La Grande Bellezza
Ιταλία, 2013, Εγχρωμο, Σκηνοθεσία: Πάολο Σορεντίνο Πρωταγωνιστούν: Τόνι
Σερβίλο, Κάρλο Βερντόνε, Σαμπρίνα Φερίλι, Κάρλο Μπουκιρόσο, Πάμελα Βιλορέζι,
Γαλατέα Ράντζι, Φράνκο Γκρατσιόζι, Ιάια Φόρτε Διάρκεια: 142'
Ο
σκηνοθέτης του «Il Divo» αναζητά την κρυμμένη γοητεία της Αιώνιας Πόλης πίσω από
την καρτποσταλική βιτρίνα της και μέσα από φελινικές εικόνες. Συνδυάζοντας μια
«σπάταλη» εικονογραφία με μια εσωτερική σιωπή, το σινεμά με την αληθινή ζωή, την
ιταλόφωνη ποπ με τους εκκλησιαστικούς ύμνους και την επινόηση με την
πραγματικότητα, υπογράφει ένα νοσταλγικό ερωτικό δράμα σε μια συναρπαστική
καθημερινότητα που έχει να μάθει να ζει ισορροπώντας ανάμεσα στο ιερό και το
κακόγουστο, το βαρύ σαν ιστορία παρελθόν και το ανάλαφρο σαν πούπουλο σήμερα. Η
ταινία βραβεύτηκε με Όσκαρ και Χρυσή Σφαίρα
Ρώμη, εν μέσω μεγαλοπρεπούς θέρους. Τουρίστες συρρέουν στον λόφο Γιανίκουλουμ.
Ένας Ιάπωνας καταρρέει από την πολλή ομορφιά. Ο Jep Gamberdella –ένας
εμφανίσιμος άντρας με ακαταμάχητη γοητεία, παρ’ όλα τα πρώτα σημάδια των
γηρατειών- απολαμβάνει στο μέγιστο την κοινωνική ζωή της πόλης. Παρευρίσκεται σε
σικ δείπνα και πάρτι, όπου το λαμπερό του πνεύμα και η ευχάριστη παρουσία του
είναι πάντα ευπρόσδεκτα. Ένας επιτυχημένος δημοσιογράφος και αμετανόητος γόης,
είχε γράψει στα νιάτα του ένα μυθιστόρημα που του εξασφάλισε ένα λογοτεχνικό
βραβείο και τη φήμη του καταπιεσμένου καλλιτέχνη. Καμουφλάρει τη δυσφορία του με
κυνισμό, που τον κάνει να βλέπει τον κόσμο με πικρόχολο σαρκασμό. Στην ταράτσα
του διαμερίσματος του, με θέα το Κολοσσαίο, οργανώνει πάρτι όπου «Το Ανθρώπινο
Σύστημα» -ο τίτλος του μυθιστορήματος του- ξεγυμνώνεται και όπου διαδραματίζεται
η κωμωδία της ανυπαρξίας. Κουρασμένος από τον τρόπο ζωής του, ο Jep καμιά φορά
ονειρεύεται να ξαναπιάσει το γράψιμο, στοιχειωμένος από τις αναμνήσεις ενός
νεανικού έρωτα. Θα τα καταφέρει όμως; Μπορεί να ξεπεράσει τη βαθειά αποστροφή
του για τον εαυτό του και τους άλλους σε μια πόλη της οποίας η εκθαμβωτική
ομορφιά παραλύει;
Ο σκηνοθέτης του «Il Divo» αναζητά την κρυμμένη γοητεία της Αιώνιας Πόλης πίσω
από την καρτποσταλική βιτρίνα της και μέσα από φελινικές εικόνες. Συνδυάζοντας
μια «σπάταλη» εικονογραφία με μια εσωτερική σιωπή, το σινεμά με την αληθινή ζωή,
την ιταλόφωνη ποπ με τους εκκλησιαστικούς ύμνους και την επινόηση με την
πραγματικότητα, υπογράφει ένα νοσταλγικό ερωτικό δράμα σε μια συναρπαστική
καθημερινότητα που έχει να μάθει να ζει ισορροπώντας ανάμεσα στο ιερό και το
κακόγουστο, το βαρύ σαν ιστορία παρελθόν και το ανάλαφρο σαν πούπουλο σήμερα. Η
ταινία βραβεύτηκε με Όσκαρ και Χρυσή Σφαίρα.
Ένας πραγματικά ιδιοφυής άνθρωπος του κινηματογράφου ο μοναδικός Paolo
Sorrentino μετά από τις τόσες μοναδικές ταινίες με τις οποίες έχει γοητεύσει
τους λάτρεις του ευρωπαϊκού κινηματογράφου, αλλά και κάθε σκεπτόμενο cinéphile,
επιστρέφει την σκηνοθετική του μάτια στην πόλη - πηγή έμπνευσης, την Ρώμη -
όπως ο Roberto Rossellini με το «Rome, Open City» αλλά κυρίως ο Federico Fellini
με την «Roma» και την «Dolce Vita».
Με πολλούς να τον συγκρίνουν με τον Fellini, ο Sorrentino δεν πέφτει στο λάθος
της φτηνής μίμησης παρά το ότι η τωρινή του παραγωγή δίνει την αίσθηση ότι
πιάνει το νήμα 53 χρόνια αργότερα, από το φινάλε της «Dolce Vita».
Η προσέγγιση του φιλμ παραμένει σταθερή σε μια σύγχρονη ματιά και ο φόρος τιμής
τους μεγάλους ιταλούς δημιουργούς και ιδιαίτερα στον Fellini δεν περνά σε καμιά
περίπτωση μέσα από την εύκολη απομίμηση παρά μόνο μέσα από τις προφανείς
αναλογίες.
Πρόκειται για μια ανεπανάληπτη και απόλυτα εθιστική δημιουργία που όσοι
τουλάχιστον έχουν καταφέρει να «συντονιστούν» με τον χαρισματικό αλλά και
ιδιόρρυθμο τρόπο κινηματογραφικής γραφής του Paolo Sorrentino, θα την λατρέψουν.
Ενώ και όσοι απλά γοητεύονται από τον ποιοτικό ευρωπαϊκό κινηματογράφο είναι
αδύνατον να μείνουν ασυγκίνητοι από την εξαιρετική φωτογραφία, τα χρώματα, την
επιλογή των τοπίων και τις υπόλοιπες ποιοτικές παραμέτρους, που συμβάλουν ώστε
το τελικό θέαμα να αποτελεί ένα κομψοτέχνημα.
Υποσημείωση:
Και ως μια τελευταία αλλά όχι ασήμαντη επισήμανση, η παραγωγή αυτή υπενθυμίζει
ότι ακόμη και για μια πόλη που είναι ένα από τα σπουδαιότερα τουριστικά
απωθημένα κάθε ταξιδιώτη και που όπως προαναφέρθηκε τόσοι σημαντικοί δημιουργοί
την έχουν υμνήσει με τον φακό τους, υπάρχει ακόμη χώρος για τουριστική προβολή
και ο Sorrentino συμβάλει και αυτός.
Μακάρι να υπήρχε και στην χώρα μας ταλέντο αλλά και ουσιαστική αγάπη από τους
ανθρώπους του κινηματόγραφου, για να αναδειχτεί αντίστοιχα και κάτι ελληνικό.
ΣΗΜΕΙΩΜΑ
Η Ρώμη είναι η μοναδική πόλη στον κόσμο, όπου ένας Ιάπωνας - ένας
επαγγελματίας τουρίστας - λιποθυμά από δέος. Η Ρώμη μπορεί να σε εξαντλήσει και
μετά σε καταπιεί, αλλά δεν σε αποβάλλει, γιατί σε μεταβολίζει και τελικά σε
εμπεριέχει. Και ο Paolo Sorrentino το ξέρει αυτό. Ξέρει ότι αυτή η πόλη είναι
αιώνια, γιατί μπορεί να είναι ασήκωτη και ελαφριά, στιβαρή και κενή μαζί.
Έτσι, αυτό που θα μπορούσε να είναι ένα υπονομευτικό σκηνικό -τόσο εκτυφλωτικό
που καταντά αβάσταχτο- γίνεται μέσα από τον φακό του Sorrentino ο κατάλληλος
βιότοπος για να ευδοκιμήσουν οι κοσμικοί με τους περιθωριακούς, μια εξεζητημένη
στριπτιζέζ με τον πιο κομψό εξηντάχρονο Ρωμαίο, το ιερό με το βέβηλο.
Θρυμματισμένη σε ψηφίδες και σπαρμένη με αποσπάσματα διαλόγων που γλιστράνε από
τη μικροπρέπεια στον στοχασμό, H Τέλεια Ομορφιά μπορεί να αιχμαλωτίζεται
προσωρινά στα περίτεχνα κάδρα του Sorrentino, παραμένει όμως άπιαστη και
νοσταλγική.
Ο Toni Servillo υποδύεται τον διάσημο συγγραφέα ενός μυθιστορήματος με
αξιοπρόσεχτη χάρη και βάθος. Είναι ίσως ο μόνος Ιταλός ηθοποιός που θα μπορούσε
να ξαπλώνει με τέτοια άνεση σε μια αιώρα που αγγίζει το Κολοσσαίο, στα χνάρια
του Μαστρογιάννι στο φελλινικό σινεμά. Όπως λέει χαρακτηριστικά σε μια
εξομολογητική στιγμή της ταινίας: « Ήθελα να γίνω βασιλιάς της μεγάλης ζωής. Δεν
ήθελα να πηγαίνω απλώς σε γλέντια. Ήθελα να έχω τη δύναμη να τα καταστρέφω».
Συνέντευξη με τον Paolo Sorrentino
Πώς καταλήξατε να κάνετε μια ταινία που σκαλίζει σε τέτοιο βάθος τον μικρόκοσμο
της Ρώμης, μετά την εμπειρία των ταινιών που κάνατε στην Ιρλανδία και στην
Αμερική;
Εδώ και καιρό σκεφτόμουν μια ταινία που ψηλαφίζει τις αντιφάσεις, τις ομορφιές,
τις σκηνές που έχω δει και τους ανθρώπους που έχω συναντήσει στη Ρώμη. Είναι μια
εκπληκτική πόλη, κατευναστική και ταυτόχρονα γεμάτη από κρυφούς κινδύνους.
Λέγοντας κινδύνους, εννοώ τις πνευματικές περιπέτειες που δεν οδηγούν πουθενά.
Αρχικά, ήταν ένα φιλόδοξο σχέδιο χωρίς όρια, που το ανέβαλλα συνεχώς μέχρι που
βρήκα το συνδετικό στοιχείο που θα μπορούσε να δώσει ζωή σε αυτό το ρωμαϊκό
σύμπαν. Και το στοιχείο αυτό ήταν ο χαρακτήρας του Jep Gambardella, το τελευταίο
κομμάτι του παζλ, που έκανε την όλη ιδέα της ταινίας δυνατή και λιγότερο
συγκεχυμένη. Θεώρησα ότι έχει έρθει η στιγμή να φέρω αυτό το αδιαμφισβήτητα
φιλόδοξο φιλμ στη ζωή. Μετά από δυο υπέροχα χρόνια, στη διάρκεια των οποίων
ταξίδεψα ανάμεσα στην Ευρώπη και την Αμερική για να κάνω το Εκεί που Χτυπάει η
Καρδιά μου, πραγματικά ένιωσα την ανάγκη να σταματήσω να μετακινούμαι. Ήθελα να
διατηρήσω έναν νωχελικό τρόπο ζωής με μια δουλειά που θα μου επέτρεπε να πηγαίνω
σπίτι κάθε απόγευμα. Στην πραγματικότητα, όμως, Η Τέλεια Ομορφιά ήταν ένα
εξοντωτικό φιλμ, αν και ήταν μια παθιασμένη εμπειρία.
Ποιος ήταν ο ρόλος του Umberto Contarello στη συγγραφή του σεναρίου;
Γνωριζόμαστε από τότε που ήμουν νέος, όταν ήθελα να γίνω σεναριογράφος και
εκείνος ήταν ήδη ένας αναγνωρισμένος σεναριογράφος. Μαζί με τον Antonio Capuano,
με έβαλαν στη δουλειά. Με έφερε σε επαφή με ποιητικούς κόσμους που είχα την τύχη
να αναπαράξω αργότερα με τον δικό μου προσωπικό τρόπο, με βάση τη δική μου
ευαισθησία. Το αποτέλεσμα ήταν να μοιραζόμαστε τον τρόπο που προσεγγίζουμε τα
πράγματα εδώ και μια εικοσαετία. Η μέθοδος συνεργασίας μας είναι ξεκάθαρη.
Συνίσταται στο να μιλάμε τακτικά, καμιά φορά βιαστικά, καμιά φορά με βάθος, σε
σχέση με τις ιδέες που μας δίνει η καθημερινότητα. Ακόμα και τα μικρά πράγματα,
ή η ακαταμάχητη ανάγκη να λέμε ο ένας στον άλλο ένα αστείο που μας κάνει να
γελάμε, μπορεί να μας παροτρύνει να γράψουμε ή να τηλεφωνήσει ο ένας τον άλλο, ή
να βρεθούμε. Αργότερα, όταν η συγγραφική διαδικασία αρχίζει, οι δρόμοι μας
χωρίζονται. Σαν ένα μεγάλο παιχνίδι πινγκ πονγκ, στέλνει ο ένας στον άλλον το
σενάριο. Γράφω την πρώτη εκδοχή και του τη στέλνω. Γράφει τη δεύτερη. Κάνω την
τρίτη και πάει λέγοντας μέχρι το γύρισμα, γιατί το σενάριο μπορεί πάντα να είναι
προϊόν αυτοσχεδιασμού. Η λέξη Τέλος δεν υπάρχει στη συγγραφή.
Σκηνοθετικά, η ταινία είναι λιγότερο μπαρόκ από τις προηγούμενες φορές.
Πιθανώς. Προφανώς, είναι μια ταινία που ξεχειλίζει. Κατά την προετοιμασία,
πρόσεξα ότι υπήρχε οπτικό υπέρβαρο από τα σκηνικά, τα κοστούμια και τους
πολλαπλούς χαρακτήρες που χρειάζονταν για την πλοκή. Όταν άρχισα να σκηνοθετώ
την ταινία, αποφάσισα να κρατήσω μια απόσταση από όλο αυτό. Θεώρησα ότι η
σκηνοθεσία θα έπρεπε απλώς να συνοδεύει αυτή την πυκνότητα.
Από διάφορες απόψεις, η ταινία θα μπορούσε να αποκαλείται Sorrentino Roma. Η
ιδέα να δανειστείτε την προσέγγιση του La Dolce Vita ήταν ένα από τα σημεία
εκκίνησης της ταινίας; Όπως και στην ταινία του Fellini, ο πρωταγωνιστής είναι
στην ουσία ένας παρατηρητής.
Στην πραγματικότητα, ακόμα και στις Συνέπειες του Έρωτα και στο Εκεί που Χτυπάει
η Καρδιά μου, χρησιμοποίησα την αφηγηματική δομή που μου ταιριάζει περισσότερο.
Ο πρωταγωνιστής είναι πάνω από όλα ένας παρατηρητής του εξωτερικού κόσμου που
γίνεται ο κύριος λόγος ύπαρξης της ταινίας. Έτσι, μέσα από διάφορες ανατροπές,
συμπτωματικά και συχνά για λόγους που σχετίζονται με τη μοίρα, κάνει ένα
προσωπικό ταξίδι. Για την Τέλεια Ομορφιά, δεν μπορούσα να κάνω κάτι άλλο, γιατί
ο πυρήνας της ταινίας ήταν μια μεγάλη μάζα από αλληλένδετα γεγονότα, χαρακτήρες
και ιστορίες με επίκεντρο τη Ρώμη, την οποία ήθελα να μεταμορφώσω σε ταινία.
Φυσικά, το Roma και το Dolce Vita είναι έργα τα οποία δεν μπορείς να
προσποιηθείς ότι τα αγνοείς, όταν κάνεις μια τέτοια ταινία. Είναι δύο
αριστουργήματα και ο χρυσός κανόνας είναι ότι τα αριστουργήματα τα βλέπουμε, δεν
τα μιμούμαστε. Προσπάθησα να μείνω πιστός σε αυτό. Αλλά είναι επίσης αλήθεια ότι
τα αριστουργήματα μεταμορφώνουν τον τρόπο που αισθανόμαστε και αντιλαμβανόμαστε
τα πράγματα. Μας καθορίζουν, χωρίς να το ξέρουμε. Οπότε δεν μπορώ να αρνηθώ ότι
αυτές οι ταινίες έχουν αφήσει το ανεξίτηλο σημάδι τους σε εμένα και ότι ίσως
έχουν καθοδηγήσει την ταινία μου. Ελπίζω απλώς να με έχουν οδηγήσει στη σωστή
κατεύθυνση.
Το γεγονός ότι ο πρωταγωνιστής, που υποδύεται ο Toni Servillo, είναι μεγαλύτερος
σε ηλικία από τον Marcello Mastroianni, αλλάζει τη φύση της ιστορίας:
διακρίνουμε πιο έντονη τη διάψευση στη σχέση του με τη δημιουργικότητα.
Έναν συγγραφέα τον απασχολεί συνεχώς η ιδέα του να εκμεταλλευτεί την ίδια του τη
βιογραφία σε καλλιτεχνικό επίπεδο. Αν αυτή η βιογραφία, όπως στην περίπτωση του
Jep Gambardella ολισθαίνει συνεχώς προς τη ρηχότητα της υψηλής κοινωνίας, προς
την άσκοπη φλυαρία που δεν είναι τίποτα άλλο από θόρυβος, προς το κουτσομπολιό
που ανάγεται σε ενστικτώδη μικροπρέπεια, τότε αυτή η κεφαλαιοποίηση είναι
πιθανή. Γι΄ αυτό παραθέτει συνεχώς αποσπάσματα του Φλομπέρ. Εντωμεταξύ, τα
χρόνια περνάνε για τον Gambardella και η μεγαλύτερη πηγή απόγνωσης του είναι οι
συνέπειες των γηρατειών. Ο χρόνος όλο και λιγοστεύει, το ίδιο και η ενέργεια,
και η ευτυχία μοιάζει να χάνεται ή να μην έχει υπάρξει ποτέ. Η ηδονή έχει
υποβαθμιστεί σε μηχανισμό, που αναιρεί την ίδια την αρχή της ηδονής. Το μόνο που
το έχει απομείνει είναι η σχέση του με τη νοσταλγία της αθωότητας που αυτός ο
χαρακτήρας ίσως συνδέει με τη στιγμιαία μορφή κάποιου άλλου πράγματος, πολύ
μακριά από τη δική του εμπειρία: τη μακαριότητα. Για αυτό η συνάντηση του με την
καλόγρια που αφιερώνει τη ζωή της στην πενία και που είναι με κάποιο τρόπο κοντά
στη μακαριότητα, ξεκινά σαν μια ακόμα περιστασιακή και ασεβής κοινωνική
συναναστροφή. Στο τέλος, με την απλότητα της, τον οδηγεί κάπου αλλού. Όχι κάπου
που τον αλλάζει πραγματικά, αλλά τουλάχιστον τον βοηθάει να ρίξει μια φευγαλέα
ματιά στο σημείο εκκίνησης μιας νέας καλλιτεχνικής δημιουργίας.
Είναι η παρουσία του καρδινάλιου, που το μόνο που σκέφτεται είναι να δοκιμάζει
καινούριες συνταγές, μια κριτική στην εκκλησία;
Είναι περισσότερο μια κριτική στη διάδοση της κουλτούρας του φαγητού, της
γαστρονομίας, κοκ. Μερικές φορές φαίνεται ότι δεν μπορούμε να μιλήσουμε για
τίποτε άλλο. Επίσης, βρίσκω αυτό το θέμα διασκεδαστικό, η τυραννική άγνοια αυτών
που θέλουν να επιβάλλουν αυτά τα θέματα παντού έχει αρχίσει να με ενοχλεί. Για
αυτό, λίγο σαν αστείο, ήθελα να δείξω πώς αυτή η μόδα απλώνεται ακόμα και στα
πιο αναπάντεχα μέρη, ανάμεσα σε αυτούς που είναι αφιερωμένοι στην
πνευματικότητα.
Η έξοχη έγχρωμη φωτογραφία του Luca Bigazzi είναι η ηχώ του ασπρόμαυρου έργου
του Otello Martelli.
Η σχέση μου με τον Bigazzi είναι μακροχρόνια και στερεή. Του έχω απόλυτη
εμπιστοσύνη και είμαστε πολύ τυχεροί που καταλαβαίνει ο ένας τον άλλον χωρίς να
μιλάμε. Οπότε, δίνω στον Luca το σενάριο και τον αφήνω να το ερμηνεύσει και να
το καταλάβει με φωτιστικούς όρους. Ξέρει ότι προτιμώ να ακολουθήσω νέα,
ανεξερεύνητα μονοπάτια από το να βασιστώ σε αυτά που ήδη ξέρουμε και έχουμε
δοκιμάσει, και νομίζω ότι και αυτός δουλεύει ανάλογα. Είμαι όλο και πιο
ικανοποιημένος με αυτή τη μέθοδο και πάντα χαίρομαι να ανακαλύπτω τον φωτισμό
που έχει δημιουργήσει, από να του δίνω οδηγίες από πριν.
Στην ταινία υπάρχουν πολλές αναφορές στον Φλομπέρ και στην αίσθηση του κενού.
Ο μεγάλος συγγραφέας και σκηνοθέτης Mario Soldati έλεγε ότι η Ρώμη για ευνόητους
λόγους ήταν η πρωτεύουσα που περισσότερο από κάθε άλλη μετέδιδε το συναίσθημα
της αιωνιότητας. Αλλά, όπως θα συμπλήρωνε ο ίδιος, ποια είναι η αίσθηση της
αιωνιότητας αν όχι η αίσθηση του κενού.
Η Τέλεια Ομορφιά μας θυμίζει το La Terrazza του Ettore Scola με την ατελείωτη
ψιλοκουβέντα στην ταράτσα του συγγραφέα.
Ναι, το κουτσομπολιό, η προσφυγή στα χαμηλά επιπέδου σχόλια, η παροιμιώδης
ικανότητα να δείχνουμε κακεντρέχεια ακόμα και για έναν κοντινό φίλο, η δυσφορία
και ο κυνισμός που επικρατεί στη ρωμαϊκή αστική τάξη, όλα αυτά είναι δάνεια από
το σύμπαν του Scola. Για αυτό ήθελα να του δείξω την ταινία μου και συγκινήθηκα
που του άρεσε. Στο τέλος της προβολής, με χάιδεψε στο πρόσωπο για πολλή ώρα
επαναλαμβάνοντας πόσο του άρεσε η ταινία. Κι εγώ, μετά από τόσα χρόνια, ένιωσα
κάτι που είχα πολύ καιρό να ξανανιώσω, να νιώσω σαν γιος.
Φαίνεται ότι η ταινία κλείνει το μάτι σε άλλους σκηνοθέτες, χωρίς ακριβώς να
τους παραθέτει.
Κατά τη γνώμη μου η ταινία δεν αναφέρεται σε άλλους σκηνοθέτες με την
κυριολεκτική έννοια, αλλά είναι μια ταινία που οφείλει ευγνωμοσύνη στο μεγάλο
ιταλικό σινεμά των Scola, Fellini, Ferreri, Monicelli κτλ.
Η ταινία έχει πολλά διαφορετικά είδη μουσικής. Πώς συνυπάρχουν;
Όσο έκανα σκέψεις για την ταινία, ένα αναπόφευκτο μείγμα του ιερού και του
βλάσφημου, για το οποίο είναι διάσημη η Ρώμη, αμέσως σκέφτηκα ότι αυτή η
απροκάλυπτη αντίφαση της πόλης, η ικανότητα της να συνδυάζει θαυματουργά το ιερό
και το βέβηλο, θα έπρεπε να αντηχεί στη μουσική. Έτσι από την αρχή, μου ήρθε η
ιδέα να χρησιμοποιήσω εκκλησιαστικούς ύμνους με ιταλική ποπ.
Η ταινία ξεκινά με ένα απόσπασμα του Σελίν. Υπονοείτε ότι η ζωή είναι ένα ταξίδι
από τη γέννηση στον θάνατο;
Ναι, θα μπορούσε κάποιος να πει ότι έχω αυτή τη θεώρηση. Αλλά το απόσπασμα του
Σελίν, που είναι η αρχή του βιβλίου Ταξίδι στην Άκρη της Νύχτας, είναι και μια
δήλωση για την πρόθεση που είχα κάνοντας την ταινία. Συνοψίζεται στο εξής:
υπάρχει η πραγματικότητα, αλλά όλα είναι επινοημένα. Η επινόηση είναι απαραίτητη
στο σινεμά, απλώς για να φτάσει στην αλήθεια. Μπορεί να ακούγεται αντιφατικό,
αλλά δεν είναι καθόλου. Ο Φελίνι είπε κάποτε: Σινεμά ή αλήθεια; Προτιμώ το
σινεμά των ψεμάτων. Το ψέμα είναι η ψυχή του θεάματος. Αυτό που πρέπει να είναι
αυθεντικό είναι το συναίσθημα που προκαλείται όταν βλέπουμε μια ταινία ή όταν
εκφραζόμαστε».
Συνέντευξη με τον Toni Servillo
Διατηρείτε επαφή με τον Paolo Sorrentino ανάμεσα στις ταινίες;
Έχουμε κάτι κοινό που και οι δύο καλλιεργούμε και αυτό είναι ότι μας αρέσει το
μυστήριο. Έχει να κάνει με την υπόληψη, με την αίσθηση της ειρωνείας και του
αυτοσαρκασμού, με κάποιες παρόμοιες πηγές μελαγχολίας και μερικά θέματα που
απασχολούν τη σκέψη. Αυτή η συνάφεια ανανεώνεται κάθε φορά που συναντιόμαστε,
σαν να ήταν η πρώτη φορά, χωρίς να υπάρχει ανάγκη για πιο στενή σχέση ανάμεσα
στις ταινίες. Συναντιόμαστε και είναι σαν να μην ήμασταν χώρια ποτέ. Αυτό
δηλώνει μια βαθιά φιλία μεταξύ μας. Όταν προκύπτει ανάγκη, είναι αυτή η ανάγκη
που γίνεται ταινία. Αυτό τροφοδοτείται από σιωπές και από κάτι μυστήριο που μας
αρέσει να το αφήνουμε ως έχει. Η βάση της σχέσης μας έχει ένα στοιχείο μυστηρίου
το οποίο δεν θέλουμε να αποκαλύψουμε. Δεν χρειάζεται να το εξηγήσουμε.
Συζητήσατε το σενάριο πριν το γύρισμα;
Όπως με όλες τις ταινίες που έχω κάνει με τον Paolo, το σενάριο είναι μια
έκπληξη. Με παίρνει τηλέφωνο και μου λέει: «Έχω γράψει μια ταινία και θα ήθελα
να πρωταγωνιστήσεις». Μετά μου στέλνει το σενάριο αμέσως. Το κάνει κάθε φορά.
Αργότερα, συζητάμε το σενάριο. Από τη στιγμή που μου το στέλνει, συμμετέχω στις
αρχικές αναγνώσεις. Δεν είναι μόνο ότι θέλει να εξάψει την περιέργεια μου για
τον χαρακτήρα, θέλει και τη γνώμη μου. Από εκεί και πέρα, ξεκινά μια συζήτηση
για τον χαρακτήρα και την ταινία, που δεν σταματά και συνεχίζεται σε όλη τη
δημιουργική διαδικασία. Από την πλευρά μου, όσο κι αν μου αρέσει να προτείνω και
να προσθέτω πράγματα, νομίζω ότι ο Paolo έχει μεγάλο ταλέντο στο σενάριο και
στους διαλόγους. Όταν διαβάζεις το σενάριο, μπορείς να κάνεις εικόνα το φιλμ. Ο
Paolo είναι ένας από αυτούς τους σκηνοθέτες που έχει όλη την ταινία στο κεφάλι
του. Έρχεται στο γύρισμα πολύ προετοιμασμένος. Παρ΄ όλα αυτά κάνουμε συζητήσεις
για να αναπτύξουμε τον χαρακτήρα. Ειδικά σε αυτή την ταινία, είμαι πολύ
ευχαριστημένος με τον χαρακτήρα. Νομίζω ότι είναι η πιο προσωπική ταινία του
Paolo, η πιο ελεύθερη.
Έχει συγκεκριμένο τρόπο για να κατευθύνει τους ηθοποιούς;
Επιλέγει τους ηθοποιούς με κριτήριο το ταλέντο που διακρίνει σ’ αυτούς και την
εκτίμηση που τους έχει. Μετά περιμένει μια συγκεκριμένη ερμηνεία από αυτούς.
Βασίζεται στον ηθοποιό που έχει διαλέξει. Τον υποστηρίζει και περιμένει το
μέγιστο. Δεν διατηρεί μια μακροχρόνια σχέση μαζί μου, παρ’ όλο που έχουμε μια
βαθειά σύνδεση που διατρέχει και τις τέσσερις ταινίες. Ρισκάρει με όλους τους
ηθοποιούς που επιλέγει, όπως ποντάρεις σε ένα άλογο που νομίζεις ότι θα
κερδίσει. Τις περισσότερες φορές, επιλέγει έναν ηθοποιό και φαντάζεται πώς θα
ενσαρκώνει τον χαρακτήρα. Φυσικά, στο γύρισμα υπάρχει ένα μικρό περιθώριο για
αυτοσχεδιασμό, ανάλογα με την περίσταση. Αλλά αυτό που είναι ιδιαίτερο είναι ο
βαθμός του ρίσκου, που τον κάνει να επιλέγει έναν ηθοποιό για έναν ρόλο και να
ποντάρει τα πάντα στο ταλέντο του. Προσωπικά, σε αυτήν την ταινία, περισσότερο
από τις άλλες, ένιωσα ότι παρέδιδα τη σκυτάλη από τον σεναριογράφο στον
χαρακτήρα. Με πολλή τρυφερότητα, ένιωσα ότι ο Paolo ήθελε πραγματικά αυτός ο
χαρακτήρας, ο Gambarella που είχε επινοήσει, να έχει την όψη μου. Και μου
παρέδωσε τη σκυτάλη και μου είπε: «Βάλε το πρόσωπο σου, το σώμα σου, την ύπαρξη
σου». Επιπλέον, είναι ένας Ναπολιτάνος που ζει στη Ρώμη, με το ναπολιτάνικο στυλ
που κατέχουμε πολύ καλά και οι δύο.
Η ταινία είναι πλούσια σε χαρακτήρες, ένα φάσμα από Ναπολιτάνους μέχρι Ρωμαίους,
και όχι μόνο. Περισσότερο και από το Il Divo, ο Paolo βασίστηκε σε ηθοποιούς με
σκηνική εμπειρία. Ο Paolo εκτιμά πραγματικά την πειθαρχία των θεατρικών
ηθοποιών, την απόλυτη προετοιμασία με την οποία φτάνουν στη σκηνή, μια
προετοιμασία που συγκρίνεται με τη δική του. Απαιτεί το ίδιο από όλους τους
ηθοποιούς του.
Πιστεύετε ότι ο Sorrentino έχει με κάποιο τρόπο γίνει πιο ώριμος με τον
καιρό;
Ναι, το έχω προσέξει στη συγγραφική του ικανότητα, είτε πρόκειται για σενάριο
είτε για διάλογο, το οποίο ήταν ήδη αξιοσημείωτο στο L’ Uomo In Piu. Από τότε
έχει εξελιχθεί, έχει γίνει πιο εκλεπτυσμένος και ταυτόχρονα έχει εξελίξει τη
σκηνοθετική του ικανότητα ως δημιουργός εικόνων. Νομίζω ότι αυτή τη ταινία είναι
η πιο ολοκληρωμένη απόδειξη αυτού. Μέσα στα χρόνια, έχει γίνει περισσότερο
σκηνοθέτης, ενώ στο ντεμπούτο του ήταν πιο πολύ συγγραφέας που επινοούσε
καταπληκτικές ιστορίες και διαλόγους, και λιγότερο δημιουργός φόρμας. Αλλά κατά
τη διάρκεια της καριέρας του, συμπεριλαμβανομένης και της εμπειρίας του στην
Αμερική, το γράψιμο του έχει ωριμάσει. Ο Paolo κάνει ταινίες με απόλυτη
ελευθερία, χωρίς να λαμβάνει υπόψη του τις προσδοκίες της αγοράς ή τη στρατηγική
καριέρας. Ο Paolo έχει μεγάλη ελευθερία ως καλλιτέχνης και, παρ’ όλο που είχε
τεράστιες ευκαιρίες όπως η αμερικάνικη ταινία του, ή όπως αυτή που ήταν
ευρωπαϊκή συμπαραγωγή με μεγάλο προϋπολογισμό, δεν αλλάζει κάτι στον τρόπο που
σκηνοθετεί, ή γράφει. Αυτό έχει εξελιχθεί με τα χρόνια. Αντί η δημιουργική του
ελευθερία να μαλακώσει ή να αναισθητοποιηθεί, έχει ενισχυθεί.
Η ταινία μπορεί να ιδωθεί ως φόρος τιμής στον Fellini.
Ο Paolo δεν έχει κρύψει ποτέ τη βαθειά αγάπη του για τον Fellini. Κι εγώ όπως
όλοι οι ηθοποιοί της γενιάς μου δεν έχω κρύψει την αγάπη μου για τον Mastroianni,
ούτε για τον Volonte. Είναι καταλυτικές αναφορές για εμάς. Νομίζω ότι αυτή τη
ταινία και το 8 1/2, το αριστούργημα του Fellini, συνδέονται με την ίδια λέξη:
ασωτία. Και οι δύο ταινίες αναπτύσσουν αυτό το θέμα με έναν καταπληκτικό τρόπο,
το χαράμισμα της προσωπικότητας, του ταλέντου, των συναισθημάτων, της προσωπικής
του ιστορίας, του κοινωνικού του ρόλου. Ο Gambardella δεν ενδιαφέρεται καθόλου
για το ταλέντο του. Το σπαταλά και το καταστρέφει. Κατά τη γνώμη μου, αυτές οι
δύο ταινίες, που είναι εντελώς διαφορετικές, από δύο διαφορετικούς
σεναριογράφους –έναν καταξιωμένο αριστοτέχνη και ένα νέο ταλέντο- μοιράζονται
τον ίδιο ρυθμό που συνδέεται με το θέμα της ασωτίας
Η ταινία μεταφέρει κάποια αγωνία.
Με κάποιο τρόπο η ταινία διηγείται το τέλος μιας εποχής, χωρίς να ξέρει τι
επιφυλάσσει το μέλλον. Για μένα, είναι το απόλυτο φιλμ που αφηγείται τα τριάντα
τελευταία χρόνια στην Ιταλία, με ανησυχητικές προεκτάσεις. Η αγωνία προκύπτει
από το γεγονός ότι είναι μια ταινία που δεν κοιτάει στο μέλλον. Αλλά είμαστε
αρκετά χαμένοι μπροστά στο αβέβαιο μέλλον.
Η ταράτσα είναι το εμβληματικό σκηνικό της ταινίας.
Ναι, είναι μια θαυμάσια ταράτσα ενός πραγματικού διαμερίσματος, σε ένα κόκκινο
κτίριο που αναγνωρίζεται εύκολα, απέναντι από το Κολοσσαίο. Νομίζεις ότι μπορεί
να αγγίξεις το μνημείο με τα ακροδάχτυλα σου από την ταράτσα. Είναι το
διαμέρισμα του Gambardella, η συμβολική ταράτσα όπου γίνονται διαφορετικές
συζητήσεις για τα θέματα που αναφέραμε προηγουμένως. Ο Gambardella φιλοξενεί
πολλές ανόητες και χυδαίες συγκεντρώσεις εκεί. Κάθε συναίσθημα βρίσκει τη θέση
του.
Στην αρχή, ένας Γιαπωνέζος τουρίστας πεθαίνει. Στο τέλος, αισθάνεσαι ότι ο
θεατής μπορεί να υποκύψει.
Θεωρώ ότι ο θάνατος είναι μια εκδήλωση των συνεπειών της ομορφιάς. Ξέρουμε ότι η
ομορφιά μπορεί και να σκοτώσει. Και θα ήμουν χαρούμενος αν αυτή τη ταινία
διατηρεί αυτή την οπτική.
Στο Il Divo, ερμηνεύετε τον ρόλο σαν να φοράτε μάσκα. Σε αυτήν την ταινία
παίζετε αποκαλύπτοντας το πρόσωπο σας. Είναι οι δύο παραδόσεις του ιταλικού
θεάτρου.
Ναι, παρ’ όλο που το κούρεμα που έχω στην ταινία με αλλάζει, είμαι αρκετά
αναγνωρίσιμος σε αυτή την ταινία. Δεν χρησιμοποίησα μάσκα. Ο χαρακτήρας κρύβεται
συχνά, είναι σχεδόν δυσάρεστος εξαιτίας του κυνισμού του, αλλά είναι και πολύ
συναισθηματικός. Όταν έχει την ευκαιρία, αποκαλύπτει βαθειά συναισθήματα. Είναι
πολύ ανθρώπινος. Θα έλεγα ότι αυτή η ερμηνεία είναι η αντίθετη από αυτή στο Il
Divo. Αντί να δουλέψω με τη μάσκα, ξεγυμνώθηκα.
Προτιμάτε κάποια από τις ταινίες περισσότερο;
Αυτό εξαρτάται από τους στόχους, το όραμα που έχει κάποιος για το ολοκληρωμένο
έργο. Για μένα, και οι δύο εμπειρίες είναι συναρπαστικές, η καθεμία είχε τις
δικές της απαιτήσεις σε σχέση με τον στόχο της ταινίας. Κάθε φορά που
συνεργάζομαι με τον Sorrentino μου δίνει τη δυνατότητα να εκφραστώ με
διαφορετικό τρόπο. Είναι μια απόδειξη της επινοητικότητας του Paolo. Οι τέσσερις
ταινίες που έχω κάνει μαζί του –L’ Uomo In PIu, The Consequences of Love, Il
Divo, La Grande Bellezza- είναι τέσσερις αυτόνομοι κόσμοι, με χαρακτήρες που δεν
έχουν τίποτα κοινό μεταξύ μας. Το μόνο πράγμα που μοιράζονται αυτές οι ταινίες
είναι μια πινελιά που μου αρέσει πολύ στις ταινίες του: μια ανησυχητική αίσθηση
μελαγχολίας, που είναι πολύ γοητευτική και καθρεφτίζει την προσωπικότητα του
Paolo. Από τη μια, αντιμετωπίζω τη ζωή με ειρωνεία, από την άλλη αυτή η
μελαγχολία είναι κάτι που μας δένει, παρ’ όλο που δεν το συζητάμε ποτέ.
|