Χωρισμένος πλέον από τη Γουέντι, η οποία έχει πάρει τα δύο παιδιά τους στη
Νέα Υόρκη, ο Ξαβιέ μετακομίζει από το Παρίσι στο Μανχάταν, όπου αναζητά σπίτι,
προσπαθεί να τελειώσει το μυθιστόρημά του και να υποδεχτεί το νεογέννητο παιδί
της λεσβίας φίλης του Ιζαμπέλ, του οποίου είναι πατέρας!
Παρακολουθώντας τις εξελίξεις μέσα από τα μάτια αλλά και τα αυτοσαρκαστικά
σχόλια του Ξαβιέ, μεταφερόμαστε κι εμείς αφενός σε ένα χαοτικό, αλλά ολοζώντανο
Μανχάταν και αφετέρου στη ζωή ενός σύγχρονου σαραντάρη, στον οποίο μοιάζουν όλα
με κινέζικο παζλ. Ο Σεντρίκ Κλαπίς τα τακτοποιεί με χαριτωμένο, αεράτο στιλ, σε
μια φρέσκια ρομαντική πρωτότυπη κομεντί.
Πριν από 12 χρόνια, στην ταινία του «L' Auberge espagnol» («Το ισπανικό
πανδοχείο», 2002), ο Σεντρίκ Κλαπίς παρουσίαζε τον απόφοιτο σπουδαστή Ξαβιέ
(Ρομέν Ντιρίς) να εγκαταλείπει το κορίτσι του, Μαρτίν (Οντρέ Τοτού) στο Παρίσι
και, χάρη σε υποτροφία που κέρδισε για ένα χρόνο, να πηγαίνει στη Βαρκελώνη για
να σπουδάσει οικονομικά. Πέντε χρόνια αργότερα, στην ταινία «Ρωσικές κούκλες»
(2006) ξανασυναντήσαμε τον 30χρονο πια Ξαβιέ, που προσπαθούσε να γίνει
συγγραφέας, και, ταξιδεύοντας ανάμεσα στο Παρίσι, τη Νέα Υόρκη, τη Μόσχα και την
Αγία Πετρούπολη, να αναζητά το κορίτσι των ονείρων του, ανάμεσα από την
περιβαλλοντολόγο ακτιβίστρια Μαρτίν (Τοτού), την Αμερικανίδα σεναριογράφο
Γουέντι (Κέλι Ράιλι) και τη δημοσιογράφο Ιζαμπέλ (Σεσίλ Ντε Φρανς).
Εφτά χρόνια αργότερα, στο τρίτο μέρος των δυο ήδη επιτυχημένων εμπορικά ταινιών
του, «Μια Γαλλίδα στο Μανχάταν», ένας που τώρα αγγίζει τα σαράντα Ξαβιέ (Ντιρίς)
εξακολουθεί να αναζητά το κορίτσι των ονείρων του, ανάμεσα στις δυο πρώην
φιλενάδες του, τη Μαρτίν (Τοτού) και τη Γουέντι (Ράιλι), την οποία στο μεταξύ
είχε παντρευτεί και με την οποία είχε αποκτήσει δύο παιδιά, ενώ συνεχίζει να
κάνει παρέα με τη λεσβία Ιζαμπέλ, η οποία τώρα του ζητά να είναι ο βιολογικός
πατέρας του παιδιού που θέλει να αποκτήσει με την κινεζικής καταγωγής φιλενάδα
της Τζου (Σαντρίν Χολτ).
Στη νέα του αυτή ταινία, ο Κλαπίς καταφέρνει να συνδυάσει αρμονικά τα δραματικά
στοιχεία με την κωμωδία με βάση ένα καλογραμμένο, με πολύπλοκα θέματα, σενάριο:
με την πρώην γυναίκα του Γουέντι να αποφασίζει να εγκαταλείψει το Παρίσι και να
εγκατασταθεί στη Νέα Υόρκη με τα δυο παιδιά τους, γεγονός που κάνει τον Ξαβιέ να
μετακομίσει στη Νέα Υόρκη για να είναι κοντά στα παιδιά, και που, για να μπορεί
να συμμετέχει στην κηδεμονία τους, προσπαθεί να κάνει λευκό γάμο με Αμερικανίδα
σύζυγο (η οποία τελικά αποδεικνύεται Κινέζα) και με τη Γουέντι να ετοιμάζεται να
παντρευτεί τον Αμερικανό φίλο της. Παράλληλα, ο Ξαβιέ συνεχίζει τη στενή φιλική
του σχέση με την έγκυο Ιζαμπέλ, ενώ, κάποια στιγμή, η πρώην φιλενάδα του,
Μαρτίν, καταφτάνει για διακοπές και εγκαθίσταται στο διαμέρισμά του.
Σ' όλη τη διάρκεια της ταινίας, ο συγγραφέας Ξαβιέ (που κάθε τόσο μιλά μέσω
Ιντερνετ με τον εκδότη του) προβληματίζεται για την μπερδεμένη του ζωή και την
αναζήτηση της ευτυχίας, προβληματισμός που μας προσφέρει δυο απολαυστικές
σκηνές, με τον Ξαβιέ να συνδιαλέγεται με τους φιλόσοφους Χέγκελ και Σοπενχάουερ.
Η ταινία προσφέρει και άλλες απολαυστικές, διανθισμένες με λεπτό χιούμορ,
σκηνές, όπως εκείνη με τον Ξαβιέ να ετοιμάζεται να προσφέρει το σπέρμα του στην
Ιζαμπέλ, ή εκείνη προς το φινάλε με τους υπεύθυνους των Αλλοδαπών που
καταφτάνουν στο διαμέρισμα του Ξαβιέ για να ελέγξουν τη γνησιότητα του γάμου του
κι όπου προκαλείται το χάος, όταν, ταυτόχρονα, αρχίζουν να καταφτάνουν όλα
σχεδόν τα υπόλοιπα πρόσωπα της ταινίας. Ο Κλαπίς σκιαγραφεί πειστικά τους
χαρακτήρες του Ξαβιέ και των τριών γυναικών του, τονίζοντας τις
μικρολεπτομέρειες αλλά και τις υπερβολές, τις αφέλειες και τα λάθη τους για να
τους κάνει πιο ανθρώπινους στην αναζήτησή τους για μια πιο χαρούμενη και
ευτυχισμένη ζωή, με αποτέλεσμα να μας προσφέρει μιαν από τις πιο διασκεδαστικές,
γύρω από τον έρωτα και τη φιλία, ρομαντικές κωμωδίες της χρονιάς. Στην επιτυχία
της συμβάλλουν σημαντικά και οι ερμηνείες όλων ανεξαιρέτως των ηθοποιών του, με
επικεφαλής έναν έξοχο Ντιρίς.
ΔΗΛΩΣΗ ΣΚΗΝΟΘΕΤΗ
«Όταν ολοκληρώθηκε το Euroflirt, δεν είχα σκοπό να κάνω σίκουελ. Ηθοποιοί,
παραγωγοί, διανομείς κι ακόμη το κοινό με ρωτούσαν αν ετοίμαζα κάποια συνέχεια,
κάτι που έβρισκα περίεργο τότε. Δύο χρόνια αργότερα, είχα την ιδέα για τις
Ρώσικες Κούκλες, και συνειδητοποίησα ότι ήθελα να δουλέψω με τους ίδιους
ηθοποιούς. Ήθελα επίσης την ελευθερία στην κινηματογράφιση που είχα και με το
Euroflirt. Πήρα το χρόνο μου, αλλά σύντομα κατέληξα ότι κι εγώ ο ίδιος θα ήθελα
να δω το σίκουελ!
Όταν ολοκληρώσαμε τα γυρίσματα για τις Ρώσικες Κούκλες, σκέφτηκα να συνεχίσω και
να γράψω το τρίτο κεφάλαιο της ιστορίας. Είχα σκεφτεί ακόμα και τον τίτλο
“Casse-tete Chinois”. Γνώριζα ωστόσο, ότι θα έπρεπε να περάσουν τουλάχιστον δέκα
χρόνια για νε έχει κάποιο ενδιαφέρον η ιστορία. Ήθελα να δω τους χαρακτήρες να
μεγαλώνουν, να μιλούν για το παρελθόν, την τροπή που έχουν πάρει οι ζωές τους. Η
τριλογία έπρεπε να ακολουθεί ένα μονοπάτι».