Love Is Strange Η.Π.Α., Γαλλία, Βραζιλία, Ελλάδα, 2014, Εγχρωμο Παραγωγή: Λούκας Χόακιν, Λαρς Κνούντσεν, Αϊρα Σακς, Τζέιν Μπάρον Σέρμαν, Τζέι Βαν Χόι Σκηνοθεσία: Αϊρα Σακς Σενάριο: Αϊρα Σακς, Μάουρο Ζακάριας Φωτογραφία: Χρήστος Βουδούρης Μοντάζ: Αλφόνσο Γκονσάλβες, Μάικλ Τέιλορ Πρωταγωνιστούν: Τζον Λίθγκοου, Αλφρεντ Μολίνα, Μαρίσα Τομέι Διάρκεια: 94 λεπτά Ο Αϊρα Σάκς αφηγείται την αληθινή ουσία της αγάπης κι ενός δεσμού που μένει ζωντανός στα χρόνια και στα εμπόδια, με το υπέροχο ζευγάρι του Τζον Λίθγκοου και του Αλφρεντ Μολίνα να κλέβει την καρδιά μας.Eχοντας μοιραστεί τις χαρές και τις λύπες μιας ολόκληρης ζωής, ο Μπεν και ο Τζορτζ παντρεύονται σε μία ειδυλλιακή τελετή που λαμβάνει χώρα στο Μανχάταν. Λόγω της επισημοποίησης της σχέσης τους, ο Τζορτζ, καθηγητής κλασικής μουσικής σε καθολικό σχολείο, θα χάσει τη δουλειά του πολύ σύντομα. Το ζευγάρι θα χρειαστεί όχι μόνο να πουλήσει το κομψό διαμέρισμά του, αλλά και να χωριστεί σε διαφορετικά σπίτια, μέχρι να βρεθεί μια οικονομικά βιώσιμη λύση. Ο Τζορτζ μετακομίζει στο μικροσκοπικό διαμέρισμα δύο φίλων, ενώ ο ζωγράφος Μπεν φιλοξενείται στο σπίτι του ανιψιού του, Ελιοτ, της γυναίκας του, Κέτι και του έφηβου γιου τους Τζόι, με μοναδική ουσιαστική απασχόληση την αποτύπωση της Νέας Υόρκης στους πίνακές του. Ο αποχωρισμός και η συμβίωση με τους κοντινούς τους ανθρώπους, τούς φέρνει αντιμέτωπους με προβλήματα, οικογενειακές εντάσεις και την αβεβαιότητα του μέλλοντος, που απειλεί την αγάπη μιας ολόκληρης ζωής. Ακόμα και αν σε κάποιους μπορεί ακόμη να μοιάζει παράξενη η ιδέα ή η εικόνα ενός ηλικιωμένου ζευγαριού ανδρών που ξυπνάνε μαζί και ακολουθούν μια πρωινή ρουτίνα που δείχνει κοινή για όλα τα ζευγάρια ασχέτως φύλου που μοιράζονται ένα σπίτι, ο Μπεν του Τζον Λίθγκοου και ο Τζορτζ του Αλφρεντ Μολίνα το κάνουν να μοιάζει απλά αδιανόητο να ήταν αλλιώς. Οι δυο εξαιρετικοί ηθοποιοί δεν είναι απλά καλοί στους ρόλους των καλογραμμένων, λεπτομερών, αληθοφανών ρόλων τους, αλλά κατορθώνουν να αναδίδουν την οικειότητα και την γλώσσα του σώματος και της συμπεριφοράς δυο ανθρώπων που έχουν περάσει ολόκληρη την ζωή τους μαζί, με αξιοθαύμαστη ευκολία. Οι δυο τους μοιράζονται ένα κομψό διαμέρισμα στο Μανχάταν και η μέρα που τους γνωρίζουμε είναι η μέρα που μετά από 39 χρόνια μαζί, μπορούν επιτέλους να παντρευτούν ο ένας τον άλλον. Μόνο που η πράξη τους, θα έχει αναπόφευκτες συνέπειες για τον Τζορτζ, ο οποίος δουλεύει σαν δάσκαλος μουσικής σε ένα καθολικό σχολείο: Θα χάσει τη δουλειά του και οι δύο άντρες θα αναγκαστούν να πουλήσουν το διαμέρισμά τους.Μέχρι να βρουν ένα καινούριο, θα χωρίσουν εξ ανάγκης, τουλάχιστον σωματικά, μένοντας ο μεν Μπεν στην οικογένεια του ανιψιού του, ο δε Τζορτζ σε ένα ζευγάρι φίλων τους. Τα όσα κρατούν την αγάπη τους ζωντανή δεν θα δοκιμαστούν από αυτό τον χωρισμό, μα θα γίνουν σαφή τόσο στους θεατές, όσο και στους ίδιους αφού θα κοιτάξουν την δεδομένη σχέση τους μέσα από νέες συνθήκες και θα βρουν την ευκαιρία να είναι απόλυτα ειλικρινείς ο ένας με τον άλλο με τον τρόπο που μια «κρίση» σου επιτρέπει. Μα ευτυχώς, δίχως ποτέ να χάσουν την τρυφερότητα που μια αγάπη τόσων χρόνων χτίζει. Το φιλμ είναι επικεντρωμένο στους δυο τους, αλλά δεν αγνοεί τους ανθρώπους γύρω τους, τους δίνει τον χώρο και τον χρόνο που χρειάζεται για να τους γνωρίσουμε και να ανακαλύψουμε τις ιστορίες τους, πέρα από τη σχηματική ανάγνωση που έχουν συνήθως οι δεύτεροι ρόλοι σε ανάλογες ταινίες. «Μερικές φορές όταν ζεις με τους ανθρώπους, τους μαθαίνεις καλύτερα απ όσο θα ήθελες» λέει ο Τζον Λίθγκοου σε μια σκηνή της ταινίας, αλλά αυτός ακριβώς ο τρόπος που η ταινία του Σακς σε κάνει να γνωρίζεις τους ήρωες του, είναι που την κάνει τόσο αληθινή και συναρπαστική. Το φιλμ έχει την απλότητα και την παρατηρητικότητα, τον πνευματώδη χαρακτήρα μιας ταινίας του Ερικ Ρομέρ ή του Γούντι Αλεν, αλλά μαζί και την βαθιά ανθρωπιά και συγκίνηση μιας ιστορίας που θυμίζει το «Make Way for Tomorrow» του Λίο ΜακΚάρεϊ στο οποίο επίσης ένα ηλικιωμένο ζευγάρι αναγκάζεται να χωρίσει όταν του γίνεται έξωση από το διαμέρισμά του. Το γεγονός ότι εκείνη η ταινία αφορούσε ένα ανδρόγυνο κι εδώ έχουμε ένα ζευγάρι ανδρών δεν αλλάζει στην πραγματικότητα τίποτα στην δυναμική της σχέσης που βρίσκεται στο κέντρο της, απλά δείχνει πως ακόμη κι αν η κοινωνία αλλάζει καθώς τα χρόνια περνούν, η ουσία των ανθρώπων παραμένει σχεδόν απαράλλαχτη και πως η αγάπη είναι πάντα ίδια όταν είναι βαθιά και ειλικρινής. Οι συμπτώσεις και το πρωτογενές υλικό O Ira Sachs ξεκίνησε πρόσφατα ένα καινούριο κεφάλαιο στη ζωή του το οποίο συνέπεσε με την απόφαση να κάνει την πέμπτη μεγάλου μήκους ταινία του, Η Αγάπη είναι Παράξενη (Love is Strange). Μαζί με τον σύζυγο του, τον ζωγράφο Boris Torres, ανήκουν στα ζευγάρια που παντρεύτηκαν στη Νέα Υόρκη, όταν νομιμοποιήθηκαν οι γάμοι μεταξύ των ατόμων του ίδιου φύλου, το 2011. Έγιναν μάλιστα πρόσφατα γονείς διδύμων που γεννήθηκαν μια εβδομάδα μετά τον γάμο τους. Για τον Sachs, ο κόσμος ήταν πολύ διαφορετικός όταν έγραψε το ημι-αυτοβιογραφικό και βραβευμένο Keep the Lights On πριν από μερικά χρόνια. «Ήθελα να κάνω μία ταινία για την αγάπη από την πολύ συγκεκριμένη οπτική της ηλικίας και της εμπειρίας μου, σαν κάποιος που δεν είναι ούτε πολύ μικρός ούτε πολύ νέος, αλλά που θα μπορούσε για πρώτη φορά να φανταστεί μια αγάπη με διάρκεια που ομορφαίνει με τον καιρό» εξηγεί ο σκηνοθέτης. «Με ενδιέφερε να εξερευνήσω τη διαφορετική οπτική του καθενός από εμάς σε διαφορετικές περιόδους της ζωής μας: ως έφηβοι, ως μεσήλικες και στα επόμενα χρόνια. Ήθελα να φανταστώ τη δική μου σχέση, πώς θα είναι ο πρόσφατος γάμος μου μετά από μερικά χρόνια». Για να γράψει το σενάριο ο Sachs συνεργάστηκε ξανά με τον Mauricio Zacharias, τον συνεργάτη του στο Keep the Lights On. Ξεκίνησαν να συζητάνε ιδέες λίγο μετά την πρεμιέρα του φιλμ το 2012 στο Sundance Film Festival. «Ο Mauricio κι εγώ περάσαμε πολύ χρόνο να μιλάμε για τα πραγματικά όμορφα πράγματα, όπως τα παιδιά, την οικογένεια και τις σχέσεις. Ο χειμώνας μας ήταν πολύ γόνιμος» θυμάται ο Sachs. Τα θέματα άρχισαν να αναδύονται: «οι περίοδοι της ζωής, πώς περνάμε την πληροφορία από γενιά σε γενιά και πώς εκπαιδεύουμε ο ένας τον άλλο ως οικογένεια». Επικέντρωσαν την ιστορία τους σε δύο Νεοϋορκέζους, τον Ben και τον George, που επιτέλους μπορούν να παντρευτούν μετά από 39 χρόνια που είναι μαζί. Αλλά το καινούριο καθεστώς πυροδοτεί μία σειρά από επιπτώσεις στις ζωές και στις σχέσεις τους. Επιρροές και ευαισθησίες Ως αφήγηση, Η Αγάπη είναι Παράξενη εκπροσωπεί κάτι διαφορετικό για τον Sachs, του οποίου η προηγούμενη δουλειά ήταν επικεντρωμένη σε ανθρώπους που αποκτούσαν αυτογνωσία. «Ο Ben και ο George ξέρουν καλά τους εαυτούς τους, αλλά η ζωή τους είναι γεμάτη προκλήσεις» εξηγεί. «Η αφηγηματική δομή είναι πιο κλασική. Ο Mauricio κι εγώ επηρεαστήκαμε από το ιαπωνικό μεταπολεμικό σινεμά και τον σύγχρονο γαλλικό ρεαλισμό, απλές ιστορίες για οικογένειες που αντιμετωπίζουν τις προκλήσεις της ζωής και καταφέρνουν να ανακαλύψουν ουσιαστικά πράγματα για το ποιοι είναι». Αυτό που συμβαίνει στον Ben και τον George ακουμπά πολλά ζητήματα με τα οποία παλεύει η χώρα, όπως η ισότητα στον γάμο, ο θρησκευτικός συντηρητισμός και οι διακρίσεις, η οικονομική ανισότητα, η κατάσταση της κοινωνικής πρόνοιας, αλλά για τον Sachs ήταν πολύ σημαντικό αυτά να έρχονται δεύτερα σε σχέση με τους χαρακτήρες και τις σχέσεις. «Οι καταλύτες της ταινίας είναι πολιτικά φορτισμένοι, αλλά τα αποτελέσματα είναι ανθρώπινα» σχολιάζει ο Sachs. «Η ταινία έχει να κάνει πολύ με το πώς συνδέονται οι άνθρωποι μεταξύ τους και πώς φροντίζουν ο ένας τον άλλο». Οι άνθρωποι που αγαπάνε τον Ben και τον George σκέφτονται πώς θα βρεθεί μία λύση για το πρόβλημα στέγης του ζευγαριού, μέχρι να βρουν ένα οικονομικό διαμέρισμα. Αλλά κανείς στην πόλη δεν μπορεί να φιλοξενήσει δύο μεγάλους άντρες, οπότε ο Ben πάει να μείνει στον ανιψιό του Elliot με τη γυναίκα του Kate και τον γιο τους Joey. Ο George μετακομίζει με τον Ted και τον Roberto, δύο gay αστυνομικούς που μένουν στο κτίριο. Ένα μωσαϊκό χαρακτήρων Ο μεγάλος καμβάς του φιλμ επέτρεψε στον Sachs και τον Zacharias να φανταστούν μια γκάμα ανθρώπων, προσωπικοτήτων και καταστάσεων χαρακτηριστικών για την πόλη της Νέας Υόρκης, που είναι σε μεγάλο βαθμό ένας από τους χαρακτήρες της ταινίας. Σεναριακά ήθελαν να δημιουργήσουν ένα ταμπλό της πόλης στο στιλ –αλλά και όχι ακριβώς- των ταινιών του Woody Allen όπως το Hannah and Her Sisters και το Manhattan. Όπως έχει κάνει και στις προηγούμενες ταινίες του, ο Sachs εμπνεύστηκε από τη ζωή του για να δημιουργήσει έναν κόσμο αυθεντικό και οικείο. «Ο Ben και ο George έχουν σαν πηγή έμπνευσης άντρες και γυναίκες, μια γενιά μεγαλύτερους από εμένα, με ένα επίπεδο μόρφωσης και κουλτούρας, βάθους και ιστορίας που θα ήθελα να έχω ο ίδιος» μας λέει. «Πήρα επίσης υλικό από ανθρώπους που έχουν σχέσεις με ουσία και συναίσθημα, ακόμα και ατέλειες. Συμπεριλαμβάνονται η μητέρα μου και ο πατριός μου. Ο θείος μου και ο σύντροφος του, Ted Rust, που ήταν μαζί για 45 χρόνια». Αναφορές Ο χαρακτήρας του Ben χρωστάει πολλά στον Rust, έναν φημισμένο γλύπτη και δάσκαλο που έκανε τέχνη μέχρι τα 98 (πέθανε στα 99 του χρόνια). Πολλές από τις προτομές του, τις ζωοφόρους και τα αγάλματα του είχαν κλασικές αναφορές από τη Βίβλο, αλλά αργότερα ο Rust έκανε μια αναπάντεχη στροφή. «Στα 97 του, ο Ted δημιούργησε την πρώτη του σύγχρονη εικόνα, ένα γλυπτό που εμπνεύστηκε από τη φωτογραφία ενός έφηβου που φορούσε έναν σάκο στην πλάτη του» θυμάται ο Sachs. «Αυτό που συνέβη σε τόσο μεγάλη ηλικία στη ζωή του και το γεγονός ότι πρόκειται για την εικόνα ενός άντρα σε πολύ νεότερη ηλικία, το βρήκα πολύ σχετικό». Παρομοίως, στο φιλμ ο Ben αποφασίζει να ζωγραφίσει έναν έφηβο που κρατάει τη σανίδα του σκέιτ, ένα έργο που είναι κεντρικό στην ιστορία. Άλλοι χαρακτήρες προέκυψαν από τα 25 χρόνια που ο Sachs έχει ζήσει στη Νέα Υόρκη. Οι αστυνομικοί, Ted και Roberto, βασίζονται κατά πολύ σε ένα νεαρό ζευγάρι που γνώριζε ο Sachs. «Αυτοί οι δύο ήταν ένα αντιφατικό μείγμα των προσδοκιών που μπορεί να έχει κάποιος για τους αστυνομικούς. Ήταν ένα διαφυλετικό ζευγάρι και το σπίτι τους καθρέφτιζε τις διαφορετικές ιστορίες και το διαφορετικό τους υπόβαθρο. Ο ένας ήταν όμορφος σαν σταρ του σινεμά αλλά του άρεσαν και πράγματα σαν το επιτραπέζιο παιχνίδι ρόλων Dungeons and Dragons. Για μένα ήταν ένας πολύ καλός μικρόκοσμος για το τι είναι η Νέα Υόρκη: αυτές οι αντιφάσεις που δεν είναι αντιφάσεις τελικά». Σάρκα και οστά Μια πραγματική ταινία χαρακτήρων όπως αυτή, συγκεντρώνει ένα εκπληκτικό καστ. Ο Sachs συνεργάζεται στενά με τους ηθοποιούς και η διαδικασία ξεκινάει νωρίς. «Εξελίσσεις τους χαρακτήρες μέχρι ενός σημείου και μετά τους παραδίδεις στους ηθοποιούς» σημειώνει. «Επιλέγω ηθοποιούς με βάση το ένστικτο και τη συζήτηση και δεν κάνω πρόβες. Ήταν ξεκάθαρο πολύ νωρίς ότι αυτοί ήταν οι σωστοί άνθρωποι για να κάνω την ταινία. Έδωσαν όλοι πάρα πολλά». Ο Lithgow θυμάται πόσο γρήγορα διάβασε το σενάριο. «Ήταν το καλύτερο σενάριο που έχω διαβάσει εδώ και χρόνια, ένα ζωντανό πορτρέτο ενός γάμου με όλη τη χαρά, την τρέλα και τις περιστασιακές απογοητεύσεις» μας λέει. «Όταν αποφασίζεις να κάνεις κάτι, βασίζεσαι στο γραπτό υλικό και στους ανθρώπους που εμπλέκονται. Αυτό το φιλμ έχει όλα αυτά τα στοιχεία». Ο Molina δεσμεύτηκε νωρίς με την ταινία, καθώς τον τράβηξε το πορτρέτο της συμβίωσης του Ben με τον George. «Υπάρχει κάτι καθησυχαστικά καθημερινό στη σχέση. Είναι μια λειτουργική σχέση, κυλάει, αν θες» παρατηρεί ο ηθοποιός. «Ο George είναι πολύ παθιασμένος με τη δουλειά του, πολύ αφοσιωμένος στη σχέση του με τον Ben. Ο χωρισμός έχει βαθιά επίδραση και στους δυο τους. Δεν είναι μόνο η αγωνία να είναι χώρια αλλά και το ότι απογοήτευσε τον Ben. Ή ότι απογοήτευσε τη σχέση γιατί εκείνος ήταν υπεύθυνος για το πρακτικό κομμάτι». Για τον Ben, που βρίσκει τον εαυτό του να κοιμάται σε μία κουκέτα ως αποτέλεσμα του χωρισμού, το να μετακομίσει στο σπίτι του ανιψιού του είναι άβολο με πολλούς τρόπους. Όπως επισημαίνει ο Lithgow «όσοι έχουμε οικογένειες συνηθίζουμε συγκεκριμένες δομές και ρουτίνες και δεν μπορούμε εύκολα να δεχτούμε άλλο στοιχείο χωρίς παρενέργειες. Ο Ben είναι ένας πολύ αγαπημένος θείος, αλλά τον χώνεις σε ένα διαμέρισμα που δεν έχει αρκετό χώρο για αυτόν, χωρίς να ξέρεις πότε θα φύγει, στο τέλος όλοι θα τρελαθούν. Και ο Ben το ξέρει, το ξέρει ότι τους τρελαίνει. Είναι κωμικό και καυστικό την ίδια στιγμή». Ο Lithgow και ο Molina γνωρίζονταν κοινωνικά για πολλά χρόνια και ενθουσιάστηκαν που επιτέλους είχαν την ευκαιρία να συνεργαστούν. Ήταν ένα βατό μείγμα ταλέντων δηλώνει ο Sachs. «Αυτό που κατάφεραν δημιουργώντας τον Ben και τον George ήταν εντυπωσιακό. Κατάφεραν χωρίς προσπάθεια να απεικονίσουν τη γλυκιά ομορφιά μιας σχέσης που μετράει 40 χρόνια. Στο γύρισμα, βρήκαν όλα αυτά που είναι απαραίτητα για να προσδώσουν αυτή την οικειότητα στα πορτρέτα τους. Δεν σταμάτησαν ποτέ να μιλάνε. Δεν σταμάτησαν να λένε ιστορίες ο ένας στον άλλο. Δεν σταμάτησαν να γελάνε στιγμή. Μοιράζονται παρόμοιες επαγγελματικές ιστορίες ως ηθοποιοί μιας κάποιας ηλικίας. Και από ό,τι φάνηκε έχουν και πολλούς κοινούς φίλους. Αξιοποίησαν όλο αυτό το υλικό για να φτιάξουν κάτι αληθινό». Τόσο ο Lithgow όσο και ο Molina είχαν εμπειρίες από τους γάμους τoυς για να αντλήσουν υλικό. Οι συζητήσεις του Molina με gay φίλους επιβεβαίωσε την πεποίθηση ότι τα δομικά στοιχεία των μακροχρόνιων σχέσεων είναι με αξιοσημείωτο τρόπο όμοια, ανεξαρτήτως της σεξουαλικότητας του καθένα από εμάς. «Μιλούσα με έναν gay φίλο μου και τον ρωτούσα πώς είναι να είναι παντρεμένος καιρό και μου είπε “εσύ και η γυναίκα σου είστε μαζί για 30 χρόνια, πώς είναι αυτό;”. Κι εγώ άρχισα να μιλάω για τον γάμο μου. Εκείνος μου είπε: “Ναι, ναι, περί αυτού πρόκειται”. Όλες οι περιπτώσεις είναι ίδιες, όλοι άνθρωποι είμαστε, τα συναισθήματα μας είναι ίδια. Οι αντιδράσεις μας είναι οι ίδιες. Ερωτεύεσαι κάποιον, θέλεις να περάσεις τη ζωή σου μαζί του, μένετε μαζί, το δουλεύετε, περνάτε δύσκολες και καλές στιγμές μαζί. Νομίζω ότι οποιοσδήποτε είχε μακροχρόνια σχέση μπορεί να συνδεθεί με τον Ben και τον George». Το να καταλάβει τον Ben ως σύζυγο ήταν κάτι που συνέβη εύκολα στον Lithgow. «Το πιο σημαντικό σημείο αναφοράς μου ήταν ο δικός μου γάμος. Κάθε ζευγάρι -είτε gay, είτε straight- έχει τον δεσμό του. Υπάρχει ένα είδος κατανόησης. Σε έναν καλό γάμο, ο σύντροφος σου επιτρέπει να είσαι ο εαυτός σου περισσότερο από κάθε άλλον, στα καλά και στα κακά» δηλώνει. «Αυτό το φιλμ είναι ένα ζωντανό πορτρέτο ενός γάμου με τη χαρά και την περιστασιακή απογοήτευση. Νομίζω ότι αυτό είναι αξιαγάπητο και σημαντικό». Η ταινία επίσης εξερευνά το θέμα από την οπτική των μεσήλικων, μέσα από το γάμο του ανιψιού του Ben, του Elliot με την Kate, την οποία υποδύεται η Marisa Tomei. Ως συγγραφέας που δουλεύει στο σπίτι, η Kate έχει χρόνο να δουλέψει μέχρι να γυρίσει ο γιος της σπίτι από το σχολείο. Η Tomei σχολιάζει: «Όταν ο Ben πάει να ζήσει μαζί τους, η ισορροπία διαταράσσεται. Ούτως ή άλλως έχει πολλούς αντιπερισπασμούς και τώρα οι απαιτήσεις είναι περισσότερες. Πρέπει να φροντίζει τον άντρα της, το παιδί της και να δουλεύει παράλληλα». Ο Sachs μίλησε με πολλές φίλες του καθώς έγραφε το σενάριο. «Η Kate περνάει εσωτερική σύγκρουση διαφορετικά από τους υπόλοιπους χαρακτήρες» σχολιάζει. «Ένα από τα πράγματα που θέλαμε να αποτυπώσουμε σωστά ήταν η περιπλοκότητα του να είσαι γυναίκα και επαγγελματίας και να έχεις οικογένεια και να προσπαθείς να ισορροπήσεις όλα αυτά σήμερα. Και η Marisa την απέδωσε αυτή τη σύγκρουση με έναν πολύ πειστικό, μεστό τρόπο. Θυμάμαι να την βλέπω σε μία λήψη που δεν είχε διάλογο και μπορούσες να ακούσεις παράγραφο ολόκληρο για το τι έδινε ως ηθοποιός. Και μετά σκέφτηκα ότι έτσι εξηγείται ότι έχει τρεις υποψηφιότητες για Όσκαρ». «Είναι μία δημιουργικά φιλόδοξη ηθοποιός, είναι ειλικρινής, επιδιώκει τα πράγματα να είναι σύνθετα, πλούσια, θέλει να προσφέρει ένα καλό αποτέλεσμα. Επίσης, της δόθηκε η ευκαιρία μέσα από αυτήν την ταινία να κάνει κάτι που δεν έχει ξανακάνει, δηλαδή να υποδυθεί μία γυναίκα με εμπειρία. Συχνά τις ζητείται να κρύψει την εμπειρία της και τη σοφία της. Αλλά σε αυτήν την περίπτωση μπορούσε να τα προβάλει. Της δίνεται η δυνατότητα να είναι περισσότερο ο εαυτός της σε αυτήν την ταινία. Όταν κάνεις μία ταινία δεν κινηματογραφείς ηθοποιούς, αλλά ανθρώπους. Οπότε πόσα μπορείς να αποκαλύψεις για κάποιον μέσα από την ιστορία που διηγείσαι;» προσθέτει ο σκηνοθέτης. Η Tomei ήταν θαυμάστρια του Darren Burrows, που πρωταγωνιστούσε στο Forty Shades of Blue του Sachs και τον πρότεινε για τον ρόλο του Elliot. O Sachs θεώρησε ότι είναι τέλειος για τον ρόλο. «Ο Darren είναι ο τύπος που μπορεί να κάνει τα πάντα πιστευτά. Έχει μια τρυφερότητα στην αρρενωπότητα του που θεωρώ ότι είναι αποτελεσματική». Αυτός και η Kate είναι σε ένα δύσβατο σημείο στον γάμο τους. Δεν είναι οι ίδιοι, όπως όταν γνωρίστηκαν. Ο Burrows μας εξηγεί: «Ο Eliot είναι σαν μόσχευμα. Όπως πολλοί Νεοϋορκέζοι που ασχολούνται με τις τέχνες, ήρθε από αλλού για να βρει το όνειρο του. Αλλά στην πραγματική ζωή, η οικογένεια και η ευθύνη είναι δύσκολο να ισορροπήσουν. Περνάει τον περισσότερο χρόνο του στη δουλειά και αυτό κοστίζει στο γάμο και τις σχέσεις του». «Μέρος της ταινίας αφορά τον Joey (τον οποίο υποδύεται ο Charlie Tahan) και πώς αντιμετωπίζει αυτά που συμβαίνουν στην ιστορία. Ωφελήθηκα πολύ από το κάστινγκ του Charlie. Όταν έκανε οντισιόν, σκέφτηκα ότι πρέπει να γυρίσουμε την ταινία μέσα στις επόμενες εβδομάδες. Ο Charlie ήταν στο μεταίχμιο αλλαγών και μπορούσε να το αποδώσει και αυτό. Έχει απίστευτο ταλέντο». Ο Tahan, που έγινε πρόσφατα 16, ενθουσιάστηκε με τον ρόλο του Joey. «Όταν πρωτοδιάβασα το σενάριο, ήμουν σίγουρος ότι ο Ira καταλαβαίνει τα παιδιά. Δεν είχε κλισέ με εφήβους. Σε πολλά σενάρια, τα παιδιά επαναστατούν. Στην πραγματικότητα, καμιά φορά συμβαίνει αυτό, αλλά δεν είναι ο τρόπος που λειτουργούν τα παιδιά. Και ο Joey είναι καλό παιδί, αλλά γίνεται αχάριστος, ίσως και λίγο ασεβής απέναντι στον Ben, καθώς μοιράζονται το δωμάτιο και αισθάνεται ότι καταπατείται ο ιδιωτικός του χώρος. Νομίζω ότι τα πράγματα που κάνει είναι ρεαλιστικά». Με άλλα λόγια Στην προσέγγιση των χαρακτήρων, της ιστορίας και του περιβάλλοντος, η ταινία είναι συντονισμένη με τις κοινές, καθημερινές πτυχές και τους ρυθμούς της ζωής και των σχέσεων. Αυτός ο νατουραλισμός επεκτείνεται και στην αφηγηματική προσέγγιση του Sachs, γεγονός που επιτρέπει τις ελλείψεις στην αφήγηση. Εκτός από τον γάμο του Ben με τον George δεν έχουμε άλλα ορόσημα στην ταινία. «Μου αρέσει να διηγούμαι ιστορίες που όπως η ζωή συμβαίνουν στιγμιαία. Απολαμβάνω και θαυμάζω τις ταινίες που σε ρίχνουν σε έναν κόσμο. Η απόλαυση του κοινού προκύπτει κατά πολύ από την προσπάθεια να καταλάβει τι συμβαίνει. Θέλω το κοινό να ανακαλύψει τους χαρακτήρες και στην πορεία να τους πλησιάσει. Από τη στιγμή που ειδικά αυτή η ταινία έχει να κάνει με τις εποχές της ζωής, δεν ήθελα να επικεντρωθώ στα τυπικά μελοδραματικά στοιχεία της ζωής και του θανάτου, αλλά στη συνεχή ροή» παρατηρεί ο Sachs. Συνέντευξη με τον σκηνοθέτη Ira Sachs Πόσο αυτοβιογραφική είναι η ιστορία; Μόνο σε σχέση με τα συναισθήματα είναι αυτοβιογραφική. Όχι σε σχέση με τα γεγονότα. Ήθελα να κάνω μια ταινία για τη δυνατότητα της αγάπης να ανθίσει, κάτι που μου πήρε καιρό να καταλάβω ότι μπορεί να συμβεί. Η ταινία ασχολείται με το τι είναι η αγάπη, για ένα ζευγάρι αλλά και για μία οικογένεια, μία κοινότητα, για τα παιδιά και για τους γονείς, τους διαφορετικούς τρόπους που αγαπάμε ο ένας τον άλλο, που κάνουν την αγάπη πολύπλοκη. Πότε καταλαβαίνετε ότι έχετε πει αυτά που θέλατε; Ότι μπορείτε να τελειώσετε μία ιστορία; Η ταινία για μένα έχει να κάνει με τους κύκλους της ζωής, με τι γενιές. Είναι μια ταινία που κάνει κύκλο. Ένα ζευγάρι παντρεύεται, ένα αγόρι προχωρά προς το μέλλον. Είναι θέμα ισορροπίας να πεις μία ιστορία χωρίς να πεις πάρα πολλά, αλλά να έχεις τα στοιχεία που σε βοηθάνε να συνδεθείς με τους χαρακτήρες, τότε αισθάνεσαι ότι είναι έτοιμη. Ποια ήταν η κινηματογραφική επιρροή για αυτήν την ταινία; Η λίστα είναι μεγάλη. Ούτως ή άλλως έγινα κινηματογραφιστής, βλέποντας πολλές ταινίες. Σίγουρα το ιαπωνικό σινεμά ήταν μια επιρροή, το σινεμά που καταπιάνεται με τις οικογένειες, ο κοινωνικός ρεαλισμός, το γαλλικό σινεμά που διηγείται ρεαλιστικές ιστορίες με έναν τρόπο που υπερβαίνει την καθημερινότητα. Αμερικανοί κινηματογραφιστές όπως ο Κασαβέτης, που σου υπενθυμίζει ότι προσπαθείς να αιχμαλωτίσεις το αναπάντεχο μεταξύ των ανθρώπων με την κάμερα, και αυτό προσπαθώ να κάνω με τις ταινίες μου. Τι ρόλο παίζουν η μουσική και η Νέα Υόρκη στην ταινία; Σίγουρα είναι μια ιστορία αγάπης για τη Νέα Υόρκη, τον τρόπο ζωής της, τον κόσμο της. Είναι μια ταινία για τη Νέα Υόρκη. Η μουσική είναι κυρίως Chopin. Υπάρχει μια σκηνή που έχει γραφτεί με βάση ένα πρελούδιο του Chopin που το παίζει ένα κοριτσάκι. Όταν αρχίσαμε το μοντάζ, σκεφτήκαμε πόσο μουσικός, αφηγηματικός, δραματικός, αστείος, γεμάτος ζωντάνια και πόσο υπέροχος είναι ο Chopin. Έτσι χρησιμοποιήσαμε κυρίως αυτή τη μουσική ως επένδυση. Συνδέεται με τα θέματα της ταινίας, δίνοντας και μια κάποια ελαφρότητα, καθώς ακούγεται σαν τζαζ στην ταινία. Δηλώσεις των πρωταγωνιστών John Lithgow και Alfred Molina «Δεν έχω ξαναδεί τέτοια σχέση» σχολιάζει ο John Lithgow. «Ο σταρ της ταινίας είναι ένας γάμος που παίζεται από δύο ανθρώπους». Ο John Lithgow και ο Alfred Molina είναι παντρεμένοι με τις ίδιες συζύγους για πάνω από 30 χρόνια. «Και εγώ και ο Alfred έχουμε επιβιώσει από αυτά τα ταραγμένα νερά» προσθέτει ο ηθοποιός. «Στην πραγματικότητα, η ταινία δεν έχει να κάνει με δύο gay άντρες» μας λέει ο Alfred Molina. «Είναι μια ταινία που μιλάει για μία σχέση. Για το τι συμβαίνει σε έναν γάμο και αυτό είναι το παγκόσμιο θέμα και όλοι μπορούμε να συνδεθούμε με αυτό». Ο Lithgow και ο Molina γνωρίζονται εδώ και δεκαετίες, αλλά ερωτεύτηκαν κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων, εξηγεί αστειευόμενος ο Lithgow. «Δεν είχαμε ξαναδουλέψει μαζί. Είχαμε συναντηθεί μέσω κοινών γνωστών. Ανακάλυψα πόσο αστείος είναι, ότι διαθέτει μία τολμηρή αίσθηση παραλογισμού. Δεν μπορώ να σκεφτώ κανέναν άλλο με τον οποίο θα αισθανόμουν άνετα». Όσο για τη σχέση των δύο ηθοποιών στο γύρισμα, ο Molina μας λέει χαρακτηριστικά: «Σε κάποια φάση, ο σκηνοθέτης έπρεπε να μας χωρίσει γιατί γελούσαμε συνέχεια, όπως τα σχολιαρόπαιδα όταν λένε ένα βρώμικο αστείο. Αυτό φυσικά ήταν πολύ ωφέλιμο». Αν μη τι άλλο, οι δύο ηθοποιοί βρήκαν ενδιαφέρουσες τις ηλικίες των χαρακτήρων που υποδύθηκαν. «Δεν υπάρχουν πολλές ταινίες για ένα παντρεμένο ζευγάρι σε αυτή την ηλικία. Κυρίως για ένα gay ζευγάρι σε αυτή την ηλικία» επισημαίνει ο Lithgow. «Με εξαίρεση ταινίες όπως το Beginners, που είναι μια φανταστική εξαίρεση» συμπληρώνει ο Molina. «Αλλά συνήθως, αφορούν νεότερους ανθρώπους, όταν μιλάμε για σχέση». |