Les Beaux Jours Σκηνοθεσία: Μαριόν Βερνού Γαλλία, 2013, Εγχρωμο Παραγωγή: Φρανσούά Κράους, Ντενί Πινό-Βιλανσιέν, Ζιλιέτ Ρενό Σκηνοθεσία: Μαριόν Βερνού Σενάριο: Μαρίον βερνού, Φανί Τσεσνέλ Φωτογραφία: Νικολά Γκορίν Μοντάζ: Μπενουά Κινόν Μουσική: Κουεντίν Σιρτζάκ Πρωταγωνιστούν: Φανί Αρντάν, Λοράν Λαφίτ, Πατρίκ Τσεσνέ, Ζαν Φρανσουά Στεβενίν, Φανί Κοτενσιόν, Μαρί Ριβιέρ, Φεντόρ Ατκίν Επιτέλους! Η Caroline (Fanny Ardant) συνταξιοδοτήθηκε και έχει μια καινούρια ζωή μπροστά της. Έχει χρόνο να φροντίσει τα παιδιά της, τον σύζυγο και πάνω από όλα τον εαυτό της. Πολύ σύντομα όμως αντιλαμβάνεται ότι αυτό το είδος ελευθερίας είναι συνώνυμο της πλήξης, με αποκορύφωμα το δώρο γενεθλίων της, που δεν είναι άλλο από μια κάρτα μέλους σε ένα club συνταξιούχων. Παραδόξως, εκεί θα έρθει σε επαφή με τον νεαρό καθηγητή πληροφορικής, που υποκύπτει στη γοητεία της. Η Caroline θα βιώσει μια δεύτερη νεότητα, θα ερωτευτεί τον νεαρό άντρα, θα γευτεί πρωτόγνωρες εμπειρίες, θα επαναστατήσει και θα αιφνιδιάσει τον περίγυρο της. Ποιος είπε ότι η συνταξιοδότηση είναι το τέλος και όχι μια ολοκαίνουρια αρχή;Μια αισιόδοξη και γλυκιά ταινία για τη ζωή και τις κινητήριες δυνάμεις της, που σημείωσε μεγάλη εισπρακτική επιτυχία στη Γαλλία, με πρωταγωνίστρια την ακαταμάχητα γοητευτική Fanny Ardant (8 Femmes, Elizabeth). Η διάσημη Γαλλίδα σταρ ερμηνεύει καταπληκτικά έναν από τους πιο απαιτητικούς ρόλους της καριέρας της, ενώ η Marion Vernoux (Love, etc., Rien à faire) σκηνοθετεί υποδειγματικά τις αναζητήσεις της ώριμης ηρωίδας της, ισορροπώντας ιδανικά το κωμικό με το δραματικό στοιχείο της ίδιας της ζωής. Η νέα δημιουργία της Μαριόν Βερνού (Marion Vernoux), είναι μία αισιόδοξη και γλυκιά ταινία για τη ζωή και τις κινητήριες δυνάμεις της, που σημείωσε μεγάλη εισπρακτική επιτυχία στη Γαλλία, με πρωταγωνίστρια την πάντα γοητευτική και σπουδαία ηθοποιό Φανί Αρντάν (Fanny Ardant). Η διάσημη Γαλλίδα σταρ ερμηνεύει μοναδικά και με φυσική απλότητα την απαιτητική ηρωίδα της σε μία χαρακτηριστική γαλλική ταινία η οποία ακροβατεί ιδανικά, ανάμεσα στον κωμικό και στον δραματικό κόσμο της πρωταγωνίστριας μας και κατά συνέπεια της ίδιας της ζωής. Το φιλμ, είχαμε την ευκαιρία να το απολαύσουμε τον Μάρτιο στο πλαίσιο του 15ου Φεστιβάλ Γαλλόφωνου Κινηματογράφου της Ελλάδας, ενώ πλέον κυκλοφορεί στις Κινηματογραφικές Αίθουσες σε διανομή της Feelgood Entertainment. «Είναι ακατανόητη η επιθυμία ή η απροθυμία του να ερμηνεύσεις έναν ρόλο. Όταν παίρνω ένα σενάριο στα χέρια μου, δεν αναλύω τα πράγματα. Είμαι σαν ένας σκύλος στο δάσος, που οσφραίνεται κάτι και λέει, «Το θέλω». Την Καρολίν, τη λάτρεψα αμέσως. Και αγάπησα τη Μαριόν, όταν μου μίλησε για τον ρόλο. Μου δημιουργήθηκε η επιθυμία να την ερμηνεύσω, να μεταμορφωθώ στην ίδια, με όλα της τα χαρακτηριστικά, που ακόμα δεν γνώριζα. Μ’ αρέσει να είμαι ανοιχτή, να μην είμαι προκατειλημμένη για έναν ρόλο» Φανί Αρντάν Η Caroline (Φανί Αρντάν) συνταξιοδοτήθηκε και έχει μια καινούρια ζωή μπροστά της. Έχει χρόνο να φροντίσει τα παιδιά της, τον σύζυγο και πάνω από όλα τον εαυτό της. Πολύ σύντομα όμως αντιλαμβάνεται ότι αυτό το είδος ελευθερίας είναι συνώνυμο της πλήξης, με αποκορύφωμα το δώρο γενεθλίων της, που δεν είναι άλλο από μία κάρτα μέλους σε ένα club συνταξιούχων… Παραδόξως, εκεί θα έρθει σε επαφή με τον νεαρό καθηγητή πληροφορικής, ο οποίος σταδιακά υποκύπτει στη γοητεία της. Η Caroline θα βιώσει μια δεύτερη νεότητα, θα ερωτευτεί τον νεαρό άντρα, θα γευτεί πρωτόγνωρες εμπειρίες και θα επαναστατήσει, αιφνιδιάζοντας την οικογένεια της και τον περίγυρο της. Η ταινία «Τα Καλύτερα Έρχονται» βασίζεται στο μυθιστόρημα της Φανί Σεζνέλ με τίτλο «Une Jeune Fille aux Cheveux Blancs» και η σκηνοθέτης Μαριόν Βερνού, αναφέρει χαρακτηριστικά: «Όταν διάβασα το βιβλίο, άρχισα ν’ αναρωτιέμαι: Πού μ’ αγγίζει αυτή η ιστορία; Μπορώ, ειλικρινά να σχετιστώ μαζί της; Εξάλλου, δεν είμαι αυτή η γυναίκα, δεν είμαι εξήντα ετών, ούτε ζω στην επαρχία ούτε είμαι οδοντίατρος… Παρ’ όλα αυτά, και για κάποιο διάστημα, τριγύριζε μέσα στο μυαλό μου η προσωπικότητα μιας εξηντάχρονης γυναίκας, της οποίας την ιστορία ήθελα να διηγηθώ, ακόμα κι αν δεν είχε τίποτα να επιδείξει.» Μία ελπιδοφόρα δημιουργία από τη σκηνοθετίδα Μαριόν Βερνού (Marion Vernoux) που στο παρελθόν μας έχει παρουσιάσει ταινίες, όπως το «Love, etc.» του 1996 και το «Empty Days Empty Days» του 1999. Διότι αλήθεια ποιος είπε ότι η συνταξιοδότηση είναι το τέλος και όχι μία ολοκαίνουρια αρχή; Η ταινία «Τα Καλύτερα Έρχονται» (Bright Days Ahead / Les Beaux Jours) σημείωσε εισπρακτική αλλά και καλλιτεχνική επιτυχία στη Γαλλία, με πρωταγωνίστρια βέβαια την πάντα γοητευτική και σπουδαία ηθοποιό Φανί Αρντάν (Fanny Ardant). Η δημοφιλής ηθοποιός που στο παρελθόν έχει πρωταγωνιστήσει σε θρυλικές ταινίες, όπως το «The Woman Next Door» (1981) και το «Confidentially Yours» (1983) και οι δύο σε σκηνοθεσία του σπουδαίου Φρανσουά Τρυφώ, αλλά και το «8 Women» του 2002, σε σκηνοθεσία του François Ozon, είναι κι εδώ υπεροχή, δίνοντας για ακόμη μία φορά τον καλύτερο της εαυτό, σ’ έναν απαιτητικό ρόλο. Σχετικά με την επιλογή της Φανί Αρντάν στον πρωταγωνιστικό ρόλο, η η σκηνοθέτης Μαριόν Βερνού, σημειώνει: «Δε μου πέρασε αμέσως απ’ το μυαλό, μιας και το ερμηνευτικό της εύρος δεν συμπεριλαμβάνει χαρακτήρες παρορμητικούς και άτακτους. Ήξερα όμως ότι έψαχνα μια ηθοποιό όμορφη, χωρίς όμως να είναι υπερβολική με την εικόνα της. Και που θα δεχόταν να ενσαρκώσει έναν χαρακτήρα που πηγαίνει στο ΚΑΠΗ και θα είχε σκηνές με έναν άντρα πολύ πιο νέο από την ίδια… Και να αποδεχτεί ένα σενάριο όπου ακούγονται πολλές φορές οι λέξεις «γριά», «γηρατειά».. Δε θα κουραστώ να επαναλάβω ότι τα γηρατειά παραμένουν ένα ταμπού. Ευτυχώς, η Φανί, το βρήκε περισσότερο διασκεδαστικό παρά προσβλητικό. Κυρίως το να κατακτήσει αυτόν τον χαρακτήρα, ξεπερνώντας την προσωπική της κατάσταση. Έχω την αίσθηση ότι η καθοδήγηση ενός ηθοποιού ξεκινάει τη στιγμή που γίνεται η ανάγνωση του σεναρίου: Ακούγοντας τη Φανί, σκέφτηκα ότι έπρεπε να την κάνω να μιλάει πιο γρήγορα, μιας και ήθελα μια ταινία «ζωντανή». Στο τέλος, εκείνη μιλούσε μια οκτάβα υψηλότερα. Κι αυτό τα άλλαξε όλα! Η Φανί ήταν πανούργα, με την καλή έννοια. Με τον ρόλο, το έργο, τους συμπρωταγωνιστές, με τον τρόπο που κινούμαι, με το σύμπαν μου.» Εκτός όμως από την Φανί Αρντάν, στην ταινία «Τα Καλύτερα Έρχονται» (Bright Days Ahead / Les Beaux Jours) πρωταγωνιστούν οι ηθοποιοί: Λοράν Λαφίτ, Πατρίκ Τσεσνέ, Ζαν Φρανσουά Στεβενίν, Φανί Κοτενσιόν, Μαρί Ριβιέρ και Φεντόρ Ατκίν. Η ταινία «Τα Καλύτερα Έρχονται» (Bright Days Ahead / Les Beaux Jours) της Μαριόν Βερνού (Γαλλία – 2013) απέσπασε δύο Υποψηφιότητες Βραβείων Σεζάρ το 2014 στις κατηγορίες: Καλύτερης Ηθοποιού για τη Φανί Αρντάν και Καλύτερου Β’ Ανδρικού Ρόλου για τον Πατρίκ Τσεσνέ. ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ ΜΕ ΤΗ ΜΑΡΙΟΝ ΒΕΡΝΟΥ (σενάριο/σκηνοθεσία) Η ταινία «Τα Καλύτερα Έρχονται» βασίζεται στο μυθιστόρημα της Φανί Σεζνέλ με τίτλο «Une Jeune Fille aux Cheveux Blancs». Πώς σας δημιουργήθηκε η επιθυμία να μεταφέρετε το βιβλίο στη μεγάλη οθόνη; Η ιδέα δεν ήταν δική μου, αλλά των παραγωγών Φρανσουά Κράους, Ντένις Πινό Βαλενσιέν και Ζουλιέτ Φαβρέλ Ρενό, που ήρθαν και μου πρότειναν αυτό το έργο. Αυτό ήταν που μου άρεσε αρχικά, το ότι έψαξαν να βρουν εμένα. Όταν διάβασα το βιβλίο, άρχισα ν’ αναρωτιέμαι: Πού μ’ αγγίζει αυτή η ιστορία; Μπορώ, ειλικρινά να σχετιστώ μαζί της; Εξάλλου, δεν είμαι αυτή η γυναίκα, δεν είμαι εξήντα ετών, ούτε ζω στην επαρχία ούτε είμαι οδοντίατρος… Παρ’ όλα αυτά, και για κάποιο διάστημα, τριγύριζε μέσα στο μυαλό μου η προσωπικότητα μιας εξηντάχρονης γυναίκας, της οποίας την ιστορία ήθελα να διηγηθώ, ακόμα κι αν δεν είχε τίποτα να επιδείξει. Ποια μονοπάτια ακολουθήσατε για να φτάσετε σ’ αυτό το αποτέλεσμα; Δούλεψα πολύ πάνω στην προσωπικότητα του Ζουλιέν. Στο μυθιστόρημα, θρηνεί τον θάνατο της μητέρας του και της γυναίκας του σε αυτοκινητιστικό. Η Καρολίν έρχεται για να καλύψει το κενό της μητέρας του. Εγώ ήθελα να είναι το αντίθετο, να παίζουν οι δυο τους επί ίσοις όροις, και η μεταξύ τους έλξη, ψυχολογικά, να δικαιολογείται λιγότερο. Από τη στιγμή που συνέλαβα την ιδέα του Ζουλιέν ως ενός γυναικά, ήμουν εκεί που ήθελα, είχα βρει την είσοδο στην ιστορία μου. Μια γυναίκα βγαίνει στη σύνταξη, πιστεύει ότι θα περάσει στην ανωνυμία, ότι θα γίνει αόρατη και ότι δε θα την προσέχουν πια οι άντρες, αλλά ο συγκεκριμένος άντρας κοιτάζει όλες τις γυναίκες, για τον σωστό λόγο. Μου άρεσε αυτή η ειρωνεία, που πάει ν’ αποφύγει την παγίδα στην οποία δε θέλει να πέσει: να θεωρηθεί τεκνατζού. Σ’ αυτόν τον άντρα δεν αρέσουν οι «γριές», όχι, αγαπάει τις γυναίκες. Όλες! Κι ύστερα, την περίοδο που έγραφα το σενάριο, η σκέψη μου πήγαινε στους γονείς μου, που τους είχα χάσει πριν καλά καλά κλείσουν τα εξήντα τους. Και ένιωθα ότι με είχαν αφήσει να κοιτάζω μια λευκή σελίδα. Μια σελίδα που έπρεπε να γεμίσω, για να καλύψω το κενό τους. Αυτή η ταινία είναι ένας φόρος τιμής προς αυτούς, κατά μία έννοια. Θα ήθελα να είχα ζήσει με τη μητέρα μου, αυτό το διάστημα της ταινίας που πέρασα με την Καρολίν. Η ταινία δεν πραγματεύεται τόσο τα γηρατειά, όσο το ζήτημα του τι κάνουμε με τη ζωή μας, με τις επιθυμίες μας… Ναι, και υπήρχε ένα τρίτο κίνητρο να γυρίσω την ταινία: να μιλήσω για τις σχέσεις. Τι είναι αυτό που μας κάνει να μένουμε ή να φεύγουμε από μια σχέση; Πώς αναζωογονείται η σχέση; Είναι ένα τεράστιο μυστήριο, μεγαλύτερο κι απ’ τον κεραυνοβόλο έρωτα. Αυτή η ικανότητα να συνεχίζεις ή όχι… Είναι πολύ συγκινητικό, κυρίως όταν βρίσκεσαι στο τελευταίο στάδιο της ζωής σου, την ώρα που κάνεις τον απολογισμό σου. Τι πέτυχα; Πού απέτυχα; Και το ερώτημα, θα πεθάνω μόνος μου ή όχι; Όταν είμαστε ζευγάρι, ποτέ δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι όλα μπορεί να χαθούν απ’ τη μια στιγμή στην άλλη. Διαφορετικά, το αποτέλεσμα θα είναι ολέθριο. Όταν η Καρολίν συναντά τον Ζουλιέν, δεν αυταπατάται τόσο ώστε να πιστεύει ότι όλα είναι και πάλι πιθανά, δεν κυνηγάει τα νιάτα της και δεν ονειρεύεται να χτίσει ένα μέλλον μαζί με τον εραστή της… Απλώς αποδέχεται αυτό που έχει συμβεί… Στην ταινία, δεν υπάρχει παραμύθι, ούτε παραμυθιάζει ο ένας τον άλλο. Η Καρολίν και ο Ζουλιέν χαίρονται και μόνο που περνούν το απόγευμά τους στο κρεβάτι, περνώντας καλά. Βρίσκονται σε μια κατάσταση άρνησης. Καπνίζουν τσιγαριλίκια, καβγαδίζουν λιγάκι, ανοίγονται ο ένας στον άλλο… Σαν έφηβοι. Η ιστορία τους ξεκινάει πολύ ανόητα: Η Καρολίν προσπαθεί να δικαιολογήσει ότι είναι ευχάριστο να πίνεις την ώρα του γεύματος, ότι είναι ανοησία να μην εκμεταλλεύεσαι τα πάντα. Είναι το μικρό παραθυράκι που ανοίγει, είναι ψιλομεθυσμένη, ο Ζουλιέν την αποπλανεί… Και σκέφτεται, «Διάολε, γιατί όχι;» Ακόμα κι αν σκέφτεσαι ότι είναι τρομοκρατημένη και συντετριμμένη, όταν προβλέπει αυτό που πρόκειται να συμβεί. Το γεγονός ότι ο Ζουλιέν είναι ένας γυναικάς, αυτομάτως κάνει τη δική τους σχέση πιο ελεύθερη. Δεν υπάρχει το κλισέ της μεγαλύτερης γυναίκας που κοιτάζει τις ρυτίδες της στον καθρέφτη με περισσή ανησυχία, μιας και έχει γνωρίσει έναν πολύ νεότερο άντρα… Αυτό προβλεπόταν στο σενάριο! Τη στιγμή όμως του γυρίσματος, σκέφτηκα ότι θα οδηγούσε σε παρανόηση. Την Καρολίν τη βλέπει κάποιος άλλος, δεν έχει ανάγκη να κοιτάξει εκείνη τον εαυτό της. Κι αυτό είναι που λέει στον σύζυγό της, όταν εκείνος της πετάει, «μα καλά, δε βλέπεις τον εαυτό σου;» Κι εκείνη του απαντάει: «Όχι, με βλέπει εκείνος!» Η Καρολίν και ο Ζουλιέν δεν είναι ερωτευμένοι μεταξύ τους. Μικρή σημασία έχει ποιος τηλεφωνεί σε ποιον, ποιος δίνει και παίρνει μικρά τεκμήρια αγάπης. Είναι μια ιστορία αγάπης αρκετά καινούργια, που ξεπερνάει το απλό χρονικό μιας κοινής μοιχαλίδας. Η Καρολίν δεν παίρνει ιδιαίτερες προφυλάξεις για να κρύψει τη σχέση της και ο άντρας της δεν της δίνει τελεσίγραφα του στυλ: «Αν δεν σταματήσεις αμέσως αυτή την ιστορία, θα σε παρατήσω.» Είναι όμορφο και εμπνευσμένο να αντιμετωπίζεις ένα ερωτικό τρίγωνο κατ’ αυτόν τον τρόπο. Η Καρολίν κι ο Φιλίπ είναι κάπως προχωρημένοι, ηλικιακά, αλλά και συνειδησιακά. Σταδιακά, ανακαλύπτουν ότι «έχουν δυνατότητες» κι ότι είναι λιγότερο συμβατικοί από πολλούς νεώτερους τους. Δεν εγκαταλείπουν τη σχέση τους, αν και έχουν φτάσει στην ηλικία που πολλοί το κάνουν αυτό. Η Φανί Αρντάν είναι εκπληκτική στην ταινία… Δε μου πέρασε αμέσως απ’ το μυαλό, μιας και το ερμηνευτικό της εύρος δεν συμπεριλαμβάνει χαρακτήρες παρορμητικούς και άτακτους. Ήξερα όμως ότι έψαχνα μια ηθοποιό όμορφη, χωρίς όμως να είναι υπερβολική με την εικόνα της. Και που θα δεχόταν να ενσαρκώσει έναν χαρακτήρα που πηγαίνει στο ΚΑΠΗ και θα είχε σκηνές με έναν άντρα πολύ πιο νέο από την ίδια… Και να αποδεχτεί ένα σενάριο όπου ακούγονται πολλές φορές οι λέξεις «γριά», «γηρατειά»… Δε θα κουραστώ να επαναλάβω ότι τα γηρατειά παραμένουν ένα ταμπού. Ευτυχώς, η Φανί, το βρήκε περισσότερο διασκεδαστικό παρά προσβλητικό. Κυρίως το να κατακτήσει αυτόν τον χαρακτήρα, ξεπερνώντας την προσωπική της κατάσταση. Έχω την αίσθηση ότι η καθοδήγηση ενός ηθοποιού ξεκινάει τη στιγμή που γίνεται η ανάγνωση του σεναρίου: Ακούγοντας τη Φανί, σκέφτηκα ότι έπρεπε να την κάνω να μιλάει πιο γρήγορα, μιας και ήθελα μια ταινία «ζωντανή». Στο τέλος, εκείνη μιλούσε μια οκτάβα υψηλότερα. Κι αυτό τα άλλαξε όλα! Η Φανί ήταν πανούργα, με την καλή έννοια. Με τον ρόλο, το έργο, τους συμπρωταγωνιστές, με τον τρόπο που κινούμαι, με το σύμπαν μου. Και η επιθυμία να την κάνετε ξανθιά; Αρχικά, ήθελα να έχει λευκά μαλλιά, όπως περιγράφει και ο τίτλος του μυθιστορήματος. Κάναμε μια δοκιμή, αλλά το παράδοξο είναι ότι την έκαναν πολύ πιο εκλεπτυσμένη. Σε αντιδιαστολή, είδαμε ότι το ξανθό μαλλί τής προσέδιδε έναν άλλον αέρα, αινιγματικό. Κι ύστερα, ήθελα να τη δω με τζιν, που δεν είχε φορέσει ποτέ στη ζωή της! Η Φανί διαθέτει μια απίστευτη φινέτσα. Μαζί της, όλα είναι εύκολα. Της ταιριάζουν όλα. Στην πραγματική της ζωή, φοράει συνέχεια μαύρα. Εγώ προτιμούσα τα ξεθωριασμένα χρώματα. Τα ρούχα έπρεπε να είναι διαχρονικά και κάπως μη πειστικά. Και η επιλογή του Λοράν Λαφίτ; Τον σκεφτόμουν, καθώς παρακολουθούσα τα βραβεία Σεζάρ, την περσινή χρονιά. Είχε κάνει ένα σκετσάκι, κάπως δύσκολο, αλλά η πολύ «βρετανική» φινέτσα του, αποκάλυψε τη μεγαλοπρέπειά του. Και σκέφτηκα, αυτός είναι, αυτός είναι ο Ζουλιέν. Ήθελα να είναι σέξι, να είναι αξύριστος και τριχωτός. Και να επιδεικνύει το σώμα του, που είναι πολύ ωραίο. Ανάμεσα στον Ζουλιέν και στην Καρολίν, η έλξη είναι καθαρά επιδερμική. Ο Λοράν έχει ένα βλέμμα μοναδικό. Μέσα σε μια στιγμή περνάει απ’ το ένα συναίσθημα στο άλλο. Διαισθανόμαστε την εξυπνάδα του, ακούει τις συντρόφους του, δέχεται αυτά που του δίνουν. Από τη στιγμή που το βλέμμα του πέφτει στην Καρολίν, αισθανόμαστε το πώς τη βλέπει. Όταν έκανα τις συστάσεις ανάμεσα στη Φανί και τον Λοράν, για να δω αν υπήρχε χημεία μεταξύ τους, εκείνη αμέσως ενθουσιάστηκε και είπε: «Μαζί του, δε θα διηγηθούμε μια ιστορία ηλικιών, αλλά μια ιστορία που εξελίσσεται.» Και ο Πατρίκ Σεζνέ; Τον είχα συναντήσει σ’ ένα φεστιβάλ και γνωριζόμασταν λίγο. Καλά καλά δεν είχε τελειώσει την ανάνγνωση του σεναρίου, όταν μου τηλεφώνησε για να μου πει, σχεδόν φωνάζοντας: «Δε βλέπω σε ποιον άλλον θα μπορούσες να το προτείνεις!» Μ’ αρέσουν οι ηθοποιοί που δηλώνουν ότι όταν ερμηνεύουν σκέφτονται κι άλλα πράγματα. Ο Πατρίκ διαθέτει αυτό το στυλ της παρουσίας-απουσίας, κάτι που ταίριαζε γάντι στον ρόλο του συζύγου της, για τον οποίο αναρωτιόμαστε αν έχει καταλάβει ότι η γυναίκα του έχει εραστή κι αν τον νοιάζει. Δεν είναι αδιαφορία, αλλά μυστήριο. Ο Πατρίκ διαθέτει μια εσωτερικότητα. Είναι ένα πνευματώδης ηθοποιός και ένας πολύ ωραίος άντρας. Κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων, αισθανόμουν ότι όλοι ήταν χαρούμενοι που βρίσκονταν εκεί. Πιστεύω ότι υπήρχε εμπιστοσύνη και προς το πρόσωπό μου, αλλά και του ενός προς τον άλλο. Δεν τους ανησυχούσαν οι ισορροπίες ισχύος ή δύναμης. Ήταν κάτι το πολύ ευχάριστο. ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ ΜΕ ΤΗ ΦΑΝΙ ΑΡΝΤΑΝ (πρωταγωνίστρια) Τι ήταν αυτό που σας άρεσε στο σενάριο της ταινίας «Τα Καλύτερα Έρχονται»; Είναι ακατανόητη η επιθυμία ή η απροθυμία του να ερμηνεύσεις έναν ρόλο. Όταν παίρνω ένα σενάριο στα χέρια μου, δεν αναλύω τα πράγματα. Είμαι σαν ένας σκύλος στο δάσος, που οσφραίνεται κάτι και λέει, «Το θέλω». Την Καρολίν, τη λάτρεψα αμέσως. Και αγάπησα τη Μαριόν, όταν μου μίλησε για τον ρόλο. Μου δημιουργήθηκε η επιθυμία να την ερμηνεύσω, να μεταμορφωθώ στην ίδια, με όλα της τα χαρακτηριστικά, που ακόμα δεν γνώριζα. Μ’ αρέσει να είμαι ανοιχτή, να μην είμαι προκατειλημμένη για έναν ρόλο. Η εξηντάρα Καρολίν, ερωτεύεται έναν άντρα, την περίοδο που ετοιμάζεται να βγει στη σύνταξη, αν και λένε ότι αυτή η ιστορία θα μπορούσε να είχε συμβεί και σε κάποια άλλη φάση της ζωής της. Ακριβώς. Αν σκεφτείς την πορεία αυτής της γυναίκας, πριν γνωρίσει τον Ζουλιέν, σκέφτομαι ότι πάντα ήταν αποφασισμένη να ζήσει τη ζωή της, και να μην ασχολείται με τα σημάδια του χρόνου, στο βαθμό που καθορίζονται από τα περιοδικά. Δέχεται τη ζωή όπως έρχεται. Δεν είναι ένα άβουλο πλάσμα, δεν υπάρχει η λέξη «παραίτηση» μέσα της. Της αρέσουν οι απολαύσεις. Της αρέσει να πίνει, να τρώει. Η ζωή είναι σαν ένα τροπικό δάσος. Υπάρχουν αναρριχητικά φυτά που ή τα αρπάζεις ή τα αφήνεις… Η Καρολίν είναι τολμηρή, δε φοβάται να ξεκινήσει μια ιστορία μ’ έναν άντρα πιο νέο, παρά τους πιθανούς κινδύνους ταπείνωσης. Με τον Ζουλιέν, η Καρολίν δεν κυνηγάει μια χαμένη νεότητα, απλώς εκμεταλλεύεται το παρόν. Ναι, είναι κάτι σαν πυγμάχος. Ανεβαίνει στο καναβάτσο του έρωτα και του πάθους με μεγάλη εξυπνάδα ώστε να μη γίνει κτητική ή να πιστέψει ότι η ζωή της θ’ αλλάξει απ’ τη μια στιγμή στην άλλη. Δεν είναι η Φαίδρα, για να παραδοθεί ψυχή τε και σώματι στο πάθος. Δεν είναι καν εκδικητική. Έχω την πεποίθηση ότι είναι μια γυναίκα αρκετά ισορροπημένη, που αγαπάει τον άντρα και την οικογένειά της. Υπονοείται ότι έχει έναν γάμο πολλών ετών, παιδιά και εγγόνια. Κι έπειτα, σταματάει τη δουλειά της, κι αυτό πυροδοτεί μια περιπλάνηση, μετά από τόσα χρόνια όπου η κάθε της μέρα ήταν τόσο γεμάτη. Με τον Πατρίκ Σεζνέ, ενσαρκώνετε ένα ζευγάρι που προχωράει ενωμένο, παρά τις συγκυρίες… Λατρεύω αυτόν τον σύζυγο. Γνωρίζει καλά τη γυναίκα του, υπάρχει ακόμα μεγάλη οικειότητα μεταξύ τους. Μ’ αρέσει όταν του τηλεφωνεί, όταν δεν μπορεί να γυρίσει στο δωμάτιο του ξενοδοχείου της, κι εκείνος πηγαίνει να τη βρει. Στη σχέση τους υπάρχει κάτι το στέρεο και απελευθερωμένο, ταυτόχρονα. Δεν είναι τύπος του κολλημένου αστού. Κατά τη γνώμη μου, αυτή η γυναίκα πρέπει να διαφέρει και σ’ άλλα. Για εκείνον, δεν ξέρω, μιας και το επίκεντρό μας δεν είναι αυτός… Παρ’ όλα αυτά, είναι ζευγάρι πολλά χρόνια, αναμφισβήτητα, μιας και ο ένας χαρακτήρας συμπληρώνει τον άλλο. Βολεύει τον Φιλίπ, το ότι η Καρολίν δεν είναι η χαρωπή νοικοκυρούλα του σπιτιού. Όταν γυρίζει μεθυσμένη, απ’ το δείπνο με πίτσα, εκείνος παραπονιέται, αλλά δεν το εννοεί. «Δεν είναι κάτι σοβαρό. Υπάρχει πάντα και το καλό κρασί.» Επίσης είναι ένας εξαιρετικός πατέρας και παππούς. Και τα γυρίσματα με τον Λοράν Λαφίτ; Είναι μια ψυχή πολύ αστεία, έξυπνη και καλαίσθητη. Μ’ αρέσει αυτό το συνονθύλευμα του μεγάλου Γάλλου ηθοποιού και ενός τύπου κάπως αγροίκου, που δε φοβάται τίποτα, που ισορροπεί. Είναι πολύ γενναιόδωρος, ακούει, αλλά σκέφτεται αστραπιαία. Πάντα μου άρεσαν οι άντρες που μ’ έκαναν να γελάω, που γελοιοποιούνται, αλλά είναι γενναιόδωροι. Στις ερωτικές σκηνές, ένιωθα άνετα, προστατευμένη. Στο σινεμά, μπορεί να έρθουμε πολύ κοντά μ’ έναν άντρα που γνωρίσαμε δεκαπέντε μέρες πριν, όλα κυλούν γρήγορα, δεν υπάρχει χρόνος να γνωριστούμε, πέφτουμε στα βαθιά, στην αλήθεια των σκηνών. Διασκεδάζω απίστευτα μαζί του, αλλά και με τον Πατρίκ Σεζνέ, με τον οποίο δεν είχα συνεργαστεί ποτέ, αλλά τον είχα δει πολλές φορές στο θέατρο. Μ’ αρέσει το φλέγμα του, το τόσο λεπτεπίλεπτο, που όμως κρύβει κάτι. Ο Πατρίκ είναι πολύ μυστηριώδης. Πώς ήταν το κλίμα στα γυρίσματα; Ήταν καλοκαίρι, είχε καλό καιρό, νιώθαμε σαν σε διακοπές. Κάθε πρωί, ένιωθα ευτυχισμένη που τους έβλεπα όλους. Ήμασταν μια μικρή ομάδα, δεν είχαμε πολλές μέρες μπροστά μας για τα γυρίσματα, έπρεπε να εργαστούμε γρήγορα, αλλά δεν ανησυχούσαμε, γιατί η Μαριόν είναι πολύ ενεργητική και ευχάριστη. Κι έπειτα, τα περιορισμένα μέσα, φέρνουν πιο κοντά τους ανθρώπους και ωφελούν την επινοητικότητα. Κάναμε γυρίσματα στη Δουνκέρκη, στο Καλαί και σε μια τοποθεσία που ανακάλυψα εγώ, το Καπ Μπλαν-Νεζ, που μοιάζει με την Κορνουάλλη. Τις μέρες που είχε καλή ορατότητα, βλέπαμε τις ακτές της Αγγλίας. Ήταν υπέροχα. Η Μαριόν γυρίζει όλες της τις ταινίες εκεί. Η λαμπερή ακτή του βορρά, η μεγάλη της γενναιοδωρία, η έκτασή της, το μαγικό της φως… Νομίζω ότι αποκαλύψαμε πολλά για την ταινία. Είναι η πρώτη φορά που σας βλέπουμε ξανθιά; Όταν συνάντησα τη Μαριόν, ήταν ξανθιά με μαύρες ανταύγειες. Ήθελα να κάνω το ίδιο. Δοκίμασα και το λευκό χρώμα στο μαλλί, το λευκό που έχουν τα μοντέλα στις φωτογραφίες του Χέλμουτ Νιούτον, και το αποτέλεσμα ήταν υπερβολικά εξεζητημένο. Είναι πολύ δύσκολο για μια μελαχρινή, όπως εγώ, να μεταμορφωθεί σε ξανθιά. Πέρασα πολλές ώρες στα χέρια του κομμωτή για να φύγει το μελαχρινό. Εκτός του χρώματος των μαλλιών σας, η προφορά σας είναι σχεδόν αγνώριστη. Ναι, η Μαριόν ήθελε να μιλάω πολύ γρήγορα, πιο τσιριχτά. Η φύση μας είναι εμμονική, έχουμε την τάση να διατηρούμε την ίδια προσωπικότητα, το ίδιο χτένισμα, και την ίδια ομιλία… Αυτή, λοιπόν, ήταν μια ευκαιρία ν’ αφεθεί κάποιος στα χέρια μιας σκηνοθέτιδας που είχε την ευχέρεια να του ζητήσει κάτι διαφορετικό, έξω απ’ τα τετριμμένα. Και την οποία εμπιστεύεται τόσο ώστε να περάσει μαζί σ’ ένα πεδίο που δεν έχει ακόμα εξερευνήσει. Είναι, επίσης, η πρώτη φορά που σας βλέπουμε με τζιν. Όταν η Μαριόν μου το ζήτησε, της είπα: «Μα, δε θα χωρέσω σε τζιν!» Δεν ξέρω γιατί μου είχε κολλήσει αυτή η ιδέα, φοβόμουν ότι δε θα ένιωθα άνετα κι ότι θα είχα τον αέρα ενός καραμπινιέρου! Ήμουν πεπεισμένη ότι δεν ήταν για μένα, αλλά το έκανα. Μάλιστα, κράτησα ένα τζιν, ως τρόπαιο! Είναι πολύ σημαντική η στιγμή που καθορίζουμε την εξωτερική εμφάνιση του χαρακτήρα, τον τρόπο που ντύνεται, τον τρόπο που χτενίζεται… Το σώμα εκφράζεται διαφορετικά όταν φοράει έναν κορσέ ή ένα παντελόνι τζιν. Εκπέμπει διαφορετικά σήματα. Και τα σήματα αυτά είναι πολύ σημαντικά, γιατί προηγούνται του λόγου και ο θεατής στο σινεμά τα καταγράφει ασυναίσθητα. Όσο για τα παπούτσια, είχα δει ότι η Μαριόν φορούσε μποτάκια με τα τζιν της και της είχα πει: «Γιατί όχι τα μποτάκια σας;» Σκεφτόταν ότι δε θα μου έκαναν, αλλά ενώ δεν είναι πολύ ψηλή, φοράει μεγαλύτερο νούμερο παπουτσιού από εμένα, και τελικά, αυτά είναι τα μποτάκια που φοράω σ’ ολόκληρη την ταινία! Είχατε ενδοιασμούς στο να υποδυθείτε μια γυναίκα που βγαίνει στη σύνταξη; Όχι, θα μπορούσα να ερμηνεύσω μια προγιαγιά με την ίδια άνεση. Το μόνο που δε θα ήθελα να ερμηνεύσω είναι μια καρικατούρα. Δεν νιώθω την ανάγκη ότι πρέπει να αρέσω, αλλά νιώθω την ανάγκη να μου αρέσει αυτό που υποδύομαι. Στην κοινωνία μας, επικεντρωνόμαστε στα γηρατειά, ενώ η πραγματική ιστορία της ζωής είναι ο θάνατος. Τα γηρατειά, δεν είναι παρά μόνο ένα στάδιο, υποχρεωτικό και αναπόφευκτο, φυσικά, αλλά το σημαντικό είναι να ξέρεις αν θέλεις να το αντιμετωπίσεις ή αν θ’ αφήσεις να σε παρασύρει το ρεύμα. Στην τελευταία σκηνή της ταινίας, η Καρολίν επιστρέφει στη θάλασσα… Ο κύβος ερρίφθη. Δεν έχει νόημα να προσπερνάς κάτι ή να είσαι προκατειλημμένος για κάτι. |