Back Up Next
Ιδιωτικοί φόβοι σε δημόσιους χώρους

Coeurs/Private Fears in Public Places. Γαλλία/Ιταλία, 2006. Σκηνοθεσία: Αλέν Ρενέ. Σενάριο: Αλέν Ρενέ, Ζαν-Μισέλ Ριμπ, Αλαν Εϊκμπορν. Ηθοποιοί: Σαμπί Αζεμά, Λάουρα Μοράντε, Λαμπέρ Γουιλσόν, Ιζαμπέλ Καρέ, Πιέρ Αρντιτί, Αντρέ Ντισολιέ, Κλοντ Ρις. 123 λεπτά.

Μια όλο φρεσκάδα, ομορφιά, χιούμορ και ζεστασιά ταινία από τον 84χρονο Αλέν Ρενέ, γύρω από τη μοναχική ζωή μιας ομάδας Παριζιάνων σε αναζήτηση κατανόησης και στοργής.

Στην ταινία του «Ιδιωτικοί φόβοι σε δημόσιους χώρους», βασισμένη σε θεατρικό έργο του Βρετανού Αλαν Εϊκμπορν, ο 84χρονος Αλέν Ρενέ («Χιροσίμα, αγάπη μου», «Πέρσι στο Μάριενμπαντ», «Smoking/No Smoking», «Οχι στα χείλη») κατάφερε να φτιάξει μια από τις πιο νεανικές ταινίες που είδαμε τον τελευταίο καιρό, μια ταινία όλο φρεσκάδα, ομορφιά και ηρεμία, αλλά και τη φιλοσοφία του ώριμου δημιουργού. Η ιστορία αναφέρεται σε διάφορες παράλληλες ιστορίες ανθρώπων μοναχικών, που αναζητούν απελπισμένα τον έρωτα και που, κάποιες φορές, τα μονοπάτια ορισμένων διασταυρώνονται. Η κοσμική Νικόλ (Μοράντε) ψάχνει, με τη βοήθεια του μεσίτη Τιερί (Ντισολιέ), διαμέρισμα για τον εαυτό της και τον αρραβωνιαστικό της Νταν (Γουιλσόν). Στο γραφείο του Τιερί εργάζεται η θρησκόληπτη Σαρλότ (Αζεμά), που, κάποια στιγμή, δανείζει στον Τιερί ένα θρησκευτικό πρόγραμμα σε βίντεο, το οποίο ο Τιερί ανακαλύπτει πως είναι η ερωτική βιντεοσκόπηση μιας σέξι γυναίκας που, αν και το πρόσωπό της δεν φαίνεται καθαρά, αυτός πιστεύει πως είναι η Σαρλότ. Η ίδια η Σαρλότ εργάζεται και ως νοσοκόμα του άρρωστου και στριμμένου Αρτούρ (Ρις), πατέρα του μπάρμαν Λιονέλ (Αρντιτί). Οταν η Νικόλ χωρίζει με τον Νταν, εκείνος θα συναντήσει, μέσα από αγγελία σε εφημερίδα, την Γκαέλ (Καρέ), τη νεότερη αδερφή του Τιερί.

Πρόσωπα όλα μοναχικά, που ο Ρενέ χρησιμοποιεί για να φτιάξει το συναρπαστικό, όμορφο, φτιαγμένο με αγάπη, αλλά και χιούμορ, απ' όπου κάπου κάπου το διαπερνά και μια θλίψη, παζλ, για να καταρρίψει κυριολεκτικά τους τοίχους και τις πόρτες που χωρίζουν τους ανθρώπους και να μας αποκαλύψει τη μοναξιά τους, τα άγχη τους, την αναζήτηση και την ανάγκη τους για λίγη κατανόηση και στοργή. Τα πρόσωπά του κινούνται σ' ένα αποξενωμένο Παρίσι -που θα μπορούσε όμως να είναι οποιαδήποτε μεγαλούπολη- στο οποίο τελικά άλλοι θα συνεχίσουν τη μοναχική, θλιβερή ζωή τους, ενώ άλλοι θα βρουν διέξοδο στα προβλήματά τους. Με σωστό ρυθμό, με λαϊτμοτίβ το χιόνι, που το χρησιμοποιεί σαν πέρασμα από τη μια σκηνή στην άλλη, αλλά και σύμβολο ενός ψυχολογικού χειμώνα που κυριαρχεί στη ζωή των πρωταγωνιστών, ο Ρενέ αφηγείται με εκπληκτική μαεστρία και έμπνευση τις μικρές, ανθρώπινες, ιστορίες του, αποσπώντας εξαίρετες ερμηνείες από μια πλειάδα θαυμάσιων ηθοποιών, με περισσότερους από τους οποίους έχει συνεργαστεί και στο παρελθόν.

Προσωπικοί φόβοι σε δημόσιους χώρους

Ψυχολογικό στριπτίζ με φόντο το Παρίσι στα χιόνια

Το τυχαίο και το χιόνι, που πέφτει σαν αυλαία ανάμεσα στα μικρά κεφάλαια μιας αποσπασματικής ιστορίας, λειτουργούν σαν καταλύτες στους πρόσφατους «Προσωπικούς φόβους σε δημόσιους χώρους» του αειθαλούς Αλέν Ρενέ. Κοντά μισό αιώνα μετά το «Χιροσίμα αγάπη μου», που αποτελεί ένα από τα ορόσημα του γαλλικού «νέου κύματος», ο 84χρονος Ρενέ μεταφέρει στην οθόνη το ομότιτλο θεατρικό του Βρετανού Αλαν Εϊκμπορν, υπογράφοντας την καλύτερη ταινία του από την εποχή του «Μελό» (1986). Πρόκειται για ένα αραχνοϋφαντο κομψοτέχνημα που βραβεύτηκε για την σκηνοθεσία του Ρενέ και για την ερμηνεία της Λόρα Μοράντε τον περασμένο Σεπτέμβριο στη βενετσιάνικη Μόστρα.

Οι «Προσωπικοί φόβοι σε δημόσιους χώρους» ξεκινούν από ένα χωρισμό, ο οποίος αποτρέπει έναν γάμο, και συνεχίζουν με τη μοναξιά και την ανασφάλεια που προκαλούν οι ρυτίδες, σκιαγραφώντας πορτρέτα ανθρώπων, οι οποίοι είτε αδυνατούν να επικοινωνήσουν ερωτικά είτε βιώνουν το σεξ ως φαντασίωση. H ηρεμία διαδέχεται την ένταση και τούμπαλιν, καθώς ο Ρενέ παρακολουθεί ένα ερωτικό παιχνίδι και καταγράφει με αμεσότητα ντοκιμαντερίστα τις λεπτές ψυχολογικές αποχρώσεις όλων όσοι συμμετέχουν σε αυτό. Το δράμα τους είναι ψυχολογικό. Ομως, η ταινία δεν είναι ένα βαρύ ψυχολογικό δράμα. Είναι ανάλαφρη και ολόκληρος ο μηχανισμός της μπαίνει σε λειτουργία όταν αναμοχλεύεται η σεξουαλική επιθυμία των ηρώων της.

Ο Ρενέ ενορχηστρώνει ένα συναισθηματικό «στριπτίζ» με φόντο το Παρίσι, στο οποίο απλώνεται μια φαινομενική ηρεμία λόγω του χιονιού που πέφτει συνεχώς. Στην πρώτη από τις μικρές και αλληλένδετες ιστορίες του, μια γυναίκα αναζητάει εναγωνίως το τέλειο διαμέρισμα για να στεγάσει τον επερχόμενο γάμο της, που δεν προοιωνίζεται τέλειος γιατί η σχέση της με τον αρραβωνιαστικό της, έναν αλκοολικό πρώην στρατιωτικό, έχει φθαρεί. Στη δεύτερη ιστορία ο ηλικιωμένος μεσίτης στον οποίο έχει απευθυνθεί η μέλλουσα νύφη γίνεται «θύμα» μιας θεοσεβούμενης συναδέλφου του, η οποία του πλασάρει βιντεοταινίες με την ίδια (;) να κάνει στριπτίζ. Στην τρίτη ιστορία, η ίδια βιτσιόζα γυναίκα «αναστατώνει» έναν βλάσφημο ανάπηρο γέροντα εν αγνοία του μεσήλικα γιου του που την εμπιστεύεται για να τον προσέχει, ως αποκλειστική, τα απογεύματα. Στην τέταρτη ιστορία, ο πρώην στρατιωτικός εγκαταλείπεται από τη μέλλουσα σύζυγό του και δίνει «ραντεβού στα τυφλά» στη μοναχική κόρη του μεσίτη.

Ο Ρενέ σκηνοθετεί με χαρακτηριστική άνεση μετατρέποντας τη δραματουργία του Εϊκμπορν σε ρευστό κινηματογραφικό λόγο με πεντακάθαρη άρθρωση. Σε κάθε σκηνή υποκλίνεται στους ηθοποιούς του, που εμφανίζονται ανά ζεύγη σαν να πρωταγωνιστούν σε μικρά «μονόπρακτα».

Προσωπικοί φόβοι σε δημόσιους χώρους

ΑΝΑΤΟΜΙΑ ΤΗΣ ΑΝΘΡΩΠΙΝΗΣ ΣΥΜΠΕΡΙΦΟΡΑΣ

Η 47η ταινία του Αλεν Ρενέ είναι μια ακόμη ανατομία των ανθρωπίνων συμπεριφορών. Εδώ ο Γάλλος σκηνοθέτης πιάνει ένα μεγάλο και σύγχρονο θέμα: τη μοναξιά στο σύγχρονο τρόπο διαβίωσης. Με πολύ αδρές πινελιές φτιάχνει ένα καμβά όπου ζωγραφίζει με τον πλέον απλό τρόπο τις γραμμές που ενώνουν τους χαρακτήρες του, κάνοντας, τελικά, έναν πίνακα όπου όλα είναι γκρίζα και μελαγχολικά.

Έχουμε έξι χαρακτήρες οι οποίοι ψάχνουν να βρουν το ταίρι τους. Όλοι οι συνδυασμοί είναι δυνατοί, ο σκηνοθέτης τους εξετάζει και, μαζί με αυτούς, συγχρόνως τις ανθρώπινες αντοχές. Οι διάλογοι πολύ στυλιζαρισμένοι μας φέρνουν με ακρίβεια τα συναισθήματα, τους χαρακτήρες και τις μεταλλαγές τους, όλα είναι στη θέση τους και περιμένουν το αόρατο χέρι του σκηνοθέτη για να κινηθούν. Αυτός, σα να παίζει σκάκι, κουνά τους χαρακτήρες-πιόνια του και φτιάχνει ένα ζωντανό ταμπλό βιβάν που δεν είναι τίποτε άλλο από τη σύγχρονη κοινωνία. Κάπου εκεί μέσα, ελλοχεύει το χιούμορ που μόνο ένα πολύ εξοικειωμένο μάτι με τον παλιό γαλλικό κινηματογράφο μπορεί να δει.

Ο Ρενέ κάνει μια ταινία ανάλυσης χαρακτήρων όπου η δράση έχει μειωθεί στο ελάχιστο, η περιπλάνηση των χώρων είναι περιορισμένη, το στυλιζάρισμα είναι ορατό και από το μη εξοικειωμένο με τον κινηματογράφο μάτι και όλα μας θυμίζουν θέατρο. Ο 85χρονος σκηνοθέτης, τρία χρόνια μετά από το «Όχι στο στόμα» («Pas sur la bouche»), 2003, η οποία νομίζω ότι δεν έχει προβληθεί στην Ελλάδα, κάνει αυτή την ταινία, θέλοντας να επαναφέρει την αφηγηματική του «Smoking/No smoking» (1993), όμως δεν έχει να προσθέσει τίποτε το καινούργιο από μια εξερεύνηση των ανθρωπίνων συμπεριφορών.

Σε όσους αρέσει ο παλιός γαλλικός κινηματογράφος, αυτή η ταινία θα τους ενθουσιάσει. Όσοι έχουν προσπεράσει αυτά τα στερεότυπα της κοινωνικής ψυχανάλυσης και έχουν μπει στον ουμανιστικό κινηματογράφο (γερμανικό, δανέζικο και σουηδικό), αυτή η ταινία θα τους φανεί παρωχημένη. Κανείς όμως δεν μπορεί να την καταδικάσει στην αφάνεια, διότι δεν μπορεί να παραβλέψει τα θετικά της στοιχεία, το καλά δομημένο σενάριο, το καλό μοντάζ, που υπηρετεί αυτή την αφηγηματική λογική, την άρτια ηθοποιία. Ο Ρενέ δεν έχει ξεχάσει τον κινηματογράφο του, όπως δεν έχει ξεχάσει να κατευθύνει τους ηθοποιούς του.

Back Home Up Next