L' Économie du Couple Βέλγιο, Γαλλία, 2016 Παραγωγή: Αριέτ Ζίλμπεμπεργκ, Φιλίπ Λοζί, Αντόνιο Λομπάρντο Σκηνοθεσία: Χοακίμ Λαφός Σενάριο: Χοακίμ Λαφός, Φανί Μπουρντινό, Τομά Βαν Ζιούλεν, Μανζαρίν Πινζό Μοντάζ: Γιαν Ντεντέτ Πρωταγωνιστούν: Μπερενίς Μπεζό, Σεντρίκ Καν Διάρκεια: 94 λεπτά Ενα ζευγάρι μαθαίνει να… χωρίζει, σε μια ακόμη υπέροχη σπουδή του Γιοακίμ Λαφός ο οποίος διερευνά με εντυπωσιακή ψυχολογική και κοινωνική ακρίβεια αυτή την πλευρά των ανθρωπίνων σχέσεων. Είναι κάτι στιγμές που οι κυνικοί της παρέας, οι ορθολογιστές και ισοπεδωτές των πάντων, πετούν την εξυπνάδα, που έχουν κάπου κι εκείνοι ακούσει, καθώς η κουβέντα περιπλέκεται γύρω από ζητήματα γαμήλιας συμβίωσης. Μια σύμβαση είναι, μια με την σφραγίδα του νόμου κολεγιά, μια εταιρία. Με δύο συνεταίρους, εσχάτως όχι αναγκαστικά διαφορετικού φύλου, που ο καθείς κατέχει το μερίδιο του και σε βάθος χρόνου καλείται να συνεισφέρει εκείνα που μπορεί για να την διατηρήσει ζωντανή και στα πόδια της, για όσο το δυνατόν μεγαλύτερο διάστημα. Φιλοσοφία με γερή συμβολαιογραφική βάση, μηδενική όμως συναισθηματική κι ανθρώπινη. Ακόμη και στις συμφωνίες δια χειραψίας, το ψυχικό σκέλος είναι εκείνο που παίζει τον πιο βασικό ρόλο, οι οντότητες που δίνουν τα χέρια, οι μορφές τους. Τι συμβαίνει όμως όταν τελειώσει ο έρωτας? Πάει? Πέθανε ο δεσμός? Όχι! Δεν είναι εκείνος ο μοναδικός πυλώνας που πάνω του πέφτουν τα βάρη για να κρατήσει μια σχέση για πάντα στέρεη και δυνατή. Είναι κι άλλοι παράγοντες, ενδεχόμενα πολύ πιο ισχυροί...Όταν τελειώσει ο έρωτας (L'économie du couple / After Love) Wallpaper Μετά από δεκαπέντε χρόνια γάμου, όπως όλα δείχνουν, ο Μπορίς και η Μαρί, βρίσκονται ένα μόλις βήμα πριν υπογράψουν κοινή συναινέσει το διαζευκτήριο. Εκείνος ανεύθυνος, δίχως ποτέ να έχει γνοιαστεί δευτερόλεπτο για το πως τα βγάζουν πέρα οικονομικά, έχει ανοίξει τρύπες και χρέη παντού, με τους τοκογλύφους να τον αναζητούν ακόμη και μέσα στο ίδιο του το σπίτι. Εκείνη, απόμακρη και ψυχρή, απογοητευμένη από την διαρκώς παιδιάστικη συμπεριφορά του συζύγου της και πολλές φορές παρακινούμενη από τις αρνητικές, για εκείνον, συμβουλές της φιλικής της συντροφιάς, δεν μπορεί πλέον να διανοηθεί πως μπορεί η παρτίδα τους να σωθεί. Και υπάρχουν και δύο παιδιά, δύο κοριτσάκια αγγελικά, που μέσα στην άγνοια της αθωότητας τους, θα ήθελαν πολύ, ο παιχνιδιάρης μπαμπάς τους και η λατρεμένη μαμά που τις φροντίζει να μείνουν για πάντα μαζί... Ο έρως όμως έχει σβήσει από τις ψυχές των δύο, που μια φορά κι έναν καιρό ενώθηκαν σε σάρκα μία. Δεν υπάρχει πλέον καμία κοινή συνισταμένη στην πορεία τους, δεν βρίσκεται ο παραμικρός λόγος, όπως σθεναρά πιστεύουν (με άνισο καταμερισμό πίστης στον χωρισμό, είναι η αλήθεια και είναι προφανές ποιος αισιοδοξεί από τους δύο περισσότερο πως ο γάμος τους θα επιβιώσει) για να μείνουν μαζί και ακόμη κι αν διαφανεί στον ορίζοντα έστω και μια ηλιαχτίδα ελπίδας, σύντομα θα τρεμοσβήσει εν μέσω φασαριών, καυγάδων ίσως και ενδεχόμενων χειροδικιών. Να υποθέσουμε όμως, πως κάποια στιγμή της ζωής τους, ετούτοι εδώ οι δύο άνθρωποι αγαπήθηκαν, ερωτεύτηκαν, έκαναν σχέδια για το κοινό τους μέλλον, κάτω από την ίδια στέγη, δίνοντας όρκο πως θα μείνουν για πάντοτε μονοιασμένοι και αγαπημένοι? Όχι, κάτι τέτοιο δεν είναι δυνατόν, αφού οι εικόνες που με σκληρό τρόπο μας σερβίρει το After Love, πείθουν πως ανάμεσα τους, πάντοτε πρέπει να υπήρξαν συρματοπλέγματα, που καθιστούν την γαμήλια επιλογή τους εξαρχής λανθασμένη... Όπως λανθασμένη κρίνεται και στην πραγματική, πέραν της κινηματογραφικής, ζωή, η επιπόλαια τάση προς τον γάμο, όπως αναδεικνύει η στατιστική έρευνα, του χωρισμού ολοένα και περισσότερων ζευγαριών στον σύγχρονο Δυτικό κόσμο. Φαινόμενο που δεν γίνεται να εξηγηθεί εύκολα και έχει να κάνει περισσότερο με την αδυναμία κοινής, ομαδικής κρούσης, των ζητημάτων που καθημερινώς μαστίζουν την φαμίλια. Για να είμαι ειλικρινής πάντως, για να επιστρέφω στο επί της παρούσης καθαρόαιμα Φραντσέζικο καλλιτεχνικό πόνημα, χωρίς να υποκινούμαι από καμία τάση της υποστήριξης του ανδρός (ως άνδρας) με την ανευθυνότητα του Μπορίς, αλλά το κέφι, την λατρεία, την φλόγα που βγάζουν τα μάτια του, μπορώ να (συ)ζήσω. Με την μακρόστενη μουτράκλα της Κυράς, που είναι και τόσο αχώνευτα αδύνατη πανάθεμα την, ώστε να εκτοξεύει στα ουράνια την ολοήμερα στρίμα της, δεν διαβιώνεις ούτε δευτερόλεπτο. Τι της βρήκε ο φουκαράς, που για ενενήντα λεπτά δεν βγάζει ούτε μισό χαμόγελο, παραμένει μόνιμα καρφωμένη σε έναν καναπέ διαβάζοντας φιλοσοφικά βιβλία και μπορεί να ταιριάξει χνώτα μόνο με τις αλλεργικές κουμπαρομπεμπέκες? Είναι πλέον αποδεκτό από την σινεφίλ κοινότητα, πως κάθε καινούργιο έργο που φέρει την υπογραφή του Joachim Lafosse, θα είναι το λιγότερο, πολύ ενδιαφέρον. Ο Βέλγος ντιρέκτορας από την εποχή του Nue Propriete και του Eleve Libre που στα μέρη μας είδαμε μόνο σε φεστιβάλς και πιο πρόσφατα του συνταρακτικής αφήγησης A Perdre La Raison, αλλά και τους πιο ακτιβιστικής δράσης Les Chevaliers Blancs, έχει αποδείξει πως είναι σπουδαίος μάστορας στην ανάπτυξη των ανθρώπινων χαρακτήρων των σεναρίων του. Ιστοριών βγαλμένων μέσα από την ίδια την ζωή και ικανών να μοιράσουν στην πλατεία ερωτήματα τέτοια, που θα τα πάρει μαζί της προς περαιτέρω επεξεργασία, ζορισμένη μην τύχει και κάτι παρόμοιο συμβεί και εντός των δικών της οικογενειακών τειχών. Με όπλο του τις πανέμορφες ρεαλιστικές ερμηνείες του υπό διάλυση ζευγαριού που τις τελευταίες ημέρες της ύπαρξης του αφηγείται, δηλαδή ενός καταπληκτικού Cedric Kahn ως παλιμπαιδίζοντα κανακάρη, που ούτε καν ξέρει αν έχει μισό ευρώ στην τσέπη και μιας κατά πολύ λιγότερο λαμπερής από την περίοδο του Αρτίστα που την γνωρίσαμε, Berenice Bejo, με μηδενικό μακιγιάζ να αποδίδει την ταλαιπωρημένη "λογίστρια" Μαρί, το L'Economie Du Couple, φωτογραφίζει με σαφήνεια και ακρίβεια, τις δραματικές στιγμές κατάπτωσης ενός μοντέρνου ντουέτου, λίγο πριν επέλθει η οριστική καταστροφή. Του εμείς γι' αλλού κινήσαμε γι΄αλλού ανδρόγυνου, που κάτι τα συμφέροντα, κάτι οι ασυμφωνίες χαρακτήρων το έστειλαν μια ώρα αρχύτερα στην δικηγόρο. Ελλείψει αγάπης και αλληλεγγύης... Για την εταιρική εκκαθάριση. Μακάρι να μην είναι παντού έτσι. Συνέντευξη με τον Joachim Lafosse Τι πυροδότησε την ιδέα για την ταινία; Πώς τη γράψατε; Ήταν η συνάντηση με τη Mazarine Pingeot και η κοινή επιθυμία να κάνουμε ταινία για ένα ζευγάρι. Θέλαμε να δείξουμε τα έντονα συναισθήματα πίσω από τους τσακωμούς ανάμεσα στα ζευγάρια που συνήθως έχουν να κάνουν με χρήματα. Η Mazarine είναι συνηθισμένη να γράφει με μια άλλη σεναριογράφο, τη Fanny Burdino. Όσο για μένα, έχω συνηθίσει να δουλεύω με τον Thomas Van Zuylen. Έγραψαν μια εκδοχή και μας την έστειλαν. Δουλέψαμε πάνω σε αυτή και τη στείλαμε πίσω. Και συνεχίσαμε έτσι μέχρι που κάναμε τις τελικές προετοιμασίες για το γύρισμα. Από εκεί κι έπειτα, δούλεψα μόνο με τον Thomas και τους ηθοποιούς. Για μένα, η συγγραφή του σεναρίου τελειώνει με το τέλος των γυρισμάτων. Για να είμαι ακριβής, κάποιος πρέπει συνεχώς να αναζητά, να δοκιμάζει και να ξεφορτώνεται ιδέες για να υπάρχει συνέπεια. Το σενάριο πρέπει να ανήκει στους ηθοποιούς, για να κάνουν δικό τους τον ρόλο. Η ταινία δε θα ήταν ίδια χωρίς τη συνεισφορά τους. Είναι τα χρήματα το σύμπτωμα ή η αιτία της διαμάχης τους; Ο Boris που δεν προέρχεται από πλούσια οικογένεια, δεν έχει χρήματα. Η Marie έχει. Σε ένα ζευγάρι, τα χρήματα εκπροσωπούν ένα από τα θέματα που μπορεί να προκαλέσει ρήξη, δεν είναι η βαθιά αιτία της φιλονικίας. Τα χρήματα δεν είναι ο λόγος που η Marie και ο Boris δεν αγαπάνε πια ο ένας τον άλλον. Τα χρήματα είναι ο καρπός της διαφοράς τους, αλλά πίσω από αυτό υπάρχει πάντα ο τρόπος που κάποιος χαίρει εκτίμησης ή όχι, ο τρόπος που κάποιος αναζητά την αναγνώριση για αυτό που έχει προσφέρει. Η επένδυση δεν είναι ποτέ οικονομική. Ο Boris και η Marie δε συμφωνούν στο πώς πρέπει να υπολογισθεί αυτό που έχει προσφέρει ο ένας στον άλλον, γιατί δεν είναι ξεκάθαρο από την αρχή το πόσο έχει επενδύσει ο καθένας στο ίδιο το ζευγάρι. Η κατάσταση είναι ακόμα πιο δύσκολη, καθώς ο Boris δεν έχει τον τρόπο να μείνει αλλού. Έτσι, το ζευγάρι πρέπει να μείνει μαζί. Ήταν απίθανο να μην συμπεριλάβω την οικονομική πραγματικότητα. Το κόστος του ενοικίου στις μεγάλες πόλεις είναι τόσο υψηλό που πολλοί άνθρωποι κάνουν καιρό να χωρίσουν, γιατί δεν μπορούν να πληρώσουν το ενοίκιο μόνοι τους. Παλιά μέναμε μαζί για ηθικούς λόγους, τώρα για οικονομικούς. Λέει πολλά για την εποχή… Γιατί θέλατε να αντιπαραθέσετε δίδυμα παιδιά με τους γονείς τους; Ήθελα να κινηματογραφήσω ένα ζευγάρι που χωρίζει με δίδυμα παιδιά εδώ και καιρό. Από τη στιγμή που γεννιούνται, παρ’ όλη τη φαντασίωση που έχουμε όλοι όταν είμαστε ερωτευμένοι ότι μπορούμε να γίνουμε δίδυμο, οι γονείς των διδύμων αναγνωρίζουν ότι ποτέ δεν θα γίνουν οι ίδιοι δίδυμοι. Ο ίδιος έχω έναν δίδυμο αδελφό, το έχω νιώσει αυτό μέσα από αυτά που μου έχουν πει οι γονείς μου, αλλά και ο πατέρας μου που έκανε κι άλλα δίδυμα παιδιά με μια γυναίκα που είχε κι αυτή δίδυμο αδελφάκι. Ελπίζω αυτό να φαίνεται στη σκηνή που χορεύουν όλοι μαζί. Τα δύο κορίτσια αναστατώνονται πολύ από την κατάσταση. Δίνουν την εντύπωση ότι καταλαβαίνουν τους αυστηρούς κανόνες που βάζουν οι γονείς τους, όπως και τις μεταπτώσεις στη συμπεριφορά του πατέρα τους. «Δεν είναι η μέρα του» λένε για να εξηγήσουν την αμηχανία που προκαλεί η εμφάνιση του Boris στο σπίτι μια Τετάρτη απόγευμα. Η Marie μοιάζει να βάζει τους κανόνες. Έχει αναλάβει την αρχηγία. Ο Boris δεν έχει κάτι να πει, αλλά με έναν τρόπο, η κατάσταση επιτρέπει να βάλει τους δικούς του κανόνες. Δεν τα βρίσκουν. Αλλά έχουν και κάτι παιδαριώδες στους τσακωμούς τους. Στη σκηνή του χορού και μετά στη σκηνή που πάνε για ύπνο, φαίνεται ότι χαίρονται όταν λένε τις λέξεις μαμά και μπαμπά συγχρόνως. Είμαι παιδί χωρισμένων παιδιών και διαζευγμένος πατέρας ο ίδιος. Είναι πλεονέκτημα να ξέρεις τι πιθανότητες υπάρχουν, αλλά την ίδια στιγμή δεν μπορείς να αγνοήσεις τη λύπη που εκπροσωπεί αυτή η κατάσταση. Ο χωρισμός είναι πάντα μια αποτυχία. Για μένα, η ταινία λέει ότι υπάρχει πάντα μια δυνατότητα μέσα σ’ αυτό. Παρά τους τσακωμούς, το ζευγάρι έχει πολλά συναισθήματα. Ναι, η ταινία δεν είναι μια τραγωδία. Για πολύ καιρό η τραγωδία για μένα ήταν να υπερασπίζομαι τον εαυτό μου απέναντι στη ζωή και χαίρομαι που αποκαλύπτω ότι υπάρχει τρυφερότητα ανάμεσα στο ζευγάρι. Πληγώνει ο ένας τον άλλον, αλλά πρέπει να κάνουν κάτι μαζί. Αν οι άνθρωποι βγουν από την ταινία και αναρωτηθούν πώς γίνεται να λύσουν έναν τέτοιο κόμπο με τρόπο που προστατεύονται και οι δύο, τότε έχω πετύχει τον σκοπό μου. Μιλήστε μας για την επιλογή των ηθοποιών. Η επιλογή των ηθοποιών είναι πολύ σύνθετη διαδικασία για μένα. Τελειώνει όταν οι ηθοποιοί είναι στο γύρισμα. Εκείνη τη στιγμή, είμαι σίγουρος ότι έχω κάνει τη σωστή επιλογή. Η Bérénice Bejo είναι φοβερή σύμμαχος. Είναι με το πλευρό του σεναριογράφου. Δεν είναι μια σταρ. Είναι αυθεντική. Ο Cédric Kahn παραχωρεί όλη του την ευαισθησία στον χαρακτήρα. Δεν συμφωνούσαμε πάντα, είχαμε και διαφωνίες, αλλά αυτές ανύψωσαν την ταινία. Θα πω ξανά ότι γράφω τις ταινίες μου με τους ηθοποιούς. Πώς μεταφράζεται αυτό στο γύρισμα; Για μένα, ο σκηνοθέτης είναι σαν σφουγγάρι. Δεν είναι εκεί για να κάνει τους χαρακτήρες σαν αυτόν, αλλά για να κάνει μια σύνθετη ταινία. Για να το πετύχω αυτό και να του δώσω ζωντάνια, η δουλειά μου είναι να ακούω τους ανθρώπους, να αναγνωρίζω τις διαφορετικές απόψεις για μια ιστορία και να ωθώ τους ηθοποιούς να είναι όσο πιο κοντά γίνεται στους εαυτούς τους. Μετά μαγειρεύω με βάση αυτά τα υλικά. Για αυτήν την ταινία, έχτισα και γκρέμισα πολλές σκηνές για να καταλήξω πολύ κοντά σε αυτό που είχα αρχικά φανταστεί, αλλά που είναι πιο ρεαλιστικό. Στο γύρισμα, είπα στους ηθοποιούς ότι είχα τις αμφιβολίες μου. Δεν δίστασα να τους πω ότι αναζητώ κάτι και να τους ζητήσω να προτείνουν. Ήταν μια περίπλοκη άσκηση γιατί στην αρχή νόμιζαν ότι είναι ελεύθεροι και στην πορεία κατάλαβαν ότι δε θα τους άφηνα την ευθύνη της επιλογής… Τους εκνεύρισα και χρειάστηκε γενναιοδωρία για να το αποδεχτούν αυτό. Ελπίζω να ξέρουν και να νιώθουν τι έχουν δώσει στην ταινία. Η έμπνευση δεν έρχεται μόνη της… Πώς βρήκατε τα δύο κορίτσια; Είδαμε περίπου 50 παιδιά, ανάμεσα τους ήταν ένα από τα δίδυμα κορίτσια που τελικά εμφανίζονται στην ταινία. Όταν την είδα ρώτησα τη μαμά της αν θα έπαιζε και η άλλη αδελφή. Δεν τις έβαλα σε δοκιμαστικό. Ήταν ξεκάθαρο ότι οι δίδυμες θα ήταν τέλειες και θα ταίριαζαν με τους πρωταγωνιστές. Είχαν τελικά φοβερό ταλέντο. Μερικές φορές έκανα 40 με 50 συνεχόμενες λήψεις και στέκονταν σαν επαγγελματίες. Η ταινία έχει οικεία θεματολογία… Το ζευγάρι είναι χωρίς αμφιβολία το μεγάλο θέμα της ζωής μου. Πάντα ανήκα σε ένα δίδυμο. Ως δίδυμος ανήκα σε αυτό τον δεσμό, χωρίς να με εμποδίσει ως ενήλικα να γίνω ζευγάρι με τη γυναίκα που αγαπώ. Τώρα είμαι 40 χρονών και νιώθω την ανάγκη να εκφράσω πόσο σημαντικό είναι το ζευγάρι για μένα και να δείξω τις δυνατότητες του. Το κάνω μέσα από ιστορία που έχει στεναχώρια αλλά και που δηλώνει πόσο ένα ζευγάρι είναι συναίσθημα, ένα μέρος που χωράει πολλή τρυφερότητα. Συνέντευξη με την Bérénice Bejo Η Marie, ο χαρακτήρας που υποδύεστε, έχει εμμονή με τα χρήματα. Ξέρω αυτή την αγωνία, παρ΄ όλο που δεν τη μοιράζομαι. Ως παιδί, οι γονείς μου είχαν οικονομικά προβλήματα. Κοιμόντουσαν και ξύπναγαν με αυτή τη σκέψη. Έτσι πήρα ιδέες από αυτή την εμπειρία. Η Marie προέρχεται από πλούσια οικογένεια και εργάζεται, σε αντίθεση με τον Boris. Πιστεύετε ότι οι κοινωνικές τους διαφορές είναι θεμελιώδεις για το πώς τελειώνει η σχέση τους; Όταν μια γυναίκα κερδίζει περισσότερα από τον άντρα, αυτό δε θεωρείται καλό. Δεν το αντέχει κανείς από τους δύο. Πρέπει να συμφιλιωθούν με το θέμα για να λειτουργήσει η κατάσταση. Η Marie ίσως το έκανε για κάποιο διάστημα. Ίσως ο Boris την έκανε να αισθάνεται πολύ ξεχωριστή, ή μπορεί να ήταν εξαιρετικός εραστής… Αγαπούσαν ο ένας τον άλλον, αλλά τα πράγματα διαλύθηκαν. Δεν έχει κάποιο αντάλλαγμα πια, ούτε λεφτά, ούτε ασφάλεια, ούτε την ανδρική του υπόσταση ως αντίβαρο. Δεν τη συναρπάζει πια, δεν τον αγαπάει άλλο. Είναι πολύ σκληρή μαζί του. Η ταινία μιλάει λίγο για τον πατέρα της Marie και στην αρχή γίνεται σαφές ότι ήταν ένας πολύ ισχυρός άντρας. Η γυναίκα αυτή προσπαθεί να αποκοπεί από τον κοινωνικό της περίγυρο και να σταθεί στα πόδια της με έναν σύντροφο που ανήκει σε άλλη κοινωνική τάξη. Προσπάθησε να χτίσει κάτι μαζί του. Ένα όμορφο σπίτι στο οποίο ζουν, και τα παιδιά τους είναι μια απόδειξη. Εκείνος θα έπρεπε να προσπαθήσει περισσότερο, δεν θα έπρεπε να δεχτεί χρήματα από την οικογένεια της. Δεν βρήκε τον εαυτό του. Ή δεν τον άφησαν. Αν η Marie είναι τόσο σκληρή και κακιά μαζί του, αν του βάζει φριχτούς κανόνες, είναι γιατί είναι πολύ θυμωμένη μαζί του. Δεν τον αντέχει πια, δεν αντέχει τον τρόπο που μιλάει, κινείται, τα ψέματα του. Όλα αυτά που την παραπλάνησαν και τώρα την εξουθενώνουν. Άλλωστε, το να ζεις με κάποιον που δεν αγαπάς πια και που δε θέλει να φύγει είναι απαίσιο. Αντιδρά όσο καλύτερα μπορεί. Έχει έντονο δεσμό με τη μητέρα της… Η μητέρα της είναι παρεμβατική. Είναι άτσαλη και δε θα έπρεπε να προτείνει στον Boris να τον φιλοξενήσει. Περνάει τη γραμμή και δε μοιράζεται την άποψη της Marie για τη ζωή. Δεδομένης της κατάστασης, η Marie θα έπρεπε να θέλει τη μητέρα της δίπλα της. Αλλά αυτές οι δύο γυναίκες μιλάνε και αγαπάνε η μία την άλλη. Ενώ η μητέρα της είναι υπέρ της συγχώρεσης και κάποιου είδους οικονομικού οικουμενισμού, η Marie δεν ξαναφτιάχνει τις σχέσεις της με τον κοινωνικό της κύκλο. Ακολουθεί τη δική της λογική. Για παράδειγμα, δεν είναι εύκολο για εκείνη να βλέπει τον Boris να μιλάει με τα παιδιά τους για τον πλούτο. Αλλά η Marie ξέρει πολύ καλά ότι δεν μπορείς να ζεις μόνο με αγάπη. Πάνω από όλα, έχει κουραστεί να δουλεύει για κάποιον άλλον. Θέλει να φύγει ο Boris, να αποδεχτεί ότι δεν τον αγαπάει πια. Αντιδρά με τα δικά της «εργαλεία». Έχετε πει ότι προσπαθήσατε να φτιάξετε τις ισορροπίες για τον χαρακτήρα του Boris καθώς ξαναγράφατε το σενάριο με τον Cédric Kahn και Joachim Lafosse… Αυτό που πρότεινα δεν τον υποτίμησε καθόλου. Είναι κι αυτός θυμωμένος, δεν έχει χρήματα, δεν ανέβηκε κοινωνικά, ενώ άλλοι το καταφέρνουν και είναι αυτός που διαλύεται, ή τουλάχιστον έτσι πιστεύει. Ο Boris, όπως και κάθε άλλος άντρας, είναι κάπως δειλός. Προτιμά να μένει για να κρατήσει την οικογένεια. Δε θέλει να αντιμετωπίσει την αποτυχία. Επικεντρώνεται αποκλειστικά στο χρηματικό ζήτημα, εκτός από την περίπτωση που προτείνει να πάνε σε οικογενειακό σύμβουλο. Και οι δύο λένε ψέματα ο ένας στον άλλον, αλλά εκείνος πρέπει να διανύσει μεγαλύτερη απόσταση για να αποδεχτεί την ιδέα του χωρισμού. Όμως, μου άρεσε που η Marie τον σέβεται και δεν του αρνείται τον ρόλο του πατέρα. Μετά από την προετοιμασία του σεναρίου πριν το γύρισμα, πώς νιώσατε όταν πήγατε στο σετ για πρώτη φορά; Σε αυτό το στάδιο, η δουλειά μου δεν είναι πια πνευματική, γιατί σε αυτή την περίπτωση χάνω την απόλαυση της υποκριτικής. Ένιωσα καλά, ήθελα να παίξω. Ήθελα να γίνω πάλι ηθοποιός. Ο Joachim Lafosse επιμένει ότι όσο η ταινία δεν έχει ολοκληρωθεί, το σενάριο είναι σε διαρκή εξέλιξη. Αυτό συνέβη με τον Cédric. Σε αυτές τις στιγμές, έκανα ένα βήμα πίσω. Έλεγα τις ατάκες μου, που είχαμε αποφασίσει και αν χρειαζόταν, αυτοσχεδίαζα. Δεν μου αρέσει να αυτοσχεδιάζω, αλλά ο Joachim το ζήτησε και τελικά μου άρεσε κι εμένα. Τι σας έκανε περισσότερη εντύπωση στο γύρισμα; Οι σκηνές μεγάλης διάρκειας, που διαρκούσαν μέχρι και 6 λεπτά. Την πρώτη μέρα, γυρίσαμε 42 φορές μια σκηνή που ξαναγυρίσαμε άλλες 42 φορές την επόμενη μέρα. Ήταν παράξενο αλλά μου άρεσε, το διασκέδασα. Το ίδιο και τα κορίτσια. Ήταν απίστευτα, δεν παραπονέθηκαν καθόλου. Τίποτα δεν ήταν γραμμένο και έπρεπε να αυτοσχεδιάζουν. Πρότειναν φοβερά πράγματα. Πώς περιγράφετε την εμπειρία; Είναι δύσκολο να συγκεντρώσεις διαφορετικές, σχεδόν αντικρουόμενες, προσωπικότητες στο σετ. Δημιουργεί ένταση. Πρέπει να το αντιμετωπίσεις. Αλλά στο τέλος, νομίζω ότι ο Joachim έκανε την ταινία που ήθελε. Μια ταινία σαν αυτόν. Άμεση και συγκινητική. Νιώθεις ότι οι πρωταγωνιστές ήταν κάποτε ερωτευμένοι. Συνέντευξη με τον Cédric Kahn Τι είναι πιο σημαντικό; Ο ρόλος; Ο σκηνοθέτης; Και τα δύο. Και η ταινία. Όλα παίζουν ρόλο. Θέλω να καταλαβαίνω τη φύση του χαρακτήρα, να είμαι σίγουρος ότι θα δώσω κάτι αυθεντικό. Θέλω να ξέρω πώς είναι ο τύπος που θα παίξω… Αν θα έχει μακριά ή κοντά μαλλιά, μούσι, πώς ντύνεται. Θέλω να τον δω… Πώς προετοιμάζεστε για τους ρόλους; Δεν προετοιμάζω κάτι. Είμαι ηθοποιός, δεν τα κατέχω όλα. Με απασχολούν οι ατάκες μου. Δεν είμαι άνετος αν δεν τις κατέχω. Σε αυτή την ταινία, είχα πολύ διάλογο. Αλλά κάθε σκηνοθέτης έχει διαφορετική σχέση με το σενάριο. Κάποιοι θέλουν να σέβεσαι το σενάριο μέχρι το κόμμα. Με τον Joachim ήταν διαφορετικά. Μπορείς να επινοείς όσο γίνεται στο γύρισμα. Ένιωσα άνετα με αυτό. Πώς αναλύετε τη διαμάχη ανάμεσα στον Boris και τη σύζυγο του; Οι κοινωνικές τους διαφορές, αυτό το κάτι εξωτικό που τους έφερε κοντά στην αρχή, είναι και ο λόγος που διαλύονται ως ζευγάρι. Καθένας παίρνει πίσω αυτό που έχει φέρει και υπερασπίζεται τον εαυτό του με τα όπλα του. Για εκείνη, είναι τα λεφτά και το κοινωνικό στάτους. Για εκείνον, τα χέρια του και οι εργασίες του. Η ταινία έχει πολιτική ανάγνωση. Υπερασπίζομαι τους φτωχούς, αλλά ξέρω ότι ο χαρακτήρας μου μπορεί να φανεί ως παράσιτο που ζει με τα λεφτά της συντρόφου του. Αυτή η επιβεβλημένη συμβίωση του Boris με τη Marie έχει και κωμικοτραγικές διαστάσεις. Οι μέρες του και οι μέρες της… Είναι μια σχέση δυνατού και αδύναμου που καταλήγει να γίνεται κακεντρεχής. Εκείνη ορίζει την περίμετρο του Boris, εκείνη έχει τα χρήματα, το σπίτι, οπότε παίζει με τους κανόνες της. Αλλά τον τρελαίνει αυτό σε σημείο που παραλίγο να τη χτυπήσει. Έχει ταξικό μίσος μέσα του. Αλλά ξέρει να επιβάλλεται σε έναν καυγά. Έτσι, γίνεται πιο δυνατός από τη σύζυγο. Όμως, δεν μπορεί να μετακομίσει… Είναι απόλυτα ταπεινωτικό να μην έχεις την οικονομική δυνατότητα να πάρεις αποφάσεις για τη ζωή σου. Νομίζω ότι είναι ακόμα πιο σκληρό για τον άντρα. Είναι φριχτό να αποκαλείται φτωχός μπροστά στις κόρες τους. Η μόνη πιθανή απάντηση είναι η επιθετικότητα. Πώς ήταν το ζευγάρι που σχηματίσατε με την Bérénice Béjo; Η Bérénice κι εγώ έχουμε διαφορετικές προσωπικότητες και ο Joachim ήταν αρκετά έξυπνος ώστε να μας φέρει κοντά. Η πρόκληση ήταν να κάνουμε τους άλλους να πιστέψουν ότι αυτοί οι χαρακτήρες ήταν κάποτε ερωτευμένοι. Η διαμάχη δεν έχει ενδιαφέρον, αν αυτό δε γίνει πιστευτό. Υπάρχει μια σκηνή που χορεύουν και αυτό το επιτρέπει να γίνει πιστευτό. Αφήνουν τα όπλα τους… Ξαφνικά, επικρατεί τρυφερότητα μέσα στο χάος. Πώς ήταν να δουλεύετε με τον Joachim Lafosse; Ψάχνει συνέχεια το παράδοξο, το μη προφανές. Καλοδέχεται τις αντιφάσεις. Συζητήσαμε πολύ το σενάριο, κάναμε πολλούς αυτοσχεδιασμούς στο γύρισμα. Και μετά έρχεται η στιγμή που κανείς δεν θέλει να κάνει πίσω και η διαμάχη κλιμακώνεται. Ο Joachim γυρίζει αυτές τις σκηνές. Η ταινία γίνεται σαν ντοκιμαντέρ του ίδιου του γυρίσματος. Έχει αρκετή αυτοπεποίθηση να στήσει μια κατάσταση που μπορεί να εκτραπεί. |