Βρετανία/Δανία, 2006. Σκηνοθεσία-σενάριο: Αντρεα Αρνολντ. Ηθοποιοί: Κέιτ Ντίκι, Τόνι Κάραν, Μάρτιν Κόμστον, Νάταλι Πρες. 113 λεπτά. Η παρακολούθηση με τις κάμερες ενός άντρα θα οδηγήσει σε μια απρόσμενη περιπέτεια, σε μια ταινία βουτηγμένη σε μαύρη ατμόσφαιρα. Βραβείο Χρυσής Κάμερας στις Κάνες. Γυρισμένη στο πνεύμα του «Δόγματος 95» του Λαρς φον Τρίερ, αλλά και σε ένα τριπλό, συνεταιρικό σχέδιο, όπου η ίδια ομάδα χαρακτήρων είχε δοθεί σε τρεις διαφορετικούς σκηνοθέτες για να φτιάξουν από μια διαφορετική ταινία, που θα εκτυλισσόταν στη Σκωτία, η ταινία της Αντρεα Αρνολντ (βραβευμένης με Οσκαρ για τη μικρού μήκους ταινίας της, «Wasp») αποδείχτηκε ένα πετυχημένο, ατμοσφαιρικό θρίλερ, μ' ένα δικό του έγκλημα και «τιμωρία», κερδίζοντας το βραβείο της Χρυσής Κάμερας στο Φεστιβάλ των Κανών. Ηρωίδα της ταινίας είναι η Τζάκι, χειρίστρια σε κάμερες CCTV, ιδιωτικής εταιρείας ασφάλειας που παρακολουθεί μια επικίνδυνη γειτονιά της Γλασκώβης, όπου κυριαρχούν τα πανύψηλα κτίρια της «Κόκκινης Οδού». Η Τζάκι, που ο άντρας και το παιδί της έχουν πεθάνει κάτω από μυστηριώδεις συνθήκες που θα μάθουμε μόνο προς το φινάλε της ταινίας, δείχνει ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τον πρώην φυλακισμένο Κλάιντ (Τόνι Κάραν), τον οποίο αρχίζει να παρακολουθεί και επιδιώκει να συναντήσει «τυχαία». Κάποτε θα το πετύχει για να παρασυρθεί στο διαμέρισμά του, σ' ένα από τα πανύψηλα, με εντυπωσιακά γκραφίτι κτίρια, όπου θα επιδοθεί σε μια από τις πιο τολμηρές σκηνές σεξ που είδαμε σε αγγλόφωνη ταινία. Η μαύρη ατμόσφαιρα παράνοιας και παρακολούθησης, στιλ Μεγάλου Αδελφού, που κυριαρχεί στην ταινία, θυμίζει τόσο το «Σιωπηλός μάρτυς» του Χίτσκοκ και τη «Συνομιλία» του Φράνσις Κόπολα όσο και το «Κρυμμένος» του Μίκαελ Χάνεκε, ενώ στις τολμηρές σεξουαλικές σκηνές της θυμίζει τις ταινίες της Γαλλίδας Κατρίν Μπρεγιάρ. Η σκηνοθέτρια δημιουργεί σταδιακά και με σιγουριά την αλλόκοτη ατμόσφαιρα που κυριαρχεί στις «επεισοδιακές» σκηνές των υπό παρακολούθηση ανθρώπων, τονίζοντας ταυτόχρονα το στοιχείο της απειλής και του σασπένς, ιδιαίτερα γύρω από την Τζάκι. Παράλληλα, αναπτύσσει σωστά όχι μόνο τους δυο βασικούς χαρακτήρες, αλλά και των δευτερευόντων προσώπων, από εκείνα του νεαρού ζευγαριού, που φιλοξενεί στο διαμέρισμά του ο Κλάιντ, μέχρι εκείνα του απελπισμένου πεθερού της Τζάκι και των διαφόρων προσώπων που η Τζάκι παρακολουθεί από τις κάμερες, όπως ο ηλικιωμένος άντρας που βγάζει περίπατο το σκυλί του. Εκτός από την ηθελημένα ψυχρή αμτόσφαιρα που επικρατεί στο μεγαλύτερο μέρος της ταινίας, η Αρνολντ ξέρει, όταν χρειάζεται, να την επενδύει με ανθρωπιά, μαζί και ζεστασιά, όπως στις σκηνές του φινάλε. Στις αρετές της ταινίας, οι εξαιρετικές ερμηνείες των δυο πρωταγωνιστών, ιδιαίτερα της Κέιτ Ντίκι, που ισορροπεί με επιτυχία την παγερή αποφασιστικότητα της Τζάκι με την καταπιεσμένη, έτοιμη να εκραγεί, σεξουαλικότητά της. «Red road» Υποδειγματική αισθητική Συντηρητική λογική Σημεία των καιρών. Σκοτεινή, ιδρωμένη, «βρώμικη» και προχωρημένη η αισθητική της Βρετανίδας Αντρέα Άρνολντ του «Red road». Όπισθεν ολοταχώς το περιεχόμενο της υπαρξιακής, κοινωνικής της ιστορίας. Προοδευτικό το ύφος, νεο-συντηρητική η γραμμή. Περίπου σαν τους λόγους του Καραμανλή! Εξαιρετικά ταλαντούχα η πρωτοεμφανιζόμενη από τη «ζωντανή» και ανήσυχη σχολή της Σκωτίας. Πολλές οι αρετές της. Βλέπει μέσα από τον φακό της. Μέγιστο προσόν. Αφηγείται με τους όγκους των κτιρίων, με τις σκιές των περαστικών, με τα σκουπίδια των πεζοδρομίων, με τον λερωμένο κίτρινο φωτισμό των δρόμων. Οι ροκανισμένες ψυχές των ηρώων της, ευθεία αντανάκλαση της πόλης της. Το «Red road» δεν είναι απλά η ιστορία μιας γκρεμισμένης γυναίκας. Είναι ένα στρατόπεδο συγκέντρωσης άδειων, ανθρώπινων μηχανών. Και δεν είναι μόνο αυτό. Δεύτερη αρετή, το δόλωμα του θρίλερ και η αγκίστρωση του θεατή. Το σασπένς οργανικά κολλημένο στη σάρκα του σεναρίου. Η ηρωίδα της (Κέιτ Ντίκι) είναι το μάτι του Μεγάλου Αδελφού. Δηλαδή παρακολουθεί ό,τι περίεργο και ασύμμετρο καταγράφουν οι κάμερες των δρόμων και στη συνέχεια το αναφέρει στην αστυνομία. Είναι ο ενδιάμεσος κρίκος ανάμεσα στις μηχανές και την προστασία. Είναι ο κρυμμένος, αόρατος μπανιστιρτζής και μπάτσος της ιδιωτικής, προσωπικής μας ζωής. Βλέπει, παρακολουθεί, καταγράφει τους πάντες μέσα στην σιωπή. Άρα είναι η προέκταση του Τζίμι Στιούαρτ από τον «Σιωπηλό μάρτυρα» (Rear window) του Χίτσκοκ. Δηλαδή είναι μια ταινία μέσα σε μια άλλη ταινία. Σπουδαίο αυτό. Τρίτη αρετή οι επιδέξιοι χειρισμοί. Τόσο με τις ερμηνείες όσο και με τον φακό που κινείται σαν ζωντανή μηχανή. Ο τρίτος, αόρατος άνθρωπος που αρπάζει την ανάσα του θεατή. Ιn short που θα λέγανε και στην Αγγλία, η Άρνολντ έχει πλήρως αφομοιώσει τόσο το σκοτεινό, το απροσδιόριστο, το μοιραίο και τυχαίο του Κριστόφ Κισλόφσκι, όσο και την κινησιολογία των κινηματογραφικών μηχανών του Λαρς φον Τρίερ και της Δανίας. Η ταινία της πρέπει να παραδίδεται σαν μάθημα σε αρκετούς Έλληνες σκηνοθέτες ως υπόδειγμα σύγχρονης οπτικής. Με δύο κεντρικά πρόσωπα, μερικά μόνιτορ που αναμεταδίδουν εικόνες από υπαίθριες κάμερες, με άδειους δρόμους και δύο τρία άθλια δωμάτια, καταφέρνει να συγκροτήσει ολοκληρωμένη, προσωπική, γραφή. Έτσι με τόσα λίγα κατάφερε να κερδίσει μια θέση στο διαγωνιστικό πρόγραμμα του περσινού φεστιβάλ Καννών και να φύγει με το βραβείο της επιτροπής. Καταλάβατε κύριε Παπαλιέ μου; Δύο τα «αλλά» που βάζουν εμπόδια ανάμεσα σε εμένα και την Άρνολντ. Από τη μια δικαιώνει την εκδικητική μανία της ηρωίδας της και από την άλλη απενοχοποιεί τους μηχανισμούς παρακολούθησης και της παραβίασης των προσωπικών δεδομένων. Σαν να λέει ότι ο Μεγάλος Αδελφός αποτελεί μέγιστη προσφορά προς τους πολίτες μιας οργανωμένης κοινωνίας. Σ΄ αυτό το κρίσιμο σημείο συναντάει πρώην αριστερούς, που με τη στάση τους έχουν μετατραπεί σε στέρεα δεκανίκια της νεοσυντηρητικής Δεξιάς! Με δυο λόγια: Μια μίζερη και πρόωρα γερασμένη θηλυκή ύπαρξη παρακολουθεί και καταγράφει ό,τι περίεργο «βλέπουν» υπαίθριες κάμερες, τοποθετημένες σε κάθε γωνιά της Γλασκώβης. Ώσπου μια μέρα η ρουτίνα ανατρέπεται και κάτι από τα παλιά επανέρχεται. Μια ανδρική σκιά γίνεται στόχος και ψύχωση βαθιά. Μια γυναίκα του νόμου μ΄ ένα σκουπίδι, με κάποιο τρόφιμο των φυλακών. Κάτι φοβερό τους δένει από το σκοτεινό παρελθόν. |