Phantom Thread Η.Π.Α., 2017, Εγχρωμο Το χρονικό μιας
τοξικής σχέσης η οποία μεταμορφώνεται σε ένα λυτρωτικό ταξίδι για δυο σκοτεινές
ψυχές πρωταγωνιστεί στην καινούργια ταινία του Άντερσον: ένα σαγηνευτικό γοτθικό
ρομάντζο, ένα χάρμα οφθαλμών, ένα μάθημα σκηνοθεσίας και μαζί (αν θέλουμε να το
πιστέψουμε) το αξέχαστο αντίο του Ντάνιελ Ντέι Λιούις στην ηθοποιία. Μόνο που στην περίπτωση της νέας ταινίας του Άντερσον, ο σχεδιαστής υψηλής ραπτικής ήρωας και η βοηθός και ερωμένη του, μια σερβιτόρα την οποία ανακαλύπτει και αναγορεύει γρήγορα σε μούσα του, δεν είναι δυο οποιεσδήποτε περιπτώσεις ανθρώπων. Ένα αθέατο νήμα ενώνει τις τύχες τους σε ένα βασανιστικό και απρόβλεπτης κατάληξης ρομάντζο που εκτυλίσσεται ως επί το πλείστον στα πολυτελή δωμάτια-κελιά ενός μεγαλοαστικού σπιτιού στο Λονδίνο της δεκαετίας του '50, εκεί όπου o Ρέινολντς Γούντκοκ αποκτά περίοπτη θέση τον κόσμο της μόδας και ταυτόχρονα γίνεται δέσμιος της μοιραίας αδυναμίας του να διακρίνει τον απαραίτητο διαχωρισμό ανάμεσα στη ζωή και την τέχνη. Η Άλμα, όπως είναι το όνομα της αρκετά νεαρότερης προστατευόμενής του, αποτελεί εκ πρώτης όψεως μια ακόμη προσθήκη σε μια μακρά (όπως υποψιαζόμαστε) λίστα με πρόσκαιρες κατακτήσεις του μονομανούς σχεδιαστή ο οποίος μαγνητίζει την πελατεία του με την ίδια ευκολία που καταδυναστεύει τον εαυτό του και τους άλλους εξαιτίας της τελειομανίας και των ψυχαναγκασμών του. Ένα κομψοτέχνημα ντυμένο τα ρούχα ενός φαρμακερού και μακάβρια αστείου love story. Φυσικά τίποτα ανησυχητικό δεν διαφαίνεται εξαρχής στο αριστοκρατικό παράστημα και την ευγενική παρουσία του ορκισμένου εργένη. Αυτός είναι και ο λόγος που η Άλμα ανταποκρίνεται ευθύς στο κάλεσμά του. Δεν περνάει καιρός, παρ' όλα αυτά, μέχρι να βρεθεί εγκλωβισμένη, υπομονετικός αποδέκτης της συναισθηματικής ακαμψίας του και αντιμέτωπη με τα αμείλικτα βλέμματα που της ρίχνει η παγερή αδερφή του, Σίριλ, έως ότου βρει την πολύτιμη χαραμάδα μέσα από την οποία θα καταφέρει τελικά να διαπεράσει τον απροσπέλαστο μέντορά της. Με έναν εκπληκτικό έλεγχο στην αφήγησή του, στις συναισθηματικές αποχρώσεις των ηρώων του και στους ρυθμούς, που συχνά δίνουν την εντύπωση ότι παρακολουθούμε ένα ψυχολογικό θρίλερ, ο Άντερσον αφήνει για λίγο τον θεατή να μαντεύει αν η ταινία θα καταφύγει στο προφανές: θα ασχοληθεί με τη σύγκρουση δυο γυναικών για την καρδιά του ίδιου άντρα ή θα εξιστορήσει την ευτυχή κατάληξη μιας δύσκολης αγάπης; Επειδή όμως η «Αόρατη Κλωστή» σαγηνεύεται με το να αποκαλύπτει τα παράδοξα μυστικά που κρύβουν πίσω τους οι επιφάνειες των ανθρώπων και των πραγμάτων, έτσι και ο Άντερσον ξεδιπλώνει με φοβερή ακρίβεια και ηδονή το σύνθετο εσωτερικό των χαρακτήρων του, καθοδηγώντας την πλοκή του μέσα στις αμφισημίες τους, τις ψυχολογικές γκρίζες ζώνες τους και την βεβαιότητα ότι τίποτα δεν είναι πάντα αυτό που φαίνεται. Με ξεκάθαρες αναφορές στο σινεμά του Άλφρεντ Χίτσκοκ (ίσως δεν είναι και τυχαίο που η βασική ηρωίδα έχει δανειστεί το όνομά της από τη σύζυγο του Βρετανού σκηνοθέτη), ο Άντερσον κλείνει ευπρόσδεκτα το μάτι στη «Ρεβέκκα», με την επικριτική φιγούρα της δεσποτικής Σίριλ (Λέσλι Μάνβιλ) να θυμίζει την βλοσυρή κυρία Ντάνβερς, και παραπέμπει ευθέως στις «Υποψίες» με την εκπληκτική σκηνή-κλειδί που κορυφώνει το φιλμ (και δεν γίνεται να αποκαλύψουμε εδώ). Στην ουσία όμως εμπνέεται από τον «Δεσμώτη του Ιλίγγου», τις επικίνδυνες συνέπειες που επιφέρει η ανθρώπινη εμμονή και τον τρόπο με τον οποίο ένας άντρας καταλαμβάνεται από την ιδέα του να σμιλεύσει την ταυτότητα μιας γυναίκας όπως αυταρχικά εκείνος επιθυμεί. Η «Αόρατη Κλωστή» σαγηνεύεται με το να αποκαλύπτει τα παράδοξα μυστικά που κρύβουν πίσω τους οι επιφάνειες των ανθρώπων και των πραγμάτων Παρά τις αναφορές στο Χίτσκοκ, ωστόσο, ή στις υπόγειες συνδέσεις που ενώνουν την ταινία αυτή με προηγούμενες δημιουργίες του Άντερσον όπως το «Master», το «Θα Χυθεί Αίμα» και το «Χτυπημένος από Έρωτα», η «Αόρατη Κλωστή» είναι ένα σύμπαν από μόνη της. Όπως όλες οι ταινίες του Αμερικανού δημιουργού, έτσι κι αυτή χτίζει έναν ολότελα δικό της κόσμο και τον κατοικεί μέχρι τα πέρατά του, μαζί με τους αλλόκοτους ενοίκους του, τα πάθη και τις παράνοιές τους. Εκεί παρασύρει δεξιοτεχνικά και το κοινό της, αφήνοντάς το να παρακολουθήσει από προνομιακή θέση αρχικά ένα ερωτικό παιχνίδι εξουσίας και επικράτησης, στη συνέχεια την τυραννία που ασκεί ένα αδηφάγο καλλιτεχνικό δαιμόνιο και εν τέλει μια αναπάντεχη παραλλαγή πάνω στο μύθο της εξημέρωσης του κτήνους, του εξανθρωπισμού ενός μοναχικού και ψυχωτικού πλάσματος από ένα άφοβο θηλυκό το οποίο αντιλαμβάνεται ότι κάθε σχέση, αν θέλει να επιβιώσει, πρέπει να αναγνωρίζει και να αντιστέκεται στα δηλητήριά της. Με τον Τζόνι Γκρίνγουντ να συνθέτει την ωραιότερη μουσική του υπόκρουση σε ταινία ως τώρα, τον Μαρκ Μπρίτζες να μεγαλουργεί στον σχεδιασμό κοστουμιών, το σενάριο να «κεντάει» στα πρόσωπα και στους διαλόγους, τον Ντάνιελ Ντέι Λιούις να παραδίδει άλλη μια αξέχαστη φιγούρα σαγηνευτικού διαβόλου και τη νεοφερμένη Βίκι Κριπς να στέκει επάξια δίπλα του ως η ερμηνεία-αποκάλυψη του φιλμ, η «Αόρατη Κλωστή» είναι ένα κομψοτέχνημα ντυμένο τα ρούχα ενός φαρμακερού και μακάβρια αστείου love story. INFO • Πρόκειται για μια απρόσμενη ερωτική ιστορία που αποτυπώνει ατμοσφαιρικά την
προσπάθεια δύο ανθρώπων να γνωρίσουν ο ένας τον άλλο, προσπαθώντας να επιβληθούν
στα ένστικτά τους και να επιβάλλει ο καθένας τους δικούς του όρους. Μοναδικές
ερμηνείες, υπέροχα φορέματα και μια συγκλονιστική μουσική από τον Jonny
Greenwood των Radiohead.
• Τι σχέση έχει ο Πολ Τόμας Άντερσον με τη μόδα; Μέχρι το 2014, που
ολοκλήρωσε την ταινία Inherent Vice, καμία. Όταν, όμως, ο συνεργάτης του, Jonny
Greenwood, του έκανε, τυχαία, μια φιλοφρόνηση για ένα κοστούμι που φορούσε, ο
Άντερσον άρχισε να ενδιαφέρεται και να μελετά το χώρο της υψηλής ραπτικής, μέχρι
που, διαβάζοντας για τη ζωή και το μοναχικό βίο του Cristobal Balenciaga,
σκέφτηκε πως έπρεπε να γυρίσει μια ταινία γύρω από τον κόσμο της μόδας με
πρωταγωνιστή τον Ντάνιελ Ντέι-Λούις. Άλλωστε, ο σκηνοθέτης ήθελε από καιρό να
γυρίσει μια ταινία σχετικά με μια τριάδα (άνδρας, γυναίκα, αδερφή άντρα) και
πλέον ήξερε το πλαίσιο μέσα στο οποίο αυτή η τριάδα θα γεννιόταν. • Ενδελεχής μελέτη πολλών μηνών σχετικά με την haute couture τόσο από τον
Άντερσον όσο και από τον Ντέι-Λούις οδήγησε στην απόφαση, η ταινία να
πραγματεύεται την ιστορία της Αγγλίας και των ιδιαίτερων υφασμάτων που
προέρχονταν από τις Βρετανικές Νήσους. Και τελικά αποφασίστηκε η ιστορία να
λάβει χώρα στο Λονδίνο, την περίοδο ακριβώς μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, τότε
που οι μεγάλοι οίκοι μόδας ήταν οικογενειακές επιχειρήσεις και διευθύνονταν
συνήθως από αδέρφια. |