ΗΠΑ, 2006. Σκηνοθεσία-σενάριο: Ντέιβιντ Λιντς. Ηθοποιοί: Λόρα Ντερν, Τζέρεμι Αϊρονς, Χάρι Ντιν Στάντον, Τζάστιν Θερού, Τζούλια Ορμοντ. 180 λεπτά. Η πραγματικότητα μπερδεύεται με την τέχνη στην ιστορία μιας ηθοποιού που δέχεται να πρωταγωνιστήσει σε μια παράξενη ταινία, σε μια ακόμη εκπληκτική ταινία από τον μοναδικό Ντέιβιντ Λιντς, που συνδυάζει το μυστήριο με την ποίηση, οδηγώντας τον κινηματογράφο τέχνης στα ύψη του. Αν κινηματογράφος σημαίνει πάνω απ' όλα τέχνη, ο κινηματογράφος του Ντέιβιντ Λιντς έχει ξεχωριστή θέση. Στη νέα του αυτή ταινία ο σκηνοθέτης των ταινιών «Μπλε βελούδο», «Lost Highway» και «Mulholland Drive» καταπιάνεται με μια ιστορία που μπλέκει με τρόπο εκπληκτικό το μυστήριο με την ποίηση και τον λυρισμό. Πρωταγωνίστρια, μια τακτική του συνεργάτις, η Λόρα Ντερν («Μπλε βελούδο», «Ατίθαση καρδιά»), που εδώ ερμηνεύει τη Νίκι, την ηθοποιό που της προσφέρεται ο πρωταγωνιστικός ρόλος σ' ένα ρομαντικό μελόδραμα που σκηνοθετεί ο Κίνγκσλι (Τζέρεμι Αϊρονς). Μόνο που ο συμπρωταγωνιστής της, Ντέβον (Τζάστιν Θερού), φημίζεται πως «ρίχνει» πάντα όλες τις συμπρωταγωνίστριές του. Ενώ οι δυο τους ετοιμάζονται για μια ερωτική σχέση, πληροφορούνται πως η ταινία που πρόκειται να γυρίσουν είναι στην πραγματικότητα ριμέικ μιας ταινίας που ποτέ... δεν ολοκληρώθηκε γιατί οι δύο πρωταγωνιστές της, που είχαν αρχίσει μια παράνομη σχέση, δολοφονήθηκαν μυστηριωδώς. Σταδιακά οι δύο ιστορίες μπερδεύονται, η πραγματικότητα μπλέκεται με τη φαντασία κι ο θεατής αντιμετωπίζει ένα αξεδιάλυτο μυστήριο στο οποίο καλείται να δώσει ο ίδιος απαντήσεις. Η ταινία αρχίζει με την επίμονη επίσκεψη στο σπίτι της ηθοποιού μιας παράξενης, με τεράστια γουρλωμένα μάτια, Πολωνέζας γειτόνισσας, που της προλέγει τι θα συμβεί, με την κάμερα να μας παρουσιάζει σε «φλας φόργουορντ» τα περίεργα μελλούμενα. Η ταινία περιέχει και άλλες, παρόμοιες, παράξενες σκηνές, βουτηγμένες σε μια σουρεαλιστική ατμόσφαιρα, όπως εκείνες των νεαρών γυναικών που εμφανίζονται και εξαφανίζονται μπροστά από τη Νίκι, και πάνω απ' όλα οι σκηνές με τα τεράστια κουνέλια-ανθρώπους σ' ένα δωμάτιο, σκηνές που μοιάζουν να βγήκαν από την «Αλίκη στη χώρα των θαυμάτων». Ο Λιντς ενορχηστρώνει το μυστήριο με το μελόδραμα, μαζί και το χιούμορ, με ξεχωριστή μαεστρία, χρησιμοποιώντας με ευρηματικότητα και πρωτοτυπία τους ήχους και την υποβλητική μουσική (που δημιουργεί ο ίδιος), αλλά και την ψηφιακή κάμερα για να δημιουργήσει την αλλόκοτη, συχνά απειλητική, σκοτεινή ατμόσφαιρα της ταινίας, θυμίζοντας τις καλύτερες στιγμές τόσο του «Twin Peaks» όσο και του «Οδός Μαλχόλαντ». Πρέπει να τονίσω πως πρόκειται για μια ασυνήθιστη, φωτεινή, με δική της ιδιαιτερότητα ταινία που αν αφεθείτε στη μαγεία της -παράξενη, δοσμένη με μουσικότητα αλλά και χιούμορ- έχει πολλά, πάρα πολλά να σας προσφέρει. INLAND EMPIRE μια ανάλυση της ταινίας Μετά το «Eraserhead» ο Ντέιβιντ Λίντς τολμά για άλλη μια φορά ένα κινηματογραφικό ταξίδι στην άβυσσο της ανθρώπινης ψυχής και του υποσυνείδητου με απόλυτη εσωστρέφεια που αναδεικνύει την αίσθηση της απειλής και του τρόμου σε οδυνηρό βαθμό για τις αντοχές του μέσου θεατή. Είναι φανερό ότι η έννοια του αλληγορικού ταξιδιού παράλληλα με την ανατρεπτική αφήγηση των ιστοριών του, χωρίς την κάθαρση για το θεατή και την λύτρωση των ηρώων από τα προβλήματα που αντιμετωπίζουν, σηματοδοτούν το προσωπικό ύφος που ξεχωρίζει τον Λιντς απ’όλο το φάσμα του αμερικάνικου και παγκόσμιου κινηματογράφου. Ως μοναδικό κινηματογραφικό φαινόμενο, μετά το εμβληματικό «Ανδαλουσιανό σκύλο» που σημάδεψε την ιστορία του κινηματογράφου ως αισθητική πρόταση, το «Inland empire», περιέχοντας μια βαθειά ανατομία του εσωτερικού της ψυχής και του κρυμμένου της μεγαλείου με ένα γοητευτικό σασπένς καταγράφει έμμεσα την πτώση κάθε έννοιας και φιλοσοφίας του χολιγουντιανού ονείρου σε όλες του τις εκφράσεις αναδεικνύει ανάμεσα στο φως και στο σκοτάδι ή αν θέλετε μεταξύ της επιφανειακής ευτυχίας και της απόλυτης απαισιοδοξίας μιας χαοτικής απόρριψης της ζωής έναν υπόγειο κόσμο αναζήτησης διεξόδων με αφορμή τα γυρίσματα μιας ταινίας που καταλήγουν στη δολοφονία της πρωταγωνίστριας. Σε δεύτερο επίπεδο ανάγνωσης, αυτός ο κινηματογραφικός λαβύρινθος ενός ονείρου που γίνεται ο εφιάλτης για την ηθοποιό που βιώνει με αγωνία τον φόβο σε μια καθοριστική εξάρτηση από το βίαιο ιστορικό μιας πολωνικής ταινίας, με ένα μοιραίο ερωτικό τρίγωνο, που δεν προβλήθηκε ποτέ, δίνει έντεχνα και αμείλικτα στο θεατή όλο εκείνο το ψυχολογικό αδιέξοδο των ευαίσθητων τουλάχιστον ανθρώπων των δυτικών κοινωνιών να βρουν ισορροπημένες και λογικές λύσεις στα προβλήματα τους, σε σχέση με την καριέρα ή την ερωτική τους ζωή χωρίς τύψεις και ενοχές με τελικό ζητούμενο την ευτυχία που τελικά δεν έρχεται μέσα από την πολυπλοκότητα και τις πιέσεις της καθημερινής τους πραγματικότητας. Είναι γνωστό εξάλλου ότι ο Λίντς πιστεύει στον υπερβατικό διαλογισμό κάνοντας φανατικές προσπάθειες για τη διάδοση του στην Πανεπιστημιακή εκπαίδευση στις ΗΠΑ, θεωρώντας τον ως την μόνη μέθοδο για την καταπολέμηση του στρες που μαστίζει το σύγχρονο ανεπτυγμένο κόσμο. Με αυτό το σκεπτικό αποκωδικοποιούνται τα πολλαπλά υπαρξιακά ερωτήματα που θέτει η ταινία που αναλύουμε και βρίσκουν απάντηση σε μια μορφή σωτηρίας μέσω του υπερβατικού διαλογισμού. Ταυτόχρονα η εκπόρνευση του έρωτα, που φαντάζει στην ταινία πρόσκαιρη ανάσα ενός μιούζικαλ προκλητικών κοριτσιών, ή η συχνή αναφορά στο θαυμαστό κόσμο των ζώων που εξισορροπεί τα ανθρώπινα πάθη και λάθη με τους φυσικούς του νόμους, ακόμα και ως σουρεαλιστικό σύμβολο, που παραπέμπει στο παράλογο των μύθων, με την σκηνή των ανθρώπων-κουνελιών στην αρχή και το τέλος της ταινίας, υπογραμμίζει τη δραματουργική εξέλιξη που ζητά απεγνωσμένα μια εσωτερική δύναμη ειρήνης που ξορκίζει τις συγκρούσεις. Οι κινήσεις της βιντεοκάμερας στο ρυθμό ενός θρίλερ που εκφράζεται στα πλάνα και στα πρόσωπα συμπληρώνουν έξυπνα το προσωπικό συμπάν του Λιντς που χαρακτηρίζεται από τον κατακερματισμένο χρόνο καθιερώνοντας ουσιαστικά μια νέα κινηματογραφική γλώσσα που είναι και αποτέλεσμα συγκεκριμένης φιλοσοφικής θέασης ονείρων και ψευδαισθήσεων, κατορθώνοντας να δώσει νέα διάσταση στην έννοια του ανολοκλήρωτου της αφήγησης. Διάδρομοι χωρίς διέξοδο και το κόκκινο που χρωματίζει τη διαρκή απειλή της βίας αντανακλούν ως σύμβολα ένα υπαρκτό ιστορικό εγκλημάτων και τρομοκρατικών πράξεων που στιγματίζουν διεθνώς το σκηνικό της ζωής στον πλανήτη, ως αποτέλεσμα διαπλεκόμενων πολιτικών και οικονομικών ή θρησκευτικών σκοπιμοτήτων στο καθεστώς της νέας παγκόσμιας τάξης. Η υποβλητική ταύτιση του θεατή και η επίπονη συμμετοχή του σε αυτή την αρχέγονη διαδρομή ταυτισμένη με το βλέμμα και την αγωνία του Λιντς απηχεί την ανάγκη των κινηματογραφικών τεχνικών και μέσων να ορίσουν με νέες φόρμες την δομή και την αξία της 7ης τέχνης, ώστε να εκφράζει την εσωτερική φωνή του κάθε σκεπτόμενου δημιουργού, ενώνοντας έτσι την τέχνη με την πραγματική ζωή και τον ανεκπλήρωτο πόθο της επιτυχίας με την επικείμενη ψυχολογική πτώση και κοινωνική παρακμή, προκαλώντας έτσι τον προβληματισμένο θεατή να ανακαλύψει σταδιακά τη γοητεία και την ομορφιά του κινηματογράφου ως απάντηση στα πολιτιστικά υποπροϊόντα και τα τηλεοπτικά σόου και ριάλιτι. Πιστεύω, εντέλει, ότι το μόνο αξιόπιστο σημάδι του «Inland empire» είναι η ανακάλυψη του λεγόμενου «κινηματογράφου του δημιουργού», μέσα από μια θαρραλέα ματιά που απαντά στα κοινά μας υπαρξιακά αδιέξοδα υπερβαίνοντας τη ρεαλιστική οπτική με τη μεταφυσική διάσταση του τρόπου σκέψης αρχαίων πολιτισμών που δικαιώνει την ίδια την ύπαρξη της τέχνης. Inland Empire Robert Altman, The Player: Κάθε σενάριο μπορεί (και πρέπει) να συνοψίζεται σε λιγότερες από 25 λέξεις. Πολύ θα ήθελα να ήμουν παρών όταν ο David Lynch θα προσπαθούσε κάτι τέτοιο… Σχεδόν διάσημη ηθοποιός κερδίζει τον πολυπόθητο ρόλο σε remake ανολοκλήρωτου πολωνικού φίλμ, οι πρωταγωνιστές του οποίου δολοφονήθηκαν μυστηριωδώς. Ακολουθεί το χάος. Μία συγκλονιστική Laura Dern στο διπλό ρόλο της εύθραυστης Nikki / Susan κι ένας γοητευτικά σκοτεινός Justin Theroux, ξεκινούν τα γυρίσματα υπό τη σκηνοθετική καθοδήγηση του Kingsley (ο Jeremy Irons στα όρια του μανιερισμού). Η σχέση τους αποκτά υπόσταση και εκτός πλατώ, ενώ καταδύονται όλο και βαθύτερα σε κάτι που μοιάζει με εφιάλτη. Τον κύκλο του ανεξήγητου διευρύνουν μια αινιγματική γειτόνισσα (μνημειώδης η παρουσία της Grace Zabriskie), μια τσιγγάνικη ιστορία εκδίκησης, ένας αιματηρός φόνος, ένας οίκος ανοχής στον οποίο διδάσκεται χορός, ένα sitcom με ομιλούντα κουνέλια. Αναρίθμητες κούκλες babushka σε μια αέναη διαδοχή φαντασίας και πραγματικότητας, ταινίας μέσα σε ταινία. Είναι γεγονός πως σκόρπια στοιχεία της ιστορίας σε ξεγελούν, νομίζεις πως καταλήγουν κάπου. Και ξαφνικά –η απόλυτη σκηνή ανθολογίας– τα ηχεία δονούνται από τις νότες του Loco-Motion και συνειδητοποιείς πως είναι μάταιο να αγωνίζεσαι. Το (όποιο) σενάριο όχι μόνο δεν υπακούει σε κανόνες γραμμικής αφήγησης, αλλά υποσκάπτει και τα θεμέλια της λογικής. Αποδεχόμενο πολλαπλά (ή και κανένα) επίπεδα ανάγνωσης, σε παρακινεί να απαλλαγείς από την αναζήτηση του οικείου και να γευτείς το ονειρικό. Πέντε χρόνια μετά το καθολικής αποδοχής (περίεργα δεν ακούγεται;) Mulholland Drive, ο δημιουργός που αποδόμησε την ανυποψίαστη τηλεόραση με το Twin Peaks ανακαλύπτει την ψηφιακή κάμερα και επαναλαμβάνει το ίδιο με τον κινηματογράφο. Σα μικρό παιδί που χαίρεται το καινούριο του απόκτημα, εξερευνά ένα θαυμαστό κόσμο και απολαμβάνει κάθε του πτυχή. Πειραματίζεται με σκηνικά, φακούς, πλάνα, εφφέ, ήχους. Πλάθει και πάλι ένα δικό του σύμπαν, αφοπλιστικά πρωτογενές. Η εικόνα είναι ότι πιο ακατέργαστο έχετε δει μέχρι σήμερα, η ατμόσφαιρα τόσο απόκοσμη που στοιχειώνει. Τα χρώματα διαχέονται σε έναν παροξυσμό έντασης, η μουσική πυκνώνει τον ιστό της αγωνίας. Η χρήση των τεσσάρων τραγουδιών του soundtrack είναι τόσο ευφάνταστη που δημιουργεί σχολή, με κορύφωση το Sinnerman της Nina Simone στους τίτλους του τέλους. Το ταξίδι στο υποσυνείδητο μόλις άρχισε. Ανάλογα με τη χώρα προβολής διαρκεί από 172 έως 197 λεπτά. Ο Lynch προσπάθησε (και εν μέρει κατάφερε) να επανεφεύρει τον εαυτό του. Οι εμμονές του υπάρχουν κι εδώ, η θεματική της προηγούμενης ταινίας του δεν απέχει πολύ, πάντως το μέσο που χρησιμοποιεί δίνει άλλη διάσταση στο σύνολο του έργου του. Σαφέστατα και πάλι θα λατρευτεί και θα διχάσει. Η ιδιοφυής δημιουργία του όμως είναι κατά κύριο λόγο πρωτοποριακή. Ως τώρα η ψηφιακή κινηματογράφηση είχε χρησιμοποιηθεί είτε για υπερφίαλες παραγωγές του Δόγματος, είτε για γραφικά πονήματα τύπου The Blair Witch Project, με σκοπό το ρεαλισμό ή την αληθοφάνεια και όχι την μυθοπλασία. Για πρώτη φορά αυτά συγκλίνουν. Επιπλέον, και παρ’ όλες τις εικαστικές καταβολές του σκηνοθέτη, στους άψυχους πίνακες του Greenaway αντιπαραβάλλονται εικόνες απόλυτης φόρτισης. Και το να πλημμυρίζεις συναισθήματα ένα θεατή αποστασιοποιημένο από τα όσα ακατανόητα διαδραματίζονται στην οθόνη, είναι ο ορισμός του ταλέντου. Είναι η πεμπτουσία του σινεμά. |