Back Up Next
Φαρενάιτ 11/9

Φαρενάιτ 11/9

Fahrenheit 9/11. ΗΠΑ, 2004. Σκηνοθεσία-σενάριο: Μάικλ Μουρ. Φωτογραφία: Μάικ Ντεσαρλέ. Αφήγηση: Μάικλ Μουρ. 115 λεπτά.

 Με την πολιτική κατάσταση στην Αμερική, το ρόλο του πετρελαίου στον πόλεμο του Ιράκ και τις σχέσεις της οικογένειας Μπους με την οικογένεια Μπιν Λάντεν, στις παραμονές της τρομοκρατικής επίθεσης της 11ης Σεπτεμβρίου 2001, καταπιάνεται το δυνατό αυτό, αποκαλυπτικό, διανθισμένο με ένα καταλυτικό χιούμορ, ντοκιμαντέρ που κέρδισε το Χρυσό Φοίνικα στο Φεστιβάλ των Κανών.

 Ο ντοκιμαντερίστας Μάικλ Μουρ έχει καταφέρει με τα θαυμάσια ντοκιμαντέρ του («Ο Ρότζερ κι εγώ», «Ακήρυχτος πόλεμος») να γίνει η συνείδηση της σύγχρονης Αμερικής. Ο,τι ακριβώς καταφέρνει ο Νόαμ Τσόμσκι με το γραπτό λόγο, ο ακούραστος Μουρ το καταφέρνει με την κάμερά του. Εκείνο που ενδιαφέρει τον Μουρ είναι να καταδείξει πώς η Αμερική έφτασε στην απόφαση να κηρύξει τον πόλεμο ενάντια στο Ιράκ υποστηρίζοντας την άποψη των όπλων μαζικής καταστροφής που δήθεν είχε στις κρυφές αποθήκες του ο Σαντάμ Χουσεΐν, ενώ πίσω από τον πόλεμο κρύβονταν άλλα, ουσιαστικά για την πολιτική του Μπους και των υποστηρικτών του συμφέροντα.

 Ο Μουρ ξεκινά το ντοκιμαντέρ του από την εποχή των προεδρικών εκλογών το 2000, με τη νοθεία των αποτελεσμάτων στην Πολιτεία της Φλόριντα όπου κυβερνήτης ήταν ο αδερφός του Μπους, παρακολουθώντας, με χιούμορ, τον Μπους στους πρώτους οκτώ μήνες της προεδρίας του, μήνες στην πραγματικότητα απραγίας, περνώντας τις διακοπές του ψαρεύοντας και παίζοντας γκολφ (όπως μας πληροφορεί, το 42% του χρόνου του στους 8 πρώτους μήνες της προεδρίας του το πέρασε σε διακοπές). Παράλληλα, ο Μουρ μάς παρουσιάζει τη σχέση του Μπους και της οικογένειάς του με τη βασιλική οικογένεια της Σαουδικής Αραβίας, με Σαουδάραβες επιχειρηματίες και την οικογένεια Μπιν Λάντεν, που με διάφορους τρόπους κάνουν επενδύσεις σε εταιρείες στις οποίες συμφέροντα και υψηλές θέσεις έχουν μέλη της οικογένειας Μπους (ο Μπους ήταν πρόεδρος της Χάρκεν). Σε διάφορες σκηνές από επίκαιρα και φωτογραφίες βλέπουμε τους Μπους (πατέρα και γιο), αλλά και μέλη της κυβέρνησης του Τζορτζ τζούνιορ, να συναγελάζονται με Σαουδάραβες πρίγκιπες και μέλη της οικογένειας Μπιν Λάντεν (ο πατέρας Μπους συνομιλούσε με μέλη της οικογένειας Μπιν Λάντεν ενώ ο ίδιος ο Μπιν Λάντεν, ήταν ήδη καταζητούμενος), ενώ πλησιάζει η μέρα της τρομοκρατικής επίθεσης και ο θάνατος 3.000 αθώων (τη σκηνή της επίθεσης ο Μουρ πολύ σωστά αποφεύγει να παρουσιάσει αφήνοντας μια μαύρη οθόνη όπου ακούγονται οι εκρήξεις και οι φωνές του πλήθους).

 Η τρομοκρατική επίθεση θα βρει βέβαια τον Μπους απροετοίμαστο. Από τις πιο εκπληκτικές σκηνές της ταινίας (από ερασιτεχνικό φιλμ που κατάφερε να βρει ο Μουρ) είναι εκείνη με τον Μπους λίγο πριν από την επίθεση στους δίδυμους πύργους να διαβάζει παραμύθια σε παιδιά νηπιαγωγείου και, ενώ πληροφορείται την επίθεση στον πρώτο πύργο, σταματά αναποφάσιστος, κοιτάζει με μάτια απλανή και ύστερα συνεχίζει την επίσκεψή του, λες και δεν έγινε τίποτα. Το ίδιο κάνει για αρκετά λεπτά, όταν ο σύμβουλός του τον ξαναπλησιάζει για να του αναγγείλει την επίθεση στο δεύτερο πύργο.

 Αμέσως μετά, το πρώτο του μέλημα ήταν, όπως μας το παρουσιάζει ο Μουρ, να βρει τρόπο να φυγαδεύσει τους Σαουδάραβες και τους Μπιν Λάντεν, που είχαν στο μεταξύ επενδύσει περισσότερα από 1,4 δισ. δολάρια σε αμερικανικές επιχειρήσεις! Και, παρ' όλο που αμέσως μετά την επίθεση είχε απαγορεύσει όλες τις πτήσεις από και προς τις ΗΠΑ, έδωσε άδεια σε 6 αεροπλάνα τζετ και 24 εμπορικά αεροσκάφη να μεταφέρουν 142 Σαουδάραβες εκτός Αμερικής, ανάμεσά τους και 24 μέλη της οικογένειας Μπιν Λάντεν, τη στιγμή που τουλάχιστον, όπως εξηγούν εμπειρογνώμονες, έπρεπε να είχαν ανακριθεί, αν όχι φυλακιστεί!

 Ο Μουρ δεν περιορίζεται στο να παρουσιάσει τους Σαουδάραβες και τη σχέση τους με τον Μπους. Παρουσιάζει στοιχεία της διασύνδεσης της οικογένειάς του και μελών της κυβέρνησης (όπως του αντιπροέδρου Τσέινι) με τις μεγάλες πολυεθνικές (Χαλιμπέρτον, Ενρον, το γκρουπ Καρλάιλ κ.ά.) και τα συμβόλαια που αυτές παίρνουν (για όπλα, για την εκμετάλλευση των πετρελαιοπηγών του Ιράκ), παίρνει συνεντεύξεις από απλούς στρατιώτες στο Ιράκ, που τελικά ανακαλύπτουν τη ματαιότητα ενός παράνομου πολέμου, συνομιλεί με μαύρους σπουδαστές που αποκαλύπτουν τις προσπάθειες εκπροσώπων του στρατού να τους πείσουν να καταταγούν στους πεζοναύτες με το δέλεαρ της κάλυψης των σπουδών τους, ακολουθεί τους ίδιους τους στρατιωτικούς στις προσπάθειές τους στα κολέγια και τις φτωχοσυνοικίες, ενώ κάποια στιγμή φτάνει στη γενέτειρά του, στο Φλιντ του Μίσιγκαν, για να μιλήσει με μια «συντηρητική Δημοκράτισσα», όπως η ίδια αυτοαποκαλείται, μέλος στρατιωτικής οικογένειας, που ο γιος της βρισκόταν στο Ιράκ, και η οποία υποστηρίζει με πάθος τον Μπους. Με την ίδια θα συνομιλήσει και πάλι, μήνες αργότερα, όταν ο γιος της έχει σκοτωθεί και η ίδια έχει κάνει στροφή 180 μοιρών - η ίδια του διαβάζει το τελευταίο γράμμα του νεκρού, βρίζει τον Μπους και πάει στην Ουάσιγκτον σε μια προσπάθεια να διαμαρτυρηθεί. «Δεν ήξερα», λέει συντετριμμένη. «Οι άνθρωποι νομίζουν ότι ξέρουν, αλλά δεν ξέρουν».

 Ο Μουρ έχει ερευνήσει το κάθε τι λεπτομερώς, ώστε να καλύπτεται νομικά, γι' αυτό και κανένας από τους Μπους ή τους άλλους που αναφέρει στην ταινία του δεν διέψευσε τις κατηγορίες του σκηνοθέτη - οι μόνες επιθέσεις εναντίον του έγιναν από το φιλοκυβερνητικό Τύπο και τα ΜΜΕ που αντικρούουν με διάφορα ψέματα τις κατηγορίες. Η ταινία του είναι μια έντιμη, αποκαλυπτική κραυγή ενάντια σ' έναν πρόεδρο και μια κυβέρνηση που οδήγησαν τη χώρα τους αλλά και τον υπόλοιπο κόσμο στο χείλος της καταστροφής, καταπατώντας κάθε έννοια δικαιοσύνης και νομιμότητας. Μια κραυγή από έναν οργισμένο σκηνοθέτη που όχι μόνο ξέρει να διεισδύει πίσω από τη «βιτρίνα» των εντυπώσεων και να ξεσκεπάζει την αλήθεια, αλλά και να επενδύει την πορεία του μ' ένα χιούμορ καταλυτικό, σαρκαστικό, που, στιγμές, θυμίζει εκείνο των αδερφών Μαρξ: φτάνει να σημειώσω τη σκηνή με τον Μουρ, μαζί μ' έναν αξιωματικό των πεζοναυτών, να προσπαθεί, έξω από τη Γερουσία, να πείσει τους εκπροσώπους του έθνους να στείλουν τα παιδιά τους στο Ιράκ, ή εκείνες στην αρχή, με τον Μπους και τον Γούλφοβιτς να ετοιμάζονται για μια διαφημιστική φωτογράφηση μπροστά στις τηλεοπτικές κάμερες: με τον Μπους να κοιτάζει με το απλανές του βλέμμα και τον Γούλφοβιτς να φτύνει στην τσατσάρα του και να χτενίζει τα μαλλιά του, ενώ ένα τραγούδι μάς λέει: «Πρέπει να φύγουμε απ' αυτό το μέρος».

 

Bίαιοι, ανεγκέφαλοι, κακοί!

 Ψυχή του ντοκιμαντέρ είναι το ρεπορτάζ. Όσο πιο αποκαλυπτικό τόσο πιο καυτό. Mπορεί ο Mπους να επανεκλεγεί, αλλά τουλάχιστον θα βράζει στο καζάνι του «Φαρενάιτ 9/11»

 Έχω ακούσει τα πιο γελοία πράγματα. Πως ο Μάικλ Μουρ - λέει - έβγαλε έναν σκασμό λεφτά. E, και; Μαγκιά του. Πως έχει bodyguards. Διπλή μαγκιά του. Κι εγώ αν ζούσα στη land of freedom, θα κυκλοφορούσα με ολόκληρη μεραρχία. Και πως - διά στόματος Τζέιμς Ελρόι - είναι... μπολσεβίκος. Μπορεί ο τύπος να γράφει μερικά συμπαθητικά αστυνομικά μυθιστορήματα, αλλά από πολιτική ντιπ για ντιπ. Αν ο Μάικλ Μουρ είναι κομμουνιστής και το «Φαρενάιτ 9/11» κομμουνιστική προπαγάνδα, τότε ο Γιώργος Παπανδρέου είναι η μετενσάρκωση του Λένιν!

Σύμφωνα με τη ρήση, «την δόξαν πολλοί μίσησαν, το χρήμα ουδείς». Αγαπητοί της Αμερικής. Αγαπητά παπαγαλάκια του εγχώριου αμερικανογιαπισμού. Εδώ κοτζάμ «New York Times», προκειμένου να περισώσουν φύλλο συκής αξιοπρέπειας, αναγκάστηκαν να ζητήσουν δημοσίως άφεση αμαρτιών για τη διασπορά ψευδών ειδήσεων. Εδώ η πρωτοκαθεδρία της οικουμένης οργάνωσε τη μεγαλύτερη απάτη, το μεγαλύτερο έγκλημα και το χειρότερο ψεύδος του μεταπολεμικού κόσμου. Εδώ η Αραβική Χερσόνησος μυρίζει καμένη σάρκα, ο Μουρ σάς μάρανε;

Να τα πάρουμε με τη σειρά. Τα εξηγώ ένα προς ένα. Πρώτον, η πολιτική του Μάικλ Μουρ είναι τόσο εθνικοπατριωτική, όσο κάθε Αμερικανού που βλέπει τη σημαία, τον αρχηγό και τις αρχές της χώρας του να διασύρονται και να χρησιμοποιούνται για έγκλημα και πλιάτσικο από μια συμμορία βίαιων, ανεγκέφαλων, βρώμικων και κακών. Δεύτερον, η εκτίναξη του Μουρ στα ύψη της δημοσιότητας και των ταμείων οφείλεται στο απλό γεγονός πως η συντριπτική πλειονότητα των Media παπαγάλιζε τις σκέψεις του Μπους. Φίλοι μου, τα 125 εκατομμύρια δολάρια που έχει εισπράξει μέχρι στιγμής η ταινία από την Αμερική, είναι καρπός αυτής της παπαγαλίας. Πώς το λένε; Ο Μουρ παίζει μόνος του! Τρίτον, ο άνθρωπος ουδέποτε ισχυρίστηκε πως είναι καλλιτέχνης και πως το έργο θα εγκατασταθεί στον παράδεισο της αθανασίας. Ρεπορτάζ κάνει. Και το κάνει με χιούμορ, με επαγγελματική επάρκεια, χρησιμοποιώντας τρικ της show business, προκειμένου να κόψει εισιτήρια και να δημιουργήσει πανικό. Και το κατάφερε. Και τέταρτον, ουδείς του Λευκού Οίκου και του Πενταγώνου διέψευσε έστω και μισό καρέ αυτού του ρεπορτάζ. Άρα;

 Άρα, θα δείτε όσα δεν διαβάσατε στα πρωτοσέλιδα και στα κεντρικά δελτία των τηλεοπτικών καναλιών. Γνωστά μόνο από τις μέσα σελίδες και τα «ψιλά», αλλά παντελώς άγνωστα στην πλειονότητα, που καθημερινά βάζει το κεφάλι της στις washing machines της προπαγάνδας. Δηλαδή (πάρτε μολύβι και χαρτί):

Ο Μπους, ως φαντάρος, ήταν μανιώδης κοπανατζής και λιποτάκτης. H αστερόεσσα γραμμένη στα παλαιότερα των υποδημάτων του. Ο Μπους, ως επιχειρηματίας, ήταν τόσο χρεοκοπημένος, όσο και το τελευταίο πλουσιοσκατόπαιδο του κόσμου. Ο Μπους, ως υιός του μπαμπά, ήταν τόσο ωφελημένος όσο... 1,5 δισεκατομμύριο δολάρια της οικογένειας Μπιν Λάντεν, τα οποία εισέπραξε ως επένδυση, προκειμένου ν' ανοίγει άδεια πηγάδια πετρελαίου στο Τέξας! Ο Μπους, ως υποψήφιος, με την παρέα του οργάνωσε και πραγματοποίησε το μεγαλύτερο εκλογικό πραξικόπημα στην Ιστορία της χώρας του. Ο Μπους, ως πρόεδρος των ΗΠΑ, πριν από την επίθεση στους Δίδυμους Πύργους κατανάλωνε το 40% του χρόνου του περιπλανώμενος σε λίμνες, όρη και βουνά. H φράση που εκστόμισε μέσα σε έκρηξη ευφυΐας έγραψε: «Αφού υπάρχουν τηλέφωνα και φαξ, γιατί να πάω στην Ουάσινγκτον;». Ο Μπους την ώρα της επίθεσης και διαβάζοντας αναγνωστικό σε Δημοτικό σχολείο της Φλόριντα, ακούει στο αυτί σύμβουλό του να τον πληροφορεί: «Κύριε πρόεδρε, η χώρα βρίσκεται under heavy attack» (η χώρα βρίσκεται κάτω από βαριά επίθεση). Εκείνος συνέχισε ατάραχος με απλανές βλέμμα στο απέραντο κενό. Άραγε, κατάλαβε ή καρφώθηκε επειδή... ήξερε;

H συνέχεια είναι ακόμα πιο καυτή. Καμιά εικοσαριά αεροσκάφη απογειώνονται χωρίς έλεγχο από τις ΗΠΑ, με την οικογένεια, τους συγγενείς και τους φίλους Μπιν Λάντεν. Οι δεσμοί των δύο οικογενειών είναι τόσο στενοί, ώστε ακόμα και υψηλόβαθμα στελέχη της διοίκησης να αναρωτιούνται: Άραγε, ο πατήρ Μπους ήταν πρόεδρος των ΗΠΑ ή εκπρόσωπος των αραβικών πετρελαϊκών συμφερόντων; Μια σχέση πακτωλού πετροδολαρίων. «Τόσα, όσα κοστίζει το 7% της αμερικανικής επικράτειας! Τους ανήκει». Περίφημα. H πρώτη αντίδραση μετά την επίθεση ήταν να δείξουν... Ιράκ. Μα ουδέποτε μας απείλησε και κανείς Αμερικανός δεν σκοτώθηκε από σφαίρα του Σαντάμ. Τίποτα. Το κόλπο ήταν έτοιμο. H «Καρλάιλ», προμηθευτής οπλικών συστημάτων και συμφερόντων Μπους, ανέλαβε την οπλοτροφοδοσία. Οι άλλοι, της συμμορίας, διαμοίρασαν την αποκλειστικότητα σίτισης, ανοικοδόμησης και φυσικά αρμέγματος των πετρελαιοπηγών. Με άλλα λόγια, σκοτώνουν και γκρεμίζουν με όπλα του Μπους και στη συνέχεια θα ανοικοδομήσουν με τούβλα του Τσένι και του Ράμσφελντ. Απροσμέτρητο το κόστος σε ανθρώπινες ζωές. Με λόγια των Αμερικανών επιχειρηματιών στο Ιράκ, «αυτή η μπίζνα είναι καλή για μας, κακή για τον λαό». Ο απόλυτος κυνισμός!

Back Home Up Next