Γαλλία, Γερμανία, 2016 Παραγωγή: Ερίκ Αλτμαγιέρ, Νικολά Αλτμαγιέρ, Στεφάν Αρντ, Ούβε Σκοτ Σκηνοθεσία: Φρανσουά Οζόν Σενάριο: Φρανσουά Οζόν, Φιλίπ Πιατζό Φωτογραφία: Πασκάλ Μαρτί Μουσική: Φιλίπ Ρομπί Πρωταγωνιστούν: Πιερ Νινέ, Πόλα Μπιρ, Ερνστ Στότζνερ, Μαρί Γκρούμπερ Διάρκεια: 113 λεπτά Επενδύοντας απόλυτα, τόσο εικαστικά όσο και συναισθηματικά, στο δράμα εποχής που υπηρετεί, ο Φρανσουά Οζόν αποκαλύπτει ότι τελικά οι πιο σημαντικές ιστορίες στον πόλεμο είναι αυτές που κρατάει ο καθένας κρυφές μέσα του. Σταθερά και παραγωγικά, ο Φρανσουά Οζόν έχει χτίσει μια καριέρα σημαντικού μεγέθους που ξεκίνησε με πρόκληση (το «Sitcom» και το «Amants Criminels»), πέρασε από χαμηλόφωνα σχόλια στις ανθρώπινες σχέσεις, όπως στο αριστουργηματικό «Sous le sable», διέσχισε είδη, όπως η κωμωδία και το μιούζικαλ, με τις «8 Γυναίκες» και συνεχίζει, με ήρεμη φιλοδοξία, να καταπιάνεται με σοφιστικέ δράματα, διασκευάζοντας μυθιστορήματα, θεατρικά ή και ταινίες, όπως φέτος, στην περίπτωση του ερωτικού δράματος «Frantz», του Ερνστ Λιούμπιτς το παραγνωρισμένο «Broken Lullaby» του 1932, που με τη σειρά του βασιζόταν στον «Άνδρα που σκότωσα» του Μορίς Ροστάν, γιου του Εντμόν Ροστάν, συγγραφέα του περίφημου «Σιρανό ντε Μπερζεράκ». Όπως μας εξήγησε στη συνάντησή μας στο ξενοδοχείο Excelsior, στο πλαίσιο του πρόσφατου Φεστιβάλ Βενετίας, είχε πρώτα διαβάσει το θεατρικό έργο, μετά από προτροπή ενός φίλου, και μόλις έμαθε πως είχε ήδη γυριστεί σε ταινία, εγκατέλειψε την ιδέα. «Πώς να ξεπεράσω τον Λιούμπιτς;», αναρωτήθηκε, αλλά αφού είδε την ταινία, διαπίστωσε πως διαποτίζεται από μια σχεδόν ειδυλλιακή σχέση ανάμεσα στη Γαλλία και στη Γερμανία, καθώς και από τον ιδεαλισμό του Μεσοπολέμου, μια γεμάτη δεκαετία μετά τη λήξη των εχθροπραξιών, καθώς κανείς δεν ήταν σε θέση να προβλέψει έναν ακόμη παγκόσμιο πόλεμο που θα διαδεχόταν τον πρώτο, το επονομαζόμενο και «Μεγάλο». Ο Γερμανός σκηνοθέτης δεν είχε απομακρυνθεί από τη θεατρική πηγή, ενώ ο Οζόν δοκίμασε τροποποιήσεις, με σημαντικότερη την αλλαγή πλεύσης στο δεύτερο μέρος, δίνοντας την πρωταγωνιστική σκυτάλη στην Άννα. Στο ξεκίνημα, το βάρος πέφτει στον Αντριάν, έναν νεαρό Γάλλο που έρχεται στο χωριό του Γερμανού φίλου του λίγο μετά το 1918, αποθέτει λουλούδια στον τάφο του, γνωρίζεται με τους γονείς του νεκρού και τους μεταφέρει τις ανέμελες στιγμές που μοιράστηκαν ως σπουδαστές στο Παρίσι, και έρχεται κοντά στην αρραβωνιαστικιά του, μια κοπέλα που χρωστάει ευγνωμοσύνη στους γονείς του αγαπημένου της, τους οποίους και αισθάνεται ως δική της οικογένεια και τιμά με απόλυτη αφοσίωση.Η υγρασία της σχέσης του Αντριάν με την Άννα περνάει από πολλά στάδια, μέχρι την τελική σκηνή, έτσι ώστε ο θεατής να μην ξέρει τι να υποθέσει: ποια ήταν η πραγματική σχέση των δύο φίλων; Άδολη ή ακόμη και ερωτική; Ποιες είναι οι προθέσεις του Αντριάν απέναντι στην Άννα; Είναι αυθόρμητη η έλευσή του σε έναν ξένο τόπο ή προϊόν τύψεων και δεύτερων σκέψεων; Έχουν δίκιο οι ηττημένοι, οργισμένοι ντόπιοι που τον υποπτεύονται και του φέρονται εχθρικά; Τέλος, πώς θα πορευτεί η Άννα όταν μάθει περισσότερες λεπτομέρειες για τον χαρακτήρα του Αντριάν και για το τι ακριβώς συνέβη στο μέτωπο; Στο ίδιο φεστιβάλ, την προηγούμενη χρονιά, ο Μπράιαν ντε Πάλμα είχε εκμυστηρευθεί στο ντοκιμαντέρ που είχε γυρίσει για το έργο του ο Νόα Μπάουμπακ πως, ενώ πολλοί σφετερίζονται τον τίτλο του διαδόχου του Άλφρεντ Χίτσκοκ, μόνο αυτός συνέχισε να κάνει ταινίες χιτσκοκικές, ενώ οι υπόλοιποι απλώς φιλμ αλά Χίτσκοκ: «Ε, αφού το λέει ο Ντε Πάλμα, έτσι θα είναι!», απαντά με ελαφρά σκωπτικό ύφος ο Οζόν, ο οποίος έχει πλειστάκις δανειστεί τη χιτσκοκική τεχνική και θεματολογία, όποτε η περίσταση ευνοούσε το σασπένς στις ταινίες του. «Ο κύριος κανόνας του Χίτσκοκ είναι να κρατηθεί το ενδιαφέρον του θεατή, να βυθιστεί στην προσμονή και τις επιθυμίες που γεννιούνται από την ταινία», συνεχίζει ο Γάλλος σκηνοθέτης, ο οποίος, όπως και ο Βρετανός μετρ, ενθαρρύνει το κοινό να αγκαλιάσει την ηδονοβλεπτική του πλευρά. Στο «Frantz» τα διφορούμενα μυστικά ιντριγκάρουν με μεθοδευμένη εξέλιξη και η ταινία ουσιαστικά είναι μια αφηγηματική σπουδή πάνω στις πολλές διαστάσεις του ψέματος, του ερωτικού και, κατ' επέκταση, του πολιτικού. Όταν του λέμε πως η «Λευκή Κορδέλα» του Μίκαελ Χάνεκε έρχεται αμέσως στον νου ως παράδειγμα προς σύγκριση, δεν αποφεύγει να σχολιάσει την ύπαρξη κοινών στοιχείων, αν και σπεύδει να διαχωρίσει την πνευματική και εικαστική (λόγω της επιλογής του ασπρόμαυρου έναντι του έγχρωμου) συγγένεια από το ίδιο το θέμα. Ο λόγος που ο Οζόν πίστεψε πως το χρώμα δεν θα εξυπηρετούσε την ιστορία του είναι γιατί η έλλειψή του τού φάνηκε πιο αυθεντική, πιο κοντά στην κινηματογραφική και πραγματική μνήμη, σαν τις παλιές φωτογραφίες ή τις αντίστοιχες ταινίες που βγήκαν από εκείνη την εποχή, αλλά και πιο ταιριαστό στο περιρρέον πένθος. Ωστόσο, όποτε αισθάνθηκε πως το στόρι έφερνε τους χαρακτήρες σε μια ζωτικότερη κατάσταση («όταν το αίμα άρχισε να κυλάει στις φλέβες τους, ακριβώς όπως η ζωή διαδέχεται τον θάνατο»), δεν δίστασε να εμπλουτίσει με χρώμα τις επιλεγμένες σκηνές, φροντίζοντας να αυξήσει τους ήχους που μέχρι τότε παρέμεναν «ταπεινοί», μακριά από τις τέλειες χολιγουντιανές παραγωγές, που επιμένουν να συμπεριφέρονται σε έργα εποχής σαν να είναι σύγχρονες περιπέτειες. Ο Οζόν εξήγησε επίσης πως ζήτησε από τον συνθέτη Φιλίπ Ρομπί να δημιουργήσει ένα σκορ πένθιμο και ελλειπτικό, από τον σκηνογράφο του να μελετήσει το έργο του Γερμανού ζωγράφου του 18ου αιώνα Κάσπαρ Ντάβιντ Φρίντριχ, μετανιώνοντας, στιγμιαία όμως, που δεν είχαν χρώμα τα τοπία του, και ταυτόχρονα πήρε την εύλογη απόφαση να γυρίσει σε φιλμ, για να αποφύγει το πρασίνισμα που επιφέρει το ψηφιακό στα φόντα. Υποστηρικτής του Αλέν Γκιροντί, του Μπερτράν Μπονελό και του Κριστόφ Ονορέ, «του γαλλικού σινεμά που έχει κάτι να προτείνει», ο Φρανσουά Οζόν ομολόγησε τη συνάφειά του με τη γερμανική κουλτούρα, έχοντας κάνει ταξίδια με τους γονείς του από μικρός κι έχοντας αγαπήσει την τέχνη και τα γράμματα της γειτονικής χώρας. Πολλοί κριτικοί, ήδη από την επομένη της πρεμιέρας της ταινίας στη Βενετία, επισήμαναν την αλληγορία για το πρόσφατο Brexit και ο Οζόν παραδέχτηκε πως, ενώ κατά τη διάρκεια της προετοιμασίας δεν είχε καθόλου στον νου του τις πολιτικές συμπαραδηλώσεις, όντως το «Frantz» μιλάει ξεκάθαρα για την ξενοφοβία σε μια Ευρώπη που κινείται σε παράδοξες κατευθύνσεις και θυμίζει τόπο σε καιρό πολέμου. Μία από τις αγαπημένες του σκηνές της ταινίας είναι όταν η Άννα βρίσκεται σε ένα καφενείο, ενώ επισκέπτεται τον Αντριάν στο Παρίσι, και, μόλις βλέπουν ένστολους να εισέρχονται, όρθιοι οι Γάλλοι θαμώνες τραγουδούν τη Μασσαλιώτιδα, αγνοώντας την προέλευση της έντρομης κοπέλας – μια ανατριχιαστική έξαρση αυθεντικού, φορτισμένου πατριωτισμού, σε κρίσιμο χρονικό σημείο. Τέλος, τόνισε πως ιδιαίτερα σημαντικό στοιχείο γι' αυτόν ήταν η κανονική χρήση της γλώσσας από τους ηθοποιούς του, τον Πιέρ Νινέ και την Πόλα Μπέερ, θεωρώντας πως οι σύγχρονοι θεατές δεν αποδέχονται εύκολα τα αγγλικά ως υποκατάστατο σε περιπτώσεις μεικτών διαλόγων. Μέσω αυτής της επιλογής πιστεύει πως η ελπίδα, ως αντίστιξη στον ζόφο και στον θάνατο, μεταδίδεται πειστικότερα. Συνέντευξη με τον François Ozon Τι σας οδήγησε να κάνετε την ταινία; Σε μια εποχή που έχει εμμονή με την αλήθεια και τη διαφάνεια, θέλησα να κάνω μια ταινία για τα ψέματα. Ως μαθητής και θαυμαστής του Eric Rohmer, θεωρούσα τα ψέματα συναρπαστική τροφή για την αφήγηση και τις ταινίες. Το είχα στο μυαλό μου όταν ένας φίλος μου είπε για ένα θεατρικό του Maurice Rostand αμέσως μετά τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο. Έκανα περαιτέρω έρευνα και έμαθα ότι το θεατρικό είχε μεταφερθεί στο σινεμά το 1931 από τον Ernst Lubitsch με τον τίτλο Broken Lullaby. Η πρώτη μου αντίδραση ήταν να αφήσω την ιδέα στην άκρη. Πώς θα μπορούσα να ξεπεράσω τον Lubitsch; Τι σας έκανε να αλλάξετε γνώμη; Όταν είδα την ταινία του Lubitsch καθησυχάστηκα. Είναι παρόμοια με το θεατρικό και υιοθετεί την οπτική ενός νεαρού Γάλλου, ενώ εγώ ήθελα να έχω την οπτική της νεαρής κοπέλας που, όπως και το κοινό, δεν ξέρει γιατί αυτός ο Γάλλος θρηνεί στον τάφο του αρραβωνιαστικού της. Στο θεατρικό και την ταινία, ξέρουμε το μυστικό από την αρχή, μετά από μια μακροσκελή σκηνή εξομολόγησης σε έναν παππά. Εμένα με ενδιέφερε περισσότερο το ψέμα σε σχέση με την ενοχή. Η ταινία του Lubitsch είναι πανέμορφη και αξίζει να τη δει κανείς μέσα από το πρίσμα του ειρηνιστικού και ιδεαλιστικού κλίματος της μεταπολεμικής εποχής. Συμπεριέλαβα μερικές από τις σκηνές του. Είναι η λιγότερο γνωστή ταινία του, το μόνο του δράμα. Η σκηνοθεσία του είναι αξιοθαύμαστη και πολύ ευρηματική όπως πάντα. Αλλά είναι η ταινία ενός Αμερικανού σκηνοθέτη γερμανικής καταγωγής που δεν ήξερε ότι στον ορίζοντα ανέτειλε ένας δεύτερος πόλεμος. Έκανε μια αισιόδοξη ταινία για τη συμφιλίωση. Ο Πρώτος Παγκόσμιος Πόλεμος κατέληξε σε λουτρό αίματος και πολλοί πολιτικοί και καλλιτέχνες στη Γαλλία και Γερμανία μιλούσαν ανοιχτά για τη φιλειρηνικότητα. «Ποτέ ξανά!». Η προσέγγιση μου, ως Γάλλος που δεν έζησε κανέναν από τους δύο παγκόσμιους πολέμους, ήταν προφανώς διαφορετική. Προσθέσατε ένα ολόκληρο δεύτερο μέρος στην ιστορία. Στο θεατρικό και την ταινία του Lubitsch, το ψέμα δεν αποκαλύπτεται ποτέ στους γονείς και ο Γάλλος γίνεται αποδεκτός από την οικογένεια. Παίρνει τη θέση του πεθαμένου γιου, τους παίζει βιολί και το τέλος είναι χαρούμενο. Στην ταινία, ο Adrien προσπαθεί να γίνει μέλος της οικογένειας αλλά σε κάποιο σημείο, το ψέμα του και η ενοχή του τον βαραίνουν πολύ και λέει στην Anna τα πάντα. Σε αντίθεση με την ταινία του Lubitsch, η Anna μπορεί να αποδεχτεί το ψέμα του μόνο μέσα από την προσωπική της μακριά διαδρομή, την οποία εξετάζω στο δεύτερο μέρος και αρχίζει όταν ο Adrien φεύγει και η Anna πέφτει σε κατάθλιψη. Είναι ασυνήθιστο για μελόδραμα που ο Adrien μάλλον δεν ερωτεύεται την Anna. Ή αν του συμβαίνει, δεν μπορεί να το αντιμετωπίσει. Η Anna και ο Adrien μοιράζονται την απώλεια του Frantz, αλλά μπορούν να μοιραστούν και το συναίσθημα του έρωτα; Η Anna το πιστεύει στην αρχή, αλλά όταν ανακαλύπτει την αλήθεια της φαίνεται απίθανο. Σταδιακά αρχίζει να το πιστεύει ξανά, αλλά μετά έρχεται αντιμέτωπη με μια άλλη πραγματικότητα στη Γαλλία. Το ωραίο με την Anna είναι το σκοτάδι στο οποίο κινείται. Ξέρει τι έχει κάνει ο Adrien, αλλά αυτό που την πληγώνει περισσότερο είναι η καταπιεσμένη της επιθυμία για αυτόν, οπότε τελικά πάει να τον βρει, γιατί θέλει να πιστεύει στην αγάπη του πέρα από κάθε τι. Η επιθυμία του Adrien από την άλλη, δεν του είναι ξεκάθαρη. Θέλησα να παίξω με τα κλαστικά μελοδραματικά θέματα όπως η ενοχή και η συγχώρεση, και μετά να παρεκκλίνω προς τον αποσυντονισμό των συναισθημάτων. Καθώς επινοεί τη φιλία με τον Frantz, ο Adrien μοιάζει να τρέφει κάποια επιθυμία για εκείνον. Όπως λέει η Anna στη μητέρα του Adrien: «Δεν είμαι εγώ αυτή που βασανίζω τον γιο σας. Ο Frantz τον βασανίζει». Ο Frantz, ο Γερμανός στρατιώτης, και το alter ego του, κάποιος που θα μπορούσε να είναι φίλος του ή ακόμα και εραστής του. «Μην φοβηθείς να μας κάνεις χαρούμενους», λέει η μητέρα του Frantz στον Adrien, ενθαρρύνοντας τον να τους παίξει βιολί. Οι γονείς του Frantz θέλουν απεγνωσμένα να ανοίξουν την αγκαλιά τους στον Adrien, να πιστέψουν στην υποτιθέμενη γαλλογερμανική φιλία και στην πιθανότητα του να αντικαταστήσει ο Adrien τον πεθαμένο γιο τους, έτσι ώστε υποσυνείδητα αποδέχονται το ψέμα του. Όλα αρχίζουν από μια παρεξήγηση. Ο Adrien παραδίνεται σ΄ αυτήν και αποδεικνύεται ο μόνος τρόπος να γνωρίσει πραγματικά τον Frantz. Το ψέμα τους κάνει όλους να αισθάνονται καλύτερα. Αυτό συμβαίνει συχνά στο πένθος, βρίσκεις παρηγοριά και χαρά στο να μιλάς για τον άλλο εξιδανικεύοντας τον. Για τον Adrien, το να δίνει χαρά στους αγαπημένους του Franz είναι ένας τρόπος να κατευνάσει προσωρινά τις τύψεις του. Ο Adrien είναι σύνθετος χαρακτήρας. Ο Adrien είναι βασανισμένος. Είναι χαμένος. Χαμένος στις επιθυμίες του, στην ενοχή του, στην οικογένεια του. Δεν ξέρουμε πολλά για αυτόν στην αρχή. Είναι μάλλον μυστηριώδης. Καθώς εκτυλίσσεται η ταινία, η Anna απογοητεύεται από αυτόν. Το τραύμα του πολέμου τον έχει κάνει αβοήθητο. Του λείπει το θάρρος και μαραζώνει σε μια νεύρωση που δεν μπορεί να αποφύγει. Η εμμονή του, ή η αγάπη του για τον Frantz έχει γίνει τοξική και τον καταπίνει. Με έναν τρόπο, η Anna αρχίζει να πενθεί πραγματικά για τον Frantz αφού ο Adrien φεύγει από τη Γερμανία. Βάζει μια καδραρισμένη φωτογραφία του στον τάφο και βυθίζεται στην κατάθλιψη. Μέχρι τότε, η Anna ήταν δυνατή για τους γονείς του Frantz. Σε κάποιο σημείο, ο πατέρας του Frantz της λέει: «Όταν χάσαμε τον Frantz, μας βοήθησες να επιβιώσουμε. Τώρα είναι η σειρά μας». Αλλά το ψέμα του Adrien και η αναχώρηση του φέρνουν τον πόνο της Anna στην επιφάνεια και πάλι και αυτή τη φορά η εγκατάλειψη μοιάζει πιο σκληρή. Ίσως γιατί εν μέρει αισθάνεται πιο ερωτικά για τον Adrien. H Anna δεν επεξεργάζεται μόνο το πένθος και τη συγχώρεση, αλλά ανακαλύπτει και μαθαίνει τον έρωτα. Το σενάριο είναι σχεδιασμένο ως ιστορία ενηλικίωσης. Δεν μας πηγαίνει σε έναν ονειρικό κόσμο, αλλά ακολουθεί τη συναισθηματική αγωγή της Anna και δείχνει τις απογοητεύσεις, τα ψέματα, την επιθυμία σαν πέρασμα. Η Anna υποτίθεται ότι θα ήταν με τον Frantz. Η αγάπη τους ήταν ρομαντική, νεανική, ίσως βολική και όχι ολοκληρωμένη. Η φλόγα έσβησε και ξαφνικά, ως εκ θαύματος, έρχεται ο γοητευτικός πρίγκιπας. Αυτή τη φορά υπάρχει πάθος. Ο Adrien δεν είναι απαραίτητα ο σωστός, αλλά μέσα από αυτόν η Anna θα εμβαθύνει στα μεγάλα ζητήματα της ζωής, τον θάνατο, τον έρωτα, το μίσος. Στην αρχή η ταινία επικεντρώνεται στην Anna. Την παρακολουθούμε να πηγαινοέρχεται από το μνήμα του Frantz στο σπίτι. Μου αρέσει να κινηματογραφώ ανθρώπους να πηγαίνουν από το ένα μέρος στο άλλο. Είναι ένας συμπαγής τρόπος να υπονοήσω το ταξίδι του χαρακτήρα και τοποθετεί τους πρωταγωνιστές και την ταινία σε ένα γεωγραφικό σημείο. Ήθελα να δείξω τη μικρή γερμανική πόλη, τα δρομολόγια ανάμεσα στο σπίτι και το νεκροταφείο. Το να παρακολουθούμε την Anna να πηγαίνει από μέρος σε μέρος, τη σκεφτόμαστε και αρχίζουμε να καταλαβαίνουμε την πρόοδο της. Στην αρχή, η Anna πασχίζει χωρίς αποτελέσματα, κάνοντας κύκλους στη μικρή πόλη. Μετά κάνει το δικό της ταξίδι, που την οδηγεί στη Γαλλία και πέρα από τα συνηθισμένα. Η ταινία έχει πολλά από τα θέματα που συχνά προσεγγίζετε. Το πένθος, την αμφίσημη απόλαυση της αφήγησης, τη συναισθηματική αγωγή μιας νεαρής γυναίκας. Υποσυνείδητα, πολλές από τις εμμονές μου υπάρχουν στην ταινία. Αλλά το να τις αντιμετωπίσω σε μια άλλη γλώσσα, με διαφορετικούς ηθοποιούς, σε μέρη άλλα από τη Γαλλία, με ανάγκασε να επανεφεύρω τον εαυτό μου και μπορεί να δίνει στα θέματα μια νέα ένταση, μια νέα διάσταση. Πολλές προκλήσεις υπήρχαν στην ταινία. Δεν είχα κινηματογραφήσει ξανά τον πόλεμο, μια σκηνή μάχης, μια μικρή γερμανική πόλη, το Παρίσι ασπρόμαυρο, τη Γερμανία. Είχε μεγάλη σημασία για μένα να πω την ιστορία από τη γερμανική οπτική, από την πλευρά των ηττημένων, από τα μάτια αυτών που ταπεινώθηκαν, οπότε θα μπορούσα να δείξω πώς η Γερμανία τότε ήταν γόνιμο έδαφος για τον εθνικισμό. Έχουμε ξαναδεί το ενδιαφέρον σας για τη Γερμανία στο παρελθόν, στο Water Drops on Burning Rocks, που είναι μεταφορά από θεατρικό του Fassbinder. Η Γερμανία είναι η πρώτη ξένη χώρα που πήγα μικρός και με συνεπήρε, το ίδιο και η γλώσσα της, η ιστορία και η κουλτούρα της. Για καιρό, ήθελα να εξετάσω τον αδελφικό δεσμό ανάμεσα σε δύο ευρωπαϊκούς λαούς, τη φιλία τους. Αυτή η ταινία μου έδωσε την τέλεια ευκαιρία. Μιλάω γερμανικά αρκετά καλά για να μπορώ να κάνω μια συζήτηση και να σκηνοθετήσω τους ηθοποιούς μου και το να δώσω οδηγίες στο συνεργείο. Πέρα από αυτό, εμπιστεύτηκα τους ηθοποιούς, τους ζήτησα βοήθεια με τους διαλόγους. Ήταν πολύ συνεργάσιμοι. Πώς αναπλάσατε τις ιστορικές συνθήκες; Δεν έκανα απόπειρα να στυλιζάρω. Αντιθέτως, το σκηνικό ήταν ρεαλιστικό. Η εποχή είναι ιδανική για κάτι τέτοιο, γιατί υπάρχουν τόσες φωτογραφίες και ταινίες από τότε. Αλλά σύντομα κατάλαβα ότι ο προϋπολογισμός δεν θα μου επέτρεπε να είμαι όσο ιστορικά ακριβής θα ήθελα. Μια μέρα, μου ήρθε η ιδέα να μετατρέψουμε τις φωτογραφίες των σκηνικών σε ασπρόμαυρες. Οπότε ως εκ θαύματος, όλες οι τοποθεσίες ήταν πανέμορφες και από ειρωνεία της τύχης εξασφαλίσαμε περισσότερο ρεαλισμό, καθώς όλες οι αναφορές της εποχής εκείνης ήταν ασπρόμαυρες. Τι σας οδήγησε να βάλετε χρώμα σε κάποιες σκηνές; Το να δουλεύω σε ασπρόμαυρες εικόνες για πρώτη φορά ήταν συναρπαστικό, αλλά και στενάχωρο, γιατί η φυσική μου τάση είναι να δίνω έμφαση στο χρώμα. Έτσι ήταν δύσκολο για μένα να παρατήσω το χρώμα σε μερικές σκηνές. Ειδικά στη φύση, όπου περπατάνε πλάι στη λίμνη, που είναι αναφορά στον Γερμανό ρομαντικό ζωγράφο Caspar David Friedrich. Οπότε αποφάσισα να έχω χρώμα ως δραματικό στοιχείο σε αναμνήσεις και σε σκηνές ευτυχίας, για να υπονοήσω ότι η ζωή αιμορραγεί μέσα στην γκρίζα περίοδο του πένθους. Όπως το αίμα ρέει στις φλέβες, το χρώμα πηγάζει από το άσπρο και το μαύρο της ταινίας. Πώς βρήκατε την Paula Beer; Έκανα οντισιόν στη Γερμανία και συνάντησα πολλές νεαρές ηθοποιούς, Η Paula είχε μια πονηρή λάμψη και την ίδια στιγμή μια κάποια μελαγχολία. Ήταν πολύ νέα, μόλις 20 χρονών, αλλά η ερμηνεία της ήταν πολύ ώριμη. Μπορούσε να ενσαρκώσει την αθωότητα ενός κοριτσιού και τη δύναμη μιας γυναίκας. Έχει ένα εντυπωσιακό εύρος και την ικανότητα να ζωντανεύει έναν χαρακτήρα. Και είναι απίστευτα φωτογενής. Και ο Pierre Niney; Με εντυπωσίασε η ερμηνεία του στο θέατρο και στον ομώνυμο ρόλο του στο Yves Saint-Laurent. Ο Pierre είναι ένας σπουδαίος ηθοποιός με μεγάλη γκάμα. Είναι φυσικό ταλέντο στην κωμωδία, έχει πολύ καλό συγχρονισμό. Αλλά είναι το ίδιο άνετος σε δραματικούς, βασανισμένους ρόλους, που είναι σημαντικό για τον Adrien. Έχει κάτι σπάνιο για ηθοποιούς της ηλικίας του: Δεν φοβάται να δείξει τη γυναικεία του πλευρά, το πόσο ευάλωτος είναι, τα ελαττώματα του, στη φωνή του και στην κίνηση του. Πώς διαλέξατε τους Γερμανούς γονείς; Είχα δει τον Ernst Stötzner σε μια ταινία. Μου άρεσε το πρόσωπο του και η φυσική αυθεντία που εκπέμπει από την εμφάνιση του και τη φωνή του. Με το άσπρο μούσι του, εκπροσωπεί τη γερμανική αρχή και αυστηρότητα. Για να ισοφαρίσω την αυστηρότητα του πατέρα, χρειαζόμουν μια πολύ διαφορετική ηθοποιό για τη μητέρα. Κάποια που να εκπέμπει μητρική ζεστασιά, κάποια πιο ανθρώπινη, σαν Λατίνα. Η Marie Gruber ήταν μια πραγματική αποκάλυψη. Μου αρέσει η φωνή της, η καλοσύνη της, το πνεύμα της, η εκφραστικότητα της. Μου θυμίζει τη Giulietta Masina. Πείτε μας για τη μουσική του Philippe Rombi. Στην αρχή της ταινίας επικρατεί σκληρότητα, μουσικά και δραματουργικά. Η μουσική χρησιμοποιείται σποραδικά, υπογραμμίζοντας διακριτικά τη δραματική ένταση. Σταδιακά, η διάθεση γίνεται πιο ρομαντική για να συνοδεύσει την ερωτική ιστορία, τις ελπίδες της Anna και τις ψευδαισθήσεις της. Η μουσική ακολουθεί το ταξίδι της. Συνέντευξη με τον Pierre Niney Πώς σας φάνηκε το σενάριο; Με συνεπήρε η ιστορία και όλα τα ψέματα που παραπλανούσαν. Το σενάριο μας λέει ψέματα, όπως και οι χαρακτήρες στην ταινία λένε ψέματα ο ένας στον άλλον. Μου έκανε εντύπωση γιατί δεν περίμενα τέτοια ιστορία από τον François Ozon. Μου ενθουσίασε η ιδέα ότι ένα ψέμα μπορεί να είναι λυτρωτικό ή καταστροφικό. Και μου άρεσε αμέσως ο χαρακτήρας του Adrien και η απίθανη ιστορία αγάπης. Πείτε μας για την πρώτη σας συνάντηση με τον σκηνοθέτη. Ήταν ειλικρινής. Διαβάσαμε μαζί το σενάριο. Έχει ένα πολύ προσωπικό όραμα, αλλά είναι και αρκετά διορατικός στο τι λειτουργεί και τι όχι. Κατάλαβα ότι το σενάριο είναι οργανικό και ότι θα εξελισσόταν με βάση τις εντυπώσεις και τις επιθυμίες που θα μοιραζόμασταν μαζί του. Πώς προσεγγίσατε τον χαρακτήρα; Είδα τον Adrien ως έναν ευαίσθητο άντρα που τον έχει διαλύσει ο πόλεμος. Έπρεπε να αποδώσω το μυστήριο του χαρακτήρα μέσα από τις κινήσεις του. Ήταν σαν να ακροβατώ για να μην αποκαλύψω πολλά στο πρώτο μέρος της ταινίας, ενώ είχα στο μυαλό μου το τεράστιο τραύμα που είχε υποστεί. Πριν και κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων, μελετούσα πίνακες του Egon Schiele. Δείχνει έναν πόνο στα πορτρέτα του που μου θύμισε τον Adrien. Ο ρόλος ήταν πρόκληση. Έπρεπε να μάθω βιολί, γερμανικά και βαλς. Ειδικά το βιολί ήταν δύσκολο. Έπρεπε να παίξω τρία κομμάτια που ήταν δύσκολα, και ο François επέμενε να δείχνει και τα δύο μου χέρια. Μελέτησα εντατικά για να το καταφέρω. Πώς σας φάνηκε που μιλούσατε γερμανικά; Το να υποδύομαι έναν ρόλο στα γερμανικά ήταν επίσης μια αληθινή πρόκληση. Η Paula Beer με βοήθησε πολύ. Άκουγα στο iPod ηχογραφήσεις των διαλόγων που μου είχε φτιάξει. Είχε μια τρυφερή φωνή και είναι φοβερή ηθοποιός. Με ενέπνευσε και με βοήθησε με μια γλώσσα που είναι διαβόητη για τον ήχο της και τη ροή της. Τελικά ήταν απόλαυση. «Μη φοβάσαι να μας κάνεις ευτυχισμένους» λέει η μητέρα του Frantz στον Adrien, ενθαρρύνοντας τον να τους παίξει βιολί. Πώς αναλύετε αυτή την προτροπή; Είναι ένας από τους λόγους που ο Adrien τους λέει ψέματα. Η οικογένεια αυτή και η Anna χρειάζονται αγάπη και ζωή σε μια περίοδο πένθους και θρήνου. Νιώθει την ανάγκη να τους κάνει ένα δώρο, να τους κάνεις πάλι ευτυχισμένους. Λέει ψέματα για να τους ξαναφέρει στη ζωή, ακόμα και για μια στιγμή. Βρήκα αυτή την ευεργετική όψη του ψέματος πολύ ενδιαφέρουσα. Ο Frantz είναι η πηγή της ενοχής του Adrien, αλλά ίσως και της αφύπνισης της ομοφυλοφιλικής επιθυμίας του. Πώς προσεγγίσατε αυτή την αμφισημία; Μου άρεσε αυτή η αμφισημία και προσπάθησα να ποτίσω την ταινία με μικρές λεπτομέρειες για να αναρωτηθεί το κοινό για τη φύση της σχέσης τους. Έχει περάσει από ένα μεγάλο τραύμα και αισθάνεται αγάπη για τον Frantz. Είναι αδελφική αγάπη; Είναι παθιασμένη αγάπη; Μια από τις μεγάλες αρετές αυτής της ταινίας είναι πώς, κάτω από την ομορφιά της, μας αφήνει να μαντέψουμε πράγματα για τον Adrien. Ποιες είναι οι προθέσεις του; Κάνατε κάποια έρευνα για τη γενιά των νέων που θυσιάστηκαν στον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο; Τα αρχεία έχουν δυνατές μαρτυρίες για τη σωματική και ψυχολογική ζημιά που υπέστησαν τόσο οι Γερμανοί όσο και οι Γάλλοι στρατιώτες. Όπως και ο Adrien, πολλοί νέοι στρατιώτες διαλύθηκαν από τη βία του πολέμου. Με συγκίνησε πολύ όταν έμαθα ότι ο παραλογισμός και ο τρόμος του πολέμου αυτού ήταν τόσο εξόφθαλμοι που και τα δύο στρατόπεδα έκαναν παύση πυρός αυθόρμητα. Μιλήστε μας για τη συνεργασία σας με τον σκηνοθέτη. Μου αρέσει ο τρόπος που δουλεύει. Προσέχει τους ηθοποιούς. Δουλεύει γρήγορα και αφήνει χρόνο για το παίξιμο, οπότε είμαστε τυχεροί. Έδινε την εντύπωση ότι έκανα πρόβα στο θέατρο, όλα ήταν ανοιχτά και δυνατά. Ο Adrien είναι λίγο σαν φάντασμα. Δεν σκοτώθηκε στον πόλεμο, αλλά κάτι μέσα του έχει πεθάνει. Μήπως η ικανότητα του να αγαπά; Νομίζω ότι ακόμα μπορεί να αγαπά. Η επαφή με τη ζωή του Frantz, η συνάντηση με την οικογένεια και την αρραβωνιαστικιά του τον κάνουν να αγαπήσει τον Frantz ακόμα περισσότερο. Και την Anna, εμμέσως και αμήχανα, όπως φαίνεται από το φιλί που ανταλλάσσουν. Τον ελκύει. Μπορεί να δει την προοπτική να την ερωτευτεί. Αλλά είναι διαλυμένος, ξέρει το κακό που έχει κάνει και δεν μπορεί να το ξεχάσει. Νιώθει αγάπη για εκείνη, αλλά δεν αφήνεται να παραδοθεί. Συνέντευξη με την Paula Beer Πείτε μας για την πρώτη σας συνάντηση με τον σκηνοθέτη. Έκανα διακοπές όταν η εταιρεία παραγωγής ήρθε σε επαφή μαζί μου. Τρεις μέρες μετά, μου έστειλαν δύο σκηνές και την επόμενη μέρα πήγα στην οντισιόν. Δεν ήξερα το σενάριο και ήταν η πρώτη μου οντισιόν στα γαλλικά, οπότε ήταν κάπως αγχωτικά. Αλλά μόλις βρέθηκα με τον François, όλα πήγαν καλά. Ταιριάξαμε. Δουλέψαμε πάνω στις δύο σκηνές και μου είπε για την ιστορία, την Anna και την ταινία που ήθελε να κάνει. Δύο εβδομάδες μετά, ήμουν στο Παρίσι για την οντισιόν με τον Pierre Niney. Μετά με κάλεσε ο François να μου ανακοινώσει ότι θα έπαιζα την Anna. Πώς σας φάνηκε το σενάριο; Με συγκίνησε η ιστορία και τα θέματα που αγγίζει. Την ειλικρίνεια, τον έρωτα, την απώλεια, τα ψέματα, το να αφήνεις το παρελθόν, την αποφασιστικότητα, την όρεξη για ζωή. Όλα είναι διακριτικά ειπωμένα, με ευαισθησία και μια κάποια ελαφρότητα σε ό,τι αφορά τη φιλία της Anna με τον Adrien. Η προσωπική εξέλιξη της Anna είναι καταπληκτική. Στην αρχή είναι ήσυχη και ειδικά μετά τον θάνατο του αρραβωνιαστικού της είναι σαν χαμένη. Όταν συναντάει τον Adrien, βρίσκει ξανά τη χαρά της ζωής που ένιωθε πριν και ανθίζει πραγματικά, γεγονός που κάνει το χτύπημα που δέχεται αφού μαθαίνει την αλήθεια ακόμα πιο οδυνηρό. Τότε, στο δεύτερο μέρος, αποκτά απίστευτη δύναμη. Ήμουν τόσο χαρούμενη που έπαιξα αυτόν τον απίθανο ρόλο. Πώς προετοιμαστήκατε για να παίξετε αυτόν τον χαρακτήρα που μαθαίνει για τον έρωτα και γίνεται γυναίκα; Η Anna εξελίσσεται πολύ μέσα στην ιστορία, οπότε ήταν σημαντικό για μένα να καταλάβω τα διαφορετικά στάδια που περνάει. Πώς την άλλαξε ο πόλεμος; Πώς ήταν πριν; Ποια ήταν η επίδραση του Adrien πάνω της; Ποιες επιθυμίες της ξυπνάει; Ήταν καταλυτικό να καταλάβω τις σχέσεις με τους ανθρώπους γύρω της, τον πόνο της σε αντίθεση με την επιθυμία της να ζήσει και να αγαπήσει ξανά. Ένα σημαντικό στάδιο για την Anna ξεκινά όταν ο Adrien της λέει την αλήθεια. Ναι, είναι απίστευτο σοκ. Αποφασίζει να προστατεύσει τα πρώην πεθερικά της από τον πόνο και κουβαλάει το φορτίο του ψέματος και την ευθύνη αυτού. Είναι μια κρίσιμη στιγμή που εγείρει ερωτηματικά. Γιατί προστατεύει τον Adrien; Πώς σας φάνηκε το γύρισμα στη Γαλλία; Πολύ ωραίο. Είναι λίγο διαφορετικό από ένα γύρισμα στη Γερμανία, δεν είναι εύκολο να το εξηγήσω. Είναι διαφορετική απόλαυση. Το συνεργείο ήταν φανταστικό! Μόλις άρχισα να κάνω πρόβες, κατάλαβα ότι το να παίζω στα γαλλικά θα ήταν πρόκληση για μένα. Έχω μικρή εμπειρία σε αυτή τη γλώσσα και το σώμα μου δεν αντιδρά με τον ίδιο τρόπο στις γαλλικές λέξεις όπως στις γερμανικές. Δούλεψα σκληρά για να συνδεθώ συναισθηματικά, οπότε και να απελευθερώσω το παίξιμο μου. Πώς σκηνοθετεί ο François Ozon; Ανακάλυψα μια εντελώς καινούρια μέθοδο δουλειάς. Ο François με ενέπλεξε νωρίς, κατά τη διάρκεια της προετοιμασίας. Με ρώτησε τη γνώμη μου, πώς ένιωσα για τον χαρακτήρα και την ιστορία. Έτσι μου έδειξε ότι με εμπιστεύτηκε και με απελευθέρωσε στο γύρισμα. Δεν το κατάλαβα αμέσως, αλλά ήμουν και λίγο ανήσυχη για το πόσο ελεύθερη με άφησε. Όμως βρήκαμε γρήγορα έναν τρόπο να επικοινωνούμε και η δουλειά έγινε πιο εύκολη και διασκεδαστική. Η Anna είναι η μόνη που φτάνει στο σημείο να συμφιλιωθεί με την αλήθεια και να αντιμετωπίσει τις επιθυμίες της. Όταν τη φιλά ο Adrien, θεωρείτε κι εσείς ότι τελικά είναι έτοιμη να αποδεχτούν την αλήθεια των συναισθημάτων τους; Πραγματικά αναρωτιέμαι αν η Anna τον ποθεί μέχρι το τέλος. Δεν είμαι σίγουρη. Νομίζω ότι έχει ωριμάσει πολύ για τον Adrien. Έβαλε φωτιά στην επιθυμία της, τη συγκίνησε, ερωτεύτηκε και ξεκίνησε ένα μεγάλο ταξίδι για να τον βρει ξανά. Στην πραγματικότητα, το ταξίδι της ήταν τόσο μακρύ που τελικά τον προσπέρασε. Φυσικά, όταν βρίσκει την οικογένεια του Adrien, ήταν χαρούμενη που τον είδε, ξανά, αλλά κάτι δεν κολλάει πια μεταξύ τους. Ο Adrien είναι εγκλωβισμένος σε μια κατάσταση και δεν έχει τη δύναμη να φύγει. Η Anna πρέπει να ζήσει τη ζωή της. |