi Dench. Έμοιαζε
με τη Philomena. Οπότε με μία έννοια, πηγαίνεις σε έναν διαφορετικό κόσμο μαζί
της. Και ενώ γελούσαμε πολύ στο τέλος της ημέρας όλα ήταν πολύ επαγγελματικά. Η
Judi κάνει αυτή τη δουλειά εδώ και πενήντα χρόνια. Κάνει τις σωστές ερωτήσεις
και θέλει να κάνει καλή δουλειά».
Μια ιστορία που έγινε ταινία
Η Philomena Lee είχε εντυπωσιαστεί με την απήχηση που είχε το βιβλίο του Martix
Sixsmith και το οποίο κατέγραφε την περιπέτεια αναζήτησης του γιου της. «Δεν
μπορούσα να πιστέψω ότι ο Martin έλαβε τόσα πολλά γράμματα, όταν εκδόθηκε το
βιβλίο» σχολιάζει η ίδια. Το σοκ ήταν ακόμα μεγαλύτερο όταν συνειδητοποίησε ότι
το βιβλίο θα γινόταν ταινία.
Η κόρη της Jane θυμάται: «Μου τηλεφώνησε ο Martin και είπε ότι ο Steve Coogan
ενδιαφερόταν να κάνει ταινία. Θυμάμαι ότι σκέφτηκα Αλήθεια; Δεν ήξερα ότι μπορεί
να παίξει έναν σοβαρό ρόλο».
«Όταν συναντήσαμε τον Steve στο σπίτι του Martin ήταν ένας αληθινός κύριος»
ανακαλεί η Philomena. «Δεν ήξερα πολλά για αυτόν, δεν παρακολουθώ τους κωμικούς
γενικά. Στην πραγματικότητα, τον είχα μπερδέψει με τον Rob Brydon!».
«Μου είπαν ότι θέλει να μεταφέρει το βιβλίο στη μεγάλη οθόνη. Την ιστορία μου!
Δεν μπορούσα να πιστέψω ότι κάτι τέτοιο θα καρποφορούσε». Η Jane προσθέτει: «Η
μητέρα μου δεν πίστεψε ποτέ ότι η ιστορία της ήταν κάτι το σπουδαίο. Για την
ίδια, ήταν απλώς η ζωή της».
«Αλλά ο Steve ήταν γνήσια συγκινημένος από την ιστορία» προσθέτει η Philomena.
«Όταν βρεθήκαμε τη δεύτερη φορά, έπεσε στη συζήτηση ότι η Judi Dench
ενδιαφερόταν να με υποδυθεί. Συγκλονίστηκα! Μου άρεσε πολύ. Δεν μπορούσα να το
πιστέψω! Ήμουν τόσο ενθουσιασμένη και τόσο χαρούμενη που τη γνώρισα. Είναι μια
αξιαγάπητη κυρία».
Ο Jeff Pope που συνεργάστηκε με τον Steve Coogan στο σενάριο αναφέρει: «Βασικά,
είχαμε μια ιστορία για μια Ιρλανδή που έψαχνε το γιο της. Δεδομένου του
παρελθόντος του Steve, είναι ενδιαφέρον ότι κάτι τέτοιο του τράβηξε την προσοχή.
Ούτε για μια στιγμή δεν σκεφτήκαμε να γράψουμε μια αστεία ατάκα. Αυτό που θέλαμε
ήταν να παίξουμε με το συναίσθημα αλλά και τη δημοσιογραφική διάσταση. Ξέραμε
ότι το να διερευνήσουμε τη σύγκρουση ανάμεσα στις δύο κουλτούρες θα ήταν
ενδιαφέρον. Αυτό που μου άρεσε ήταν η ιδέα του Steve να βάλουμε τον Martin στην
ταινία. Ο Martin δεν είχε γράψει για τον εαυτό του στο βιβλίο. Οπότε ο Steve
σκέφτηκε να κάνουμε μια ιστορία για έναν μεσοαστό, με υψηλό μορφωτικό επίπεδο,
προσφιλή στην κυβέρνηση δημοσιογράφο και μια απλοική, μεγάλη σε ηλικία Ιρλανδή.
Το να τους βάλουμε μαζί, ήταν το σημείο που άρχισαν όλα».
«Ο Martin αγκάλιασε την ιδέα. Μιλήσαμε με τη Philomena και της είπαμε ότι θέλαμε
η ταινία να δείχνει πώς προέκυψε το βιβλίο. Ήταν ένα ενδιαφέρον ταξίδι και για
την ίδια. Την ημέρα που ο γιος της θα έκλεινε τα πενήντα του χρόνια,
εξομολογήθηκε στην κόρη της ότι είχε έναν γιο που χρειάστηκε να εγκαταλείψει και
πέρασε μια ζωή να τον αναζητά. Δεν πιστεύω ότι της πέρασε ποτέ από το μυαλό ότι
το ταξίδι θα κατέληγε έτσι. Έχει καθολική ανατροφή και κουβαλάει πολλή ενοχή για
αυτό που της συνέβη. Ανησυχεί για το τι θα νομίζουν οι άλλοι για αυτή. Δεν ήθελε
να φέρει την οικογένεια της σε δύσκολη θέση. Αλλά αυτό που νομίζω ότι τη βοήθησε
είναι ότι της στρέψαμε την προσοχή στο ότι υπάρχουν ακόμα εκατοντάδες άνθρωποι
σε παρόμοια κατάσταση. Οπότε μιλώντας για αυτό, αν μια μητέρα συναντήσει το
παιδί της ως αποτέλεσμα αυτού, τότε αυτό είναι μια ανταμοιβή. Ακόμα και τώρα,
δεν της έρχεται φυσικά. Δεν είναι διαχυτική ή κοινωνική. Είναι εσωστρεφής»
σχολιάζει ο συνσεναριογράφος Jeff Pope.
O Martin Sixsmith λέει για το βιβλίο του: «Όπως όλες οι καλές ιστορίες, ξεκίνησε
σαν σύμπτωση. Συνάντησα κάποιον σε ένα πάρτι που με ρώτησε αν είμαι
δημοσιογράφος και μετά μου είπε την ιστορία της Philomena και του χαμένου της
γιου. Ήταν τόσο φανταστική ιστορία που δεν υπήρχε περίπτωση να μην την γράψω.
Έχει να κάνει με την αγάπη, την απώλεια, τον αποχωρισμό, τη λαχτάρα και τέλος τη
λύτρωση. Και στο σενάριο, έχει να κάνει με το πώς δύο άνθρωποι γνωρίζονται. Έχω
κάνει πολλά πράγματα στη ζωή μου. Έχω δουλέψει για την κυβέρνηση, για το BBC,
έχω υπάρξει ιστορικός μελετητής. Αυτό ήταν κάτι που δεν έχω ξανακάνει, μια
ανθρωποκεντρική ιστορία. Και όσο πιο πολύ δούλευα με τη Philomena, τόσο
περισσότερο πειθόμουν ότι αξίζει τον κόπο. Ήταν μια ιστορία για ντετέκτιβ.
Ξέραμε ότι ο γιος της είχε υιοθετηθεί και ότι είχε πάει στην Αμερική. Αλλά πώς
ήταν η ζωή του;»
«Η Philomena είχε αντικρουόμενα συναισθήματα για το βιβλίο. Είχε ζήσει πενήντα
χρόνια με την αίσθηση ότι είχε κάνει κάτι κακό και δεν μπορούσε να μιλήσει για
αυτό. Αλλά εγώ είμαι δημοσιογράφος. Δεν είμαι Ιρλανδός, δεν είμαι καθολικός,
οπότε μπορούσα να γράψω την ιστορία με λιγότερη συναισθηματική εμπλοκή. Ήθελα
παράλληλα να βοηθήσω τη Philomena. Αυτή ήταν η κυριότερη ευθύνη μου και μετά
ακολουθούσε το να γράψω την ιστορία της».
Βοήθησε πολύ που η Judi Dench είχε εμπλοκή αρκετά νωρίς. «Ο Steve ήρθε σε επαφή
με τον ατζέντη μου. Μετά ήρθε να με δει, καθίσαμε στον κήπο, μου διάβασε το
σενάριο και με συνεπήρε. Δεν έβλεπα την ώρα να ξεκινήσουμε. Το σενάριο μου έκανε
απίστευτη εντύπωση. Θύμιζε μυθοπλασία, αλλά είχε συμβεί στ΄ αλήθεια» σχολιάζει η
πρωταγωνίστρια.
Απέμενε να αποφασιστεί ποιος θα σκηνοθετούσε την ταινία. Ο Stephen Frears δεν
απάντησε αμέσως. Δούλεψε λίγο το σενάριο και μετά δεσμεύτηκε. Ο σκηνοθέτης
σχολιάζει για την αφοσίωση που επέδειξε ο Coogan στην ιστορία: «Ο Steve αγόρασε
τα δικαιώματα χωρίς καν να διαβάσει το βιβλίο! Φυσικά και μου άρεσε η ιστορία.
Έχει δύο πράγματα. Την τραγική ιστορία αυτής της γυναίκας και κάτι από ρομαντική
κομεντί. Οπότε υπάρχει η δυστυχία και η ευτυχία την ίδια στιγμή. Έχει ενδιαφέρον
που συνυπάρχουν αυτά τα δύο».
Πρόκειται για την τέταρτη συνεργασία του Frears με την Dench. «Η Judi είναι
καταπληκτική και πιστεύω ότι δίνει την καλύτερη ερμηνεία της ζωής της στην
ταινία. Ο Steve παίζει τον ρόλο με βάθος και τα καταφέρνει. Είναι ένα παράξενο
ζευγάρι, οπότε χρειάζεται κάποιον αλλόκοτο και εκκεντρικό όπως ο Steve. Είναι
ενδιαφέρων και έξυπνος. Με ιντριγκάρει ο τρόπος που διηγήθηκε την ιστορία και
πώς κατάφερε να είναι και μια αντανάκλαση της δικής του παρέκκλισης από τον
καθολικισμό».
Ο σκηνοθέτης συναντήθηκε και με τη Philomena στο γύρισμα που γινόταν στο
πλυσταριό στο μοναστήρι. «Της είπα ότι δεν πρέπει να βρίσκεσαι εδώ. Έχεις
περάσει όλη σου τη ζωή προσπαθώντας να φύγεις από εδώ. Είναι φανταστική. Δεν σου
περνάει από το μυαλό ότι έχει περάσει τέτοια τραγωδία. Δεν μεμψιμοιρεί. Δεν
περιφέρεται με το τραύμα της. Είναι φοβερή και πολύ άμεση. Ο χαρακτήρας που
έχτισε η Judi στην ταινία δεν έχει χάσει την πίστη, το ίδιο συμβαίνει και στη
Philomena».
Η Judi Dench αναφέρει ότι αισθανόταν μεγάλη ευθύνη για τον ρόλο. «Κατά κάποιο
τρόπο είναι σαν να υποδυόμουν την Iris ή την Elizabeth. Αλλά όταν κάποιος ζει, η
ευθύνη είναι μεγαλύτερη. Θέλεις να είσαι αληθινός. Πρέπει να είναι πολύ αμήχανο
να παρακολουθείς κάποιον να σε υποδύεται. Σε ένα πάρτι που κάναμε για τους
ηθοποιούς και το συνεργείο μας έδειξαν σκηνές από την ταινία και η Philomena
καθόταν πίσω μου και είχε το χέρι της στον ώμο μου. Είχα απόλυτη επίγνωση ότι
αυτή η γυναίκα καθόταν πίσω μου και ότι είχαμε ευθύνη απέναντι της».
Την ίδια ευθύνη συμμερίστηκε και ο σκηνοθέτης σε σχέση με το πορτρέτο κάποιου
που είναι στη ζωή. «Αλλά έχει απίστευτη προσωπικότητα. Είναι ένα καλό
παράδειγμα. Μου φάνηκε ότι αν την αναλάμβανε η Judi τότε θα ήταν σε πολύ καλά
χέρια».
Ο Jeff Pope σημειώνει: «Το πιο ενδιαφέρον σημείο της ταινίας είναι ότι
ασχολείται με τη ζωή. Θέλουμε το κοινό να σοκαριστεί με αυτό που συνέβη. Αν
παρακινηθούν κάποιες μητέρες και κάποια παιδιά από εκείνη την περίοδο να
βρεθούν, αυτό είναι τέλειο. Αλλά επί της ουσίας έχει να κάνει με τον θρίαμβο του
ανθρώπινου πνεύματος. Η Philomena έχει περάσει αυτή τη δοκιμασία, αλλά έχει
ακόμα αγάπη μέσα της».
Παραλειπόμενα:
Η ταινία γυρίστηκε σε οχτώ εβδομάδες κοντά στο Λονδίνο, στις ΗΠΑ και στη βόρειο
Ιρλανδία.
Η Judi Dench δεν δυσκολεύτηκε με την ιρλανδική προφορά της Philomena, καθώς η
μητέρα της ήταν από το Δουβλίνο, ενώ μια από τις καλές της φίλες που ήταν και η
αμπιγιέζ της για σαράντα χρόνια, ήταν επίσης από το Δουβλίνο, οπότε η διάσημη
ηθοποιός μπορούσε να ανακαλέσει την προφορά του ρόλου σχετικά εύκολα.
Χάρη στην ιρλανδική της καταγωγή από την πλευρά της μητέρας της, η Judi Dench
κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων στην Ιρλανδία, συνάντησε πολλά, άγνωστα μέχρι
εκείνη τη στιγμή ξαδέρφια της.
Στα διαλείμματα ο Steve Coogan, γνωστός για τις μιμήσεις του, έκανε όποια
προσωπικότητα του ζητούσαν με κορυφαία στιγμή τον Sean Connery, όχι τόσο στα
νιάτα του όσο στην πιο πρόσφατη εκδοχή του.
Στην ταινία υπάρχουν flashbacks από "home movies". Κάποια από αυτά
δημιουργήθηκαν για την ταινία, ενώ κάποια είναι πραγματικά πλάνα από τον γιο της
Philomena.
Στη σκηνή που ο Martin Sixsmith επισκέπτεται το μοναστήρι για πρώτη φορά βλέπει
μια κρεμασμένη στον τοίχο υπογεγραμμένη φωτογραφία μιας Αμερικανίδας ηθοποιού
και ρωτάει αν πρόκειται για την Jayne Mansfield, ενώ τον ενημερώνουν ότι είναι η
Jane Russell. Έναν από τους χαρακτήρες που εμφανίζεται αργότερα στην ταινία, τον
Pete Olsson, τον υποδύεται ο Peter Hermann που είναι παντρεμένος με την κόρη της
Jayne Mansfield.
|