Der Freie Wille. Γερμανία, 2006. Σκηνοθεσία: Ματίας Γκλάσνερ. Σενάριο: Ματίας Γκλάσνερ, Τζούντιτ Ανγκερμπάουερ, Γιέργκεν Φόγκελ. Ηθοποιοί: Γιέργκεν Φόγκελ, Σαμπίνε Τιμοτέο, Αντρέ Χένικε, Μάνφρεντ Ζαπάτκα. 163 λεπτά. Ενας άντρας καταδικασμένος για βιασμό προσπαθεί, με την αποφυλάκισή του, να ξεπεράσει τα προβλήματά του και να μπορέσει να κάνει μια ομαλή επαφή με γυναίκα, με εξαιρετική ερμηνεία από τον Γιέργκεν Φόγκελ. Τον έρωτα ανάμεσα σ' ένα βιαστή και μία κακοποιημένη νεαρή γυναίκα αφηγείται ο Γερμανός σκηνοθέτης Ματίας Γκλάσνερ στην ταινία του «Ελεύθερη βούληση» που είδαμε στο φετινό Φεστιβάλ του Βερολίνου. Η ταινία αρχίζει με μια εισαγωγή, με μια άγρια, σκληρή σκηνή βιασμού, με τον πρωταγωνιστή Τέο Στόερ (Γιέργκεν Φόγκελ, που συνεργάστηκε και στο σενάριο) να σέρνει με βία από το ποδήλατό της μια περαστική νεαρή κοπέλα και να τη βιάζει σε μια έρημη, αμμώδη περιοχή. Η κανονική ταινία αρχίζει εννιά χρόνια μετά, όταν ο Τεό αποφυλακίζεται και στέλνεται με αναστολή σε μια επαρχιακή πόλη για να εγκατασταθεί σε μια πανσιόν που τη διευθύνει μια κοινωνική λειτουργός. Εκεί βρίσκει δουλειά σε τυπογραφείο, ενώ προσπαθεί να αντισταθεί στις βίαιες σεξουαλικές παρορμήσεις του και να ξεπεράσει το μίσος του για τις γυναίκες. Στο τυπογραφείο θα γνωρίσει μια κακοποιημένη από τον πατέρα της κοπέλα, την 27χρονη Νέτι Εγκελμπρεχτ (Σαμπίνε Τιμοτέο), με την οποία ύστερα από κάποιο διάστημα θα αρχίσει μια ερωτική, αν και πολύ δύσκολη, σχέση. Η ταινία είναι κάπως μεγαλύτερη σε διάρκεια απ' ό,τι ίσως χρειαζόταν, αν και πρέπει να πω πως ο Γκλάσνερ ξέρει να προσεγγίζει σωστά τους χαρακτήρες και να καταγράφει με λεπτομέρεια και σαφήνεια τις ψυχολογικές και άλλες αποχρώσεις τους - ανάμεσα στις πολύ καλές σκηνές του είναι κι εκείνη όπου η Νέτι παρακολουθεί ένα από τα πρώην θύματα του Τέο. Στις αρετές της ταινίας, η έξοχη ερμηνεία του Γιέργκεν Φόγκελ, που δίνει με πειστικότητα και δύναμη τον χαρακτήρα του προβληματικού ήρωα που προσπαθεί να ξεπεράσει τη μοναξιά του αλλά και τα σεξουαλικά πάθη του. Πορτρέτο αληθινού φασισμού! Εξωτερικά μοιάζει με το πορτρέτο ενός βιαστή, στο βάθος, αν το ψαχουλέψεις, στον αληθινό του πυρήνα και στις γενεσιουργούς δυνάμεις του φασισμού θα φτάσεις. Σπουδαία η «Ελεύθερη βούληση» (Τhe free will) του Γερμανού Ματίας Γκλάσνερ. Η μεγάλη ταινία του περυσινού χειμώνα! Αρχίζω από αυτά που μπορεί να στείλουν στο εκτελεστικό απόσπασμα τη βραδιά σας. Δηλαδή η διάρκεια ακουμπάει τις τρεις ώρες. Μερικές από τις σκηνές, ανυπόφορα βίαιες και απωθητικές. Τα πρόσωπα ελάχιστα, δηλαδή όλοι κι όλοι δύο, ο Γιούργκεν Βόγκελ και η Σαμπίνε Τιμοτέο, που αν υπήρχε δικαιοσύνη θα έπρεπε να είχαν σαρώσει στα Όσκαρ. Ίχνος μουσικής παρά μόνο κάποιοι πνιχτοί ήχοι και κάποιες πνιχτές μελωδίες από αόρατα ηχεία αυτοκινήτων και ραδιοφώνων. Και, τέλος, η φωτογραφική απεικόνιση είναι τόσο ρεαλιστική, σαν τα χρώματα στην προσπάθειά τους να διαπεράσουν τη βαριά ατμόσφαιρα του γερμανικού τοπίου να αλλοιώνονται, με αποτέλεσμα οι αποχρώσεις τους να μοιάζουν με ημιτόνια του μαύρου - άσπρου. Επομένως, έχετε πέντε λόγους να αποφύγετε αυτή την καταραμένη, μαύρη, μελαγχολική, δαιμονική ταινία. Αν μάλιστα σε όλα αυτά συμπεριλάβετε τη γερμανική γλώσσα, ε τότε γυρίστε σελίδα! Έμεινε κανείς να με διαβάσει; Ωραία, έστω κι ένας. Να τα πάρω ένα προς ένα. Ο Τέο, ο αρσενικός πόλος της ιστορίας, μοιάζει με κλινική περίπτωση ενός βαριά ψυχοπαθούς σίριαλ βιαστή. Αν τον προσπεράσω όμως σαν τέτοιο και δεν εξετάσω την τελετουργία της διαδικασίας, θα μου διαφύγει η ουσία. Δηλαδή, πρώτα τσαλακώνει με μια πέτρα το πρόσωπό του θύματος για να μη βλέπει τα χαρακτηριστικά του. Προφανώς κάτι τέτοιο θα αναστάτωνε την ευαισθησία του, πράγμα που θα τον εμπόδιζε να εκδηλώσει τις κτηνώδεις ορμές του. Υπάρχει κι ένας δεύτερος λόγος. Βίαια «αφαιρεί» τα χαρακτηριστικά της συγκεκριμένης γυναίκας, επειδή γι' αυτόν όλες είναι σκρόφες και πουτάνες. Έπειτα, αντί να διεισδύσει, αρχίζει να αυνανίζεται μπροστά στο λιπόθυμο γυναικείο σώμα, πράγμα που σημαίνει ότι εκείνο που τον ερεθίζει δεν είναι το γυμνό, ακόμα και το λαχταριστό, αλλά το κακοποιημένο, τσαλακωμένο, το παράλυτο, το δύσμορφο θηλυκό. Τι σημαίνουν όλα αυτά; Μα είναι αυτονόητο. Ο βιαστής έχει βιαστεί! Και μάλιστα κατ' εξακολούθηση, σε σημείο που έχει εθιστεί. Γι' αυτό βιάζει τον εαυτό του προκειμένου να ερεθιστεί (αυνανισμός). Γι' αυτό βιάζει (δηλαδή έχει διακορεύσει) τη σχέση του με το γυναικείο φύλο, δηλαδή δεν αισθάνεται ίχνος ηδονής με την ομορφιά παρά μόνο με την ασχήμια. Ο Τέο μισεί τη Γυναίκα, επειδή μισεί τον εαυτό του. Και όσο βιάζει τόσο αυτοβιάζεται και όσο αυτοβιάζεται τόσο περισσότερο σιχαίνεται τον εαυτό του, και όσο σιχαίνεται τον εαυτό του τόσο βιάζει και αυτοβιάζεται. Αυτός ο φαύλος κύκλος, λέει ο σκηνοθέτης, είναι η γενεσιουργός εσωτερική αιτία του καθημερινού φασισμού. Από τον Αδόλφο, μέχρι τον μικρότερο σημερινό χιτλερίσκο, όλα αρχίζουν απ' αυτόν τον φαύλο κύκλο! Δίπλα στον Τέο, η Νέτι, ο θηλυκός πόλος αυτής της μικρής ιστορίας βιασμού, μίσους, βίας και υπολανθάνοντος, καθημερινού φασισμού. Διάχυτου παντού. Οι λόγοι βιασμού του Τέο είναι εσωτερικοί, κυτταρικοί, όμως της Νέτι είναι εξωτερικοί, δηλαδή αντικειμενικοί. Η Νέτι έχει βιαστεί από τον πατέρα της, γι' αυτό μισεί τον Άντρα, γι' αυτό βιάζει τον συναισθηματικό της κόσμο και γι' αυτό σιχαίνεται το δικό της φύλο. Η Νέτι είναι η άλλη όψη του Τέο. Το εσωτερικό (υποκειμενικό) με το εξωτερικό (αντικειμενικό). Ο βιαστής με το βιασμένο θηλυκό. Έτσι αντί οι δύο πόλοι με τα ετερόκλητα μαγνητικά τους πεδία να δημιουργούν ισορροπία (θηλυκό - αρσενικό), προκαλούν ολοσχερή ανατροπή. Ο συνδετικός ιστός της κοινωνίας, λέει Γκλάσνερ, είναι διαταραγμένος, διακορευμένος, θρυμματισμένος, κατεστραμμένος. Μα πώς, θα πείτε, βγάζω ένα τόσο ακραίο συμπέρασμα από την περίπτωση δύο τόσο καραμπινάτων, κλινικών περιπτώσεων; Προσέξτε τώρα την φόρμα της ταινίας. Προσέξτε δηλαδή το μικρό, σχεδόν αδιόρατο θαύμα, μετασχηματισμού της φόρμας σε περιεχόμενο. Πώς δηλαδή από την αισθητική παράγεται ιδεολογία. Η τοπογραφία (το περιβάλλον) μουντή, σκοτεινή υγρή. Γι' αυτό τα χρώματα λειώνουν και γι' αυτό το έγχρωμο μοιάζει να χορεύει με το ασπρόμαυρο. Ο φασισμός είναι γενετικός και η «κατάρα» μεταδοτική. Γι' αυτό οι ανθρώπινοι όγκοι παραπέμπουν στον Νοσφεράτου και στις εξπρεσιονιστικές σκιές του προπολεμικού γερμανικού κινηματογράφου. Οι σχέσεις εντελώς τυπικές, μηχανικές. Γι' αυτό, ενώ οι πόλεις σφύζουν από κόσμο, οι ήχοι πνίγονται σε παχύ χαλί. Οι καθημερινές απολαύσεις αρχίζουν από ένα γυμναστήριο ζίου ζίτσου και καταλήγουν σε μια σεξουαλική διαστροφή. Γι' αυτό όλες σχεδόν οι πράξεις φλερτάρουν με τη βία. Γι' αυτό το γυμναστήριο είναι τόπος εκτόνωσης οργανωμένης βίας. Γι' αυτό η οικογένεια είναι στέγη σεξουαλικής βίας (αιμομιξία). Γι' αυτό ο Τέο κάνει κακό στον εαυτό του. Η ανθρώπινη επικοινωνία σχεδόν μηδενική. Γι' αυτό οι διάλογοι ελάχιστοι, μηχανικοί. Γι' αυτό η απέραντη σιωπή. Γι' αυτό μοναδικές κραυγές απόλαυσης είναι αυτές που παράγονται από το ζίου ζίτσου (πολεμικές τέχνες), από το λαχάνιασμα του βιασμού και του αυνανισμού και από τα αναφιλητά του κοριτσιού. Και τέλος, η αντίθεση ανάμεσα στην οργανωμένη, καθαρή κοινωνία και τη βρώμικη, ασύμμετρη, εσωτερική και εξωτερική άναρχη βία είναι η κορωνίδα αυτής της εξαιρετικής αισθητικής γεωμετρίας. Για να τελειώνω. Αν το αντέξετε, αν η διάρκεια δεν σας πετάξει στα καναβάτσα και αν η «Δασκάλα πιάνου» του Μίκαελ Χάνεκε σας είχε ταράξει, τότε η «Ελεύθερη βούληση» θα σας καθηλώσει και θα σας σοκάρει. Μπορεί να μην έχουμε φτάσει, αλλά σίγουρα τρέχουμε προς τα εκεί με φουλ τις μηχανές. Γερμανία, ο καθρέφτης σου είναι! Ελεύθερη βούληση Στην κόλαση δεν υπάρχει ελπίδα ούτε για αγάπη Η γερμανική «Ελεύθερη βούληση» βρίσκεται στον αντίποδα αμερικανικών ταινιών με ήρωες ψυχοπαθολογικά άτομα που βιάζουν και σκοτώνουν κατά συρροήν. Ο δικός της ήρωας διαγράφει μια κυκλική τροχιά (έξοχα κινηματογραφημένη) δίπλα στη «Μικρή ιστορία για ένα φόνο» και στη «Μικρή ερωτική ιστορία» του Κριστόφ Κισλόφσκι. Η ιστορία που αφηγείται ο Ματίας Γκλάσνερ ξεκινάει με έναν αποτρόπαιο βιασμό και τελειώνει με ένα θάνατο σε μια παγερή σκηνή απελπισίας. Η διαδρομή του έχει κατεύθυνση από έξω προς τα μέσα, από το θρίλερ προς το ψυχολογικό δράμα, με σκοπό να καταγράψει τις πτυχές μιας στρεβλής και εν τέλει νεκρής ερωτικής σχέσης. Ο Γκλάσνερ αρχίζει από τα τετριμμένα, μια σεκάνς δράσης σε μια απομακρυσμένη περιοχή δίπλα στη θάλασσα, σκιαγραφώντας το πορτρέτο ενός βιαστή με επιμονή στη λεπτομέρεια και με ωμό ρεαλισμό. Στη συνέχεια αποφασίζει να κολυμπήσει στα βαθιά. Ενας νεαρός άνδρας, ο Οτο, επιτίθεται σαν άγριο ζώο σε μια ποδηλάτισσα, την κακοποιεί και στη συνέχεια συλλαμβάνεται από την αστυνομία. Μετά από 9 χρόνια εγκλεισμού σε ψυχιατρείο, αποφυλακίζεται και προσπαθεί να επανενταχθεί στην κανονική ζωή. Οι μέρες κυλούν μονότονα σε ένα τυπογραφείο όπου βρήκε δουλειά, και τα βράδια μαρτυρικά. Η αδυναμία επικοινωνίας σε συνδυασμό με την ερωτική επιθυμία που φουντώνει, δημιουργούν ένα ηφαίστειο έτοιμο να εκραγεί. Ο εφιάλτης ξυπνάει συνεχώς μέσα του, μετατρέποντας σε κόλαση τη ζωή του. Ο Γκλάσνερ σε μια από τις κορυφαίες στιγμές της ταινίας τον περιγράφει σαν ένα βαμπίρ: ο Οτο, που έχει μπει κρυφά σαν υπνοβάτης στο δωμάτιο μιας άγνωστης την ώρα που αυτή κοιμάται, καταφέρνει να ελέγξει το αρρωστημένο πάθος του λίγο πριν από την έκρηξη της βίας. Κάποια στιγμή ο Γκλάσνερ τοποθετεί απέναντι στον προβληματικό άντρα μια γυναίκα, εξετάζοντας τον «θεραπευτικό» ρόλο της αγάπης με έναν τρόπο σχεδόν κλινικό. Η Νέτι, που μόλις βγήκε από την ομπρέλα του υπερπροστατευτικού πατέρα της, βρίσκει σημεία επαφής με τον Οτο. Ο έρωτας γεννιέται και ο Οτο σε μια έκρηξη ζήλιας βιάζει μια άγνωστη οδηγώντας την «Ελεύθερη βούληση» σε ένα νέο δραματουργικό κύκλο, που σφίγγει θανάσιμα σαν θηλιά γύρω από τον ήρωά της. Στην κόλαση που περιπλανιέται δεν υπάρχει ελπίδα ούτε για αγάπη. Ο Γκλάσνερ αποδεικνύεται ένας καλός δρομέας μεγάλων αποστάσεων και αυτό το χρωστά κατά κύριο λόγο στην ικανότητά του να στήνει πλάνα προσεγμένα ως προς τη σύνθεσή τους και με άριστη αίσθηση ρυθμού. Σπάνια πια βλέπουμε ταινίες με τόσο εκφραστική φωτογραφία (τα θαμπά και ζεστά χρώματα δημιουργούν αντίστιξη με τη νεκρική πραγματικότητα που αφορά το περιεχόμενο της ταινίας) και τόσο λειτουργική ηχητική μπάντα. Στα υπέρ της «Ελεύθερης βούλησης» είναι οι ερμηνείες του Γίργκεν Φόγκελ και της Σαμπίνε Τιμοτέο. |