Μία ιστορία πολεμικών τεχνών του 9ου αιώνα με κεντρική ηρωίδα μία νεαρή
δολοφόνο, μετατρέπεται στα χέρια του κορυφαίου auteur του κινεζικού σινεμά σε
ένα αισθητικό γεγονός σπάνιας ομορφιάς.
Πανηγυρικό Βραβείο Σκηνοθεσίας στο φετινό Φεστιβάλ Καννών και παραληρηματικές
κριτικές για μια κινηματογραφική εμπειρία καθαρής μυσταγωγίας.
Ο Χου Χσιάο-Χσιεν
χρειάστηκε 25 χρόνια προετοιμασίας και 5 χρόνια γυρίσματος για να κάνει αυτήν
την ταινία και βλέποντάς τη δεν απορείς - ούτε και για το ότι τιμήθηκε γι' αυτήν
με το βραβείο σκηνοθεσίας στο Φεστιβάλ Καννών. Ο σκελετός της ιστορίας μάς
γυρίζει πολύ πίσω, στον 9ο αιώνα, στο τέλος της Δυναστείας των Τανγκ, όπου η
νεαρή Γινγιάνγκ, μια πανέμορφη, σιωπηλή κοπέλα, έχει εκπαιδευτεί ως δολοφόνος,
με σκοπό ν’ ασκεί την τέχνη της, γιατί για τέτοια πρόκειται, μόνο για δίκαιους
σκοπούς, για την εξόντωση της πολιτικής διαφθοράς. Οταν η αποστολή της θα είναι
να σκοτώσει τον ξάδελφό της, με τον οποίο ήταν ταγμένη να παντρευτεί και που
αποτελεί ίσως το μόνο πρόσωπο που αγάπησε ποτέ, η μυστηριώδης δολοφόνος θα
χρειαστεί ν’ αποφασίσει αν θα μείνει πιστή στις αρχές της ή θα παραδοθεί στο
συναίσθημα.
Η ιστορία του «Assassin» όχι απλώς είναι κλασική, στερεοτυπική, αλλά είναι και
ειπωμένη σε τόσο αργό ρυθμό, με τόσα πολλά πρόσωπα, που γρήγορα παύει να σε
αφορά. Αντ’ αυτού, χαζεύεις την εικόνα. Ντύνοντας την ταινία του με ήχους της
φύσης, τζιτζίκια, τριζόνια, το θρόισμα των φύλλων στον αέρα, καταναλώνοντας
χρόνο για να δείξει την καθημερινή οικιακή ρουτίνα των ηρώων, ο Χου Χσιάο-Χσιέν
δίνει ζωή (αν και όχι ρυθμό) στο μακρινό παρελθόν.
Το κάθε του πλάνο είναι μια εικόνα ανεξάντλητης λεπτομέρειας, τέλειας ισορροπίας
και ονειρικής ομορφιάς. Τα ντεκόρ εκτείνονται ως το βάθος του τετράγωνου,
γεωμετρικά στημένου academy κάδρου, στρώματα πάνω από στρώματα αραχνοΰφαντων
μεταξωτών και βαριών μπροκάρ, σε ζεστά, υποφωτισμένα ή εκτυφλωτικά χρώματα, με
τα πιο πολύπλοκα, αριστοτεχνικά σχεδιασμένα κοστούμια, σ’ ένα σύμπαν που αγγίζει
τα όρια της φαντασίας στο κάλλος του. Οταν η κάμερα βγαίνει έξω από τα σπίτια,
καταγράφει τα πορφυρά ηλιοβασιλέματα, τα καταπράσινα λιβάδια, τα αλλόκοτα
δέντρα, όλες τις αποχρώσεις του μπλε στις ήσυχες νύχτες. Η σκηνογραφική κι
ενδυματολογική δουλειά και η φωτογραφία κάνουν ταινίες σαν το «Τίγρης και
Δράκος» να ωχριούν μπροστά στο «Assassin».
Αντίθετα, οι διάλογοι είναι ελάχιστοι, οι χαρακτήρες αφήνουν τον θεατή να
συμπληρώσει τα, γνώριμα από την κινεζική παράδοση, στοιχεία τους και, κυρίως, οι
σκηνές δράσης, μια κι αυτή είναι μια ταινία πολεμικών τεχνών, είναι αφαιρετικές:
ο Χου Χσιάο-Χσιέν τις προσπερνά σαν κεραυνό, ή απομακρύνεται για να τις κοιτάξει
από απόσταση, καθώς τον ενδιαφέρει περισσότερο το πλαίσιο παρά το γεγονός.
Δήλωση σκηνοθέτη
(*Η ταινία είναι τοποθετημένη στην Κίνα του 9ου αιώνα, προς τα τέλη της
Δυναστείας των Τανγκ (618-907 μ.Χ. ). Η περίοδος είναι γνωστή για τα «τσουάνκι»,
ιστορίες στην κινέζικη γλώσσα με μυστικιστικά και φανταστικά στοιχεία).
«Έμαθα και αγάπησα τα τσουάνκι της Δυναστείας των Τανγκ όσο σπούδαζα, κι
ονειρευόμουν για πολλά χρόνια να τα κινηματογραφήσω. Η Σιωπηλή Δολοφόνος είναι
εμπνευσμένη από ένα από αυτά με τίτλο Nie Yinniang. Η βασική ιδέα πηγάζει από
εκεί. Η λογοτεχνία της εποχής πλημμυρίζει από λεπτομέρειες της καθημερινής ζωής,
θα μπορούσε κανείς να τις χαρακτηρίσει «ρεαλιστικές». Χρειαζόμουν κάτι
περισότερο όμως για την ταινία, και πέρασα πολύ χρόνο μελετώντας πως οι άνθρωποι
αυτής της περιόδου, έτρωγαν, ντυνόντουσαν κτλ. Έδωσα πολύ μεγάλη προσοχή στις
λεπτομέρειες. Για παράδειγμα, υπήρχαν δύο τρόποι που έκανε κανείς μπάνιο,
αναλόγως την κοινωνική του θέση και οικονομική κατάσταση. Προσπάθησα να
κατανοήσω και το πολιτικό πλαίσιο της ιστορίας. Ήταν μια χαοτική περίοδος, στην
οποία η τοπική διοίκηση αμφισβήτησε την εξουσία των Τανγκ- κάποιες μάλιστα
περιοχές προσπάθησαν να αποσχιστούν με τη βία. Παραδόξως, αυτές οι περιοχές
είχαν δημιουργηθεί από την ίδια την αυτοκρατορία, όταν τις ενίσχυσε με
στρατιωτικές φρουρές για προστασία από εξωτερικές απειλές.
Μετά από μια συνεχόμενη σειρά εξεγέρσεων, η Δυναστεία των Τανγκ τελικά έπεσε το
907, και η αυτοκρατορία διασπάστηκε. Μακάρι να μπορούσα να επικοινωνήσω με τη
Δυναστεία, για να έχω μια ταινία πολύ κοντά στην ιστορική αλήθεια».
(*Η Σιωπηλή Δολοφόνος είναι μία ταινία πολεμικών τεχνών ή όπως αποκαλείται wuxia
(γουσιά). Η λέξη wuxia που προέρχεται από τα συνθετικά γου και σιά, στην
κυριολεξία σημαίνει ήρωας των πολεμικών τεχνών. Πρόκειται για είδος Κινεζικής
μυθοπλασίας που συνήθως αφορά τις περιπέτειες των καλλιτεχνών της πολεμικής
τέχνης στην αρχαία Κίνα. Αρχικά, ήταν μορφή λογοτεχνίας, αλλά έγινε δημοφιλής
στην όπερα, τον κινηματογράφο και τα video games).
«Η Σιωπηλή Δολοφόνος ανήκει στο είδος των ταινιών wuxia. Το Κινεζικό σινεμά έχει
συνδεθεί με αυτό το είδος για τόσο πολύ καιρό, αλλά για μένα ήταν ένα μακρύ
ταξίδι προς την ωριμότητα. Όταν ήμουν παιδί στην Ταϊβάν το 1950, η σχολική μας
βιβλιοθήκη είχε πάρα πολλά wuxia μυθιστορήματα. Τα λάτρευα, τα έχω διαβάσει όλα.
Μου άρεσε επίσης πολύ να διαβάζω φανταστικές ιστορίες ξένων συγγραφέων όπως ήταν
ο Ιούλιος Βερν. Φυσικά, υπήρχαν και οι wuxia ταινίες από το Χονγκ Κονγκ, γνωστές
στη Δύση ως ταινίες κουνγκ-φου. Ήθελα κάποια στιγμή να δοκιμάσω το είδος κι εγώ,
αλλά σε μια ρεαλιστική διατύπωση που ταιριάζει με το ταμπεραμέντο μου. Δεν είναι
του στυλ μου να έχω μαχητές που πετάνε ή κάνουν πιρουέτες στον αέρα- δεν είναι ο
τρόπος μου και δε μπορούσα να το κάνω έτσι. Προτιμώ τα πόδια μου στο έδαφος. Οι
σκηνές μάχης στην ταινία έχουν τέτοιες αναφορές, αλλά δεν είναι ο πυρήνας του
δράματος. Πέρα απ’όλα τα άλλα, πρέπει να σκεφτώ και τους ηθοποιούς μου. Ακόμη
και με προστατευτικά και όλα τα μέτρα ασφαλείας, αυτές οι σκηνές είναι
απαραιτήτως βίαιες. Η Σου Κι τελείωνε κάθε σκηνή μάχης καλυμμένη με μελανιές. Η
μεγαλύτερη επιρροή μου είναι Ιαπωνικές ταινίες σαμουράι του Κουροσάβα κι άλλων
σκηνοθετών, όπου πραγματική σημασία έχει η φιλοσοφία του να είναι κανείς
σαμουράι, παρά οι ίδιες οι σκηνές δράσης. Είναι απλά το μέσο για το σκοπό».
«Δε με απασχόλησαν ποτέ ιδιαίτερα οι επεξηγήσεις, ειδικά οι ψυχολογικές. Αν μια
ταινία είναι ένας ποταμός, ή ακόμη καλύτερα ένας χείμαρρος, με ενδιαφέρει πολύ
περισσότερο η πορεία που παίρνει, η ταχύτητα της, οι παρακάμψεις που κάνει, από
που πηγάζει και που καταλήγει. Για μένα ο θεατής είναι κάποιος που κάθεται στην
όχθη του χειμάρρου, που δέχεται ό,τι ρέει δίπλα του, τις αναταραχές της κίνησης
και τις στιγμές ηρεμίας. Ελπίζω ωστόσο ότι είναι και κάποιος που βυθίζεται στο
κύμα, που -τον παρασέρνει μέσα από τη δική του φαντασία».
-Χου Χσιάο Χσιέν
Ο σκηνοθέτης
Αφού ολοκλήρωσε τις σπουδές του στο Πανεπιστήμιο Τεχνών της Ταϊβάν, ο Χου Χσιάο
Χσιέν εργάστηκε ως βοηθός σκηνοθέτη. Το 1980, σκηνοθέτησε την πρώτη μεγάλου
μήκους ταινία του, Χαριτωμένο Κορίτσι (Cute Girl), που έγινε μεγάλη εισπρακτική
επιτυχία. Το 1984, η ταινία The Boys from Fengkuei , ήταν η πρώτη του συνεργασία
με τον Τσου Τιέν- Γουέν, ο οποίος έμελλε να γίνει ο μόνιμος σεναριογράφος του.
Ακολούθησαν τρεις πολύ προσωπικές ταινίες, εμπνευσμένες από την ίδια του τη ζωή:
Καλοκαίρι με τον Παππού (A Summer at Grandpa ’s) (1984), Μία Ιστορία της Ταϊπέι
(The Time to Live and the Time to Die) (1985, Βραβείο FIPRESCI, Φεστιβάλ
Βερολίνου), και Σκόνη στον Άνεμο (Dust in the Wind) (1986). Το 1989, τιμήθηκε με
το Χρυσό Λέοντα στη Βενετία για την ταινία Η Πόλη της Θλίψης (A city of
Sadness), ένα πολιτικό δράμα, το πρώτο της τριλογίας Ο Μάστορας του
Κουκλοθέατρου (The Puppet Master) (1993, Βραβείο Επιτροπής, Φεστιβάλ Καννών) και
Καλοί Άνδρες, Καλύτερες Γυναίκες (Good Men, Good Women) (1995) που ακολούθησαν.
Το 1997 ο Χου Χσιάο Χσιέν σκηνοθέτησε το Goodbye South, Goodbye, μία απεικόνιση
της σύγχρονης Ταϊβάν, και την επόμενη χρονιά το Τα Λουλούδια της Σανγκάη
(Flowers of Shanghai). Το 2001, το υπνωτικό Οι Εραστές της Χιλιετίας (Millennium
Mambo) σύστησε την ηθοποιό Σου Κι στο Δυτικό κόσμο. Το Café του Έρωτα (Cafe
Lumiere) (2003), μνεία στο σκηνοθέτη Όζου Γιασουτζίρο, ακολούθησε το Τρεις
Στιγμές (Three Times) (2005), μία φιλόδοξη ταινία για τρεις ερωτικές ιστορίες σε
τρεις διαφορετικές χρονιές περιόδους, και η έκτη ταινία του που επιλέχθηκε για
τις Κάννες.
Δύο χρόνια αργότερα, σκηνοθέτησε τη μικρού μήκους ταινία The Electric Princess
House για την 60η επέτειο του Φεστιβάλ Καννών, και μαζί με άλλους τριάντα
καταξιωμένους σκηνοθέτες ολοκλήρωσαν τη συλλογή Chacun Son Cinema.
Το 2008, το Κυνηγώντας το Κόκκινο Μπαλόνι (Flight of the Red Balloon)
–παρουσιάστηκε στο τμήμα Ένα Κάποιο Βλέμμα του Φεστιβάλ Καννών. Επέστρεψε στο
διαγωνιστικό τμήμα του Φεστιβάλ, εφτά χρόνια αργότερα με τη Σιωπηλή Δολοφόνο
(The Assassin) που του χάρισε και το Βραβείο Σκηνοθεσίας.
Η μοναδική ματιά του σκηνοθέτη προκάλεσε το ενδιαφέρον πολλών ντοκιμαντεριστών,
μεταξύ των οποίων ο Ολιβιέ Ασάγιας που σκηνοθέτησε το H H H, A Portrait of Hou
Hsiao -Hsien (2005), το Τοντ ΜακΚάρθι που του πήρε συνέντευξη για το Pierre
Rissient: homme de cinema (2010), και του Ζία Ζανγκ Κε που κινηματογράφησε τις
αναμνήσεις του σκηνοθέτη από τη Σανγκάη στο I Wish I Knew (2011).