Mia Madre Ιταλία, 2015, Εγχρωμο Παραγωγή: Νάνι Μορέτι, Ντομένικο Προκάτσι, Ολιβιέ Περ Σκηνοθεσία: Νάνι Μορέτι Σενάριο: Νάνι Μορέτι, Βάλια Σαντέλα, Γκάια Μανζίνι, Τσιάρα Βαλέρο, Φραντσέσκο Πίκολο, Βάλια Σαντέλα Φωτογραφία: Αρνάλτο Κατινάρι Μοντάζ: Κλέλιο Μπενεβέτο Πρωταγωνιστούν: Μαγκαρίτα Μπούι, Τζον τροστούρο, Τζούλια Λατζαρίνι, Νάνι Μορετι, Μπεατρίς Λαζαρίνι Γλώσσα: Ιταλικά Διάρκεια: 100 λεπτά Με highlight της ταινίας έναν καρικατουρίστικα ξεκαρδιστικό Τζον Τορτούρο, ο Μορέτι ξαναγίνεται αυτοβιογραφικός και ξαναβρίσκει όχι μόνο τη χαμένη φόρμα του, αλλά και την ισορροπία ανάμεσα στο κωμικό και στο δραματικό, στην πραγματικότητα και στην (καλλιτεχνική) φαντασία, στη γλυκιά και στην πικρή όψη της ζωής.Εκ πρώτης όψεως η νέα ταινία του Nanni Moretti (τέσσερα χρόνια μετά το “Habemus Papam”), δεν μοιάζει με τίποτα περισσότερο πέρα από μια δραματουργική επιστροφή αυτοαναφορικών πινελιών, με την οποία ο εξαιρετικός Ιταλός δημιουργός επιχειρεί να κατασκευάσει ένα φιλμικό αποτέλεσμα απλό και λιτό, βασισμένος στην αποδοχή μιας κλασικής αφηγηματικής ανάγνωσης και ενός περιεχομένου οδυνηρά καθημερινού και βαθιά ανθρώπινου. Ίσως για ορισμένους η βράβευση της ταινίας στο φεστιβάλ των Καννών από την Οικουμενική Επιτροπή Κινηματογραφιστών να μην λέει πολλά, όπως επίσης πολλά μπορεί να μη λέει και η ανάδειξη του “Mia Madre” ως η καλύτερη ταινία της χρονιάς από το θρυλικό και πάντα ριζοσπαστικό Cahiers du Cinema, εντούτοις ο Moretti μοιάζει εν προκειμένω να αρνείται τα βαρετά, ξεπερασμένα στερεότυπα των βαρύγδουπων δραμάτων που θέλουν να εκμαιεύσουν πάση θυσία την συγκίνηση του θεατή, υφαίνοντας ένα γαϊτανάκι παράλληλων ιστοριών που στήνονται γύρω από το πρόσωπο του τίτλου. Αυτό αποτελεί την ίδια στιγμή την μεγάλη δύναμη, αλλά και αδυναμία του Mia Madre. Η Margherita (Margherita Buy) είναι σκηνοθέτης, μητέρα, κόρη κι αδελφή. Εν μέσω πολλών και ξεστρατισμένων προσωπικών υποθέσεων, θα προσπαθήσει να γυρίσει την καινούργια της ταινία, ένα φιλμ με πολιτικίζουσα χροιά που θέλει μια ομάδα εργαζομένων να επαναστατούν, όταν το αφεντικό αποφασίσει να προβεί σε απολύσεις. Πασχίζοντας να βρει τις ισορροπίες μεταξύ προσωπικής και επαγγελματικής ζωής, άλλοτε παλεύοντας με τα καπρίτσια του εξ Αμερικής πρωταγωνιστή της και άλλοτε με τα πρώτα σκιρτήματα της ερωτοχτυπημένης, έφηβης κόρης της, η Margherita θα συνειδητοποιήσει ότι τα περιρρέοντα προβλήματα της τωρινής της κατάστασης μικρή σημασία έχουν μπροστά στον αναπόφευκτο θάνατο της μητέρας της. Με τα μέτωπα να χάσκουν ανοιχτά από διαφορετικές κατευθύνσεις, το σενάριο του Moretti και των τριών ακόμη (!) συν-σεναριογράφων του διανθίζει απολύτως συνειδητά την ιστορία με επιμέρους υπό-πλοκές που δεν έχουν ακριβώς στόχο να αποπροσανατολίσουν, όσο να διοχετεύσουν την προδιαγεγραμμένη, δραματική κλιμάκωση σε περισσότερα υποθεσιακά «κανάλια», γνωρίζοντας καλά πως η ακαδημαϊζουσα αναπαράσταση ενός ακόμη καλλιεργημένου θανάτου (αυτού της μητέρας της πρωταγωνίστριας, πάλαι ποτέ δασκάλας κλασικής λογοτεχνίας) αποτελεί το λιγότερο παρωχημένη ιδέα. Κρατώντας για τον εαυτό του τον ρόλο του αδελφού, o Moretti εκφράζει εμφανώς – τόσο ως ηθοποιός, όσο και ως σκηνοθέτης και σεναριογράφος – τις προσωπικές του εμπειρίες από τον θάνατο της μητέρας του κατά την διάρκεια των γυρισμάτων του Habemus Papam, χρησιμοποιώντας εδώ την μεστή ερμηνεία της Buy προκειμένου να διηγηθεί σε μεγάλο βαθμό την δική του ιστορία. Αυτή ακριβώς η ιστορία μοιάζει εντούτοις ανά στιγμές βεβιασμένη, ακόμη και χαοτική – πολλοί θα πουν αδικαιολόγητα μίζερη και «μαύρη» – αν και το πρόβλημα δεν εντοπίζεται εκεί, αλλά στην πληθώρα ιστοριών που διακλαδώνονται της κεντρικής, μερικές φορές δίχως κανέναν λόγο. Για παράδειγμα, ενώ ο John Torturro ως υπερφίαλος και γραφικός Αμερικανός (υποδύεται τον μάλλον ατάλαντο πρωταγωνιστή της ταινίας της ηρωίδας) ξετυλίγει απλόχερα το καρικατουρίστικο ταλέντο του στην καλύτερη ίσως ερμηνεία του εδώ και καιρό, η παρουσία του δεν πείθει με τον ρόλο του να μοιάζει περισσότερο σχηματικός από ότι χρειαζόταν. Εν κατακλείδι, το “Mia Madre” είναι μια ταινία που τοποθετεί και πάλι τον Moretti στον χάρτη των σκηνοθετών το έργο των οποίων θέλουμε να βλέπουμε συχνότερα, κατασκευάζοντας μια γλυκόπικρη, αυτοαναφορική ταινία για τον αγώνα του δημιουργού, τις δυσκολίες, αλλά και τις μικρές, καθημερινές του νίκες. Συνέντευξη με τον Nanni Moretti Ο χαρακτήρας τη Margherita είναι το alter ego σας; Δεν μου πέρασε ποτέ από το μυαλό να παίξω τον κεντρικό ρόλο σε αυτήν την ταινία. Σταμάτησα να το κάνω αυτό εδώ και καιρό και χαίρομαι με αυτή μου την απόφαση. Παλιά μου άρεσε, αλλά τώρα πια δεν με καθοδηγεί αυτή η εμμονή να θέλω να συνθέτω τον χαρακτήρα μου ταινία με την ταινία. Ήθελα αυτός ο χαρακτήρας να είναι μία γυναίκα και σκηνοθέτις και να την υποδύεται η Margherita Buy για έναν απλό λόγο: μία ταινία με την Margherita Buy στον πρωταγωνιστικό ρόλο θα ήταν πολύ καλύτερη απ’ ότι με μένα πρωταγωνιστή! Είναι πολύ καλύτερη ηθοποιός από μένα. Φορτώθηκε στους ώμους της το μεγαλύτερο φορτίο της ταινίας. Από τις εβδομήντα μέρες γυρισμάτων, απείχε μόνο μία μέρα και αυτό για μία σκηνή που τελικά την έκοψα στο μοντάζ! Παρ’ όλα αυτά, δίνεται η εντύπωση ότι η ταινία έχει πολλά δικά σας στοιχεία... Στη σκηνή μπροστά από τον κινηματογράφο Capranichetta στη Ρώμη, όπου ο αδελφός της Margherita, τον οποίο υποδύομαι ο ίδιος, της ζητάει να διαλύσει τουλάχιστον ένα από τα διακόσια ψυχολογικά της μοτίβα, ήταν σαν να μιλούσα στον εαυτό μου. Από την άλλη όμως, όσο προχωράω, τόσο αυτό το αίσθημα της δυσθυμίας φουντώνει. Επομένως, η ταινία δεν είναι μία προσωπική εξομολόγηση. Υπάρχουν πλάνα και κάδρα, επιλογές και ερμηνείες. Δεν είναι η πραγματική ζωή. Πώς θα ορίζατε τη δουλειά σας; Είναι αυτοβιογραφική; Όλες οι ιστορίες είναι αυτοβιογραφικές με έναν τρόπο. Μιλούσα για τον εαυτό μου όταν μιλούσα για τον Πάπα στο Habemus Papam τον οποίο υποδύεται ο Michel Piccoli που αισθανόταν αμήχανα. Μεγαλύτερη σημασία από το πόσο αυτοβιογραφικό είναι κάτι, έχει η προσωπική προσέγγιση σε σχέση με την ιστορία. Πώς επιλέξατε τον John Turturro; Οι περισσότεροι σκηνοθέτες που έχουν κάνει λιγότερες ταινίες από εμένα, δεν έχουν ενδοιασμούς να προσεγγίσουν διεθνείς σταρ. Εγώ δεν είμαι έτσι. Επικοινώνησα μαζί του γιατί μου άρεσε πάρα πολύ και μου φάνηκε ότι το ερμηνευτικό του στιλ δεν ήταν νατουραλιστικό. Αλλά και γιατί γνωριζόμασταν και είχε ήδη σχέση με την Ιταλία, έχει κάνει μάλιστα ένα πανέμορφο ντοκιμαντέρ για τη ναπολιτάνικη μουσική με τον τίτλο Passione. Ο John είχε δει τις ταινίες μου, το οποίο μου έδωσε μεγάλη σιγουριά. Θα ήταν δύσκολο να εξηγήσω ποιος είμαι, τι θέλω και ποια είναι η κινηματογραφική μου έκφραση. Μιλάει και καταλαβαίνει τα βασικά Ιταλικά. Και είναι ο ίδιος σκηνοθέτης. Είναι ωραία να συνεργάζεσαι με ηθοποιούς που είναι και σκηνοθέτες. Το κάνει πιο εύκολο να καταλαβαίνει ο ένας τον άλλο. Πότε αρχίσατε να σκέφτεστε το σενάριο; Συνήθως, αφήνω μεγάλα χρονικά διαστήματα ανάμεσα στις ταινίες μου. Χρειάζεται να αφήσω πίσω μου την ψυχολογική και συναισθηματική επένδυση στην προηγούμενη ταινία. Μου παίρνει χρόνο να επαναφορτίσω τις μπαταρίες. Αυτή τη φορά, μόλις κυκλοφόρησε το Habemus Papam, άρχισα να σκέφτομαι την επόμενη ταινία μου. Ξεκίνησα να γράφω όταν τα γεγονότα που διηγούμαι στην ταινία μόλις μου είχαν συμβεί. Και αυτό πιθανώς επηρέασε την αφήγηση. Πώς σκεφτήκατε όλα αυτά τα διαφορετικά αφηγηματική μοντέλα, όπου το όνειρο και η πραγματικότητα καμιά φορά μπλέκονται το ένα με το άλλο; Είναι σημαντικό να λες μια ιστορία απαλλαγμένη από ακαδημαϊσμούς, να έχει μία αφήγηση που δεν αυτοπεριορίζεται, να ξέρει τους κανόνες, αλλά να μπορείς να κινηθείς και χωρίς αυτούς. Παρ’ όλα αυτά, είναι επίσης σημαντικό να σου ακούγεται αληθινή και να εκφράζει αυτό που θέλεις να πεις. Δεν πρέπει να έχεις μία επίπεδη και συνηθισμένη σχέση με το υλικό που θέλεις να παρουσιάσεις. Μου αρέσει όταν το κοινό βλέπει μία σκηνή και δεν καταλαβαίνει κατευθείαν αν είναι μια ανάμνηση, ένα όνειρο ή η πραγματικότητα, γιατί όλα συνυπάρχουν στον χαρακτήρα της Margherita με την ίδια αμεσότητα: οι σκέψεις της, οι αναμνήσεις σχετικά με τη μητέρα της, το αίσθημα ότι δεν είναι αρκετά καλή. Ο αφηγηματικός χρόνος αντανακλά τις διαφορετικές συναισθηματικές καταστάσεις της Margherita μέσα στις οποίες όλα υπάρχουν με το ίδιο αίσθημα του επείγοντος. Ήθελα να διηγηθώ, από την πλευρά ενός γυναικείου χαρακτήρα, το αίσθημα του να μην είσαι αρκετά καλός σε σχέση με τη δουλειά, τη μητέρα και την κόρη. Αυτός είναι ο λόγος που γράψατε το σενάριο με τρεις γυναίκες, την Chiara Valerio, τη Gaia Manzini και τη Valia Santella; Ίσως, αλλά αυτά δεν είναι πράγματα που προγραμματίζεις ή σχεδιάζεις εξ αρχής. Την Gaia Manzini και την Chiara Valerio τις ήξερα ελάχιστα. Τις είχα συναντήσει σε μία ανάγνωση. Ο καθένας από εμάς έπρεπε να διαβάσει ένα απόσπασμα από το βιβλίο του Sandro Veronesi. Λίγο αργότερα, όταν αποφάσισα να συνεργαστώ με κάποιον για αυτή την ταινία, τις πήρα τηλέφωνο. Η Valio, από την άλλη, είναι φίλη μου και συνεργαζόμαστε εδώ και καιρό. Πώς φαντάζεστε ότι είναι η ταινία που σκηνοθετεί η Margherita; Υπάρχει μία σκηνή που έκοψα, όπου η Margherita λέει στην κόρη της: «Δεν υπάρχω ποτέ στις ταινίες μου» και η κόρη της απαντάει: «Λοιπόν, δεν είναι απαραίτητο να μιλάς για τον εαυτό σου στις ταινίες» και η Margherita απαντάει: «Όχι, όχι απαραίτητα. Αλλά θα ήθελα να κάνω πιο προσωπικές ταινίες». Αυτό τα λέει όλα. Ήθελα η Margherita, καθώς πνίγεται από τα προβλήματα της, να κάνει μία ταινία που να είναι πιο πολιτική παρά προσωπική. Στη σκηνή της συνέντευξης τύπου, ένας δημοσιογράφος τη ρωτάει: «Σε μία τόσο ευαίσθητη στιγμή της κοινωνίας μας, πιστεύετε ότι η ταινία σας θα καταφέρει να εγείρει την εθνική συνείδηση;». Η Margherita αρχίζει να απαντά με προκαθορισμένο ύφος: «Λοιπόν, σήμερα, το κοινό από μόνο του απαιτεί μία διαφορετική δέσμευση…». Αλλά η φωνή της σιγά σιγά σβήνει καθώς ακούμε αυτό που πραγματικά σκέφτεται: «Ναι, φυσικά, είναι ο ρόλος του σινεμά, αλλά γιατί κάνω το ίδιο πράγμα επανειλημμένως εδώ και χρόνια; Όλοι νομίζουν ότι καταλαβαίνω τι συμβαίνει, ότι μπορώ να ερμηνεύσω την πραγματικότητα. Αλλά δεν καταλαβαίνω τίποτα πια». Ήθελα η ανθεκτικότητα και η δυναμικότητα της ταινίας να είναι σε απόλυτη αντίθεση με τη συναισθηματική της κατάσταση. Με αυτό που ζει και πώς αντιλαμβάνεται τον εαυτό της. Ήθελα να υπάρχει αντίφαση ανάμεσα στην πολύ δομημένη ταινία της και την πολύ εύθραυστη στιγμή που περνάει. Πώς χειριστήκατε το θέμα του πένθους; Στο La Stanza del Figlio, ξόρκιζα έναν φόβο. Εδώ, αναφέρομαι σε μία εμπειρία που πολλοί άνθρωποι μοιράζονται. Ο θάνατος της μητέρας είναι μία σημαντική εμπειρία στη ζωή και ήθελα να τη διηγηθώ χωρίς να είμαι σαδιστής με το κοινό. Έτσι, όταν κάνεις μία ταινία, είσαι βυθισμένος σε αυτό που κάνεις: δουλεύεις τους διαλόγους, τη σκηνοθεσία, το μοντάζ και ως εκ τούτου το θέμα που πραγματεύεσαι δε σε βρίσκει με την όλη δυναμική του. Ακόμα και όταν το αίσθημα είναι πολύ δυνατό, νομίζω ότι ο σκηνοθέτης δεν επιτρέπει να επηρεαστεί εντελώς. Είναι πιο δύσκολο να γυρίσει, να σκεφτεί και να διηγηθεί κανείς μία τέτοια ιστορία συγκριτικά με κάποια άλλη; Όχι, δεν νομίζω. Σε κάποια φάση της συγγραφής του σεναρίου αποφάσισα να ξαναδιαβάσω το ημερολόγιο που διατηρούσα όσο ήταν άρρωστη η μητέρα μου. Και το έκανα γιατί ίσως οι συζητήσεις μας, αυτές οι ατάκες θα μπορούσαν να προσδώσουν βάρος και να βοηθήσουν τις σκηνές ανάμεσα στη Margherita και τη μητέρα της να ακούγονται πιο αληθινές. Στην πραγματικότητα, ήταν επώδυνη διαδικασία. Τι άλλο διαβάσατε ή είδατε κατά την προετοιμασία της ταινίας; Κατά τη διάρκεια έντονης εργασίας και κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων, συγκεντρώνομαι σε μία σειρά πραγμάτων. Όταν τελείωσα το γύρισμα αυτή της ταινίας, κατάλαβα ότι δεν είχα καιρό για τα βιβλία και τις ταινίες που πίστευα ότι έπρεπε να ξαναδιαβάσω και να ξαναδώ καθώς πραγματεύονταν τον πόνο, την απώλεια ή τον θάνατο. Ήταν μεγάλη ανακούφιση για μένα να καταλάβω ότι δεν τα χρειαζόμουν πια. Είδα ξανά το Another Woman του Woody Allen, αλλά δεν είδα το Amour του Haneke, που ήταν πάνω στο γραφείο μου. Και πάνω από όλα, δεν διάβασα Roland Barthes. Μετά τον θάνατο της μητέρας μου, μία φίλη μου χάρισε το Ημερολόγιου Πένθους, το οποίο ο Barthes έγραψε αμέσως μετά τον θάνατο της μητέρας του. Μου είπα ότι την είχε βοηθήσει. Άνοιξα μία τυχαία σελίδα και διάβασα δύο γραμμές, που ήταν μαχαιριά στην καρδιά και το έκλεισα. Στο τέλος των γυρισμάτων, πήρα το βιβλίο από το γραφείο μου και το έβαλα στο ράφι. Ευτυχώς, δεν μου ήταν πια απαραίτητο να βυθιστώ στο πένθος. Η μητέρα σας ήταν καθηγήτρια… Δίδαξε για 33 χρόνια σε λύκειο της Ρώμης λογοτεχνία και αργότερα λατινικά και ελληνικά. Τουλάχιστον ένα άτομο κάθε εβδομάδα μου έλεγε ότι ήταν δασκάλα του. Πολλοί από τους πρώην μαθητές της έρχονταν να τη δουν χρόνια μετά τις εισαγωγικές εξετάσεις. Ποτέ μου δεν είχα τέτοια σχέση με τους δασκάλους μου, όπως εκείνη με τους μαθητές της. Και θα εξομολογηθώ κάτι επώδυνο: μετά τον θάνατο της μητέρας μου, μέσα από τα πράγματα που μου είπαν οι πρώην μαθητές της, ένιωθα ότι κάτι πολύ σημαντικό για την προσωπικότητα της μου είχε διαφύγει, κάτι που οι πρώην μαθητές της είχαν συλλάβει και μοιράζονταν μαζί μου. Κάτι ουσιαστικό. Τι μάθατε κάνοντας αυτήν την ταινία; Μπορώ να απαντήσω πολύ συγκεκριμένα. Νιώθω ακριβώς όπως όταν έκανα την πρώτη μου ταινία, το ίδιο άγχος, την ίδια σύγχυση, την ίδια έλλειψη αυτοπεποίθησης. Δεν νομίζω ότι έτσι είναι για όλους. Πιστεύω ότι για πολλούς ανθρώπους με εμπειρία, η γνώση του επαγγέλματος και η αποστασιοποίηση μετράει. Εγώ από την άλλη, έχω αυτή την ξεκάθαρη εντύπωση: νιώθω πάντα σαν να κάνω την πρώτη μου ταινία. Αυτή τη φορά, είχα παραπάνω αγωνία. Υπάρχουν άνθρωποι που λένε ότι είναι η πιο προσωπική μου ταινία. Ίσως γι’ αυτό. Αλλά δεν ξέρω και σίγουρα. Μπορώ να πω, όμως, ότι έχω μάθει κάτι με τον καιρό. Είμαι πιο καλός στους ηθοποιούς, είμαι πιο πρόθυμος να τους υποστηρίξω. Έμαθα και κάτι άλλο, πολύ γρήγορα. Το γεγονός ότι η ταινία βγαίνει, σημαίνει ότι πια δεν σου ανήκει. Το κοινό τη βλέπει, τη μεταμορφώνει. Υπάρχουν πράγματα που σου έχουν διαφύγει εντελώς και το κοινό τα αλιεύει, τα αποκαλύπτει και τα φωτίζει… «Θέλω να δω τον ηθοποιό δίπλα στον χαρακτήρα», είναι μία ατάκα της Margherita που την επαναλαμβάνει συχνά στους ηθοποιούς της. Είναι κάτι που λέω όλη την ώρα. Δεν ξέρω αν οι ηθοποιοί την καταλαβαίνουν, αλλά στο τέλος της ταινίας, είμαι σε θέση να πάρω αυτό που θέλω από αυτούς. |