Barney's Version.ΗΠΑ, 2010. Σκηνοθεσία: Ρίτσαρντ Τζ. Λούις. Σενάριο: Μάικλ Κονάιβς, από μυθ. Μορντεκάι Ρίτσλερ. Ηθοποιοί: Πολ Τζιαμάτι, Ντάστιν Χόφμαν, Ρόζαμουντ Πάικ, Μίνι Ντράιβερ, Ντέιβιντ Κρόνενμπεργκ. 132' Ενας εβραϊκής καταγωγής τηλεοπτικός παραγωγός αναπολεί τη σεξουαλική ζωή του με τις τρεις συζύγους του, σε μια διανθισμένη με άφθονο χιούμορ ταινία, με μια όλο ενέργεια και ενθουσιασμό ερμηνεία του Πολ Τζιαμάτι. Οικογενειακό, συγκινητικό, διάχυτο με χιούμορ, δράμα είναι η ταινία «Ο τρόπος του Μπάρνεϊ» του νέου σκηνοθέτη Ρίτσαρντ Λούις (παραγωγού και σκηνοθέτη της τηλεοπτικής σειράς CSI), που πρωτοείδαμε στο περσινό Φεστιβάλ Βενετίας. Ο Πολ Τζιαμάτι («Πλαγίως», «Ο τελευταίος σταθμός»), ένας εβραϊκής καταγωγής παραγωγός της τηλεόρασης, χωρισμένος από τη γυναίκα του, με την οποία εξακολουθεί να είναι ερωτευμένος, αναπολεί την προηγούμενη ζωή του και τις σχέσεις του με τις δύο πρώην συζύγους του και τα παιδιά του, μέχρι τη στιγμή που προσβάλλεται από την ασθένεια του Αλτσχάιμερ. Οι ανθρώπινες αδυναμίες, η απιστία, το διαζύγιο, η εμμονή στο σεξ είναι μερικά από τα θέματα της ταινίας (και του βιβλίου του Μορντεκάι Ρίτσλερ στο οποίο βασίστηκε). Ο Λούις τα παρουσιάζει με χιούμορ και ειρωνική συχνά ματιά, όπως στη σκηνή με τον Τζιαμάτι να φλερτάρει την τρίτη του γυναίκα, Μίριαμ (μια πολύ καλή Ρόζαμουντ Πάικ), στη διάρκεια της γαμήλιας τελετής του δεύτερου γάμου του, ή στη σκηνή με το σκηνοθέτη Ντέιβιντ Κρόνενμπεργκ να ερμηνεύει ένα μέτριο σκηνοθέτη σαπουνόπερας. Στα συν της ταινίας, το ευρηματικό σενάριο, οι διάφοροι εκκεντρικοί χαρακτήρες, η προσεγμένη σκηνοθεσία, ο καλός ρυθμός και, βέβαια, οι πολύ καλές ερμηνείες, ιδιαίτερα εκείνες του Τζιαμάτι και του Χόφμαν, τέλειου στο ρόλο του αξιαγάπητου πατέρα του. «Ο τρόπος του Μπάρνεϊ» (Barney’s version) του Ρίτσαρντ Τζ. Λιούις. Καλογραµµένο, καλοσκηνοθετηµένο και καλοπαιγµένο. Ιδιαιτέρως από τον Πολ Τζιαµάτι που επιδίδεται σε ρεσιτάλ ερµηνείας. Με επιµύθιο«να είσαι σπουδαίοςστις πράξεις σου όσοκαιτιςσκέψεις σου». Ενας µποέµ Εβραίος, ευτραφής και βουληµικός τύπος, διασχίζει τέσσερις δεκαετίες. Από τη Ρώµη που παντρεύεται στα γρήγορα µια ξανθιά,γιατί – λέει εκείνη– «µε γκάστρωσε µέσα σε 30 δευτερόλεπτα τριβής», µέχρι τιςµέρες µαςόπου καταλήγει διάσηµος παραγωγός τηλεόρασης. Οµως το καλύτερο είναι το µέροςτης καρδιάς.Τη βραδιά του γάµου του µε πλούσια εβραία ερωτεύεται on the spot µια άλλη γυναίκα. Αυτό ήταν.Από εκείνη τηστιγµή ολοκληρωτικά,ψυχή τε και σώµατι,στη Μίριαµ.Μέχρι τονθάνατο και ακόµα πιο µακριά. Αληθινά σας λέω στο τέλος η καρδιά του Μπάρνεϊ Πανόφσκι, που διαρκώς πίνει και καπνίζει σαν θεριακλής, παραλίγο να µε πνίξει στα ζουµιά. Ο ΤΡΟΠΟΣ ΤΟΥ MΠΑΡΝΕΪ BARNEY'S VERSION του Ρίτσαρντ Τζ. Λιούις Ο εξηντάχρονος Μπάρνεϊ Πανόφσκι δεν έχει κάνει και λίγα πράγματα στη ζωή του. Έχει ζήσει μια έντονη μποέμικη ζωή κατά τα νεανικά του χρόνια στη Ρώμη, έγινε ένας επιτυχημένος τηλεοπτικός παραγωγός (ιδρυτής της εταιρείας “Totally Unnecessary Productions”), παντρεύτηκε τρεις φορές, έκανε δύο παιδιά, παραμένοντας φανατικός πότης, μανιώδης καπνιστής πούρων Montecristo, λάτρης του χόκεϊ, τυχοδιώκτης και αυτοκαταστροφικός. Η τρίτη γυναίκα του, Μίριαμ, με την οποία έχει χωρίσει, αποτελεί την απόλυτη ψύχωση για εκείνον. Όταν θα βρεθεί κατηγορούμενος για τη δολοφονία του Μπούγκι, άσπονδου φίλου της νεανικής του ζωής και στα πρόθυρα το Αλτσχάιμερ να βυθίσει στο σκοτάδι όλες του τις αναμνήσεις, αποφασίζει να διηγηθεί τη δική του εκδοχή ξεκαθαρίζοντας τους λογαριασμούς του με το παρελθόν και συμπληρώνοντας καρέ – καρέ τα κομμάτια του παζλ της ζωής του. ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ Συμμετοχή στο Φεστιβάλ Τορόντο 2010 Ο δημοφιλής ηθοποιός ΠΟΛ ΤΖΙΑΜΑΤΙ, γνωστός στην Ελλάδα από το «Πλαγίως» του Αλεξάντερ Πέιν, έφυγε από τις φετινές ΧΡΥΣΕΣ ΣΦΑΙΡΕΣ με το Α' ΒΡΑΒΕΙΟ ΑΝΔΡΙΚΟΥ ΡΟΛΟΥ για την αφοπλιστικά συγκινητική ερμηνεία που έδωσε στην ταινία “Barney's Version” του ΡΙΤΣΑΡΝΤ ΤΖ. ΛΙΟΥΙΣ (“CSI”), μια μεγαλοφυής “μαύρη” κωμωδία για έναν “bon viveur” παραγωγό της τηλεόρασης, του οποίου η ζωή είναι πιο χαοτική και από μια σαπουνόπερα. Η ταινία έκανε διεθνή πρεμιέρα στο ΦΕΣΤΙΒΑΛ ΤΗΣ ΒΕΝΕΤΙΑΣ αποσπώντας διθυραμβικά σχόλια και είναι υποψήφια για το ΌΣΚΑΡ στην κατηγορία ΜΑΚΙΓΙΑΖ για την εντυπωσιακή αλλαγή που πέτυχε ο ΑΝΤΡΙΕΝ ΜΟΡΩ στην εμφάνιση του Τζιαμάτι, ώστε να φαίνεται κατά 40 χρόνια μεγαλύτερος! Στο Φεστιβάλ του Σαν Σεμπαστιάν, όπου προβλήθηκε, η ταινία απέσπασε το ΒΡΑΒΕΙΟ ΚΟΙΝΟΥ και ο Τζιαμάτι συζητήθηκε πολύ για το ρεσιτάλ ερμηνείας που δίνει στον ρόλο του πιο κωμικού και ανθρώπινου χαρακτήρα της καριέρας του. Ο υπέροχος “Barney Panofski” είναι ένας ασυνήθιστος αλλά αξιολάτρευτος τύπος, που ξεπήδησε μέσα από τις σελίδες ενός best seller του βραβευμένου Καναδού συγγραφέα ΜΟΡΝΤΕΚΑΪ ΡΙΧΛΕΡ, συγκινεί και διασκεδάζει και γίνεται ο ήρωας μιας ταινίας που με χιούμορ και απέραντη τρυφερότητα αποτελεί έναν μοναδικό ύμνο στη ζωή και την αγάπη. Τη διασκευή του σεναρίου, ξεκίνησε ο συγγραφέας, με το θάνατό του, όμως, το 2001, η ιδέα έμεινε στα σκαριά, μέχρι που τη σκυτάλη της επιμέλειας του σεναρίου πήρε δυναμικά ο ΜΑΙΚΛ ΚΟΝΙΒΣ, που έχει μακρόχρονη προϋπηρεσία στην επιστημονική φαντασία (“Solar Attack”, “Earthstorm”, “Storm Cell”, “Fire & Ice”). Μαζί με τον Τζιαμάτι, την παράσταση κλέβει ο θρυλικός ηθοποιός ΝΤΑΣΤΙΝ ΧΟΦΜΑΝ στον ρόλο του εκκεντρικού, αλλά στοργικού πατέρα του Μπάρνεϊ. Το ταλαντούχο καστ συμπληρώνουν η αφρόκρεμα του καναδέζικου σινεμά και μεγάλοι σκηνοθέτες, φίλοι του παραγωγού της ταινίας, ΡΟΜΠΕΡΤ ΛΑΝΤΟΣ, σε cameo εμφανίσεις, όπως: ΝΤΕΙΒΙΝΤ ΚΡΟΝΕΝΜΠΕΡΓΚ, ΑΤΟΜ ΕΓΚΟΓΙΑΝ, ΤΕΝΤ ΚΟΤΣΕΦ, ΝΤΕΝΙΣ ΑΡΚΑΝ. ΟΙ ΧΑΡΑΚΤΗΡΕΣ Μπάρνεϊ Πανόφσκι (PAUL GIAMATTI) – ο Μπάρνεϋ Ο Μπάρνεϊ Πανόφσκι είναι ένας πετυχημένος παραγωγός της τηλεόρασης, με τρεις , όμως, αποτυχημένους γάμους στο ενεργητικό του, δύο παιδιά, έναν εκκεντρικό, γυναικά αλλά στοργικό πατέρα και υπέροχους αλλά άσπονδους φίλους γύρω του. Είναι ένας πραγματικός “bon viveur” και ένας αμετανόητος ρομαντικός που διαθέτει φαντασία , ευφυία και γενναιοδωρία. Είναι ένας καλόκαρδος άνθρωπος που θέλει να ζει καλά., να τρώει καλά, να πίνει καλά, να καπνίζει τα αγαπημένα του πούρα, να διασκεδάζει με τους φίλους του και που γενικά ξέρει από πρώτο χέρι ό, τι έχει να κάνει με την καλοπέραση. Βλέπει μόνο τη θετική πλευρά της ζωής και έχει ένα ανυποχώρητο πείσμα. Επίσης, είναι, αν και όχι ιδιαίτερα όμορφος, γυναικοκατακτητής. Ίζι Πανόφσκι (DUSTIN HOFFMAN) – ο πατέρας Ο πατέρας του Μπάρνεϊ, ένας βετεράνος μπάτσος, αφότου έχασε τη γυναίκα του, είναι αμετανόητος γυναικάς. Είναι εκκεντρικός αλλά στέκεται στον Μπάρνεϊ όσο κανένας. Είναι για εκείνον πιο πολύ αδερφός ή φίλος παρά πατέρας. Κλάρα ( RACHELLE LEFEVRE) – 1η σύζυγος Η Κλάρα είναι η πρώτη γυναίκα του Μπάρνεϊ. Ζωγράφος, απελευθερωμένη, φεμινίστρια, μια γνήσια μποέμικη φιγούρα, την οποία ο Μπάρνεï παντρεύεται στη Ρώμη, όταν εκείνη του ανακοινώνει ότι περιμένει το παιδί του. Όταν μαθαίνει ότι το παιδί τελικά δεν είναι δικό του αλλά ενός φίλου του, εκείνος τη χωρίζει για να παντρευτεί την δεύτερη κυρία Π. και εκείνη αυτοκτονεί. Κυρία Π. ( MINNIE DRIVER) – 2η σύζυγος Ο Μπάρνεϊ μισεί τόσο τη δεύτερη σύζυγό του, στο ρόλο της οποίας βλέπουμε την απολαυστική Μίνι Ντράιβερ, που στην ταινία δε μαθαίνουμε ποτέ το όνομα της . Δεν αναφέρεται ούτε μία φορά, παρά μόνο ως κυρία Πανόφσκι, η οποία είναι μια ευκατάστατη γόνος μιας εβραϊκής οικογένειας, που μιλάει πολύ και γίνεται ανυπόφορη με τις εμμονές της. Μίριαμ (ROSAMUND PIKE) – 3η σύζυγος Η όμορφη, έξυπνη και σχεδόν τέλεια Μίριαμ, είναι η αιώνια αγάπη του Μπάρνεϊ, η γυναίκα της ζωής του. Τη γνωρίζει στην δεξίωση του δεύτερου γάμου του με την Κυρία Π. και έκτοτε του γίνεται η απόλυτη ψύχωση. Καθώς αισθάνεται ότι βρήκε το έτερον ήμισυ δεν το βάζει κάτω μέχρι να την κερδίσει, καθότι παντρεμένος ακόμη. Τελικά, τα φέρνει όλα όπως τα έχει σχεδιάσει στο μυαλό του, παίρνει διαζύγιο, την παντρεύεται, ζει μαζί της για δεκαετίες ευτυχισμένος και πλήρης κάνοντας μαζί της δύο παιδιά, αλλά αργά ή γρήγορα ο Μπάρνεϊ θα τα καταστρέψει όλα, πολύ απλά γιατί ποτέ δεν ένιωσε ότι η Μίριαμ του αξίζει πραγματικά. Μπούγκι ( SCOTT SPEEDMAN) – ο κολλητός Ο κολλητός του , από τα νεανικά τους χρόνια στη Ρώμη, αποδεικνύεται άσπονδος φίλος και γίνεται η αφορμή για να ξαναθυμηθεί ο Μπάρνεϊ τη ζωή του και να κλείσει τους λογαριασμούς του με το παρελθόν. Ο αναπάντεχος θάνατός του Μπούγκι τον στιγματίζει. Μπλερ (BRUCE GREENWOOD) – ο αντίζηλος Ο δεύτερος σύζυγος της Μίριαμ, μετά τον δραματικό χωρισμό της με τον Μπάρνεϊ. Ο αιώνιος αντίζηλος του, μετά τον χωρισμό του με την Μίριαμ, που δεν καταφέρνει να ξεπεράσει ποτέ. Όταν ο Μπλερ εμφανίζεται στο προσκήνιο, διαταράσσοντας την οικογενειακή του ευτυχία με την Μίριαμ, ο Μπάρνεϊ χάνει τη γη κάτω από τα πόδια του και σαμποτάρει ο ίδιος τον εαυτό του από ζήλια και βγάζει ένα εαυτό που ούτε ο ίδιος δεν αναγνωρίζει. Ο Μπλερ είναι κατά κάποιο τρόπο η αφορμή να φανεί η αυτοκαταστροφική τάση του Μπάρνεϊ. TRIVIA ΠΑΡΑΓΩΓΗΣ Η διασκευή του βιβλίου Το βιβλίο του Ρίχλερ είναι χωρισμένο σε 3 μέρη, όσοι ακριβώς και οι γάμοι που έκανε στη ζωή του ο Μπάρνεϊ. Ενώ το φιλμ ακολουθεί τη δομή του βιβλίου σχεδόν πιστά, η αναφορά στην πρώτη του γυναίκα Κλάρα και τη δεύτερη Κυρία Πανόφσκι έχει κατά κάποιο τρόπο συντομευθεί. Άλλοι πάλι χαρακτήρες, όπως ο πατέρας του Μπάρνεϊ, Ίζι Πανόφσκι, έχουν ενισχυθεί. Άλλοι δευτερεύοντες χαρακτήρες είτε αφαιρέθηκαν είτε συρρικνώθηκαν. Ο Κόνιβς θεωρεί ότι οι αλλαγές δεν αλλοίωσαν καθόλου την καρδιά του μυθιστορήματος. Ο Ρόμπερτ Λάντος υπερασπιζόταν πολύ το βιβλίο καθώς ήταν παλιός φίλος του Ρίχλερ, με αποτέλεσμα η μεταφορά του στον κινηματογράφο να αποτελεί προσωπικό στοίχημα για εκείνον, όπως ήταν και για τον Ρίχλερ όσο ζούσε. Τα πάντα έπρεπε να παραμείνουν όσο το δυνατόν πιο πιστά στο πρωτότυπο κείμενο, όπως και τελικά έγινε, στο σενάριο διατηρήθηκε το αρχικό πνεύμα του βιβλίου. Ο Λάντος, επίσης, αντικατέστησε το Παρίσι, όπου ο Μπάρνεϊ πέρασε τα νεανικά του μποέμικα χρόνια, με τη Ρώμη, επειδή αισθάνθηκε ότι θα φαινόταν κλισέ ένα ακόμη γκρουπ καλλιτεχνών να περιδιαβαίνει την περιοχή Germain des Prés στην καρδιά του Παρισιού. Η Ρώμη φαινόταν μια πιο σίγουρη και ενδιαφέρουσα εναλλακτική επιλογή. Ένας ακόμη λόγος που επέβαλλε τη Ρώμη αντί για το Παρίσι, είναι ότι ο Ρίχλερ, όταν δούλευε το σενάριο μαζί με τον Κόνιβς, του είχε αποκαλύψει ότι σε νεαρή ηλικία έζησε για λίγα χρόνια εκεί μαζί με τη γυναίκα του Φλοράνς, με την οποία είχανε «κλεφτεί» αφού εγκαταλείψανε τους συζύγους τους και είχανε βρει εκεί το καταφύγιό τους μέχρι να ηρεμήσουν τα πνεύματα. Το βιβλίο έγινε best-seller στην Ιταλία, ο Ρίχλερ, όσο ζούσε εκεί, ήταν ένας ευυπόληπτος συγγραφέας και με το “Barney’s Version”, έγινε ένας rock star. Το σενάριο Ο Κόνιβς έχει δηλώσει στο παρελθόν ότι το “Barney’s Version” είναι το μοναδικό βιβλίο στη ζωή του που έχει διαβάσει 2 φορές! Από την πρώτη ανάγνωση είχε αποφασίσει να κυνηγήσει την ευκαιρία να το διασκευάσει. «Άρχισα να ερευνώ αμέσως ποιος έχει τα δικαιώματα μετά τον θάνατό του Ρίχλερ και για καλή μου τύχη ανακάλυψα ότι είχαν περιέλθει στον Ρόμπερτ Λάντος, με τον οποίο κατάφερα να έρθω σε επαφή μέσω ενός κοινού καλού μας φίλου. Όταν συναντήθηκα μαζί του, νόμιζα ότι θα ξεκινούσαμε από την αρχή, που να φανταστώ ότι είχαν ήδη γράψει με τον Ρίχλερ δεκάδες προσχέδια! Μετά από 5’ στο ίδιο δωμάτιο,ο Λάντος με εμπιστεύτηκε σχεδόν τυφλά και τελικά, δουλέψαμε πάνω σε μια δομή που πρότεινα για δύο περίπου χρόνια με το αποτέλεσμα που φαίνεται στην οθόνη. Το “Barney’s Version” είναι μια μακρόχρονη ιστορία για τον Λάντος, μια πολύ προσωπική και σοβαρή υπόθεση για εκείνον και μια ηθική του δέσμευση προς τον απόντα Ρίχλερ. Το casting Το αρχικό casting για τον πρωταγωνιστικό ρόλο του Μπάρνεϊ έγινε από τον Λάντος και τον Ρίχλερ. Οι οποίοι έψαχναν έναν ηθοποιό όχι συμβατικά όμορφο. Αν θύμιζε σταρ του σινεμά θα «έριχνε» πολύ εύκολα όλα τα κορίτσια της ταινίας. Ο Μπάρνεϊ έπρεπε να είναι ακαταμάχητα χαριτωμένος και έξυπνος, ώστε εύκολα να του συγχωρείς τα πάντα. Βλέποντας τον Τζιαμάτι να κερδίζει τη Χρυσή Σφαίρα για το «Πλαγίως» στον αξέχαστο ρόλο του Μάιλς Ρέιμοντ, ο Λάντος είχε βρει τον πρωταγωνιστή του. Ο Τζιαμάτι δέχθηκε μετά χαράς. Ο μόνος ηθοποιός, εκτός του Τζιαμάτι, που ο Λάντος και ο Ρίχλερ πιστεύανε ότι θα ήταν ιδανικός για τον ρόλο του Μπάρνεϊ είναι ο Ντάστιν Χόφμαν 30 χρόνια πριν. Τελικά, ο Λάντος πλησίασε τον Χόφμαν για να υποδυθεί τον σκληρό παλαίμαχο αστυνομικό αλλά στοργικό πατέρα του Μπάρνεϊ. Ο Ρόμπερτ Λάντος για την ταινία «Πρωτοδιάβασα το βιβλίο, όταν ακόμη ο Μόρντεκαϊ Ρίχλερ ζούσε και μου είχε στείλει το χειρόγραφο. Είχαμε στο μεταξύ συνεργαστεί ξανά το 1985, γυρίζοντας την ταινία «Ο Τζόσουα τότε και τώρα», που βασίζεται επίσης σε βιβλίο του. Ο ίδιος είχε αναλάβει και τη συγγραφή του σεναρίου, διασκευάζοντας το βιβλίο του. Ο μοναδικός χαρακτήρας του Μπάρνεϊ, που παλεύει να συμφιλιωθεί με τον εαυτό του μέχρι το τέλος της ζωής του, με είχε αγγίξει αμέσως από την πρώτη ανάγνωση. Με ενδιαφέρει γενικά να δουλεύω με χαρακτήρες που είναι, είτε υποτιμημένοι είτε παρεξηγημένοι, όπως ακριβώς ήταν και ο Μπάρνεϊ. Για εμένα, ο Ρίχλερ είναι ένας από τους καλύτερους συγγραφείς στον κόσμο και το βιβλίο του “Barney’s version” το καλύτερο που έχει γράψει ποτέ και αγαπημένο μου. Ήταν μεγάλη η πρόκληση για εμάς να διασκευάσουμε το βιβλίο για τον κινηματογράφο, καθώς η ιστορία εκτυλίσσεται στη διάρκεια τεσσάρων δεκαετιών και δύο ηπείρων! Αν και για την ιστορία της λογοτεχνίας αποτελεί υπόδειγμα γραφής και αφήγησης, η δυσκολία να αποδοθεί το βιβλίο κινηματογραφικά ήταν προφανής. Έπειτα, ο Ρίχλερ απεβίωσε το 2001 και αυτό έκανε το έργο της διασκευής ακόμη δυσκολότερο». Για όλους αυτούς τους λόγους η προετοιμασία της παραγωγής κράτησε 12 ολόκληρα χρόνια! Ο Ρίτσαρντ Τζ. Λιούις είχε ξαναδουλέψει με τον Ρομπέρτο Λάντος στην ταινία “Whale Music”. Επίσης, είχε παθιαστεί με την ιστορία του Μπάρνεϊ. «Διάβασα το βιβλίο του 1998, όταν πρωτοεκδόθηκε, και ταυτίστηκα με την ιστορία από την πρώτη στιγμή». Η οικογένεια του Ρίχλερ Αν και ο Ρίχλερ δεν έμελλε να ζήσει για να δει και να χαρεί το τελευταίο και καλύτερο βιβλίο του στην μεγάλη οθόνη, η οικογένειά του ασχολήθηκε με την παραγωγή της ταινίας, με αρκετά μέλη της οποίας να εμφανίζονται ως κομπάρσοι στην σκηνή του γάμου του Μπάρνεϊ με την δεύτερη γυναίκα του, στο Ritz, που υπήρξε ένα μεγαλειώδες σκηνικό. Ο Λάντος θυμάται «η οικογένεια του Ρίχλερ παρακολουθούσε συχνά τα γυρίσματα και προσωπικά η παρουσία τους μου έδινε μεγάλη χαρά. Σίγουρα, και ο Ρίχλερ θα χαιρόταν πολύ εάν μπορούσε να βρίσκεται και εκείνος παρόν. Το “Barney’s Version είναι δική του ταινία και εννοείται «ανήκει» στην οικογένεια του. Αγκάλιασαν την παραγωγή, αισθάνθηκαν ότι είναι δικό τους επίτευγμα το τελικό αποτέλεσμα και τους ευγνωμονώ γι’ αυτό. Ήταν και για εμένα πολύ σπουδαίο». Οι cameo εμφανίσεις Στην ταινία εμφανίζονται πολλοί φίλοι, συνεργάτες και θαυμαστές του Ρίχλερ σε cameo εμφανίσεις έκπληξη. Για παράδειγμα, ο καλός του φίλος, Τεντ Κότσεφ, με τον οποίο συνεργάστηκε σε αμέτρητα projects, συμπεριλαμβανομένων και των ταινιών «Η μαθητεία του Ντάντι Κράβιτς» και «Ο Τζόσουα τότε και τώρα», εμφανίζεται ως εισπράκτορας στο τρένο, όπου ο Μπάρνεϊ τρέχει να συναντήσει την Μίριαμ, που του έκλεψε την καρδιά, για να προλάβει να της εξομολογηθεί τον έρωτα του. Ο Ρίτσαρντ Τζ. Λιούις εμφανίζεται ως παθολόγος, οι σκηνοθέτες Ντέιβιντ Κρόνεμπεργκ και Ατόμ Εγκογιάν εμφανίζονται ως σκηνοθέτες, υποδύονται δηλαδή τους εαυτούς τους στο τηλεοπτικό σετ όπου ο Μπάρνεϊ γυρίζει μια σαπουνόπερα. Ο Ντένις Αρκάντ, είναι ο μετρ στο αγαπημένο εστιατόριο του Μπάρνεϊ και τις Μίριαμ. ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΑ ΗΘΟΠΟΙΩΝ ΠΟΛ ΤΖΙΑΜΑΤΙ (PAUL GIAMATTI)-ΜΠΑΡΝΕΫ ΠΑΝΟΦΣΚΙ Ο βραβευμένος με Χρυσή Σφαίρα Αμερικανός ηθοποιός έγινε διάσημος και ιδιαίτερα αγαπητός στο ελληνικό κοινό το 2004 ως Μάιλς στην ταινία του Αλεξάντερ Πέιν, «Πλαγίως». Με ιταλικές και ιρλανδικές ρίζες, ο Τζιαμάτι γεννήθηκε τον Ιούνιο του 1967 στο Κονέκτικατ των ΗΠΑ. Είναι ο μικρότερος από τα τρία παιδιά της καλλιτεχνικής οικογένειας Τζιαμάτι. Ο αδερφός του, Μάρκους, είναι επίσης ηθοποιός. Ο πατέρας του, Μπάρτ υπήρξε καθηγητής του Yale, διδάσκοντας Λογοτεχνία της Αναγέννησης, ωσότου εκλέχθηκε ο μικρότερος σε ηλικία πρύτανης στην ιστορία του Πανεπιστημίου. Η μητέρα του, Toni Smith, υπήρξε επίσης ηθοποιός. Ο Τζιαμάτι ακολουθώντας τα χνάρια του πατέρα του φοίτησε στο Yale, στη σχολή θεάτρου του πανεπιστημίου και ξεκίνησε την καριέρα του από το θέατρο το 1989, αποσπώντας διθυραμβικές κριτικές. Στον κινηματογράφο κέρδισε την προσοχή του κοινού το 1997 με την κωμωδία “Private Parts” και με άλλους δεύτερους αλλά χαρακτηριστικούς ρόλους. Την καθοριστική ώθηση στην καριέρα του έδωσε, ωστόσο, ο ρόλος του στην ταινία του Μίλος Φόρμαν «Ανθρωπος στο Φεγγάρι». Ο Τζιαμάτι έΈχει προταθεί για Όσκαρ για την ερμηνεία του στην ταινία “Cinderella Man” του Ρον Χάουαρντ. Έχει προταθεί 3 φορές για Χρυσή Σφαίρα (για τις ταινίες “Sideways”, “Cinderella Man”, “John Adams”)και για την ερμηνεία του ως Μπάρνεϊ Πανόφσκι στην ταινία “Barney’s Version” τιμήθηκε με τη Χρυσή Σφαίρα Καλύτερου Ηθοποιού σε Κωμωδία ή Μιούζικαλ. Για το ρόλο του ως Τζον Άνταμς στην ομότιτλη μίνι-σειρά του HBO έχει τιμηθεί επίσης με Χρυσή Σφαίρα αλλά και βραβείο ΕΜΜΥ. Σήμερα, ο Πολ Τζιαμάτι ζει μαζί με τη γυναίκα του συγγραφέα και παραγωγό Ελίζαμπεθ Κοέν και τον 10χρονο γιος τους στο Μπρούκλιν, στη Νέα Υόρκη, ενώ διατηρούν κατοικία και στη Βενετία της Καλιφόρνιας. Η φιλμογραφία του ως ηθοποιός είναι αξιοσημείωτη και ιδιαίτερα πλούσια και περιλαμβάνει ενδεικτικά τις ταινίες: “Past Midnight”, “Singles”, “Mighty Aphrodite”, “Sabrina”, “Before and After”, “Breathing Room”, “Arresting Gena”, “Donnie Brasco”, “My Best Friend’s Wedding”, “Deconstructing Harry”, “A Further Gesture”, “The Truman Show”, “Doctor Dolittle”, “Saving Private Ryan”, “The Negotiator”, “Safe Men”, “Man on the Moon”, “Duets”, “Storytelling”, “Planet of the Apes”, “Big Fat Liar”, “Confidence”, “Paycheck”, “Sideways”, “Cinderella Man”, “The Illusionist”, “Lady in the Water”, “Shoot ‘Em Up”, “The Nanny Diaries”, “Fred Claus”. Όταν η Μουσική Ακαδημία του Μπρούκλιν, ζήτησε από τον Τζιαμάτι να διαλέξει 8 αγαπημένες ταινίες για ένα αφιέρωμα προβολών στο χώρο της Ακαδημίας τον Αύγουστο και τον Σεπτέμβριο του 2007, οι επιλογές του Τζιαμάτι, σύμφωνα με συντάκτη της εφημερίδας New York Times, αποκάλυψαν την ιδιαίτερη προτίμησή του στην «παράνοια» και κυρίως στις μαύρες κωμωδίες. Οι αγαπημένες του ταινίες είναι: 1.“Frenzy” (1972) 2. “Dr. Strangelove or how I learned to stop worrying and love the bomb” (1964) 3. “Brewster McCloud” (1970) 4. “The big clock” (1948) 5. “The seventh victim” (1943) 6.“Dawn of the Dead” (1978) 7. “Seconds” (1966) 8. “Invasion of the body snatchers” (1978). ΝΤΑΣΤΙΝ ΧΟΦΜΑΝ (DUSTIN HOFFMAN) – ΙΖΙ ΠΑΝΟΦΣΚΙ Ο πολυβραβευμένος με Όσκαρ, Χρυσή Σφαίρα, Emmy και Bafta, 73χρονος σήμερα Ντάστιν Χόφμαν διαθέτει μια ζηλευτή θεατρική και κινηματογραφική πορεία στο Χόλλυγουντ. Έχει προταθεί συνολικά για 7 Όσκαρ, και έχει τιμηθεί 2 φορές με το Χρυσό Αγαλματίδιο στην κατηγορία Α’ Ανδρικού ρόλου. Γεννήθηκε τον Αύγουστο του 1937 στο Λος Άντζελες. Γιος της πιανίστριας τζαζ Λίλιαν Γκολντ και του διακοσμητή σκηνικών Χάρι Χόφμαν. Παρακολούθησε τα πρώτα του μαθήματα υποκριτικής, στο λύκειο. Μετά την αποφοίτηση του, και επειδή δεν ήθελε ούτε να πάει στο στρατό αλλά ούτε και να δουλέψει, συνέχισε τις σπουδές του και φοίτησε στο Μουσικό Σχολείο του Λος Άντζελες διατηρώντας για πολλά χρόνια το όνειρο να γίνει πιανίστας, σαν την μητέρα του. Τη δεκαετία του ’60 αποφασίζει να σπουδάσει υποκριτική στη σχολή “Pasadena Playhouse”, όπου γνωρίζει τον Τζιν Χάκμαν, με τον οποίο είναι αχώριστος έκτοτε. Το 1967 πραγματοποίησε το θεατρικό του ντεμπούτο με μεγάλη επιτυχία, χωρίς όμως να αποχωριστεί το σινεμά. Το τεράστιο ταλέντο του ξεδιπλώθηκε, όταν το 1967 έπαιξε τον πρωταγωνιστικό ρόλο στην ταινία «The Graduate», για τον οποίο απέσπασε και τη πρώτη του υποψηφιότητα για Όσκαρ και την καθολική αναγνώριση κοινού και κριτικών. Αυτό ήταν μόνο η αρχή από μια πλειάδα από πολύ σημαντικές δουλειές. Το 1969 έπαιξε στην ταινία «Midnight Cowboy» για την οποία κερδίζει τη δεύτερη του υποψηφιότητα για Όσκαρ. To 1976 απέσπασε την τρίτη του υποψηφιότητα για Όσκαρ ερμηνείας, μέσα σε επτά χρόνια, για το ρόλο του στην ταινία “Lenny” που είχε προταθεί για έξι Όσκαρ εκείνη τη χρονιά. Το 1979 είναι η χρονιά του, αφού με το μοναδικό “Kramer vs. Kramer” δίπλα στη Μέρυλ Στριπ κατορθώνει επιτέλους να κερδίσει το πρώτο του Όσκαρ. Μεταμορφωμένος σε γυναίκα στο στην ταινία “Tootsie” το 1982 υπό την καθοδήγηση του Σίντνει Πόλακ, κερδίζει μία ακόμη υποψηφιότητα για Όσκαρ. Μετά από μια περίοδο αποχής από τον κινηματογράφο επιστρέφει ξανά το 1987, και ένα χρόνο μετά η ερμηνεία του στο “Rain Man” του χαρίζει το δεύτερο Όσκαρ. Το 1997 αποσπά την έβδομη υποψηφιότητά του για το ρόλο του στο “Wag The Dog” (1997). Η πορεία του συνεχίζεται με επιλεκτικές συμμετοχές σε ταινίες όπως «Joan Of Arc» (1999), “Moonlight Mile” (2002), “Confidence” (2003) και “Runaway Jury” (2003). Από το 2004 επιστρέφει σε mainstream παραγωγές, όπως για παράδειγμα το “Meet Τhe Fockers” sequel του επιτυχημένου “ Meet the parents”. Με πάνω από 40 χρόνια στην οθόνη και πάνω από 40 ταινίες στο ενεργητικό του, ο Ντάστιν Χόφμαν είναι ένας ζωντανός θρύλος με ανεξάντλητο ταλέντο, που έχει κατακτήσει με το σπαθί του το Χόλλυγουντ. Είναι μάλιστα από τους λίγους ηθοποιούς διεθνώς που έχουν κατακτήσει μια θέση στο βιβλίο των ρεκόρ Γκίνες, για το ρόλο του στην ταινία «Little Big Man» (1970), όπου υποδύεται έναν χαρακτήρα από τα 17 έως και τα 121 του χρόνια. ΡΟΖΑΜΟΥΝΤ ΠΑΙΚ (ROSAMUND PIKE) - ΜΙΡΙΑΜ ΠΑΝΟΦΣΚΙ H νεαρή βρετανίδα Ρόζαμουντ Πάικ είναι η αστραπιαία ανερχόμενη ηθοποιός μέσα από την ταινία Τζέιμς Μποντ «Πέθανε μια άλλη μέρα» ως “κορίτσι” του Πιρς Μπρόσναν, αλλά και μέσα από αποκαλυπτικές ερμηνείες, που της άνοιξαν τον δρόμο για λαμπρή διεθνή καριέρα σε ταινίες του Χόλλυγουντ όπως: «Περηφάνεια και προκατάληψη» δίπλα στην Κίρα Νάιτλι, που της χάρισε μια υποψηφιότητα Β’ Γυναικείου Ρόλου το 2006 στα London Film Critics Circle Awards, «Μια κάποια εκπαίδευση» δίπλα στην επίσης ανερχόμενη Κάρει Μάλιγκαν και «Αντικαταστάτες» με συμπρωταγωνιστή τον Μπρους Γουίλις. Ειδικά για το ζηλευτό κινηματογραφικό της ντεμπούτο ως Μιράντα Φροστ στον Τζέιμς Μποντ, κέρδισε την “παρθενική” της διάκριση στα ετήσια βραβεία του βρετανικού κινηματογραφικού περιοδικού «Empire». Η Πάικ γεννήθηκε στο Λονδίνο, όπου και μένει ακόμη, μέσα σε ένα μουσικόφιλο περιβάλλον. Οι γονείς της ήταν μουσικοί όπερας, με αποτέλεσμα η Πάικ να τους ακολουθεί στις περιοδείες μέχρι και την ηλικία των επτά και από νεαρή ηλικία να έχει γυρίσει όλη την Ευρώπη και να μιλάει σήμερα άπταιστα αγγλικά, γαλλικά και γερμανικά. Η Πάικ ξεκίνησε τη σχέση της με την υποκριτική ενώ ακόμα σπούδαζε Αγγλική φιλολογία στο Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης. Από 16 χρονών συμμετείχε σε αρκετές θεατρικές παραγωγές. Ο πρώτος της ρόλος επί σκηνής ήταν η “Ιουλιέτα” του Σαίξπηρ. Σύντομα και μετά από πλήθος σπουδαίων θεατρικών ρόλων, ανακάλυψε την αγάπη της για τον κινηματογράφο και εγκαταλείποντας το θέατρο βρέθηκε να πρωταγωνιστεί στην γνωστή παραγωγή του BBC “Wives and Daughters”, που την καθιέρωσε ως ηθοποιό, προτού γίνει διάσημη ως το κορίτσι του Τζέιμς Μποντ. Άλλες ταινίες που την έκαναν γνωστή είναι οι “Promised Land”, “Doom” και “The Libertine” με πρωταγωνιστή τον Τζόνι Ντεπ (για το οποίο η Πάικ διακρίθηκε με το Βραβείο Καλύτερου Β’ Γυναικείου Ρόλου το 2005 στα British Independent Film Awards)» καθώς και το φιλμ «Απόδειξη Ενοχής» του Γκρέγκορι Χόμπλιτ, με πρωταγωνιστή τον Άντονι Χόπκινς. ΡΑΣΕΛ ΛΕΦΕΒΡ ( RACHELLE LEFEVRE) – ΚΛΑΡΑ ΠΑΝΟΦΣΚΙ Η νεαρή κοκκινομάλλα ηθοποιός Ρασέλ Λεφέβρ είναι γνωστή από το ρόλο της ως ο βρικόλακας με το όνομα Βικτόρια στα δύο πρώτα μέρη της τριλογίας ταινιών “Twilight Saga”, χάρη στον οποίο τράβηξε την προσοχή πάνω της, λατρεύτηκε από ένα πυρήνα φανατικών του είδους και απογείωσε την καριέρα της. Η Λεφέβρ γεννήθηκε τον Φεβρουάριο του 1979 στο Μόντρεαλ, στον Καναδά και σπούδασε θέατρο. Η καριέρα της ξεκίνησε από ένα απλό τυχαίο γεγονός. Την περίοδο που νεότερη δούλευε σε ένα sushi μπαρ στην περιοχή Westmount, την πλησίασε ένας Καναδός τηλεοπτικός παραγωγός για να της προσφέρει την πρώτη της οντισιόν. Σε εκείνη την οντισιόν δεν κατάφερε να κερδίσει κάποιον ρόλο, αλλά ο υπεύθυνος casting θεωρώντας ότι η Λεφέβρ έχει μέλλον μπροστά της ως ηθοποιός, της εμπιστεύτηκε τον πρώτο της ρόλο στο καναδέζικο τηλεοπτικό σήριαλ “Big wolf on campus” το 1999. Η ηθοποιός κατηφορίζοντας από τον Καναδά στο Χόλλυγουντ, εμφανίστηκε σε δεύτερους ρόλους σε ταινίες όπως «Εξομολογήσεις ενός επικίνδυνου μυαλού» πλάι σε φτασμένους αστέρες του σινεμά και σε πετυχημένες τηλεοπτικές σειρές όπως το “Charmed” μέχρι που το 2008 κατέκτησε επάξια διεθνή αναγνώριση και φήμη με το “Twilight Saga”. ΜΙΝΙ ΝΤΡΑΙΒΕΡ (MINNIE DRIVER) –ΚΥΡΙΑ ΠΑΝΟΦΣΚΙ Υποψήφια για Όσκαρ Β’ Γυναικείου Ρόλου το 1997 για την ερμηνεία της στην ταινία «Ο Ξεχωριστός Γουίλ Χάντινγκ», η 30χρονη βρετανίδα ηθοποιός Μίνι Ντράιβερ έχει πρωταγωνιστήσει σε μία σειρά από ταινίες: «Η Τυφλή Ζαριά του Νταν Μαχόουνι» με τον Φίλιπ Σέιμουρ Χόφμαν, «Τελευταίο Συμβόλαιο Θανάτου» του Τζον Άρμιταζ, «Ένας Ιδανικός Σύζυγος» με τους Κέιτ Μπλάνσετ και Ρούπερτ Έβερετ, «Ληστεία με Γοητεία» του Μελ Σμιθ, κ.α. Είναι επίσης τραγουδίστρια και συνθέτρια τζαζ μουσικής, παίζει κιθάρα, και έχει κυκλοφορήσει ένα προσωπικό άλμπουμ με τίτλο “Everything I’ve Got in my Pocket” τον Σεπτέμβριο του 2004. ΣΚΟΤ ΣΠΙΝΤΜΑΝ (SCOTT SPEEDMAN) – MΠΟΥΓΚΙ Ο 35χρονος ηθοποιός Σκοτ Σπίντμαν, που γεννήθηκε στο Λονδίνο αλλά μεγάλωσε στον Καναδά, ήρθε στο προσκήνιο του Χόλλυγουντ από το 1998 μέχρι το 2002 μέσα από το τηλεοπτικό show "Felicity". Μέχρι τότε, ακολουθώντας τα χνάρια της μητέρας του, που κατείχε παγκόσμιο ρεκόρ στο τρέξιμο, προσδοκούσε να γίνει επαγγελματίας κολυμβητής. Τελικά, εγκατέλειψε οριστικά το όνειρο του για πρωταθλητισμό ώστε να ασχοληθεί με τον κινηματογράφο, ειδικά μετά την απογείωση της καριέρας του το 2003, συμπρωταγωνιστώντας με την Κέιτ Μπέκινσεϊλ στο πρώτο και δεύτερο “Underworld”. Οι κινηματογραφικές εμφανίσεις του περιλαμβάνουν επίσης ταινίες, όπως "XXX: Ο Απόλυτος Πράκτορας 2", "Η Ζωή Χωρίς Εμένα" "Παράβαση Καθήκοντος", "Ντουέτα", “Adoration" του Ατόμ Εγκογιάν και "Anamorph" με τον Γουίλεμ Νταφόε. ΜΠΡΟΥΣ ΓΚΡΙΝΓΟΥΝΤ (BRUCE GREENWOOD) – ΜΠΛΕΡ Ο 51χρονος ηθοποιός από τον Καναδά έχει αποσπάσει το διεθνές χειροκρότημα για την ερμηνεία του ως Τζον Κένεντι στη δραματική ταινία «Δεκατρείς Μέρες». Έχει επίσης εμφανιστεί στις ταινίες του Ατόμ Εγκογιάν "Exotica", "The Sweet Hereafter" και “Ararat”. Ο Γκρίνγουντ έγινε ευρύτερα γνωστός από τον πρωταγωνιστικό του ρόλο στην πολυβραβευμένη τηλεοπτική σειρά "St. Elsewhere", καθώς και από άλλες εμφανίσεις σε τηλεταινίες και τηλεοπτικά σίριαλ. Μετά το 1999 οι κινηματογραφικές του εμφανίσεις περιλαμβάνουν τις ταινίες "Διπλός Κίνδυνος" και "Κατάχρηση Εξουσίας" με τον Τόμι Λι Τζόουνς, το δραματικό "Αραράτ" και το μπλοκμπάστερ "Εγώ, το Ρομπότ". Το 2004 συμπρωταγωνίστησε με την Ανέτ Μπένινγκ στην ταινία "Being Julia". Ακολούθησαν οι συμμετοχές του στα φιλμ "Στράιπς, ο Πρωταθλητής", "Capote", "Eight Below", "Déjà Vu". ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΑ ΣΥΝΤΕΛΕΣΤΩΝ ΡΙΤΣΑΡΝΤ ΤΖ. ΛΙΟΥΙΣ (RICHARD J. LEWIS) -ΣΚΗΝΟΘΕΤΗΣ Ο Ρίτσαρντ Τζ. Λιούις είναι περισσότερο γνωστός από τη σειρά που προβάλλεται στο αμερικάνικο κανάλι CBS, “C.S.I.: Crime Scene Investigation” και πρωτοεμφανίστηκε ως σκηνοθέτης το 1994 με το “Whale Music”, παραγωγός της οποίας υπήρξε ο Ρόμπερτ Λάντος, εναρκτήρια ταινία των φεστιβάλ Τορόντο και Βανκούβερ, κερδίζοντας 9 υποψηφιότητες στα “Genies”, τα αντίστοιχα καναδικά Όσκαρ. Το 2002, γύρισε τη δεύτερη μεγάλου μήκους ταινία του “K-9:P.I.” με πρωταγωνιστή τον Τζέιμς Μπελούσι. Μεταξύ των δύο ταινιών, ο Λιούις συνέχισε να ασχολείται ενεργά με την τηλεόραση σκηνοθετώντας επεισόδια του τηλεοπτικού σόου, “The Chris Isaak Show” και των σειρών “Justice” και “The City”. Από το 2000, ασχολήθηκε full-time ως σεναριογράφος, παραγωγός και σκηνοθέτης με το “C.S.I.”, που εμπορικά έχει κάνει “πάταγο” για εννέα ολόκληρες σεζόν. Το “Barney’s Version” ήρθε ως αποτέλεσμα της μεγάλης του αγάπης για τον Μόρντεκαϊ Ρίχλερ και τους χαρακτήρες που χτίζει μέσα από τις σελίδες του. Σχεδόν είχε πιέσει μέχρι να πείσει τον παραγωγό Λάντος, να του εμπιστευθεί τον ρόλο του σκηνοθέτη. ΡΟΜΠΕΡΤ ΛΑΝΤΟΣ (ROBERT LANTOS)-ΡΟΜΠΕΡΤ ΛΑΝΤΟΣ ια τον πολυγραφότατο παραγωγό Ρόμπερτ Λάντος το “Barney’s Version” είναι η δεύτερη διασκευή μυθιστορήματος του Ρίχλερ. Το 1985, υπήρξε ο παραγωγός του “Joshua then and now” από το ομότιτλο βιβλίο, που είχε σκηνοθετήσει ο Τεντ Κότσεφ και εκείνη τη χρονιά, η ταινία είχε προβληθεί στο Επίσημο Διαγωνιστικό Τμήμα του Φεστιβάλ των Καννών. Για τον Λάντος είναι η δεύτερη φορά, επίσης, που συνεργάζεται με τον σκηνοθέτη Ρίτσαρντ Τζ. Λιούις. Το 1992 είχαν γράψει μαζί το σενάριο του “Whale Music”, εναρκτήρια ταινίας του Φεστιβάλ στο Τορόντο, την επόμενη χρονιά. Ο Λιούις είχε αναλάβει και τότε εκτός του σεναρίου και τη σκηνοθεσία. Ο Λάντος έχει υπάρξει Πρόεδρος της κορυφαίας κινηματογραφικής και τηλεοπτικής εταιρείας “Alliance Communications Corporation” από την ίδρυση της μέχρι το 1998, που αποφάσισε να πουλήσει το μερίδιο του για να ιδρύσει μια δική του εταιρεία παραγωγής, την “Serendipity Point Films”. Από το 1978, είναι παραγωγός πάνω από 35 βραβευμένων μεγάλου μήκους ταινιών, με ενδεικτικά παραδείγματα τις παρακάτω: “Eastern Promises”, “Crash”, “eXistenZ”, “Being Julia”, “Sunshine”, “The fugitive Pieces”. ΜΑΙΚΛ ΚΟΝΙΒΣ (MICHAEL KONYVES)-ΣΕΝΑΡΙΟΓΡΑΦΟΣ Ο Μάικλ Κόνιβς είναι Καναδός σεναριογράφος με σπουδές στην αγγλική λογοτεχνία (Πανεπιστήμιο Concordia). Ξεκίνησε να ασχολείται με τον κινηματογράφο είτε κατασκευάζοντας σκηνικά είτε κάνοντας το ρεπεράζ. Στην ουσία όμως η καριέρα του ξεκίνησε όταν δούλεψε ως βοηθός σκηνοθέτη στο πλευρό του Καναδού σκηνοθέτη Christian Duguay για μερικά χρόνια, προτού γράψει πρώτο του σενάριο και το πουλήσει το 2002 στην εταιρεία Summit Entertainment στο Λος Άντζελες με την βοήθεια ενός ατζέντη. Μετακόμισε στο Λ.Α. και ακολούθησαν μια σειρά σεναρίων που εμπνεύστηκε για ταινίες επιστημονικής φαντασίας, που τον βοήθησαν κυρίως στο να πληρώνει το νοίκι του! ΑΝΤΡΙΕΝ ΜΟΡΩ (ANDRIEN MOROT) – ΜΑΚΙΓΙΑΖ Ο Καναδός Άντριεν Μορώ στα 40 του, και μέσα σε 20 χρόνια, έχει εμφανιστεί στα credits πάνω από 90 χολλυγουντιανών παραγωγών, κυρίως θρίλερ, που ασκούσαν γοητεία πάνω του από την ηλικία των 10! Ωστόσο, είναι η πρώτη φορά που είναι υποψήφιος για Όσκαρ Μακιγιάζ. Λίγο μετά την ανακοίνωση, δήλωσε ότι είχε προαίσθημα ότι θα είναι μεταξύ των τριών υποψηφίων, καθώς είχε εισπράξει μεγάλη αποδοχή για το αποτέλεσμα της δουλειάς του από το κύκλωμά του στο Χόλλυγουντ, στο οποίο είχε κάνει μια εκτενή παρουσίαση λίγες μέρες πριν την τελετή. Με το άκουσμα του ονόματός του δέχθηκε εκατοντάδες e-mail, πολλά τηλεφωνήματα και συγχαρητήρια κυρίως από συναδέλφους που είχαν μείνει έκπληκτοι από τις αλλαγές που πέτυχε να κάνει πάνω στο πρόσωπο του Τζιαμάτι, ώστε από τη μία να έχει το look της δεκαετίας του ’60 από την άλλη να φαίνεται κατά 4 δεκαετίες μεγαλύτερος! Για την εφαρμογή του δύσκολου αντικειμενικά make-up, που απαιτεί κανονικά 4-5 ώρες ο Μορώ χρειαζόταν μόνο 2 ώρες περίπου για να εφαρμόζει κάθε φορά στα πρόσωπα των ηθοποιών ένα ειδικό προσθετικό make-up με τη μορφή μάσκας, που κατασκεύασε μέσα σε ενάμισι μόνο μήνα, ώστε να εξοικονομήσει χρόνο από το γύρισμα. Ο Μορώ διαθέτει προσωπικό site στο internet, όπου adrienmorotmakeupfx.com, όπου μπορεί κανείς να δει δείγματα της δουλειάς του. ΠΑΣΚΟΥΑΛΕ ΚΑΤΑΛΑΝΟ (PASQUALE CATALANO)-ΜΟΥΣΙΚΗ Ο Πασκουάλε Καταλάνο γεννήθηκε το 1966, μεγάλωσε και ζει στη Νάπολη. Σπούδασε βιολί, κιθάρα, πιάνο και σύνθεση. Ξεκίνησε την καριέρα του το 1985 συνθέτοντας μουσική για το θέατρο. Το 1990 εγκατέλειψε οριστικά την καριέρα του ως μουσικός με σκοπό να αφιερωθεί αποκλειστικά στη σύνθεση κινηματογραφικής μουσικής. Η φιλμογραφία του περιλαμβάνει ενδεικτικά τις ταινίες “Signorina Effe” (2008), “La Guerra di Marion” (2006), «Οι συνέπειες του έρωτα» (2004), “L’uomo in più”(2001). ΜΟΡΝΤΕΚΑΪ ΡΙΧΛΕΡ (1931-2001) – ΣΥΓΓΡΑΦΕΑΣ ΤΟΥ ΒΙΒΛΙΟΥ “BARNEY’S VERSION” Όταν ο Μόρντεκάϊ Ρίχλερ έσβησε τον Ιούλιο του 2001 από λευχαιμία, σύμφωνα με ανακοίνωση του εκδοτικού οίκου που συνεργαζόταν, η καναδική λογοτεχνία έχασε έναν από τους σημαντικότερους εκπροσώπους της. Το δέκατο μυθιστόρημά του με τίτλο “Barney’s Version” έμελλε να είναι το τελευταίο του. Η ομότιτλη ταινία του Ρίτσαρντ Τζ. Λιούις είναι αφιερωμένη στη μνήμη του Καναδοεβραίου συγγραφέα, δημοσιογράφου και πανεπιστημιακού δασκάλου, που έγινε γνωστός ανά την υφήλιο με μυθιστορήματα σαν τη «Μαθητεία του Ντάντι Κράβιτς» (1959). Με την αναγγελία του ξαφνικού, τότε, θανάτου του το έργο του θα γνώριζε κατακόρυφη εμπορική άνοδο. Η ζήτηση στις Ηνωμένες Πολιτείες είχε προκαλέσει έκπληξη ακόμη και στους υπευθύνους του εκδοτικού οίκου Simon&Schuster που αποφάσισαν χωρίς καθυστέρηση να προχωρήσουν σε άμεσες επανεκτυπώσεις.«Ο κόσμος του Μπάρνεϊ» έγινε παγκόσμιο best seller και ο ίδιος ο Ρίχλερ προσδοκώντας να το δει στη μεγάλη οθόνη είχε προσπαθήσει να το διασκευάσει για το σινεμά. Ο Ρίχλερ θεωρείται ένας απ' τους πρώτους συγγραφείς του Καναδά που γνώρισαν παγκόσμια καταξίωση. Ο συγγραφέας που ζούσε από τα βιβλία του, κατάφερε με το έργο του να ξεπεράσει τα σύνορα της πατρίδας του και να κερδίσει το αναγνωστικό κοινό και στις δύο πλευρές του Ατλαντικού. Γεννήθηκε τον Ιανουάριο του 1931 και μεγάλωσε στο εβραϊκό γκέτο του Μόντρεαλ. Από νεαρή ηλικία είχε αποφασίσει να ασχοληθεί μονάχα με τη συγγραφή. Σε ηλικία 19 χρονών και προτού ολοκληρώσει τις σπουδές του μετακόμισε στο Παρίσι, όπου για δύο χρόνια ζυμώθηκε στους κύκλους της εκκολαπτόμενης παρέας διανοουμένων του Άλεν Γκίνσμπεργκ. Έζησε για πολλά χρόνια στο Παρίσι και εκεί έγραψε τα πρώτα του κείμενα. Έπειτα εγκαταστάθηκε στο Λονδίνο, όπου παρέμεινε για είκοσι χρόνια και έγραψε το πρώτο μυθιστόρημά του με τίτλο «Οι ακροβάτες» (1954). Αν και πρωτόλειο, το βιβλίο αυτό αποτελεί, σύμφωνα με τη διεθνή κριτική, μοντέλο γραφής για όλα τα μεταγενέστερα έργα του. Ο Ρίχλερ εργάσθηκε επίσης ως δημοσιογράφος και σεναριογράφος ασχολούμενος παράλληλα με τη συγγραφή μυθιστορημάτων. Επέστρεψε στο Μόντρεαλ το 1972 για να διακριθεί και ως πολιτικός αρθρογράφος. Τα άρθρα του σαρκαστικά και σατιρικά επιτίθενται με καυστικότητα κατά των αποσχιστικών τάσεων των Γαλλοφώνων του Κεμπέκ, κατά του ρατσισμού, του εθνικισμού, της πολιτικής διαφθοράς. Το 1959 κέρδισε την παγκόσμια αναγνώριση με το μυθιστόρημα «Η μαθητεία του Ντάντι Κράβιτς». Γράφοντας το σενάριο της ομότιτλης ταινίας, το 1974, έθεσε υποψηφιότητα για το Όσκαρ σεναρίου εκείνη τη χρονιά, ενώ το φιλμ, που σκηνοθέτησε ο Τεντ Κότσεφ, βραβεύθηκε στο Φεστιβάλ του Βερολίνου. Η συγγραφική του καριέρα τα επόμενα χρόνια απογειώθηκε γράφοντας συνολικά εννέα μυθιστορήματα, δύο αυτοβιογραφικά κείμενα, πολλά παιδικά βιβλία, διάφορα κινηματογραφικά σενάρια, λογοτεχνικά και πολιτικά δοκίμια κι αναρίθμητα άρθρα σε διάφορα αγγλόφωνα περιοδικά και εφημερίδες. Τιμήθηκε δύο φορές με το Βραβείο του Κυβερνήτη (η σημαντικότερη λογοτεχνική διάκριση του Καναδά), τα βραβεία Giller και Ruth Schwartz και της Αμερικανικής Ένωσης Σεναριογράφων, ενώ έχει προταθεί και για το βραβείο Booker. Στα ελληνικά έχουν εκδοθεί επίσης τα βιβλία του «Ο Σόλομον Γκάρσκι ήταν εδώ» και «Ο Τζόσουα τότε και τώρα» από τις εκδόσεις «Πόλις», μυθιστόρημα το οποίο επίσης μεταφέρθηκε στον κινηματογράφο σε σενάριο του ιδίου του συγγραφέα και με σκηνοθέτη και πάλι τον Τεντ Κότσεφ. |