Back Up Next
Η ζωή μετά

Hereafter ΗΠΑ, 2010. Σκηνοθεσία: Κλιντ Ιστγουντ. Σενάριο: Πίτερ Μόργκαν. Ηθοποιοί: Ματ Ντέιμον, Σεσίλ ντε Φρανς, Φράνκι ΜακΛάρεν, Τζορτζ ΜακΛάρεν, Μπράις Ντάλας Χάουορντ. 129'

Μια συναρπαστική έρευνα γύρω από τη μετά θάνατον ζωή, αλλά και για την απώλεια και την ανάγκη παρηγοριάς μέσα από τις ιστορίες τριών ανθρώπων που, με διάφορους τρόπους, τους αγγίζει ο θάνατος. Εξοχες όλες οι ερμηνείες.

Η ταινία “Η Ζωή Μετά” αφηγείται την ιστορία τριών ανθρώπων που τους στοιχειώνει ο θάνατoς με διαφορετικούς τρόπους. Ο Τζορτζ (Ματ Ντέιμον) είναι ένας Αμερικανός υπάλληλος γραφείου που αισθάνεται να έχει μία ιδιαίτερη σύνδεση με τη ζωή μετά θάνατον. Στην άλλη άκρη του κόσμου, η Μαρί (Σεσίλ ντε Φρανς), μία Γαλλίδα δημοσιογράφος είχε φτάσει πολύ κοντά στο θάνατο, κάτι που έχει ταράξει όλη της τη ζωή. Και ο Μάρκους (Τζορτζ Μακλάρεν και Φράνκι Μακλάρεν), ένας μαθητής σχολείου από το Λονδίνο που χάνει τον πιο κοντινό του άνθρωπο, αναζητά απεγνωσμένα απαντήσεις. Ο καθένας τους αναζητά την αλήθεια. Οι ζωές τους θα διασταυρωθούν και θα αλλάξουν για πάντα, εξαιτίας αυτού που πίστευαν ότι υπάρχει ή πρέπει να υπάρχει μετά το θάνατο.

O Κλιντ Ίστγουντ είναι ο αγαπημένος μου Αμερικανός σκηνοθέτης της παλιάς φρουράς. Ο τελευταίος δημιουργός εν ζωή, του οποίου κάθε έργο, την τελευταία δεκαετία, προκαλεί συζητήσεις και έχει φανατικούς θαυμαστές, παντού. Οι ανησυχίες αυτού του μεγάλου οτέρ, τον τοποθετούν στο πάνθεον των καλύτερων όλων των εποχών - και δεν το λέω μόνο εγώ, αυτό. Μπορεί κάποιοι να αμφισβητήσουν το περιεχόμενό της συνολικά, όμως κανείς δεν μπορεί να θεωρήσει αμφιλεγόμενη την προσφορά του στην 7η Τέχνη, πόσο μάλλον όταν αποδεικνύει έργο με έργο πως είναι σαν ...το παλιό, καλό κρασί.

Στην ταινία "Η ΖΩΗ ΜΕΤΑ" ή "HEREAFTER", καταπιάνεται με το θέμα που προβληματίζει όλους μας κάποια στιγμή, ολοένα πιο έντονα δε, όσο πλησιάζουμε στο τέλος της. Ένα θέμα κάθε άλλο παρά εμπορικό, όπως και καθετί που σχετίζεται με τον θάνατο... Όμως χάρη στο πανέξυπνο σενάριο του γνωστού μας Πίτερ Μόργκαν ("Η ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ", "ΦΡΟΣΤ / ΝΙΞΟΝ") το θέμα αποκτά μια άλλη διάσταση, όχι τόσο φιλοσοφικής πλευράς όσο υπαρξιακής, όταν τέμνει με αριστοτεχνικό τρόπο τις ιστορίες των πρωταγωνιστών. Οι ανησυχίες του Κλιντ φαίνεται ότι έχουν βάση, ο ίδιος κλείνει τα 80, και μοιάζει λογικό να θέλει να μας προβληματίσει με τις σκέψεις του μέσα από την ιστορία ενός μέντιουμ που υποδύεται ο Ματ Ντέιμον, αλλά και των άλλων χαρακτήρων. Είναι η δομή της δραματουργικής κορύφωσης που ακολουθεί πιστά κι ευλαβικά για να προκαλέσει την συγκίνηση.

Το τι συμβαίνει μετά το θάνατο, είναι ένα ρητορικό ερώτημα. Γιατί απλούστατα δεν έχει απαντηθεί έως τώρα ικανοποιητικά, από κανέναν, ούτε επιστημονικά, ούτε θεολογικά ή μεταφυσικά... Οι τρεις βασικοί χαρακτήρες της ιστορίας μας αναζητούν τους εσωτερικούς εαυτούς τους, σχετικά με το τι μας συμβαίνει, όταν η ζωή μας αφήσει. Έρχονται ακόμα και σε σύγκρουση με την κοσμοθεωρία τους, προκειμένου να βρουν μία απάντηση που να τους ικανοποιεί. Μία απάντηση που να δίνει ελπίδα και φως. Πέραν του θρησκευτικού λόγου ή του Χριστιανικού που μονοπωλεί τα εγκόσμια. Ο θάνατος είναι η άλλη διάσταση της ζωής. Είναι η προοπτική του ανθρώπου σε κάθε του βήμα, μετά τη γέννησή του. Είναι αναπόφευκτο, το πιο σίγουρο πράγμα που θα συμβεί στη ζωή μας. Υπάρχουν, όμως άνθρωποι που ο θάνατος τους "άγγιξε" κάποια στιγμή και που κατάφεραν να επιζήσουν. Ο θάνατος δεν είναι επιλογή. Είναι η απουσία ζωής (κυριολεκτικά και μεταφορικά). Αυτή η στιγμή τους σημάδεψε και η ταινία ασχολείται με το πως αυτό το "άγγιγμα" επηρεάζει τη συμπεριφορά, την πίστη, την αγάπη, την απώλεια, τους κεντρικούς μας ήρωες. Χωρίς ψυχαναλυτική επιχειρηματολογία. Μα ούτε και απλουστευτική, παραφυσική λογική. Πράγματα που τα βιώνουμε όλοι μας δεν μπορούν να θεωρηθούν ανορθόδοξες συμπτώσεις.

Αν ρωτούσαν εμένα προσωπικά, θα απαντούσα, πως ο βιολογικός θάνατος δε μπορεί να αποχωριστεί την πνευματική υπόσταση και τις ψυχικές λειτουργίες, καθώς επιβεβαιώνεται πως η ανθρώπινη φύση είναι ενιαία. Σπουδαία ευκαιρία δίνει η ταινία για υπαρξιακούς στοχασμούς επί του θέματος, τουλάχιστον. Περισσότερο αίσθηση προκαλεί το "καταφύγιο" που βρίσκει ο καθένας μετά από τέτοια "τραυματική" εμπειρία, όπως των ηρώων μας. Ο Κάρολος Ντίκενς φαίνεται ότι εμπνέει τον Τζορτζ (Ματ Ντέιμον) και όχι τυχαία, αντιθέτως πολύ εύστοχα συγκλίνει στις ευαισθησίες του ίδιου του σκηνοθέτη. Καθένα από αυτά τα "καταφύγια" είναι μια ευκαιρία για επανεκκίνηση της ζωής. Μιας ζωής που είχε φτάσει, οριακά στο τέλος της. Η στροφή πλεύσης, μας κάνει να πιστεύουμε πως τα πάντα είναι δυνατά. Ο άνθρωπος μπορεί να καταφέρει τα πάντα, όταν θέλει, ακόμα κι όταν έχει χάσει το "φως" του.

Αυτό που ίσως, ενοχλήσει "δογματικούς" ένθεν και κείθεν, είναι η χρήση του "δώρου" / χαρίσματος, της επικοινωνίας με τους νεκρούς. Δε χρειάζεται να είσαι ... Χαρδαβέλλας του απόκρυφου μυστικισμού για να αναρωτηθείς, αν οι προσωπικές εμπειρίες στοιχειοθετούν την ύπαρξη μιας άλλης ζωής μετά... Η ταινία απλά καταγράφει τα γεγονότα που έχουν συμβεί, χωρίς να θέλει να επιβάλλει πειστικές απαντήσεις, εξωραϊζοντάς τα ή αποδοκιμάζοντας κάθε εξήγηση που δε δίνεται από την Ιατρική Επιστήμη. Ο καθένας από μας, άλλωστε, κρίνει εξ ιδίων. Για άλλη μια φορά, υποκλινόμαστε στον μέγα Κλιντ Ίστγουντ, του οποίου η ωριμότητα, φτάνει στο απόγειό της. Μπορεί η ταινία να μην είναι το αριστούργημα της δεκαετίας (μετά τα MILLION DOLLAR BABY, ΓΡΑΜΜΑΤΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΙΒΟΖΙΜΑ, Η ΑΝΤΑΛΛΑΓΗ, GRAN TORINO), όμως αντανακλά πολύ σοφά την κοινωνιολογική του συμπεριφορά και την ιδεολογική του κοσμοθεωρία, που βρίσκεται σε μόνιμη σύγχυση και αντιπαράθεση με τον Θεό της ... Δύσης. Ο Ίστγουντ δεν έχει ανάγκη ν' αποδείξει σε κανένα ότι ξέρει το σινεμά καλύτερα από οποιονδήποτε οτέρ της εποχής μας. Αναγνωρίζεται παγκοσμίως και καταξιώνεται στη συνείδησή μας μοναδικά, όταν αποφασίζει να μιλήσει για θέματα ταμπού, που με τόλμη εγείρουν αντιπαραθέσεις. Οι ταινίες του ακολουθούν τον ακαδημαϊκό, αφηγηματικό σχεδιασμό που μας αρέσει να απολαμβάνουμε, μινιμαλιστικά και με σαφήνεια, από την αρχή έως το τέλος. Γι΄άλλη μια φορά ο θεατής θα πιάσει τον εαυτό του "τσιτωμένο" τόσο που να κρέμεται από τις ατάκες των χαρακτήρων, σε βαθμό ταύτισης. Από δοκιμιογραφικής άποψης αλλά και κινηματογραφικής, οι ήρωές του ποτέ δεν είναι στατικοί, αλλά ευέλικτοι και προσαρμόσιμοι. Περνάνε πάντα από καταστάσεις που τους ξεγυμνώνουν στα μάτια των θεατών φανερώνοντας κάθε ανθρώπινη αδυναμία, πάθος, αμαρτία... Οι χαρακτηρισμοί "θετικός - αρνητικός" ελάχιστα αποτυπώνουν το φιλοσοφικό βάθος της ηθικής. Αυτό που τα ξεπερνά είναι η μεθοδευμένη διαλεκτική τους αντιμετώπιση, και η υπέρβαση της εξέλιξης.

Τέλος, άξια αναφοράς για άλλη μια φορά η υποδειγματική, λυρική μουσική του σύνθεση, σε τόνους όπως πάντα χαμηλόφωνους αλλά πολυεπίπεδους, όπως και η ταινία του. Το ασυμβίβαστο ύφος του παραμένει αναλλοίωτο παράλληλα με την γνήσια αγάπη του για το σινεμά, που δεν πρόκειται να πεθάνει όσο ζει, χαρίζοντάς μας οραματικές στιγμές, όπως ετούτη. Προορίζεται για ενήλικο κοινό που δεν αρέσκεται στις παρωπίδες. Τα βραβεία δεν θα την αδικήσουν, χωρίς να είναι αυτοσκοπός, παρά την ύπαρξη του Σπίλμπεργκ στην Εκτέλεση Παραγωγής. Αφεθείτε... στη μαγεία του. Ελπίζουμε να μην είναι και η τελευταία του, όμως, όσο μακάβρια κι αν ακούγεται, τούτη η ευχή, σε σχέση με τον τίτλο του φιλμ.

ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ

Ο Ματ Ντέιμον (Ιnvictus και Bourne franchise) πρωταγωνιστεί στην ταινία “Η Ζωή Μετά” σε σκηνοθεσία του Κλιντ Ίστγουντ (Million Dollar Baby, Unforgiven) και σενάριο του Πίτερ Μόργκαν (Frost/Nixon, The Queen).

Πληροφορίες σχετικά με την παραγωγή

Ένα τσουνάμι διαλύει μία μικρή πόλη στα παράλια της Ινδονησίας, παρασύροντας μια Γαλλίδα δημοσιογράφο, σε παρολίγον θάνατο. Στους δρόμους του Λονδίνου, ένα ατύχημα χωρίζει ένα μικρό αγόρι για πάντα από το δίδυμο αδελφό και καθοδηγητή του στη ζωή. Και στην άλλη άκρη του κόσμου, στο Σαν Φρανσίσκο, ένας άνθρωπος αποφασίζει να δώσει τέλος στη ζωή του, για να σταματήσει, να ακούει τις φωνές των νεκρών.

Τι συμβαίνει μετά το θάνατο; Πώς μπορεί κάποιος τόσο κοντά μας να χάνεται για πάντα; Πώς μπορούν αυτοί που μένουν πίσω να συνεχίσουν να ζουν; H ταινία “Η Ζωή Μετά” είναι ένα δράμα που εξερευνά τη ζωή τριών χαρακτήρων που ψάχνουν απαντήσεις σχετικά με τη ζωή και με το τι βρίσκεται πέρα από αυτή.

«Δεν γνωρίζουμε τι υπάρχει στην άλλη πλευρά», λέει ο σκηνοθέτης Κλιντ Ίστγουντ. «Οι άνθρωποι έχουν τις πεποιθήσεις τους για το τι υπάρχει και τι δεν υπάρχει εκεί, αλλά όλα αυτά είναι υποθέσεις. Κανείς δεν ξέρει, μέχρι να φτάσει εκεί.» «Νομίζω ότι όλοι θέλουμε να πιστεύουμε ότι υπάρχει κάτι πέρα από αυτή τη ζωή, αλλά δεν είμαστε σίγουροι τι θα μπορούσε να είναι αυτό,» προσθέτει η παραγωγός Καθλίν Κένεντι. «Ακούγεται παράξενο να το βλέπει κανείς με αυτό τον τρόπο, αλλά νομίζω ότι η ζωή συχνά ορίζεται μέσω της προοπτικής του θανάτου.»

«Ο θάνατος αγγίζει τους τρεις χαρακτήρες σε αυτή την ταινία με τρόπους που οι περισσότεροι άνθρωποι δεν γνωρίζουν», λέει ο παραγωγός Ρόμπερτ Λόρενζ. «Αλλά, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, όλοι μπορούμε να ταυτιστούμε με τα συναισθήματα που βρίσκονται στον πυρήνα της ιστορίας... αγάπη, απώλεια, μοναξιά, επικοινωνία. Αυτά είναι πράγματα που βιώνουμε όλοι.»

Ο Ματ Ντέιμον, ο οποίος πρωταγωνιστεί στην ταινία, συμφωνεί, τονίζοντας, «Το θέμα δεν είναι να κάθεσαι μόνος σου και να σκέφτεσαι μηδενιστικά. Το θέμα είναι να επικοινωνήσουμε με άλλους ανθρώπους που βρίσκονται εδώ στον πλανήτη μαζί μας. Και νομίζω ότι αυτό είναι ένα πολύ ενθαρρυντικό μήνυμα για τη ζωή.»

Ο Πίτερ Μόργκαν έγραψε το σενάριο για το “Η Ζωή Μετά”, λίγο μετά το θάνατο ενός πολύ καλού του φίλου, από ατύχημα. Το περιστατικό τον ανάγκασε να συλλογιστεί κάτι που ο καθένας μας σκέφτεται σε κάποια στιγμή στη ζωή του. «Πέθανε τόσο ξαφνικά. Τόσο βίαια. Δεν είχε νόημα. Το πνεύμα του ήταν ακόμη ζωντανό, στην κηδεία πιθανότατα σκεφτόμουν αυτό που σκέφτονταν και όλοι οι άλλοι: ‘Πού πήγε;» αναρωτιέται ο σεναριογράφος. «Μπορεί να είμαστε τόσο κοντά σε κάποιον, να ξέρουμε τα πάντα γι' αυτόν, να μοιραζόμαστε τα πάντα μαζί του, και ξαφνικά να πεθαίνει και να μην γνωρίζουμε τίποτα πια γι’ αυτόν. Ήθελα να γράψω μια ιστορία που να θέτει ορισμένα από αυτά τα ερωτήματα.»

Η ιδέα του Μόργκαν εξελίχθηκε βασιζόμενη στις τρεις ιστορίες που διασταυρώνονται στην ταινία. «Καθώς την έγραφα, δεν συνειδητοποίησα ότι είχα δημιουργήσει τρεις πολύ μοναχικούς χαρακτήρες, οι οποίοι αναζητούσαν να ολοκληρωθούν ο ένας μέσα από τον άλλο,» λέει. «Ήταν ένα πολύ ασυνήθιστο σενάριο για μένα. Κανονικά κάνω έρευνα πριν γράψω ένα σενάριο. Βασίζομαι σε πραγματικά περιστατικά. Αυτό αντίθετα βασίστηκε πολύ στο ένστικτο και ήταν πολύ συναισθηματικό, απρογραμμάτιστο, χωρίς συγκεκριμένη φόρμα. Ήταν μια συναρπαστική ιστορία που θεώρησα ότι άξιζε να γραφτεί.»Χρόνια μετά την ολοκλήρωση του σεναρίου και την τοποθέτησή του σε ένα συρτάρι, ο Μόργκαν βρέθηκε να συζητά την ιστορία με την Κένεντι, ενώ και οι δύο δούλευαν για άλλες ταινίες. «Ο Πίτερ μου ανέφερε ότι εργάζονταν σε ένα σενάριο, που ονομάζονταν "Η Ζωή Μετά" και ότι ήταν κάτι πολύ διαφορετικό από οτιδήποτε είχε κάνει", θυμάται η Κένεντι, η οποία ήταν δούλευε τότε στο post production μιας ταινίας που έκανε με τους συνεργάτες της, Φρανκ Μάρσαλ και Στίβεν Σπίλμπεργκ, οι οποίοι δούλεψαν στην εκτέλεση παραγωγής της ταινίας “Η Ζωή Μετά”. Η Κένεντι ενθουσιάστηκε με το σενάριο και το έδωσε στον Σπίλμπεργκ να το διαβάσει. «Του άρεσε αμέσως και μου είπε... ξέρω ακριβώς ποιος πρέπει να το σκηνοθετήσει – ο Κλιντ». Υπήρχε κάτι σε αυτό που ο Στίβεν κατάλαβε ότι θα έβρισκε απήχηση στις ευαισθησίες του Κλιντ.»

Ο Σπίλμπεργκ, ο οποίος είχε συνεργαστεί με τον Ίστγουντ στις ταινίες του για την Ιβο Τζίμα, τηλεφώνησε στον Ίστγουντ όταν εκείνος ήταν στη Γαλλία. Ο Λόρενζ, που για πολλά χρόνια συνεργαζόταν με τον Ίστγουντ ως παραγωγός στις ταινίες του, κανόνισε να του σταλεί το σενάριο εκεί. «Θυμάμαι ότι το διάβασα μέσα σε μία μικρή καμπάνα στο νότο της Γαλλίας, μεταφυσική εμπειρία από μόνη της, και μου άρεσε πολύ,» αναφέρει ο Λόρενζ. «Είναι μια απλή, ρεαλιστική, αλλά εξαιρετικά πρωτότυπη ιστορία που γράφτηκε με τη σαφή, συνοπτική χαρισματική αφήγηση του Πίτερ. Ο Κλιντ το διάβασε το ίδιο απόγευμα και συμφώνησε να την σκηνοθετήσει.»

«Ο τρόπος που ήταν στημένη, μου φάνηκε πολύ πρωτότυπος. Έθετε τόσο μεγάλα διλήμματα και είχε πολλές προεκτάσεις,» λέει ο Ίστγουντ. «Μου άρεσε ο τρόπος που ο Πίτερ έγραψε τρεις ξεχωριστές ιστορίες που στέκουν αυτόνομα, αλλά την ίδια στιγμή αλληλοσυνδέονται.»

Ο Τζορτζ στο Σαν Φρανσίσκο

Η ταινία “Η Ζωή Μετά” εξελίσσεται μέσα από τη ματιά τριών ατόμων σε διαφορετικά μέρη του κόσμου. Παρόλο που τελικά οι ζωές τους συναντιούνται, αρχίζουν το ταξίδι τους μόνοι τους. Ο Ματ Ντέιμον παίζει τον Τζορτζ Λόνεγκαν ένα μοναχικό νεαρό που έχει το χάρισμα να επικοινωνεί με νεκρούς και που θέλει να ξεφύγει από όλους τους απελπισμένους που του ζητούν μια τελευταία στιγμή με τα αγαπημένα τους πρόσωπα που έχουν πεθάνει. Μετά από τη συνεργασία που είχε με τον Ντέιμον στην ταινία «Invictus,» ο Ίστγουντ ήλπιζε να δουλέψει ξανά με τον ηθοποιό, επιθυμία που είχε και ο Ντέιμον. «Αρχικά πίστευα ότι βάσει του προγράμματός μου δεν θα ήταν εφικτό να συμμετάσχω στην ταινία, μέχρι που μου τηλεφώνησε ο Κλιντ,» θυμάται ο Ντέιμον. «Του είπα, ‘Μήπως μου τηλεφώνησες απλά για να μου πεις ότι έχεις στα σκαριά μία ταινία σε σενάριο του Πίτερ Μόργκαν; Και μου προσφέρεις αυτό το ρόλο, ενώ ξέρεις ότι δουλεύω σε άλλη ταινία; Θα προτιμούσα να με βασάνιζες, παρά να μου τηλεφωνήσεις," θυμάται. «Αλλά ευτυχώς, βρέθηκε τρόπος για να δουλέψουμε μαζί, επειδή ο Κλιντ είναι πολύ ευέλικτος. Μου αρέσει να δουλεύω τόσο μαζί του, όσο και με όλη την ομάδα του.»

Δεδομένου ότι η υπόθεση της ταινίας αποτελείται από τρεις ξεχωριστές ιστορίες σε τρεις χώρες, ο Ίστγουντ ήταν σε θέση να γυρίσει την ταινία, έτσι ώστε να «κουμπώσει» με το πρόγραμμα του Ντέιμον. «Σκέφτηκα, γιατί να μην γυρίσουμε αρχικά τις δύο ιστορίες και στη συνέχεια να κάνουμε την ιστορία του Ματ, όταν αυτός θα είναι διαθέσιμος;» Θυμάται ο Ίστγουντ. «Οπότε, αυτό και κάναμε. Εννοείται ότι πιστεύω στις ικανότητες του Ματ και ήξερα ότι θα μπορούσε να αποδώσει τη σύγκρουση του χαρακτήρα.»

«Νομίζω ότι ο Ματ αναδύεται ως ένας από τους πιο σημαντικούς ηθοποιούς της γενιάς μας, εάν κοιτάξει κανείς τις δουλειές που επιλέγει και την ποικιλία των ρόλων που έχει ενσαρκώσει,» σχολιάζει η Κένεντι. «Και ένας από τους λόγους που του αρέσει να συνεργάζεται με τον Κλιντ είναι ότι υπάρχει πάντα κάτι που μπορεί να μάθει από αυτόν, σε επίπεδο ηθοποιίας ή σκηνοθεσίας.»Ο ηθοποιός περιγράφει τον χαρακτήρα του ως «ένα πολύ μοναχικό τύπο. Τα τελευταία τρία χρόνια έχει κάνει μία μεγάλη αλλαγή ζωής λόγω αυτής της δυνατότητας που έχει να επικοινωνεί με ανθρώπους που έχουν πεθάνει. Είναι κάτι που δεν θέλει, που το θεωρεί περισσότερο σαν κατάρα παρά σαν δώρο. Αυτό του το ‘χάρισμα’ τον εμποδίζει να συνάπτει σχέσεις, εξαιτίας όσων νιώθει, όταν έρχεται σε σωματική επαφή με κάποιον.»

Αν και ο Τζορτζ είναι πραγματικά προικισμένος, γνωρίζει ότι ο χώρος των μέντιουμ είναι γεμάτος απατεώνες και ψευδοεπιστήμονες. «Προσπαθούμε να δείξουμε την εγκυρότητα αυτών που κάνει,» σημειώνει ο Ίστγουντ, «σε αντίθεση με όλους τους τσαρλατάνους που βρίσκονται εκεί έξω. Άσχετα με το αν είναι νόμιμοι ή όχι, η ιστορία θέλει να αναφερθεί κυρίως στο γεγονός ότι αυτοί οι άνθρωποι εκμεταλλεύονται άλλους που επιζητούν να επικοινωνήσουν με τα αγαπημένα τους πρόσωπα που έχουν αποβιώσει.»

Κάποιος που θα ήθελε να επωφεληθεί από αυτό είναι ο αδελφός του Τζορτζ, ο Μπίλι, τον οποία παίζει ο Τζέι Μορ. «Νομίζω ότι ο Μπίλι είναι παρασιτικός χαρακτήρας», ισχυρίζεται ο Μορ. «Ο αδελφός του έχει μια πολύ ιδιαίτερη ικανότητα, και πιστεύω ότι ο Μπιλ θα ήθελε πραγματικά να τη χρησιμοποιήσει για να γίνουν και οι δύο πλούσιοι, έστω και αν, συναισθηματικά, νοιάζεται πολύ για τον Τζορτζ. Αλλά είναι αμείλικτος."

«Το να διαλέξουμε τον Τζέι Μορ, ήταν με διαφορά η ευκολότερη δουλειά που είχαμε», δηλώνει ο Λόρενζ. «Ξέρει να σε πουλάει και σε αγοράζει. Δεν τον ξεγελάς με τίποτα. Ο Μπίλι, έτσι όπως τον ενσαρκώνει ο Τζέι είναι η τέλεια αντίθεση με τον Τζορτζ.»

Σε μια προσπάθεια να αλλάξει τη ζωή του, ο Τζορτζ δοκιμάζει να ξεκινήσει μία σχέση με την Μέλανι -την οποία παίζει η Μπράις Ντάλας Χάουαρντ, - την οποία συναντά σε ένα μάθημα μαγειρικής. «Η Μέλανι έχει μόλις μετακομίσει στο Σαν Φρανσίσκο, διότι έχει χωρίσει πρόσφατα από κάποιον. Προσπαθεί και εκείνη να κάνει μία νέα αρχή,» λέει η Χάουαρντ. «Όταν μπαίνει στην ίδια ομάδα με τον Τζορτζ στο μάθημα μαγειρικής, της φαίνεται τέλειος γι 'αυτήν. Είναι λίγο νευρική και αυτός είναι λίγο ντροπαλός Συμπαθιούνται πραγματικά. Αλλά, καθώς μαθαίνουν ο ένας τον άλλον, φαίνεται ξεκάθαρα ότι τόσο ο Τζορτζ, όσο και η Μέλανι έχουν ο καθένας τα μυστικά του.»

Ο Λόρενζ λέει: «Η Μπράις έχει μία νεανική γοητεία και ένα ανήσυχο πνεύμα που ταιριάζουν πολύ στην Μέλανι με πολλούς τρόπους. Και η χημεία της με τον Ματ είναι πολύ δυνατή, το οποίο παρατηρούμε όλοι στην πρώτη σκηνή που είναι μαζί στο μάθημα μαγειρικής. Αλλά, αργότερα, σε μία άλλη συναισθητικά έντονη στιγμή, ανακαλύπτουμε ότι και η δική της ζωή δεν είναι λιγότερο ταραγμένη.»

“Η συνάντηση με την Μέλανι αποδεικνύει στον Τζορτζ το πώς μπορεί να καταστρέψει τη ζωή του εξαιτίας του χαρίσματος που έχει,» λέει ο Ίστγουντ. «Είναι από τα ζευγάρια που χαίρεσαι να βλέπεις. Θέλεις να μείνουν μαζί. Αλλά, δυστυχώς, υπάρχει πρόβλημα.»

«Η ‘κατάρα’ του Τζορτζ είναι ότι μπορεί να βλέπει μέσα στις ψυχές των ανθρώπων, εξηγεί η Κένεντι. «Είναι δυνατόν πολύ γρήγορα να γνωρίζει πράγματα που ξέρουν μόνο αυτοί που τα αισθάνονται. Και πολλές φορές αυτά που αποκαλύπτονται, είναι πράγματα που οι άνθρωποι δεν θέλουν απαραιτήτως να αποκαλύψουν στους άλλους.»

Το μοναδικό καταφύγιο του Τζορτζ είναι οι ηχογραφήσεις CD των έργων του βικτοριανού συγγραφέα Κάρολου Ντίκενς, τα οποία διαβάζει ο Άγγλος ηθοποιός Ντέρεκ Τζέικομπι. «Ο Τζορτζ καταλαβαίνει ότι κάτι τον συνδέει με αυτόν τον συγγραφέα, που ζει με όλα αυτά τα φαντάσματα στο μυαλό του, τα οποία τον καταδιώκουν συνεχώς,» σημειώνει ο Ντέιμον.

Προσπαθώντας να αφήσει το παρελθόν πίσω του, ο Τζορτζ ξεκινά να επισκεφτεί το σπίτι του Ντίκενς στο Λονδίνο. «Ο Τζορτζ ψάχνει για έναν τρόπο να ξεπεράσει αυτήν την κατάσταση, στην οποία έχει κολλήσει για τόσο καιρό», λέει ο Λόρενζ.

Το ταξίδι του Τζορτζ τον οδηγεί στην Έκθεση Βιβλίου του Λονδίνου και σε μια πορεία σύγκρουσης με τους άλλους δύο πρωταγωνιστές της ιστορίας. «Νομίζω ότι όλοι οι χαρακτήρες αυτής της ταινίας προσπαθούν να ξεκινήσουν ξανά τη ζωή τους,» παρατηρεί ο Ντέιμον. «Και ο Τζορτζ πρέπει να κατανοήσει την αξία του ‘δώρου’ που έχει.»

Η Μαρί στο Παρίσι

Η Μαρί Λίλεϊ, μία δημοφιλής Γαλλίδα παρουσιάστρια ειδήσεων και πολιτική συντάκτρια, ξεκινά το ταξίδι της σε μια μικρή παραθαλάσσια πόλη στη Νοτιοανατολική Ασία, κάνοντας διακοπές με το φίλο της, τον Ντιντιέ.

Την Μαρί παίζει η Βελγίδα ηθοποιός Σεσίλ ντε Φρανς, η οποία λέει, « Η Μαρί είναι μια ισχυρή, ευκατάστατη ελεύθερη επαγγελματίας, που είναι ερωτευμένη με τη δουλειά της και παθιασμένη με την αλήθεια. Γι’ αυτό είναι τόσο καλή δημοσιογράφος και τόσο δημοφιλής. Έχει σχέση με τον παραγωγό της εκπομπής της, και είναι και οι δυο τους εξαιρετικά πολυάσχολοι άνθρωποι.

Ο Ίστγουντ διάλεξε την ντε Φρανς για το ρόλο, μόλις είδε την κασέτα της οντισιόν της για το ρόλο. «Είχα κοιτάξει λίγους ηθοποιούς και ξαφνικά εμφανίστηκε μπροστά μου,» θυμάται ο Ίστγουντ. «Δεν την ήξερα πριν από αυτή την ταινία, αλλά νομίζω ότι είναι μια από τις καλύτερες ηθοποιούς, με τις οποίες έχω συνεργαστεί.»

Η ζωή της Μαρί αλλάζει για πάντα όταν φεύγει από το ξενοδοχείο της για να ψάξει να βρει δώρα για τα παιδιά του Ντιντιέ, στα μαγαζιά. Ακούει μία βοή από μακριά και γυρίζοντας να δει τι συμβαίνει, ένα τρομακτικό τσουνάμι έρχεται προς το μέρος της, καταστρέφοντας τα πάντα στο πέρασμά του. «Τη ρουφά αυτό το κύμα - δολοφόνος», λέει η ντε Φρανς. «Παλεύει να κρατήσει την αναπνοή της, αλλά το κύμα την παρασέρνει. Και ενώ είναι λίγο πριν το θάνατο, βλέπει αυτό το όραμα. Όλα γίνονται ήσυχα και είναι εντελώς σκοτεινά. Ένα μακρινό φως τραβά το βλέμμα της. Ο χρόνος έχει παγώσει και το φως στο βάθος έρχεται ολοένα και πιο κοντά. Δεν έχει αίσθηση του πραγματικού χρόνου ή αυτών που της συμβαίνουν. Νιώθει ωστόσο πως όλα τα ξέρει και όλα τα αισθάνεται.»

Η αίσθηση δεν διαρκεί πολύ, και γρήγορα η Μαρί ξαναβρίσκει την αναπνοή και τις αισθήσεις της. Ο Ίστγουντ λέει, «Μετά από αυτή την επιθανάτια εμπειρία, πηγαίνει πίσω στο Παρίσι και επιστρέφει στη δουλειά της, αλλά το γεγονός αυτό έχει διαταράξει κάθε πτυχή της ζωής της.»

«Υπάρχει μια ανησυχία που μοιράζονται όλα τα ανθρώπινα όντα όταν έρχονται αντιμέτωποι με το μυστήριο του θανάτου,» ισχυρίζεται η ντε Φρανς. «Δεν έχουμε απαντήσεις σε κάτι που δεν μπορούμε να ελέγξουμε. Και αυτό το είδος του τραύματος μας επιτρέπει να αντιμετωπίζουμε το γεγονός ότι όλοι θα πεθάνουμε μια μέρα. Η Μαρί όμως δεν μπορεί να ξεπεράσει αυτό που της συνέβη.»

Δεδομένου ότι προσπαθεί να ξαναβρεί το νήμα της ζωή της, ανακαλύπτει ότι κάτι τη χωρίζει από τους γύρω της. «Ως δημοσιογράφος, κρίνει τα πάντα με βάση το γεγονός. Όλα τα σχετίζει με εικόνες και ιστορίες,» αναφέρει η Κένεντι. «Όταν της συμβαίνει αυτό, της δημιουργείται έντονη περιέργεια για το τι πραγματικά συνέβη, ενώ οι άνθρωποι γύρω της αρχίζουν να πιστεύουν ότι της έχει γίνει έμμονη ιδέα. Δεν θέλουν ούτε καν να μιλήσουν μαζί της γι 'αυτό.»

Και ο φίλος της αισθάνεται πολύ άβολα με αυτή της την αλλαγή. Ο Γάλλος ηθοποιός Τιερί Νεβίκ, που παίζει τον Ντιντιέ εξηγεί, «Ο Ντιντιέ πιστεύει ότι έχει υποστεί μεγάλο στρες και μετατραυματικό σοκ από το τσουνάμι. Είναι ρεαλιστής και δεν μπορεί να καταλάβει την αλλαγή της. Οπότε ένα κενό αρχίζει να δημιουργείται ανάμεσά τους. Και ο Ντιντιέ δεν θέλει να την ακολουθήσει σε αυτό το δρόμο.»

Η μοναξιά που νιώθει και η ανάγκη της να ψάξει για απαντήσεις την οδηγεί στο να αρχίσει να γράφει ένα βιβλίο για την εμπειρία της. Η αγωνιώδης ανάγκη της για στοιχεία την οδηγεί σε μία κλινική στις Άλπεις. Η βετεράνος Ελβετίδα ηθοποιός και νυν σκηνοθέτιδα της όπερα, Μάρθε Κέλερ, υποδύεται την Δρ. Ρουσό, που έχει μελετήσει το φαινόμενο και τώρα φροντίζει ασθενείς στην κλινική της στις Άλπεις.

«Η Δρ Ρουσό είναι μία επιστήμονας που έχει περάσει τη ζωή της ερευνώντας ένα θέμα που θεωρείται ταμπού στην επιστήμη: ότι υπάρχουν άνθρωποι σε όλο τον κόσμο που έχουν βιώσει τον θάνατο και έρχονται πίσω στη ζωή,» λέει η Κέλερ. «Οι άνθρωποι δεν θέλουν να μιλήσουν για αυτό, επειδή ακόμα και η ίδια η ιδέα του θανάτου μπορεί να είναι πολύ τρομακτική. Αλλά η Μαρί της έχει γράψει αυτή τη μεγάλη επιστολή, ανοίγοντας την καρδιά της σε αυτή και αποκαλύπτοντας την ιστορία της. Η Μαρί όχι μόνο θέλει να καταλάβει, αλλά θέλει και κάποιον να την ακούσει. Θέλει κάποιος να την κατανοήσει πραγματικά.»

Η αναζήτηση της αλήθειας θα την οδηγήσει τελικά στο Λονδίνο, όπου θα έρθει πρόσωπο με πρόσωπο με κάποιον φαίνεται διατεθειμένος να την ακούσει.

Ο Μάρκους στο Λονδίνο

Τα δίδυμα αδέλφια Τζόρτζ και Φράνκι ΜακΛάρεν ήταν αυτοί που επιλέχτηκαν για να ενσαρκώσουν την αίσθηση της απώλειας, που βρίσκεται σαν ιδέα στο επίκεντρο της ιστορίας. Η υπεύθυνη επιλογής ηθοποιών η Φιόνα Γουίρ είδε περισσότερα από 100 δίδυμα στο Λονδίνο για τους ρόλους του Τζέισον και του Μάρκους. Παρόλο που είχαν δουλέψει στο θέατρο, δεν είχαν ποτέ συμμετάσχει σε ταινία, γεγονός που ο Ίστγουντ θεώρησε προσόν για τους ρόλους τους στην ταινία "Η Ζωή Μετά". «Έχουν πολύ ενδιαφέροντα πρόσωπα και προέρχονται από μία εργατική συνοικία,» λέει. «Ήταν οι λιγότερο έμπειροι, αλλά μου έβγαζαν κάτι πολύ φυσικό, που μου άρεσε.» «Ήταν ακριβώς αυτοί που χρειαζόμασταν για τους ρόλους που είχε γράψει ο Πίτερ για τα δίδυμα», προσθέτει η Κένεντι. «Ο Κλιντ τους έκανε να βγάλουν προς τα έξω μία ήρεμη, κατεστραμμένη ευαισθησία, καθώς και κάποιο μυστικό, που έχεις την αίσθηση ότι μοιράζονται.»

Ο Τζέισον και ο Μάρκους είναι δίδυμα αδέλφια από τις εργατικές συνοικίες του Λονδίνου. Η μητέρα τους, η Τζάκι, την οποία παίζει η Λίντσεϊ Μάρσαλ, είναι εξαρτημένη από ναρκωτικά και τα αγόρια είναι πολύ πιθανό να δοθούν σε ανάδοχη οικογένεια. «Η Τζάκι αγαπά τα παιδιά της, αλλά δεν μπορεί να τα βγάλει πέρα μόνη της,» περιγράφει η Μάρσαλ. «Είναι πολύ νέα, δεν έχει πολλά χρήματα, και έχει πέσει στα ναρκωτικά. Τα αγόρια αισθάνονται πραγματικά την ανάγκη να τη στηρίξουν και να την καλύψουν ,όταν οι κοινωνικές υπηρεσίες χτυπούν την πόρτα τους. Αντιμετωπίζουν την κατάσταση πολύ πιο ώριμα από τα υπόλοιπα παιδιά στην ηλικία τους.»

Γεννημένος 12 λεπτά νωρίτερα, ο Τζέισον έχει μεγαλύτερη αυτοπεποίθηση και φροντίζει και τη μητέρα του και τον αδελφό του. «Είναι πολύ δεμένοι μεταξύ τους, επειδή δεν έχουν πολλούς φίλους», λέει ο Φράνκι ΜακΛάρεν. «Είναι πάντα πολύ κοντά ο ένας στον άλλο, επειδή είναι ότι σημαντικό έχουν στη ζωή τους.»

Πηγαίνοντας να κάνει κάποιο θέλημα για τη μητέρα του, ο Τζέισον θα τραυματιστεί θανάσιμα από ένα αυτοκίνητο, αφήνοντας μόνο του τον Μάρκους να αντιμετωπίσει μία αδιανόητη για αυτόν κατάσταση. «Ο Μάρκους είναι ο πιο αδύναμος από τους δύο, και όταν ο αδελφός του σκοτώνεται με τέτοιο τραγικό τρόπο, χάνει το έδαφος κάτω από τα πόδια του, χωρίς να είναι σίγουρος για το τι να κάνει, και πώς να συνεχίσει τη ζωή του», σχολιάζει ο Λόρενζ. «Είναι πραγματικά χαμένος και ψάχνει για απαντήσεις.»

«Η επικοινωνία με τον αδερφό του, του γίνεται έμμονη ιδέα,» προσθέτει η Κένεντι, που έχει και η ίδια δίδυμη αδερφή. «Προσπαθεί να βρει έναν τρόπο για αποκτήσει νόημα η ζωή του, χωρίς να έχει δίπλα του το πρόσωπο που του έμοιαζε τόσο πολύ. Νομίζω ότι ο καθένας αναπτύσσει αυτά τα συναισθήματα όταν χάνει ένα στενό συγγενή ή γονιό. Αλλά σαν δίδυμος, νομίζω ότι όντως αισθάνεσαι ότι χάνεις ένα μέρος του εαυτού σου. Σίγουρα ταυτίζομαι με αυτή την πτυχή της ιστορίας, αλλά νομίζω ότι πρόκειται για κάτι με το οποίο μπορεί να ταυτιστεί ο οποιοσδήποτε που καταλαβαίνει αυτού του είδους τη σχέση.»

Και τα δύο δίδυμα ΜακΛάρεν έπαιζαν εναλλάξ τους χαρακτήρες του Τζέισον και του Μάρκους, γεγονός που ενέτεινε την αίσθηση ότι ήταν δύο μέρη του ίδιου συνόλου. «Νομίζω ότι η πιο βαθιά απώλεια είναι όταν χάνεις το δίδυμο αδερφό σου, κάποιον που είναι στην κυριολεξία φτιαγμένος από το ίδιο DNA με σένα», λέει ο Πίτερ Μόργκαν. «Είναι ιδιαίτερα τρομερό επειδή τα αγόρια σε αυτή την ιστορία είναι τόσο μικρά σε ηλικία και έχουν μάθει να βλέπουν τη ζωή μόνο μέσα από τα μάτια του άλλου τους μισού.»

Ο Μάρκους δεν μπορεί να ξεπεράσει το χαμό του Τζέισον. Φορά συνεχώς το καπέλο που φορούσε ο αδερφός του. «Ο Τζέισον έχει έναν καπέλο που φορά συνέχεια», λέει ο Τζορτζ ΜακΛάρεν. «Και όταν ο Τζέισον σκοτώνεται, ο Μάρκους παίρνει το καπέλο και το φορά. Το φορά στο κρεβάτι. Το παίρνει παντού μαζί του." Σαν να μην έφτανε η μοναξιά του από το χαμό του αδερφού του, ο Μάρκους τώρα απομακρύνεται και από την μητέρα του και δίνεται σε ανάδοχη οικογένεια.

«Είναι πολύ μικρός και φοβάται τον κόσμο και τους ανθρώπους που δεν ξέρει.» λέει η Ιρλανδέζα ηθοποιός Νίαμ Κιούζακ που παίζει τη θετή του μητέρα. «Θέλει να αισθάνεται ότι ο Τζέισον είναι ακόμα μαζί του. Αυτό μόνο τον κάνει να αισθάνεται ασφαλής.»

Σε μια προσπάθεια να επικοινωνήσει με τον αδελφό του, ο Μάρκους απευθύνεται σε μέντιουμ που βρίσκει στο Διαδίκτυο. «Πηγαίνει και μιλάει στους ανθρώπους για να βρει αν υπάρχει κάποιος που μπορεί να τον βοηθήσει να επικοινωνήσει με τον Τζέισον, και απευθύνεται σε όλους αυτούς τους τσαρλατάνους που λένε ότι μπορούμε να μιλήσουν με τους νεκρούς, αλλά στην πραγματικότητα δεν μπορούν,» λέει ο Ίστγουντ.

Αλλά η αναζήτηση του τελικά αποδίδει. Βρίσκει τη λύση στο πρόσωπο του Τζορτζ Λόνεγκαν. Έτσι, ο Μάρκους ξεκινά μόνος του για να βρει το μοναδικό άτομο που πιστεύει ότι μπορεί να τον βοηθήσει να βρει τις απαντήσεις που χρειάζεται.

Back Home Up Next