You will meet a tall dark stranger. ΗΠΑ, 2010. Σκηνοθεσία-σενάριο: Γούντι Αλεν. Ηθοποιοί: Ναόμι Γουότς, Αντόνιο Μπαντέρας, Αντονι Χόπκινς, Τζος Μπρόλιν, Φρίντα Πίντο, Τζέμα Τζόουνς, Λούσι Παντς. 98' Μια ομάδα μεσοαστών στο σύγχρονο Λονδίνο αναζητεί τον έρωτα και την ευτυχία σε μια απολαυστική, διανθισμένη με έξυπνα γκαγκ και χιουμοριστικούς διαλόγους κωμωδία. Εξαιρετικές όλες οι ερμηνείες. Τον ψηλό μελαχρινό άντρα του τίτλου (και της χαρτορίχτρας) ζητεί κάθε μοναχική γυναίκα που διψά για έρωτα, μας λέει ο Γούντι Αλεν στη νέα του ταινία. Οχι πως είναι σεξιστής, γιατί και οι άντρες στις ταινίες του ζητούν μια όμορφη μελαχρινή (αν και, τις πιο πολλές φορές, ξανθιά) γυναίκα. Με άλλα λόγια, το ζητούμενο στις ταινίες του είναι ο έρωτας. Μαζί και το σεξ, αν και αυτό που υπερέχει είναι ο έρωτας ως συντροφιά, κατανόηση και στοργή. Κοινοτοπία, θα μου πείτε. Αυτό όμως είναι το θέμα των περισσότερων ιστοριών με τις οποίες καταπιάνεται ο κινηματογράφος. Και αφού και έχουμε να κάνουμε με ταινία του Γούντι Αλεν, πλάι στον έρωτα έχουμε και όλα τα άλλα τακτικά θέματα του κωμικού/σκηνοθέτη: τη μοναξιά, τα όνειρα και τις απογοητεύσεις της ζωής, αλλά και τα γηρατειά και το θάνατο. Για ακόμη μία φορά ο Αλεν τοποθετεί τα πρόσωπά του στο Λονδίνο, όπου παρακολουθούμε την πορεία τους: ο Ρόι, ένας φιλόδοξος αν και αποτυχημένος συγγραφέας (Τζος Μπρόλιν), η όμορφη αλλά παραγνωρισμένη γυναίκα του, Σάλι (Ναόμι Γουότς), η εκνευριστική, εγκαταλειμμένη από τον σύζυγο, μητέρα της, Χελένα (Τζέμα Τζόουνς) που καταφεύγει στη χαρτορίχτρα Σαρμέν (Λούσι Παντς) για να μάθει το μέλλον της, ο ηλικιωμένος, έντρομος με το πέρασμα της ηλικίας, σύζυγος, Αλφι (Αντονι Χόπκινς) που την εγκαταλείπει για μια νεαρή «ηθοποιό», ο ελκυστικός εργοδότης της Σάλι, Γκρεγκ (Αντόνιο Μπαντέρας) και διάφοροι άλλοι. Παρά την οικονομική τους άνεση, είναι δυστυχισμένοι. Κι αν τελικά δεν συναντούν τον ψηλό μελαχρινό άντρα της χαρτορίχτρας, θα συναντήσουν κάποιο πρόσωπο (όπως ο κοντός, συνηθισμένος άντρας που συναντά η Χελένα) που θα τους προσφέρει την ευτυχία που αναζητούν. Μπορεί η ζωή τους να μη σημαίνει και πολλά, μπορεί, όπως μας λέει συχνά ο σκηνοθέτης, να μην αξίζει τίποτα, αλλά, ακόμη κι αυτό το τίποτα, είναι κάτι - και δεν είναι μόνο ο Γούντι Αλεν που μας το λέει, αλλά και μεγάλοι συγγραφείς από τον Ομηρο (μαζί και τον Καβάφη με την «Ιθάκη») μέχρι και τον Σέξπιρ. Η πλοκή, με κάποιες μικροδιαφορές, είναι πασίγνωστη. Εκείνο όμως που καταφέρνει κάθε φορά ο Γούντι Αλεν είναι να την ανανεώνει, με τις μικρολεπτομέρειες, τα ευρήματα, τους ζωντανούς, έξυπνους, με ωραίες ατάκες διαλόγους, με τα γκαγκ, τις ανατροπές και τις απρόσμενες εκπλήξεις, ακόμη και τα φαρσοειδή στοιχεία του, αλλά και με το χιούμορ και τον κάποιο κυνισμό του. Χωρίς να ξεχνάμε τις ωραίες ερμηνείες όλων των ηθοποιών του. Με αποτέλεσμα να έχουμε μια κωμωδία του, από τις πιο απολαυστικές κι ελαφρές (από την οποία δεν λείπουν και τα δραματικά στοιχεία). Κωμωδία που κινείται με ευλυγισία και άνεση ανάμεσα σ' εκείνες ενός Μπίλι Γουάιλντερ κι ενός Πρέστον Στέρτζες. Πληροφορίες σχετικά με τη παραγωγή Μια μάντισσα και οι προβλέψεις της έχουν τον πρωταγωνιστικό ρόλο στην ταινία ΘΑ ΣΥΝΑΝΤΗΣΕΙΣ ΕΝΑΝ ΨΗΛΟ ΜΕΛΑΧΡΙΝΟ ΑΝΔΡΑ. Όμως πέρα από το προφανές, υπάρχει και ένας πιο σκοτεινός συσχετισμός, σύμφωνα με τον Τζος Μπρόλιν: “Θα συναντήσεις τον ίδιο ψηλό, μελαχρινό άγνωστο που αργά ή γρήγορα όλοι θα γνωρίσουμε,» με άλλα λόγια, τον Θάνατο.» Είναι η προσπάθεια που κάνει ο Άλφι Σέπριτζ (Άντονι Χόπικινς), όταν ξυπνά μέσα στη νύχτα και συνειδητοποιεί ότι του απομένουν λίγα χρόνια ακόμα, για να αποφύγει το αναπόφευκτο που θέτει σε κίνηση την ιστορία της ταινίας. «Ο Άλφι δεν μπορεί να περιμένει άλλο», λέει ο σεναριογράφος και σκηνοθέτης της ταινίας Γούντι Άλεν, «αρχίζει να καταναλώνει μόνο υγιεινές τροφές και δεν θέλει να ακούει από το στόμα της γυναίκας τους ότι δεν είναι πια νέος. Δεν θέλει να έρθει αντιμέτωπος με αυτήν την αλήθεια, οπότε ξεφορτώνεται τη γυναίκα του Ελένα (Τζέμα Τζόουνς) και ξεκινά μία άλλη ζωή, οδηγώντας τους κοντινούς του ανθρώπους σε χάος. «Κάνει όλα όσα κάνουν κάποιον να δείχνει νέος - αγοράζει ένα σπορ αυτοκίνητο, γράφεται σε γυμναστήριο και αρχίζει να ζει μία εργένικη ζωή. Και ο Άλφι προσπαθεί να πείσει τον εαυτό του ότι μπορεί να ανακτήσει τη λάμψη που είχε κάποτε, αρκεί να το θέλει πολύ. «Νομίζω ότι εκείνο που τυφλώνει τον Άλφι είναι ο αντρικός εγωισμός», λέει ο Χόπκινς. «Πραγματικά, φέρεται λες και έχει τρελαθεί.» Η ζωή της συζύγου του, Ελένα (Τζέμα Τζόουνς), παραπαίει, καθώς κλονίζεται από την εγκατάλειψη του Άλφι. Μετά από μία αποτυχημένη απόπειρα αυτοκτονίας, καταφεύγει στα φάρμακα και στην ψυχανάλυση για να ηρεμήσει, αλλά δεν ανακουφίζεται. Μέχρι που αποφασίζει να ζητήσει τη βοήθεια μίας μάντισσας, της Κρίσταλ (Πολίν Κόλινς). Ακούγοντας τις αισιόδοξες προβλέψεις της Κρίσταλ για το μέλλον της, ιδιαίτερα στα θέματα που έχουν να κάνουν με τη συναισθηματική της ζωή, η Ελένα αναθαρρεί σχεδόν αμέσως. «Η Ελένα είναι αθώα,» λέει η Τζόουνς, «είναι πάντα αισιόδοξη και εξακολουθεί να πιστεύει ότι εκεί έξω υπάρχει η πραγματική αγάπη. Θα μπορούσε να είχε διαλέξει έναν άλλο δρόμο και να ήταν πραγματικά δυστυχισμένη, αλλά με κάποιο τρόπο ξεπερνά την κατάθλιψη. Επιβιώνει επειδή μπορεί να αυταπατάται». Η Σάλι, η κόρη του Άλφι και της Ελένα (Ναόμι Γουότς) αντιμετωπίζει και εκείνη προβλήματα με το γάμο της. Παντρεύτηκε έναν μυθιστοριογράφο, τον Ρόι (Τζος Μπρόλιν), όταν ήταν στο απόγειο της καριέρας του, και είχε μόλις εκδώσει το πολλά υποσχόμενο πρώτο του βιβλίο. Όμως η ανικανότητά του να γράψει κάτι άλλο και έτσι να τηρήσει την υπόσχεσή του προς τον εαυτό του και τη σύζυγό του, τον κάνει να είναι ευερέθιστος και ανίκανος να στεριώσει σε οποιαδήποτε δουλειά. Η Σάλι έχει κουραστεί να προσπαθεί να υποστηρίξει τις καλλιτεχνικές του φιλοδοξίες με τα λεφτά της μητέρας της και το μισθό της ως βοηθό στην γκαλερί του Κρεγκ Κλεμέντε (Αντόνιο Μπαντέρας) και θέλει να προχωρήσουν με τη ζωή τους. «Η Σάλι έχει φτάσει σε μία ηλικία που έχει βαλθεί να κάνει παιδί, αλλά βλέπει ότι ο Ρόι δεν σκέφτεται καν αυτό το ενδεχόμενο,» λέει η Γουότς. «Οπότε της έχει γίνει έμμονη ιδέα, όπως και σε όλες τις γυναίκες που είναι λίγο πριν τα σαράντα. Θέλει να κάνει τη σχέση της με τον Ρόι να δουλέψει, αλλά καθώς δεν μπορεί να τον πείσει, αρχίζει να αναζητά την προσοχή κάποιου άλλου». Καθώς ο Ρόι εκδίδει το ένα αποτυχημένο βιβλίο μετά το άλλο, η αυτοπεποίθησή του καταρρακώνεται. «Ο Ρόι δεν έχει αρκετό ταλέντο για να ξεπεράσει αυτή του την πρώτη επιτυχία», λέει ο Άλεν. «Στη αρχή προσπαθούσε, αλλά καθώς περνά ο καιρός αρχίζει να σκέφτεται ότι ίσως είναι από αυτούς τους συγγραφείς του ʽενός βιβλίουʼ, απλά μία φωτοβολίδα, και αυτή δεν είναι καθόλου ευχάριστη σκέψη. «Δουλεύει το τελευταίο του βιβλίο επτά χρόνια, «Νομίζω πως δεν τον ενδιαφέρει τόσο πολύ να γίνει συγγραφέας, αλλά κυρίως να κάνει επιτυχία, κάτι εντελώς διαφορετικό δηλαδή,» λέει ο Μπρόλιν. «Δεν ψάχνει κάτι που να τον ενδιαφέρει ή να τον εμπνέει, αλλά κάτι που να τον κάνει να φαίνεται σπουδαίος. Έχει ανάγκη να τον βλέπουν οι άλλοι επιτυχημένο, επειδή η εκτίμηση που έχει για τον εαυτό του είναι πολύ, πολύ χαμηλή σε αυτή τη φάση της ζωής του». Η Σάλι ενθαρρύνει τις επισκέψεις της μητέρας της στην Κρίσταλ, παρόλο που ξέρει ότι η μάντισσα την εξαπατά, και τις δίνει φρούδες ελπίδες. Η Σάλι είναι μοναχοπαίδι κι η μητέρα της έχει προσπαθήσει να αυτοκτονήσει, οπότε αισθάνεται ότι πρέπει να την προσέξει και αυτό είναι ένα πολύ βαρύ φορτίο γιʼ αυτήν. «Σκέφτεται ότι αφού τίποτε άλλο δεν έχει δουλέψει, δεν πειράζει που η Κρίσταλ καταφέρνει να την ηρεμεί και να την αποτρέπει από το να βάλει τέλος στη ζωή της,» λέει ο Άλεν. «Δεν θέλει να ταράξει τα πράγματα και να βλέπει τη μητέρα της να παίρνει υπνωτικά χάπια ή να είναι ʽαλλούʼ όλη την ώρα. «Η Τζόουνς πιστεύει ότι η προσωπικότητα της Ελένα την κάνει ιδιαίτερα ευάλωτη στις τσαρλατανιές της Κρίσταλ. «Νομίζω ότι τα έχει χάσει λίγο. Νομίζω ότι όλοι το παθαίνουμε αυτό καθώς μεγαλώνουμε, ή ότι κάποια από τα χαρακτηριστικά της προσωπικότητάς μας γίνονται εκκεντρικά. Η Ελένα ίσως ήταν λίγο ελαφρόμυαλο κορίτσι και δεν έχει ωριμάσει ποτέ στην πραγματικότητα. Η Ελένα ήταν επίσης πολύ θρήσκα, αλλά η θρησκεία την απογοήτευσε γιατί δεν μπόρεσε να τη βοηθήσει στη δύσκολη στιγμή της. Αποφεύγοντας τη δική του πραγματικότητα, ο Άλφι πέφτει με τα μούτρα στον έρωτα της Σαρμέιν (Λούσι Παντς) μίας σπιρτόζας κοπέλας με τα μισά του χρόνια. “Γελοιοποιείται εντελώς μπροστά σε αυτή τη γυναίκα επειδή είναι σαγηνευτική και του τονώνει την αυτοπεποίθησή του, ή ότι έχει απομείνει από αυτήν», λέει ο Χόπκινς. «Του γεμίζει τις μπαταρίες.» «Η Σαρμέιν είναι κάποια που θέλει συνεχώς να περνά καλά, να γελά, να χορεύει, να είναι μέσα στα πράγματα», λέει η Παντς. «Είναι σαν ένα πουλί που δεν προσγειώνεται ποτέ, και πετά από το ένα δέντρο στο άλλο. Είναι επίσης πολύ αισθησιακή και σεξουαλική, εξαιτίας των σωματικών της προσόντων. «Έχοντας κολλήσει μαζί της, ο Άρτσι της κάνει πρόταση γάμου, αψηφώντας το γούστο της για τα ακριβά αυτοκίνητα, τα οποία δεν μπορεί να της αγοράσει. «Σκέφτεται, ʽμπορώ να την παντρευτώ, αφού την αγαπάω», λέει ο Χοπκινς. «Η κοπέλα αυτή έχει τονώσει ξανά τον ανδρισμό του και τον έχει κάνει να αισθάνεται ξανά νέος, οπότε και αυτός θέλει να φτάσει τα πράγματα στα άκρα.» Και η Σαρμέιν λέει το ναι. «Νομίζω πως και αυτή τον θέλει, αν και δεν είμαι σίγουρος αν είναι ερωτευμένη μαζί του», λέει η Παντς. «Σίγουρα, την τραβά το γεγονός ότι έχει χρήματα, παρόλο που είναι σίγουρη ότι θα είχε πολλούς πλούσιους μνηστήρες στο παρελθόν. Νομίζω ότι ήταν μία παρόρμηση, δεν το σκέφτηκε και πολύ, δεν σκέφτηκε ότι θα κρατήσει για πάντα, αλλά έτσι και αλλιώς δεν σκέφτεται και ποτέ τις συνέπειες των πράξεών της». Καθώς είναι εγκλωβισμένη στη σχέση της με τον Ρόι, η Σάλι αρχίζει να έλκεται από το αφεντικό της. Σε κάθε περίπτωση, ο Κρεγκ είναι ακριβώς το αντίθετο από το σύζυγό της, επιτυχημένος, φτασμένος, ήρεμος, ευδιάθετος, ικανός να της παρέχει τη ζωή που θέλει – δώρα, ταξίδια, εισιτήρια για την όπερα, ακόμα και ένα παιδί. «Νομίζω ότι θέλει να δουλέψει η σχέση της με τον Ρόι,» λέει η Γουότς, «αλλά ένα μεγάλο κομμάτι του εαυτού της μένει ανικανοποίητο. Ο Κρεγκ μπορεί να της δώσει όλα τα επιφανειακά πράγματα που νομίζει ότι ψάχνει.» Καθώς αρχίζει να τον ερωτεύεται, δεν μπορεί να καταλάβει αν αυτός ανταποκρίνεται στα συναισθήματά της. Παρόλο που συνήθως της φέρεται με αυστηρά επαγγελματικό τρόπο, καμιά φορά της στέλνει διφορούμενα μηνύματα. Για παράδειγμα την πηγαίνει σε ένα κοσμηματοπωλείο και τη βάζει να δοκιμάζει σκουλαρίκια για να τον βοηθήσει να διαλέξει ένα ζευγάρι για τη σύζυγό του. «Την κοιτάζει, τη ζυγίζει με τα μάτια, και κάνει κάποιες κινήσεις που αν ήταν ερωτευμένη μαζί του, θα μπορούσαν να της ραγίσουν την καρδιά», λέει ο Μπαντέρας. «Είναι αθώο γι αυτόν, αλλά γι αυτήν σημαίνει πολλά. Νομίζω ότι είναι λίγο ʽτυφλόςʼ και δεν συνειδητοποιεί ακριβώς τις επιπτώσεις που μπορούν να έχουν πάνω της κάποιες κινήσεις που κάνει.» Και εκείνη περιμένει από αυτόν να κάνει την πρώτη κίνηση. «Είναι επιφυλακτική και θέλει να είναι σίγουρη ότι τη θέλει πριν κάνει οτιδήποτε. Όπως για παράδειγμα σε μία σκηνή όπου είναι οι δυο τους στο αυτοκίνητο γυρνώντας από την όπερα και από ένα ποτό, «Νομίζει ότι τη σκέφτεται, αλλά δεν υπάρχει συγχρονισμός μεταξύ τους και αυτό είναι πολύ παράξενο», λέει η Γουάτς. «Νομίζω ότι ο Κρεγκ ίσως σκέφτεται ʽΟυάου, είναι πιο όμορφη απ΄ όσο πίστευα!ʼ λέει ο Μπαντέρας. «Τώρα που την κοιτά μέσα από ένα άλλο πλαίσιο του φαίνεται ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα, και αυτόν τον εκπλήσσει. Αλλά δεν τον οδηγεί στο να πάρει κάποια απόφαση.» Ενώ είναι κλεισμένος στο δωμάτιό του, παλεύοντας να τελειώσει το μυθιστόρημά του, το βλέμμα του Ρόι κολλάει σε μία μυστηριώδη γυναίκα ντυμένη στα κόκκινα που παίζει κιθάρα στο απέναντι παράθυρο της αυλής του. «Δυσκολεύεται πολύ», λέει ο Άλεν, «καθώς αισθάνεται ότι ένα ʽφρέσκο αεράκιʼ φυσά ʽ στην αυλή του. Τον εξιτάρει αυτή η γυναίκα, η οποία σιγά-σιγά γίνεται μία σαγηνευτική φαντασίωση γιʼ αυτόν. Ο Ρόι είναι από τη φύση του απαισιόδοξος, δεν είναι ποτέ ευχαριστημένος με αυτό που έχει και πάντα θέλει πράγματα που δεν μπορεί να αποκτήσει. Αυτή η γυναίκα αρχίζει να τον ενδιαφέρει ακόμα περισσότερο, όταν μαθαίνει ότι έχει σχέση με κάποιον άλλο άντρα. «Ο Τζος αισθάνεται χαμένος», λέει ο Μπρόλιν, «και όταν την ακούει να παίζει κιθάρα και βλέπει το πόσο νέα και όμορφη είναι πιστεύει ότι με το να την κατακτήσει θα μπορέσει να κάνει ένα νέο ξεκίνημα, να δημιουργήσει κάτι καινούριο και να ξεχάσει οτιδήποτε κακό του έχει συμβεί στο παρελθόν.» Τελικά, ο Τζος παίρνει τη μεγάλη απόφαση και προσκαλεί τη γυναίκα, της οποίας το όνομα είναι Ντία (Φρίντα Πίντο, πρωταγωνίστρια στην ταινία SLUMDOG MILLIONAIRE), για φαγητό. Παρόλο που η Ντία είναι αρραβωνιασμένη και πρόκειται σύντομα να παντρευτεί, δέχεται την πρόσκλησή του. «Δεν νομίζω ότι η Ντία δέχτηκε να βγει μαζί του έχοντας την πρόθεση να ξεκινήσει μαζί του δεσμό. Απλά ήθελε να γνωρίσει έναν άλλο άνθρωπο και να συζητήσει μαζί του», λέει η Πίντο. «Αλλά είναι μπερδεμένη και προσπαθεί να καταλάβει τι θέλει από τη ζωή της, και όταν αυτός της κάνει κομπλιμέντα, παρασύρεται και θέλει να δει που θα οδηγήσει όλο αυτό. Και κατά κάποιο τρόπο συνειδητοποιεί ότι αυτό που έχει δεν είναι αυτό που θέλει». Από την άλλη, επειδή και εκείνη θέλει να γίνει συγγραφέας, αυτός ικανοποιεί μία φαντασίωσή της. Παρόλο που οι χαρακτήρες στην ταινία ΘΑ ΣΥΝΑΝΤΗΣΕΙΣ ΕΝΑΝ ΨΗΛΟ ΜΕΛΑΧΡΙΝΟ ΑΝΔΡΑ δεν καταφέρνουν να αντιμετωπίσουν τα προβλήματά τους με επιτυχία, ο Ρόι κάνει ένα βήμα παραπέρα. «Ο Ρόι είναι ο πιο σκοτεινός, ο πιο πολύπλοκος χαρακτήρας,» λέει ο Άλεν. «Είναι απογοητευμένος από τον εαυτό του, είναι ανασφαλής, η σχέση του με την Σάλι πάει από το κακό στο χειρότερο και τον έλκει η Ντία, οπότε είναι διατεθειμένος να πάρει μία ανήθικη απόφαση, με την ελπίδα ότι θα μπορέσει να βάλει σε μία νέα γραμμή τη ζωή του». Ο Μπρόλιν δεν πιστεύει ότι ο Ρόι πάλεψε πολύ για να πάρει αυτήν την απόφαση. «Δεν νομίζω ότι το σκέφτηκε ούτε καν για δεύτερη φορά. Έτσι και αλλιώς δεν είχε να χάσει τίποτα», λέει. «Και για αυτό οι συνέπειες είναι τόσο βαριές.» Όπως συμβαίνει συχνά στις ταινίες του Γούντι Άλεν, και στο ΘΑ ΣΥΝΑΝΤΗΣΕΙΣ ΕΝΑΝ ΨΗΛΟ ΜΕΛΑΧΡΙΝΟ ΑΝΔΡΑ συμμετέχουν τόσο γνωστοί και διακεκριμένοι, όσο και αρκετοί χαρισματικοί νέοι ηθοποιοί. «Πάντα εντυπωσιάζομαι από το πόσο καλοί είναι κάποιοι νέοι ηθοποιοί», λέει ο Άλεν. «Δεν τους βάζω να κάνουν πρόβες. Οι περισσότεροι από αυτούς δεν με ρωτούν για το χαρακτήρα τους ή για το σενάριο. Απλά έρχονται και παίζουν. Κάποιες σκηνές βγαίνουν με τη μία. Και προχωράμε». Ο Άλεν συναντήθηκε για πρώτη φορά με την Ναόμι Γουότς στο σετ και η πρώτη σκηνή που γύρισαν μαζί ήταν μία από τις πιο συναισθηματικές που είχε να παίξει στην ταινία. «Ήρθε εκείνο το πρωί, είπε ʼχαίρετεʼ και άρχισε να παίζει λες και ήταν ένα αυτοκίνητο που ξεκινά με τρίτη ταχύτητα, χωρίς να βάλει πρώτη και δεύτερη», λέει ο Άλεν. «Ήταν καταπληκτική από την πρώτη στιγμή που άνοιξε το στόμα της. Δεν είχα ξανασυναντήσει κάτι παρόμοιο. Λες και το ταλέντο της ενεργοποιείται αυτόματα με το που το καλεί». Ο Άλεν έχει να πει τα καλύτερα και για τον Άντονι Χόπκινς: «Ο Χόπικινς είναι σταθερή αξία. Αρκεί να εμφανιστεί σε μία σκηνή, για να της δώσει νόημα. Είναι τόσο δυναμική και καθηλωτική η παρουσία του που δεν σταματά να σε εκπλήσσει. Είναι από τους τυχερούς στη ζωή, έχει κάτι το ιδιαίτερο.» Ο Χόπκινς λέει ότι ο Άλεν του έδειξε μεγάλη εμπιστοσύνη. «Αισθάνθηκα ότι ένιωθε ασφαλής με αυτό που ήθελα να κάνω. Δεν με ʽκαπέλωνεʼ σκηνοθετικά. Αλλά ταυτόχρονα, είχε το νου του. Είναι πολύ απαιτητικός και ήθελε να δώσω τον καλύτερο εαυτό μου και αυτό ήταν πολύ ωραίο. Και έδειχνε και πολύ ενθουσιώδης όταν το πετύχαινα!» Όταν ο Άλεν διάλεγε ηθοποιό για το ρόλο της Ελένα, το όνομα της Τζέμα Τζόουνς έπεφτε συνέχεια στο τραπέζι. «Όταν περιέγραφα το χαρακτήρα, όλοι μου έλεγαν, ʽεννοείς την Τζέμα Τζόουνς,» λέει. «Είδαμε πολλούς για το ρόλο, όμως σε αυτήν πήγαινε γάντι.» Η Τζόουνς λέει, «Είχε ενδιαφέρον να βρω το πως θα ενσαρκώσω την Ελένα. Έπρεπε να την κάνω να φαίνεται ρεαλιστική, και όχι μία καρικατούρα, παρόλο που οι καταστάσεις που ζει είναι πολύ αστείες. Και δυσκολευτήκαμε να βρούμε και το πως θα έπρεπε να είναι εμφανισιακά. Και τότε ο Γούντι είπε, ʽφορέστε τις παλιομοδίτικα ρούχα και καπέλα,ʼ και η εικόνα έδεσε. Τα ρούχα ταίριαξαν με την ευαισθησία που διακρίνει κάποιον που είναι εύθραυστος. Και εκεί βάσισα και την ερμηνεία μου». Αντίθετα με τους υπόλοιπους ηθοποιούς, ο Τζος Μπρόλιν είχε αρκετές ιδέες και ερωτήσεις να κάνει στον Άλεν. «Η σκέψη του να παίξω ένα χαρακτήρα που είναι νορμάλ σε κάποιο βαθμό, πάντα με φοβίζει,» λέει ο Μπρόλιν. «Οπότε η πρότασή μου προς τον Άλεν ήταν από την αρχή ο Ρόι να είναι σε αναπηρικό καροτσάκι. Του έγραψα ένα email τριών σελίδων εξηγώντας του το γιατί πίστευα ότι αυτό είναι απαραίτητο, και νομίζω ότι σε κάποιο σημείο του πρότεινα να έχει και Γιουγκοσλαβική προφορά. Και μου απάντησε με ένα μονολεκτικό email που έλεγε ʽόχιʼ. Γέλασα πολύ, ακόμα γελάω. Έτσι ξεκίνησε η φιλία μας.» Ο Άλεν λέει, «Μερικοί ηθοποιοί δεν κάνουν ερωτήσεις. Ο Τζος κάνει πολλές. Μου έκανε ερωτήσεις για το κούρεμά του, τον τρόπο με τον οποίο θα περπατούσε, θα ντυνόταν, θα συμπεριφερόταν. Εγώ του έκανα κάποιες προτάσεις, αλλά συνήθως οι απαντήσεις που έδινε εκείνος ήταν πολύ καλύτερες από τις δικές μου». Ο ρόλος του Κρεγκ Κλεμέντε ήταν πολύ διαφορετικός από αυτούς που συνηθίζει να παίζει ο Αντόνιο Μπαντέρας. «Κανονικά, ειδικά στην Αμερική, μου δίνουν να παίξω χαρακτήρες που δεν συναντάς στην καθημερινότητα, όπως είναι οι ήρωες στις ταινίες ZORRO και DESPERADO. Ποτέ δεν μου δίνουν να παίξω απλά ένα γλυκό, φυσιολογικό και καλοπροαίρετο άνθρωπο. Οπότε αυτό είναι κάτι νέο για μένα». Αλλά το χτυποκάρδι που προκαλεί ο Μπαντέρας σε τέτοιου είδους επικές ταινίες τον έκανε να είναι ιδανικός για αυτόν τον πιο ʽήσυχοʼ ρόλο. Ο Άλεν λέει, «Ήθελα κάποιον που να είναι πιστευτός ως έμπορος έργων τέχνης με διεθνή καριέρα, ως επιτυχημένος και ο Αντόνιο τα είχε όλα αυτά – το ανάστημα, την κομψότητα, την εμφάνιση που θα μπορούσαν να κάνουν μία γυναίκα να τον ερωτευτεί. Και ταυτόχρονα είναι εξαιρετικός ηθοποιός.» Παρόλο που ο Κρεγκ μπορεί να φαίνεται ο μοναδικός στην ταινία που πατά τα πόδια του στη γη, έχει και αυτός ορισμένα προβλήματα, αν και μικρότερα από τους υπόλοιπους. «Έχει επιλέξει να παντρευτεί μία γυναίκα που δεν είναι και η καλύτερη δυνατή επιλογή, και έχει περάσει δύσκολα μαζί της. Και μετά επιλέγει μία γυναίκα που ήταν εξαρτημένη από το αλκοόλ και τα ναρκωτικά», λέει ο Άλεν. «Ίσως θα ήταν καλύτερα με την Σάλι, αλλά παρόλα αυτά επιλέγει τη φίλη της, η οποία δεν έχει και τόσο ʽυγιέςʼ παρελθόν». Παρόλο που ο Άλεν έδωσε στον Μπαντέρας ένα αντίτυπο του σεναρίου όταν έφτασε στο σετ, εκείνος επέλεξε να διαβάσει μόνο τις σκηνές στις οποίες έπαιζε αυτός. «Ρώτησα τον Γούντι αν ήθελε να το διαβάσω όλο και μου είπε ότι εξαρτιόταν από το τι ήθελα εγώ. Αν δεν ήθελα να το διαβάσω θα μπορούσα να παίξω το ρόλο μου ανεξάρτητα από την υπόλοιπη ιστορία. Επειδή ήταν η πρώτη φορά που συνεργαζόμουν με τον Γούντι και ήταν μία εντελώς ξεχωριστή εμπειρία, αποφάσισα να μη διαβάσω όλο το σενάριο». Καθώς η Ντία είναι μία αινιγματική φιγούρα για τον Ρόι, μία οθόνη πάνω στην οποία προβάλει τις φαντασιώσεις του, ο Άλεν δεν δίνει την ευκαιρία στο κοινό να την επεξεργαστεί από κοντά, μέχρι που να το κάνει ο Ρόι. Στο πρώτο μισό της ταινίας, την βλέπουμε μόνο από μακριά, μέσα από το παράθυρό της. «Όταν τελικά καταφέρνεις να τη δεις από κοντά, τρελαίνεσαι, γιατί είναι απίστευτα όμορφη», λέει ο Άλεν. «Πιθανότατα, η σπάνια ομορφιά της να της έχει κάνει τη ζωή πολύπλοκη.» Για την Πίντο ήταν απελευθερωτικό να παίξει ένα μυστηριώδη χαρακτήρα. «Σου δίνει μεγαλύτερη ελευθερία,» λέει. «Αποφεύγεις σχόλια του τύπου ʽδεν θα έπρεπε να το κάνεις αυτό, δεν ταιριάζει με το χαρακτήρα σου,» λέει. Από την άλλη ήταν μία πρόκληση, επειδή αυτή είναι μόλις η τρίτη μου ταινία και συνεργάζομαι με τον Γούντι και τον Τζος. Όλοι όμως ήταν ιδιαίτερα ενθαρρυντικοί μαζί μου, οπότε ξεπέρασα το άγχος μου μέσα σε λίγες μέρες». Καθώς το όνομα του χαρακτήρα της ήταν το ίδιο με εκείνο που είχε στην ταινία SLUMDOG MILLIONAIRE, η Πίντο ζήτησε από τον Άλεν να το αλλάξει. Όταν θεώρησε ότι και το δεύτερο όνομα που διάλεξαν δεν ήταν το κατάλληλο για τον τύπο του χαρακτήρα της, του ζήτησε να διαλέξει ένα όνομα η ίδια και αυτός της έκανε με χαρά το χατίρι. Η Πίντο το σκέφτηκε για κάποιες μέρες. «Ίσως να μη φαίνεται σημαντικό, αλλά αισθανόμουν ότι χρειαζόταν ένα όνομα που να ταιριάζει με το χαρακτήρα της.» λέει. «Μου πήρε χρόνο για να καταλήξω στο Ντία, που σημαίνει ΄μέρα΄στα Ισπανικά και στα Πορτογαλικά και στα Hindi σημαίνει ʽφωςʼ, λέξεις που έχουν να κάνουν δηλαδή με τη φωτεινότητα.» Ο τελευταίος ηθοποιός που επελέγη ήταν η Λούσι Παντς για το χαρακτήρα της Σαρμέιν. «Ψάχναμε καιρό και είδαμε πολλούς ηθοποιούς, γνωστούς και άγνωστους. Αλλά τελικά η Λούσι πήρε το ρόλο, εξαιτίας του ταλέντου της», λέει ο Άλεν. «Είναι πολύ όμορφη, είναι αστεία, είναι μία εξαιρετική ηθοποιός, έχει απίστευτη προσωπικότητα και αυτό το βγάζει 100% στην οθόνη.» Η Παντς θυμάται τη μέρα που πήρε το ρόλο, ως την πιο συγκλονιστική μέρα της ζωής της. «Ούρλιαζα, έτρεχα πάνω κάτω στο σπίτι. Τηλεφώνησα στη μητέρα μου και σε όλους τους γνωστούς μου και ούρλιαζα από χαρά. Μετά από μισή ώρα, κλειδώθηκα έξω από το διαμέρισμά μου». Ο Μπαντέρας λέει ότι πριν πάει στο σετ είχε λάβει ένα γράμμα από τον Άλεν (το οποίο έχει κορνιζάρει) που του έλεγε ότι αν ήθελε θα μπορούσε να αλλάξει, να προσθέσει ή να αφαιρέσει κάποιες από τις ατάκες του, αν αυτό τον έκανε να αισθάνεται πιο άνετα. Όλοι οι ηθοποιοί αναφέρθηκαν στο πόσο δεκτικός ήταν ο Άλεν στους αυτοσχεδιασμούς τους. «Η Σαρμέιν μιλά με ένα ιδιαίτερο τρόπο και ο Άλεν με άφησε να αυτοσχεδιάσω, να πω με το δικό μου τρόπο τις ατάκες μου ή να αστειευτώ με αυτές, σε μεγάλο βαθμό», λέει Παντς. «Κανά δυο φορές ωστόσο μου ζήτησε να σταματήσω να αστειεύομαι. Θέλει η ταινία να φαίνεται όσο πιο ρεαλιστική γίνεται και αυτό που έκανα φαινόταν λίγο προσποιητό. Αλλά σε γενικές γραμμές με άφηνε να κάνω αυτό που ήθελα.» Η Πίντο λέει, «Η συμβουλή που μου έδωσε ήταν να μην ψάχνω την κάμερα. Σιχαίνεται τους ηθοποιούς που παίζουν για να τους τραβήξει η κάμερα. Θέλει να είσαι φυσικός.» Ο ιδιαίτερος τρόπος του Άλεν να γυρίζει μεγάλες σκηνές με μία μόνο λήψη είναι συναρπαστικός και αποτελούσε πρόκληση για τους ηθοποιούς. «Μπορεί να γυρίζαμε σε μία μόνο λήψη μία σκηνή έξι σελίδων,» λέει ο Μπρόλιν. «Σου δίνει 15 περίπου λεπτά να τη σκεφτείς, όσο οι τεχνικοί ρυθμίζουν το φωτισμό και σε αφήνει να κάνεις κάποιες πρόβες. Αλλά πρέπει να είσαι πολύ συγκεντρωμένος.» Σε σύγκριση με όλους τους άλλους χαρακτήρες στην ταινία, η Ελένα φαίνεται η πιο ήρεμη. Ζει στο συννεφάκι της και βρίσκει και μία αδερφή ψυχή που δείχνει εξίσου μεγάλη αδιαφορία για την πραγματικότητα. «Η Ελένα είναι η πιο τρελή απ΄ όλους», λέει ο Άλεν, «και σε αυτήν την τραγική ζωή που όλοι ζούμε, μπορεί κάποιος να ευτυχίσει μόνο αν είναι λίγο τρελός, αν πιστεύει στα παραμύθια και κλείνει την πόρτα στην πραγματικότητα». Δεν είναι ότι άνθρωποι σαν την Ελένα δεν έχουν λογική. «Νομίζω ότι όλοι έχουμε τον τρόπο μας να αρνούμαστε και να προσπαθούμε να εξορθολογήσουμε τις δυσκολίες στη ζωή μας», λέει ο Άλεν. «Έτσι οι άνθρωποι τα βγάζουν πέρα με τη ζωή, αρνούμενοι συνεχώς την πραγματικότητα, πιστεύοντας στην αυταπάτη της καλλιτεχνικής αθανασίας, προσπαθώντας να δώσουν νόημα στο σύμπαν, πιστεύοντας στη μετά θάνατο ζωή και άλλα παρόμοια...» Ο Χόπκινς πιστεύει ότι έτσι εξηγείται και η ανάγκη του Άλφι να αποκτήσει ένα παιδί. «Θέλει κάποιον να συνεχίσει τη δική του ζωή, να τον κάνει να αισθανθεί αθάνατος και αιώνιος», λέει. «Ότι και να κάνουμε για να παρατείνουμε τη ζωή μας, να αποφύγουμε το αναπόφευκτο – μέσω της δόξας, της περιουσίας, του πλούτου, των κόκκινων χαλιών – είναι επειδή ακριβώς θέλουμε να γίνουμε αθάνατοι να διώξουμε το φόβο του θανάτου. Και αυτό το νιώθουμε όλοι βαθιά μέσα μας: το μυστήριο της ζωής και του θανάτου.» Η ταινία αρχίζει και τελειώνει με μία φράση από τον «Μάκβεθ»: «Μία ιστορία όλο φασαρία και πάθη, για το τίποτα,» Ο Άλεν εξηγεί: «Όλοι αυτοί οι χαρακτήρες τρέχουν πανικόβλητοι, πέφτουν ο ένας πάνω στον άλλο, πληγώνουν ο ένας τον άλλο, πληγώνονται, κάνουν λάθη – ένα συνεχές χάος. Αλλά στο τέλος, μετά από εκατό χρόνια, όλοι όσοι ζούμε στη γη, μαζί και αυτοί, θα έχουμε φύγει για πάντα, και μετά από εκατό χρόνια, κάποιοι άλλοι θα έρθουν στη θέση μας. Και όλες αυτές οι φιλοδοξίες, οι επιθυμίες, οι διαξιφισμοί και οι μοιχείες που κάποτε σήμαιναν τόσο πολλά, τότε δεν θα σημαίνουν τίποτα. Πολλά χρόνια μετά ο ήλιος θα σβήσει και η γη θα καταστραφεί και χρόνια αργότερα το σύμπαν δεν θα υπάρχει πια. Ακόμα και αν βρισκόταν ένα χάπι που να σε κάνει να ζεις για πάντα, ακόμα και αυτό το για πάντα έχει κάποιο τέλος, επειδή τίποτα δεν είναι για πάντα. Τόση φασαρία και χαμός, για το τίποτα.» Αλλά αν ο Άλεν είναι τόσο κυνικός, γιατί συνεχίζει να κάνει ταινίες; «Είναι μία διασκέδαση για μένα, που έχει τις δικές της μικρές προκλήσεις και που αποσπά το μυαλό μου από τις κακές σκέψεις.» |