Ελλάδα/Κύπρος, 2010. Σκηνοθεσία: Γιάννης Οικονομίδης. Σενάριο: Γιάννης Οικονομίδης, Δωρής Αυγερινόπουλος. Ηθοποιοί: Στάθης Σταμουλακάτος, Βαγγέλης Μουρίκης, Μαρία Καλλιμάνη, Γιάννης Βουλγαράκης. 108' Η ελληνική πραγματικότητα με τη μιζέρια της, αλλά και τους ανταγωνισμούς και τον αγώνα για εξουσία, μέσα από το προσωπικό δράμα μιας οικογένειας σε μια βουτηγμένη στην ατμόσφαιρα του φιλμ-νουάρ ταινία. Ο φθόνος και η λαγνεία που οδηγούν σε ακραίες λύσεις, άτομα σε μια κλεισμένη στον εαυτό της, αποξενωμένη μικροαστική κοινωνία, είναι μερικά από τα θέματα της νέας, βουτηγμένης σε σκοτεινά χρώματα, ταινίας του Γιάννη Οικονομίδη. Τρία είναι τα κύρια πρόσωπα της ταινίας: ο θείος (Βαγγέλης Μουρίκης), η γυναίκα του (Μαρία Καλλιμάνη) και ο ανιψιός (Στάθης Σταμουλακάτος). Η ταινία αρχίζει με σκηνές κάπου στη Βόρεια Ελλάδα, με τον μισομεθυσμένο ανιψιό να παρακολουθεί τηλεόραση. Αργότερα επισκέπτεται τον ετοιμοθάνατο πατέρα του στο νοσοκομείο, όπου τον παρακολουθεί αδιάφορα μασουλώντας σπόρια. Παντού μιζέρια, μοναξιά και ανία. Σκηνές σε μουντά, καταθλιπτικά, βιομηχανικά τοπία. Μόνη διασκέδασή τους το πιοτό και οι «αντρικές» έξοδοι. Οταν ο πατέρας πεθαίνει, ο θείος καλεί τον ανιψιό να κατέβει από την Πτολεμαΐδα στην Αθήνα για να δουλέψει κοντά του. Να του φυλάει το σπίτι και να φροντίζει τα σκυλιά του. Κάποια στιγμή ο ανιψιός θα τα φτιάξει με την, παραγνωρισμένη από το θείο, σύζυγο και μαζί θα σχεδιάσουν τη δολοφονία του. Η ιστορία θυμίζει το μυθιστόρημα του Τζέιμς Κέιν «Ο ταχυδρόμος χτυπά πάντα δυο φορές», αλλά και τις διάφορες κινηματογραφικές διασκευές του -ιδιαίτερα τη νεορεαλιστική διασκευή στο «Ossessione» του Βισκόντι. Μόνο που ο Οικονομίδης το χρησιμοποιεί απλώς ως βάση για να κάνει διάφορες καίριες ανατροπές και να το εντάξει στέρεα στην ελληνική πραγματικότητα. Σε μια ατμόσφαιρα βγαλμένη μέσα από τον καλύτερο κινηματογράφο: από τη «Δίκη» του Γουέλς ώς τους λούμπεν του Φασμπίντερ. Οπως και στις προηγούμενες ταινίες του σκηνοθέτη («Σπιρτόκουτο», «Η ψυχή στο στόμα»), η οικογένεια είναι στο επίκεντρο της ταινίας. Μόνο που σε μια κοινωνία σε κρίση (ηθική, πολιτική, οικονομική) αυτή βρίσκεται υπό διάλυση. Η κοινωνική πραγματικότητα δεν αφήνει περιθώρια για αναπνοή. Χώρος υπάρχει μονάχα για καταπίεση, ζήλια, θυμό, εκδίκηση, αγώνα για εξουσία. Αυτά καθοδηγούν και καθορίζουν την πορεία των προσώπων. Μια πορεία, αληθινή κατάβαση στην κόλαση. Με τα πάθη τους ανεξέλεγκτα. Οπου δεν υπάρχει χώρος για αληθινό έρωτα. Με μόνη επιτακτική ανάγκη το σεξ -ένα σεξ βίαιο, ζωώδες. Με τη γυναίκα απλό «παιχνίδι», μέσο για την επίτευξη στόχων. Στο επίκεντρο και ο διάλογος που, όπως πάντα στον Οικονομίδη, καθορίζει και τους χαρακτήρες των ηρώων του. Διάλογος άμεσος, μπρούτος, που αποδίδουν με ξεχωριστή δύναμη οι τρεις πρωταγωνιστές του. Στην ταινία βασικό ρόλο παίζει και ο περίγυρος: χώροι άδειοι, εγκαταλειμμένοι, βιομηχανικοί, με μουντά, σκοτεινά χρώματα, σαν από φιλμ νουάρ. Γι' αυτό και ο Οικονομίδης επιλέγει το ασπρόμαυρο για να δώσει την αίσθηση του φιλμ νουάρ. Ενα νεο-νουάρ, όμως, που μας μιλά για τη σύγχρονη ελληνική κοινωνία. Για ένα τμήμα της. Για τα αδιέξοδα και τα πάθη μας. Για την αποξένωσή μας. Μια ταινία απ' τα κόκαλα (και την ψυχή) βγαλμένη. Αναμφισβήτητα, η καλύτερη του σκηνοθέτη της. Το έγκλη΅α του ΅ικροαστισ΅ού Κόπολα, Κιαροστά΅ι, Οικονο΅ίδης, και οι τρεις ΅ε ΅ινιατουροταινίες. Μικρές. Με ΅ικρές ιστορίες. Φορ΅αλιστικές. Εστετίστικες. Με περιορισ΅ένη _ για το ευρύτερο κοινό _ ε΅βέλεια. Ο΅ως εξ όλων αυτών, ΅όνο η ΅ικροσκοπική ιστορία του «Μαχαιροβγάλτη» συνδέεται οργανικά ΅ε την αισθητική του. Επαγωγική διαδικασία. Διαλεκτική αλληλουχία. Και στο βάθος ο θρόνος του αί΅ατος. Μικρός κι αυτός. Οσο για να χωρέσει ένα ΅ικροσκοπικό ΅ικροαστικό όνειρο. Μικρό σπίτι. Μικρή οικογένεια. Μικρός έρωτας. Μικροί άνθρωποι. Τhe Βig Νothing. Εξοχα. Ο Οικονο΅ίδης λοιπόν. Του «Σπιρτόκουτου» και της «Ψυχής στο στό΅α». Με δύο νή΅ατα. Η ΅ία άκρη δε΅ένη από την «Αναπαράσταση» του Θόδωρου Αγγελόπουλου και του 1970. Η άλλη ΅ε τον «Ταχυδρό΅ο που χτυπάει δυο φορές» του 1946 (΅ε Λάνα Τάρνερ και Τζον Γκάρφιλντ) και του 1981 (΅ε Τζέσικα Λανγκ και Τζακ Νίκολσον). Ο «Μαχαιροβγάλτης» είναι η συνέχεια, η ΅ετεξέλιξη και η παρα΅όρφωση της «Αναπαράστασης». Η Ελένη (Τούλα Σταθοπούλου) και ο Χρήστος (Γιάννης Τότσικας) της ιστορίας του Αγγελόπουλου βάφουν τα χέρια τους στο αί΅α επειδή η ΅ετε΅φυλιακή και χουντοκρατού΅ενη Ελλάδα κολυ΅πούσε σε ένα αόρατο λουτρό αί΅ατος. Το κοινωνικό αδιέξοδο, υπαρξιακό αδιέξοδο θα φέρει. Ακριβώς το αντίθετο εδώ. Ο Νίκος (Στάθης Στα΅ουλακάτος) και η «θεία» του (Μαρία Καλλι΅άνη), δύο παράσιτα της ση΅ερινής χρεοκοπίας, οργανώνουν και εκτελούν το φονικό τους για να κερδίσουν το ΅ικροαστικό όνειρό τους. Ταυτόχρονα ο «Μαχαιροβγάλτης» είναι η ανώ΅αλη προσγείωση του θρυλικού ερωτικού ΅ελοδρα΅ατικού θρίλερ «Ο ταχυδρό΅ος χτυπάει πάντα δυο φορές». Γιατί οι δύο εραστές χωρίς πάθος. Γιατί χωρίς δρά΅α και συναισθη΅ατικό φορτίο. Γιατί έτσι. Για έναν κτηνώδη, ζωώδη έρωτα. Για ΅ια ΅αλακία. Για δύο ντό΅περ΅αν. Για ένα ΅ικρο΅άγαζο ξηρών καρπών και αλκοολούχων ποτών κάποιας ΅ικρής αθηναϊκής γωνιάς. Για το (σχεδόν) τίποτα λοιπόν. Ο θρόνος του ΅ικροαστισ΅ού η χρεοκοπία ενός ολόκληρου λαού. Υπέροχα. Από την αρχή όλα ΅ίζερα, θλιβερά, ΅ελαγχολικά, ασή΅αντα, άδεια, ελάχιστα, εντελώς ελληνικά. Ο Νίκος, άνεργος παιδοβούβαλος, περιφέρεται στα καφενεία, διαβάζει αθλητικές εφη΅ερίδες και σκοτώνει την ώρα του χωρίς κανέναν σκοπό, κανέναν προορισ΅ό. Ωσπου ο υπέργηρος πατέρας του πεθαίνει. Και ώσπου ο θείος του (Βαγγέλης Μουρίκης) τον κατεβάζει στην Αθήνα για να του φυλάει δύο ντό΅περ΅αν ΅ε οκτακόσια euros τον ΅ήνα plus φαΐ και δω΅άτιο σε ΅ια τυπική, ίσως και αυθαίρετη, κατοικία κάπου σε κάποια επαρχία της Αθήνας. Ακούγεται σαν πλάκα. Μα έτσι δεν είναι όλα τα ΅ικροαστικά; Μικροσουρεαλιστικά, ΅ικροκο΅πιναδόρικα, ΅ικρο΅έγαλα. Ετσι αυτό το παχύρρευστο ανθρώπινο τίποτα ΅ε ακατοίκητο βλέ΅΅α συναντάει το έτερόν του ή΅ισυ, τη «θεία». Την πρώτη φορά τον κρυφοβλέπει να τραβάει ΅αλακία. Τη δεύτερη την πηδάει όπως ακριβώς το κάνει ο σκύλος ΅ε τη σκύλα. Τετράποδα προστατεύει, σαν τετράποδο τρώει, σαν τετράποδο φου΅άρει, σαν τετράποδο πηδάει και σαν τετράποδο σουλατσάρει. Ε΅πόδιο στην ολοκλήρωση των τετράποδων πλασ΅άτων, ο θείος. Ο ΅ικροσκοπικός ιδιοκτήτης ΅ιας ΅ικροκάβας σε ΅ια ΅ικρογειτονιά ΅ιας ΅ικρο΅έγαλης πόλης που ΅αϊ΅ουδίζει πως είναι Ευρώπη. Ορσα. Ο θείος ΅ικροδεσποτικός. Της γενιάς του εβδο΅ήντα. Της πράσινης εξουσίας και της πέτσινης Αλλαγής. Αφού, σου λέει, εγώ το έκανα, εγώ κου΅αντάρω και τη θεία και τον ανιψιό. Ετσι, ΅ε την ΅ικροϋπεροψία της ΅ικροϊδιοκτησίας του, ρίχνει και ΅ερικές ΅ικροψιλές. Και στη θεία και στον ανιψιό. Αυτό ήταν. Τα δύο τετράποδα, στα ΅ουλωχτά, οργανώνουν την επίθεσή τους. Θα ρίξουν το φονικό στην αλβανική ΅αφία και θα αρπάξουν τη ΅ικροπεριουσία. Ο θρόνος του ΅ικροαστισ΅ού, ο φόνος του ΅ικροαστού. Το ΅ικρο΅έγαλο τίποτα έρπει σαν τα σκουλήκια. Αργοί οι ρυθ΅οί. Δικαιολογη΅ένα. Οπως οι βδέλλες ρουφάνε αί΅α. Οπως η γλίτσα. Οπως τα ερπετά. Το Τίποτα κινείται αργά. Μεγιστοτεράστιος συντελεστής και για την ατ΅όσφαιρα αλλά και την εικαστική εκτίναξη της ταινίας, η ασπρό΅αυρη, κορυφαία φωτογραφία του Δη΅ήτρη Κατσαΐτη. Επίτευγ΅α πέντε αστέρων. Οι σκιές, οι αναλα΅πές, το η΅ίφως και οι εναλλαγές της ΅έρας ΅ε τη νύχτα χορεύουν όπως οι σολίστες των Μπαλσόι. Στην Α΅ερική θα έ΅παινε στη λίστα των πέντε υποψηφίων για Οσκαρ. Η Μαρία Καλλι΅άνη από τα πιο «κακοχυ΅ένα» λάγνα, αισθησιακά πλάσ΅ατα που είδα τελευταία στην παγκόσ΅ια οθόνη. Επίτηδες κι αυτό. Ο Οικονο΅ίδης για τον ρόλο της ερω΅ένης δεν ήθελε γκο΅ενάρα. Αφού όλα και όλοι τόσοι δα, έτσι και η θεία. Το ίδιο και ο Στάθης Στα΅ουλακάτος. Με λίπος. Με ΅άγουλα. Με κοιλιά. Ζωώδης. Κλασικός νεοέλλην του καφενείου. Το τετράποδο των αθλητικών εφη΅ερίδων. Ολα εξαιρετικά κα΅ω΅ένα. Με τρεις ενστάσεις. Η πρώτη, οι βω΅ολοχίες. Σχεδόν αδικαιολόγητες. Δεν τις χρειάζεται. Ανώφελες. Υπέρβαρες. Επιδερ΅ικές. Η δεύτερη, ο Βαγγέλης Μουρίκης. Με τη ΅ανιέρα του πριονίζει το κλαδί πάνω στο οποίο κάθεται. Στη θέση του θα πρόσεχα. Εξαντλήθηκε. Η τρίτη και τελευταία, οι χρόνοι. Θα τους έσφιγγα και τίποτα δεν θα έχανα. Νever Μind. Ενα ση΅ασία έχει. Κάποιος από τους ΅ικροαστούς της «Χώρας προέλευσης» του Σύλλα Τζου΅έρκα οριζοντιώνεται στον αξονικό το΅ογράφο του Γιάννη Οικονο΅ίδη. Παιδιά, σινε΅ά έχου΅ε. Αντε να δού΅ε πότε θα απαλλαγού΅ε από τον καθη΅ερινό ΅ικροαστισ΅ό που ροκανίζει κάθε ΅ικρο΅έγαλη ύπαρξη σ αυτήν τη ΅αϊ΅ού που ακούει στο όνο΅α Ελλάδα! ΜΑΧΑΙΡΟΒΓΑΛΤΗΣ KNIFER του Γιάννη Οικονομίδη Ο Νίκος περνάει τεμπέλικα τις μέρες του στην επαρχία χωρίς παρόν και χωρίς μέλλον. Μετά το θάνατο του πατέρα του, ο θείος του τον παροτρύνει να εγκαταλείψει το χωριό και να πάει στην Αθήνα. Του προσφέρει διαμονή, διατροφή και μια εύκολη δουλειά. Ο Νίκος δέχεται για να βρεθεί άξαφνα μπλεγμένος σε μια παράξενη κατ' οίκον εργασία. Απομονωμένος σ' ένα «γκρίζο» προάστιο της πόλης με μόνη παρέα τον θείο και τη θεία του, οι ισορροπίες ανάμεσα στους τρεις αρχίζουν ν' αλλάζουν... Τρίτη μεγάλου μήκους για τον Γιάννη Οικονομίδη. Η αναζήτησή του για τις σκοτεινές πτυχές του ανθρώπου και τα απωθημένα που κρύβονται μέσα του, συνεχίζεται από εκεί που τέλειωσε η ψυχή στο στόμα. Μόνο που εδώ το τοπίο αλλάζει, το βιομηχανικό περιβάλλον, οι industrial ήχοι, ασπρόμαυρο φόντο, ασπρόμαυροι χαρακτήρες, ρουτίνα, ζωές χωρίς ελπίδα, πλήξη, αδιέξοδο. Ο Οικονομίδης προσδίδει σε όλα αυτά, προσεγμένα κάδρα αρκετής διάρκειας το καθένα, δίνει χώρο στους ηθοποιούς να εκφραστούν, δεν υπάρχουν οι συνεχείς διάλογοι και οι έντονες βωμολοχίες των προηγούμενων ταινιών του και μέσα σε όλα αυτά διαχέεται μια έντονη ατμοσφαιρικότητα και παύσεις δοσμένες με συνέπεια σε όλη την διάρκεια της ταινίας. Οι ήρωες βυθίζονται μέσα στην παρακμή τους, είναι καταδικασμένοι σε μια αιώνια κόλαση που έχουν δημιουργήσει οι ίδιοι(ή την δημιούργησαν άλλοι για αυτούς;) παρόλα αυτά έχουν μια κρυφή ελπίδα ευτυχίας με οποιοδήποτε αντίτιμο και αν είναι αυτό. «Μόνο εκεί που υπάρχει ζωή, υπάρχει και βούληση: όχι όμως βούληση για ζωή, αλλά βούληση για εξουσία.» Έτσι μίλησε ο Νίτσε σε ένα από τα κεφάλαια του μνημειώδους έργου του «ΤΑΔΕ ΕΦΗ ΖΑΡΑΤΟΥΣΤΡΑ». «Ακόμη και στην βούληση του υπηρέτη βρήκα την βούληση του αφεντικού» συνεχίζει με ύφος προφήτη. Βούληση λοιπόν για εξουσία. Βούληση για κυριαρχία πάνω στους άλλους. Αυτή είναι η φύση του ανθρώπου. Είτε το θέλουμε είτε όχι. Και έτσι πράττει και ο βασικός ήρωας της ταινίας. Δεν είναι μόνο μια σχεδιασμένη συνωμοσία εναντίον του Θείου του. Είναι μια βασική παρόρμηση που τον ωθεί να του επιβληθεί με όλο του το είναι. Βάζοντας και ως βασικό κίνητρο των πράξεών του το αχαλίνωτο πάθος του για μια γυναίκα, ουσιαστικά δίνει το έναυσμα για ότι ακολουθεί και ιδιαίτερα για την τελική σεκάνς. ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ Σ ένα ξεπεσμένο βιομηχανικό τοπίο, στις λούμπεν γειτονιές που βρίσκονται στις παρυφές της Αθήνας, εκεί όπου το σύγχρονο lifestyle είναι άγνωστη λέξη και η ζωή μυρίζει ματαίωση, εκτυλίσσεται η νέα ταινία του Γιάννη Οικονομίδη. Μετά το «Σπιρτόκουτο» και την «Ψυχή στο στόμα», ο σκηνοθέτης, συνεχίζει την σκληρή, σαρκαστική και «καταγγελτική» κινηματογραφία αλλά απομακρύνεται από το ύφος των δύο προηγούμενων ταινιών του, που χαρακτηρίστηκαν από τους συνεχείς διαλόγους, τους γρήγορους ρυθμούς και τα αλλεπάλληλα γρονθοκοπήματα βωμολοχίας. Η χυδαιότητα του νεοέλληνα είναι κι εδώ σε πρώτο πλάνο. Μόνο που στον «Μαχαιροβγάλτη», ίσως στην πιο ώριμη, πνευματική και εσωτερική του ταινία, ο Γιάννης Οικονομίδης έχει χαμηλώσει τα ντεσιμπέλ και αφήνει την εικόνα να μιλήσει για όσα οι χαρακτήρες του δε λένε. Δεν υψώνουν τη φωνή τους. Κραυγάζουν όμως μέσα από τις σιωπές τους και την ανημπόρια τους να βγούνε από τον απύθμενο βυθό της νεοελληνικής μιζέριας που τους τραβά στη δίνη της. Όσο πιο βαθιά βουλιάζουν, τόσο πιο σκληροί γίνονται. Δεν υπάρχουν ήρωες. Μόνο αντί-ήρωες. Μικροαστοί γείτονες της διπλανής πόρτας. Λαϊκοί, αργόσχολοι, αφασικοί, ξιπασμένοι, μοιραίοι, τρώγονται με τις σάρκες τους και αποχαυνώνονται από την τηλεόραση. Το μαύρο χιούμορ υπονομεύει συνεχώς την τραγωδία χαρακτήρων που δεν εκβιάζουν αναγκαστικά τη συμπάθεια του θεατή. Και βέβαια ο Γιάννης Οικονομίδης δεν επέλεξε τυχαία για πρωταγωνιστές της νέας του ταινίας, εκτός από τον Βαγγέλη Μουρίκη, δύο ηθοποιούς που προέρχονται από το θέατρο και κάνουν το ντεμπούτο τους στο σινεμά, τον Στάθη Σταμουλακάτο και την Μαρία Καλλιμάνη. Αποδίδουν με ακρίβεια δύο εσωστρεφείς και καταπιεσμένους χαρακτήρες των οποίων το ξέσπασμα παραμονεύει στη γωνία. Η ασπρόμαυρη φωτογραφία-υποβλητική από το πρώτο καρέ που πέφτει στην Πτολεμαΐδα μέχρι τις άχρωμες γειτονιές των προαστίων-προσδίδει στην ιστορία ένα πιο σκοτεινό και ζοφερό χαρακτήρα και κάνει τον «Μαχαιροβγάλτη» την πιο ατμοσφαιρική ταινία του Γιάννη Οικονομίδη. Η αυστηρή και ρεαλιστική σκηνοθεσία, οι σιωπές που μεσολαβούν ανάμεσα σε στυλιζαρισμένα πλάνα εξπρεσιονιστικής αισθητικής και τα γκρο πλάνα που «ακτινογραφούν» το μεδούλι του ψυχισμού των πρωταγωνιστών του, υπογραμμίζουν την υπόγεια βία που σιγοβράζει κάτω από την εικόνα. Συμμετοχή στο 15ο Φεστιβάλ του Pusan (10 Οκτωβρίου 2010 παγκόσμια πρεμιέρα) ΓΙΑΝΝΗΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΔΗΣ Σεναριογράφος, σκηνοθέτης, παραγωγός Ο Γιάννης Οικονομίδης γεννήθηκε στη Λεμεσό της Κύπρου το 1967 και σπούδασε κινηματογράφο στην Αθήνα. Έχει σκηνοθετήσει ταινίες μικρού μήκους και ντοκιμαντέρ. Έχει κερδίσει δυο φορές το πρώτο βραβείο καλύτερης ταινίας στο Φεστιβάλ Ταινιών Μικρού Μήκους της Δράμας με τις ταινίες Σταδιακή Βελτίωση του καιρού το 1992 και Μόνο μυρίζοντας γιασεμί το 1994. Το Σπιρτόκουτο είναι η πρώτη μεγάλου μήκους ταινία του, που σκηνοθέτησε το 2003. Η δεύτερη ταινία του, Η Ψυχή στο Στόμα, συμμετείχε στην 45η Διεθνή Εβδομάδα Κριτικής των Καννών το 2006. Το Σπιρτόκουτο και η Ψυχή στο Στόμα ψηφίστηκαν οι καλύτερες ελληνικές ταινίες του 2003 και 2007 αντίστοιχα από την Πανελλήνια Ένωση Κριτικών Κινηματογράφου (ΠΕΚΚ). ΦΙΛΜΟΓΡΑΦΙΑ 2006- Η ψυχή στο στόμα (μεγάλου μήκους) 2003- Σπιρτόκουτο (μεγάλου μήκους) 1995- Η ζωή που θα 'θελες (ντοκιμαντέρ) 1994- Μόνο μυρίζοντας γιασεμί (ντοκιμαντέρ) 1992- Σταδιακή βελτίωση του καιρού (μικρού μήκους) 1990- Καλημέρα νύχτα (ντοκιμαντέρ) 1989- Επεισόδιο (μικρού μήκους) |