Back Up Next
Μικροί Κύριοι

Little Men

Η.Π.Α., 2016 Παραγωγή: Λούκας Χοακίν, Χρήστος Β. Κωνσταντακόπουλος, Τζιμ Λάντε, Αϊρα Σακς, Λ.Α. Τεοντόσιο Σκηνοθεσία: Αϊρα Σακς Σενάριο: Μαουρίτσιο Ζαχαριάς Φωτογραφία: Οσκαρ Ντουράν Μοντάζ: Μόλι Γκολντστάιν, Αλφόνσο Γκονσάλβες Μουσική: Ντίκον Χίντσλιφ Πρωταγωνιστούν: Γκρεγκ Κινίαρ, Αλφρεντ Μολίνα και Παουλίνα Γκαρσία. Διάρκεια: 85 λεπτά

Η νέα ταινία του Αϊρα Σακς μετά το «Η Αγάπη είναι Παράξενη», μια ιστορία για την αθωότητα που χάνεται στον ενδιάμεσο χώρο ανάμεσα σε «μικρούς» και «μεγάλους».

To Mπρούκλιν δεν είναι πια αυτό που ήταν. Το Μπρούκλιν άλλαξε, έφτιαξε, καθάρισε, τζεντριφικεϊσονοποιήθηκε. Έτσι, όταν πεθαίνει ο παππούς του Τζέικ που ζούσε μια ζωή εκεί, όχι μόνο είναι απολύτως οκ για το γιο του και την οικογένειά του να μετακομίσουν από το Μανχάταν στο μεγάλο του σπίτι, αλλά βασικά είναι και οικονομικά σωτήριο. Γιατί εκτός από τη δωρεάν κατοικία που βρίσκεται στον πρώτο όροφο, υπάρχει και το ισόγειο που ανήκε στον παππού. Το ισόγειο το νοικιάζει η λατινοαμερικανικής καταγωγής Λίονορ. Η Λίονορ ζει μόνη με το δεκατριάχρονο γιο της τον Τόνι, ο οποίος είναι συνομήλικος του Τζέικ και με τον οποίο γίνονται αμέσως κολλητοί φίλοι. Λειτουργεί στο ισόγειο ένα μικρό μαγαζί με χειροποίητα ρούχα. Όταν το πρωτονοίκιασε, ο παππούς τής έλεγε ότι το μαγαζί πρόσφερε γκλάμουρ στη γειτονιά. Τώρα όμως η γειτονιά το έχει ξεπεράσει σε γκλάμουρ και σε χάιπ, αλλά κυρίως το έχουν ξεπεράσει οι τιμές. Το νοίκι το οποίο έδινε αρχικά και το οποίο ήταν ούτως ή άλλως και τότε φτηνό, δεν άλλαξε καθόλου με τα χρόνια, με αποτέλεσμα να είναι πια εξευτελιστικό.

Και η οικογένεια του Τζέικ πρέπει να ζήσει κι αυτή. Που δεν είναι ότι δε ζει δηλαδή. Γιατί ακόμη κι αν ο πατέρας είναι ηθοποιός που εδώ και χρόνια δε συνεισφέρει ουσιωδώς οικονομικά στα της οικογένειας, ακόμη κι αν το φαγητό το βάζει στο τραπέζι η γυναίκα του, ψυχολόγος ειδικευμένη στις συγκρούσεις, πρέπει να βάζει ικανοποιητικό φαγητό γιατί διατηρεί για τον εαυτό της την πολυτέλεια να μη δουλεύει κάθε Δευτέρα, ώστε να μπορεί, όπως λέει, να οργανώνει καλύτερα τη ζωή της. Κι εκτός από την οικογένεια του Τζέικ, πρέπει να ζήσει και η αδελφή του πατέρα του. Που έχει ριχτεί κληρονομικά. Και που πιέζει τον αδελφό της να σταματήσει να είναι τόσο ευαίσθητος και να εξηγήσει επιτέλους στην Λίονορ ότι αν θέλει να μείνει, το νοίκι πρέπει να αυξηθεί σημαντικά. Κι ακόμη κι αν απέχει αρκετά από την τιμή της αγοράς, είναι μια αύξηση που η Λίονορ δεν μπορεί να αντέξει.

Και κανείς τους δεν έχει ακριβώς άδικο, όλοι με τον τρόπο τους κι από τη σκοπιά τους δίκιο έχουν, αλλά τι να κάνουμε, ακόμη κι όταν έχουμε την πιο ήπια μορφή σύγκρουσης, αυτό δεν αναιρεί ότι η σύγκρουση υπάρχει και ότι άπτεται βασικότατων συμφερόντων της κάθε μιας πλευράς. Δεν έχουμε εδώ βίαιες συγκρούσεις, οι δρόμοι του Μπρούκλιν είναι πεντακάθαροι, η σύγκρουση θα γίνει με τον πιο πολιτισμένο τρόπο, ο Γκρεγκ Κινίαρ είναι ο πιο γλυκός και χαμηλότονος άνθρωπος του κόσμου, δεν υπάρχει καν το υποκατάστατο της νομικής διαμάχης, εδώ τα πράγματα είναι καθαρά: νομικά εν αδίκω βρίσκεται η γυναίκα. Δεν είναι δική της η περιουσία, είναι των παιδιών του μακαρίτη. Κι ας επικαλείται αυτή την επιθυμία του. Κι ας δείχνει φωτογραφίες του μαζί της και με το γιο της. Κι ας λέει ότι ήμουν πιο κοντά του από ό,τι εσείς, τα παιδιά του. Αφού ο μακαρίτης δεν διατύπωσε την επιθυμία του σε ένα κομμάτι χαρτί, η επιθυμία του θεωρείται δεδομένη, οι νόμοι είναι τόσο σαφείς, όσο και οι νόμοι της αγοράς: οι τιμές έχουν ανέβει και οι νόμιμοι ιδιοκτήτες της γης δικαιούνται να απολαύσουν τη νέα καθαρή γειτονιά. Καθαρή αν όχι φυλετικά, πάντως οικονομικά.

Η ταινία πατάει από τη μια πλευρά στη σύγκρουση των αντικρουόμενων ενήλικων οικονομικών συμφερόντων και από την άλλη στην ολοένα και μεγαλύτερη σύνδεση των δύο παιδιών, των δύο εφήβων, των δύο νεαρών αυτών ανδρών. Αυτά όχι μόνο δεν έχουν κάτι να χωρίσουν, αλλά βρίσκουν διαρκώς πράγματα που τους ενώνουν. Όπως η αγάπη τους για τις τέχνες και η σχολή στην οποία θέλουν να κάνουν μαζί αίτηση. Ο Τζέικ ζωγραφίζει, ο Τόνι θέλει να γίνει ηθοποιός. Στο ρόλο του Τόνι, ο γεννημένος το 2002 Μάικλ Μπαρμπιέρι, δεκατριών χρονών όταν γυριζόταν η ταινία, είναι μια αληθινή αποκάλυψη. Θυμίζει έναν μικρό Αλ Πατσίνο, βγάζει αυτή την απίστευτη άνεση και αύρα στο φακό, έχει κάτι που δεν μπορεί να χωρέσει σε λέξεις, μόνο να το δεις μπορείς για να καταλάβεις αμέσως ότι έχουμε να κάνουμε με κάτι διαφορετικό. Και μάλλον ο σκηνοθέτης Άιρα Σακς ενθουσιάζεται τόσο με αυτό που βλέπει να διαδραματίζεται μπροστά στα μάτια του, που του αφιερώνει ολόκληρες σκηνές που δεν κάνουν τίποτα άλλο από το να δείχνουν πόσο ατόφιο ταλέντο είναι, όπως μια σκηνή δράσης και αντίδρασης με το δάσκαλο υποκριτικής.

Ο Γκρέγκ Κινίαρ πάλι, υποδύεται έναν ηθοποιό που πρωταγωνιστεί σε εκτός Μπρόντγουέι παράσταση στο «Γλάρο». Και καθώς δεν υποδύεται τον ήρωα στο «Γλάρο», αλλά το χαρακτήρα του που υποδύεται τον ήρωα στο Γλάρο, προσπαθείς να σκεφτείς αν αυτό που παρακολουθείς είναι ο τρόπος που και ο ίδιος θα τον έπαιζε αν έπαιζε στην παράσταση ή αν βάζει μέσα στοιχεία από τον ήρωά του. Κι αν ναι, τον παίζει άραγε «χειρότερα» από ό,τι θα τον έπαιζε ο ίδιος; Το να υποδυθείς έναν ηθοποιό που παίζει χειρότερα από σένα είναι κάτι που γίνεται. Το να υποδυθείς έναν ηθοποιό που παίζει καλύτερα από σένα, είναι μάλλον κάτι που θα μπορούσε να αποτελέσει ιδέα για μια μικρή παράδοξη ιστορία.

«Οι Μικροί Κύριοι» είναι μια ταινία που όχι μόνο διαρκεί πολύ λίγο, αλλά ακόμη και σε αυτό το λίγο παίρνει το χρόνο της και δεν άγχεται καθόλου να προλάβει να πει την ιστορία της. Κι όμως προλαβαίνει και λέει και μία και δύο ιστορίες, κι όμως προλαβαίνει και φτιάχνει σχέσεις και συγκρούσεις με νόημα και υπόσταση, κι όμως έχει καταφέρει να πει με τα ελάχιστα, πάρα πολλά και πάρα πολύ ουσιώδη.

O Τζέικ είναι ένα ευαίσθητο γυμνασιόπαιδο που ονειρεύεται να γίνει καλλιτέχνης. Στην κηδεία του παππού του γνωρίζει τον Τόνι και σύντομα γίνονται αχώριστοι. Αλλά η φιλία του διδύμου θα απειληθεί όταν οι γονείς του Τζέικ, που νοικιάζουν ένα χώρο στη μητέρα του Τόνι, ξεκινούν μια έριδα για το ύψος του ενοικίου. Δύο χρόνια έχουν περάσει από τότε που ο σκηνοθέτης Αϊρα Σακς μας έδωσε μια από τις καλύτερές του ταινίες, το «Η Αγάπη Είναι Παράξενη», η οποία κατάφερε να αγγίξει προσωπικά και κοινωνικά θέματα, με απαράμιλλη λεπτότητα και σεβασμό, αποκαλύπτοντας ταυτόχρονα και ένα μεγαλύτερο ανθρωπιστικό δράμα. Ετσι κι εδώ στην καινούργια του ταινία, «Μικροί Κύριοι», ο Σακς συνεχίζει ακάθεκτος να αφηγείται μικρές προσωπικές ιστορίες οι οποίες μιλούν για κάτι πολύ μεγαλύτερο. Αυτή την φορά, πάλι με φόντο την πόλη της Νέας Υόρκης, ο Σακς εξερευνά το πως η καθημερινότητα μιας πόλης που αλλάζει συνεχώς επηρεάζει τις σχέσεις όχι μόνο μεταξύ των ενήλικων της περιοχής αλλά, κυρίως, τον αντίκτυπο που έχει στα παιδιά και τις φιλίες τους, όταν αυτά βρίσκονται ανάμεσα σε ένα πεδίο μάχης που, εκ πρώτης όψεως, μοιάζει ως κάτι συνηθισμένο αλλά δεν παύει να είναι αδίστακτο και αμείλικτο. Με απόλυτη μαεστρία και μεθοδικότητα, η οποία χαρακτηρίζει τις λεπτοδουλεμένες σκηνές του, ο Σακς δεν πέφτει ποτέ στην παγίδα του μελοδραματισμού, αν και θα μπορούσε πολύ εύκολα να το κάνει προκαλώντας εύκολες συγκινήσεις. Κατά την διάρκεια της ταινίας υπάρχει μια ηρεμία. Από κάτω της, όμως, στις εύθραυστες σχέσεις δύο οικογενειών που τους χωρίζουν περισσότερα πράγματα απ' όσα τους ενώνουν, υποβόσκει μια καταιγίδα, η οποία δεν ξέρεις πότε θα ξεσπάσει. Και παρόλο που τα πάντα δείχνουν αναπόφευκτα, υπάρχουν στιγμές που και οι ίδιοι οι «μεγάλοι» της ταινίας είναι απροετοίμαστοι μπροστά στις δύσκολες καταστάσεις. Συνηθισμένοι στην απόρριψη και την απογοήτευση, είναι μουδιασμένοι ακόμα και μπροστά στην απώλεια. Δε μοιάζουν να ξέρουν πως να την αντιμετωπίσουν, παρά μόνο όταν βρίσκονται μόνοι τους πίσω από τοίχους και πόρτες και ξεσπούν εκεί σε έναν, ακόμη και τότε, βουβό θρήνο. Οταν η ένταση μεταξύ των δυο οικογενειών φτάνει στην κορυφή της και η ρήξη δείχνει πλέον αναπόφευκτη, ο Σακς δεν παίρνει το μέρος κανενός. Μένει ένας απλός παρατηρητής της, χωρίς να επικεντρώνει το ενδιαφέρον του στους μεγάλους και χωρίς καμία διάθεση να κρίνει τις όποιες πράξεις τους. Αυτό που τον ενδιαφέρει είναι το πώς η ακατανόητη συμπεριφορά των μεγάλων, που τα παιδικά αυτά μάτια προσπαθούν τόσο μάταια να καταλάβουν, έχει επίδραση στην φιλία των δυο αγοριών πρωταγωνιστών του. Γιατί αυτοί οι «μικροί κύριοι» και η φιλία τους που αναπτύσσεται τόσο φυσικά με το πρώτο «γεια», με την πρώτη χειραψία η οποία τους δένει σε μια σχέση τόσο δυνατή, αλλά και τα μικρά ιντερλούδια από τη ζωή τους, από τα video games που παίζουν μαζί μέχρι και τις κουβέντες τους για κορίτσια, αλλά και το ίδιο τους το μέλλον (για πάντα) μαζί, είναι όλα αυτά που σε κάνουν να επενδύσεις σε αυτή την σχέση από την πρώτη στιγμή. Και είναι ακριβώς τότε που η ζωή χτυπά την πόρτα και ο Αϊρα Σακς της την ανοίγει διάπλατα με τον ρεαλισμό, αλλά και εκείνο το σπάνιο συναισθηματισμό που δε μπορεί παρά να σε αφήσει μουδιασμένο. Στο επίκεντρο αυτού του μικρόκοσμου βρίσκονται οι πρωταγωνιστές του φιλμ, μικροί και μεγάλοι. Κανείς τους δεν είναι τέλειος, όλοι έχουν τα προβλήματά τους και οι Γκρεγκ Κινίαρ, Τζένιφερ Ελ και Παουλίνα Γκαρσία δίνουν στους ρόλους τους τον δυναμισμό που κρύβει από πίσω του κάτι πολύ πιο εύθραυστο. Αλλά είναι τα δυο παιδιά, οι Τίο Τάπλιζ και Μάικλ Μπαρμπιέρι, που αποτελούν την ψυχή της ταινίας. Ο ένας πιο εσωστρεφής και κλειστός χαρακτήρας και ο άλλος γεμάτος ζωντάνια, δυναμισμό και γοητεία, καταφέρνουν να σε γοητεύσουν χωρίς να προσπαθήσουν πολύ. Οπως και στις προηγούμενες του ταινίες, έτσι κι εδώ, ο Σακς παρουσιάζει το σκληρό και αδηφάγο πρόσωπο της πραγματικότητας η οποία καταφέρνει να οδηγήσει σε τριβή τις ανθρώπινες σχέσεις, σε μια παραδοχή πως η ζωή είναι γεμάτη απογοητεύσεις και η ευκαιρία στην ευτυχία δεν παρά μόνο μια αναλαμπή την οποία, αν την χάσεις, δύσκολα την ξαναβρίσκεις. Και αυτό, όσο σκληρό κι αν ακούγεται, είναι η πραγματικότητα.

Αν ο Μάρτιν Σκορσέζε ήταν ο σκηνοθέτης που έδειξε όπως κανείς τη μεταμόρφωση της Νέας Υόρκης τη δεκαετία του ’70, κι αν ο Σπάικ Λι έκανε το ίδιο για τη δεκαετία του ‘90, ο Άιρα Σακς είναι αυτή τη στιγμή ο κατεξοχήν Νεοϋορκέζος σκηνοθέτης που ανατέμνει τις γωνιές της μητρόπολης και το πώς επιδρούν στο μικρόκοσμο της οικογένειας. Η τελευταία του ταινία ειναι συμπαραγωγή της Faliro House. Επίσημη συμμετοχή στο Sundance Film Festival 2106 & Berlin Film Festival 2016. Βιογραφία σκηνοθέτη Άιρα Σακς Γεννήθηκε στο Μέμφις του Τεννεσί το 1965. Υπήρξε υπότροφος Guggenheim και Rockefeller και η δουλειά του έχει συμπεριληφθεί στις μόνιμες συλλογές των μουσείων Whitney Museum of American Art και MoMA της Νέας Υόρκης. Είναι ο ιδρυτής και διευθυντής του Queer/Art, μιας μη κερδοσκοπικής οργάνωσης που υποστηρίζει ένα ευρύ δίκτυο ΛΟΑΤ καλλιτεχνών. Φιλμογραφία (επιλεκτική)

1992 Vaudeville 2005 Forty Shades of Blue 2012 Keep the Lights On 2014 Η αγάπη είναι παράξενη 2016 Little Men

Back Home Up Next