Les 400 coups. Γαλλία, 1959. Σκηνοθεσία: Φρανσουά Τριφό. Σενάριο: Φρανσουά Τριφό, Μαρσέλ Μουσί. Ηθοποιοί: Ζαν-Πιερ Λεό, Κλερ Μοριέ, Αλμπέρ Ρεμί, Πατρίκ Οφέ. Διάρκεια: 93 λεπτά. Επανέκδοση της πρώτης ταινίας του Τριφό, από τις πιο σημαντικές ταινίες της «νουβέλ βαγκ», πικρό, ευαίσθητο, με λυρική διάθεση σχόλιο πάνω στην παιδική ηλικία και την εφηβεία, μέσα από τις περιπέτειες ενός ατίθασου 12χρονου αγοριού. Στις πάντα ευπρόσδεκτες επανεκδόσεις έρχεται να προστεθεί και μια ξεχωριστή, πρέπει να πω, ταινία. «Τα 400 χτυπήματα», που μας είχαν αποκαλύψει όχι μόνο τη νουβέλ βαγκ αλλά και τον Φρανσουά Τριφό, τον ξεχωριστό δημιουργό της, που πέθανε τόσο πρόωρα (σε ηλικία μόλις 52 χρόνων) και που συχνά παραμερίζεται άδικα για άλλους πιο εντυπωσιακούς, χωρίς όμως την ευαισθησία και την ειλικρίνειά του, σκηνοθέτες. Μια ταινία που, 43 χρόνια μετά το γύρισμά της, δεν έχασε τη δύναμη, τη φρεσκάδα και την ομορφιά της. Η ιστορία αυτή του 12χρονου Αντουάν Ντανιέλ (πρώτη μιας σειράς ταινιών που, στα επόμενα χρόνια, θα γυρίσει ο Τριφό γύρω από τη ζωή του κινηματογραφικού του ήρωα με πρωταγωνιστή πάντα τον Ζαν-Πιερ Λεό) που μεγαλώνει στο Παρίσι, οδηγούμενος, εξαιτίας του ατίθασου χαρακτήρα του και μιας όχι ιδιαίτερα ευχάριστης οικογενειακής ζωής, προς μια εγκληματική ζωή, είναι μέχρι σ' ένα μεγάλο βαθμό βασισμένη στην προσωπική ζωή του ίδιου του Τριφό - σύμφωνα με τον ίδιο, ο κινηματογράφος τον έσωσε από μια εγκληματική ζωή, όταν ο κριτικός κινηματογράφου των περιβόητων «Καγιέ ντι σινεμά», Αντρέ Μπαζέν, τον ενθάρρυνε να γίνει κριτικός και να γυρίσει την πρώτη του ταινία, σε νεαρή ακόμη ηλικία. Ολοι στην ταινία θεωρούν τον Αντουάν άχρηστο και ανεπρόκοπο: από τη μητέρα και τον πατριό του, που βλέπουν μόνο τους βαθμούς του στους σχολικούς ελέγχους, μέχρι το δάσκαλό του. Μέχρι που, τιμωρημένος από το δάσκαλο, κάνει σκασιαρχείο, ενώ αργότερα, για να καλύψει την απουσία του λέει ότι η μητέρα του πέθανε. Ωσπου εκείνη εμφανίζεται στο σχολείο για να τον διαψεύσει μπροστά σ' όλους. Κι όμως, πίσω από τον ατίθασο φαινομενικά μικρό ταραξία κρύβεται ένα αγόρι με ευαισθησία. Σε μια από τις πιο ωραίες σκηνές της ταινίας, παρασυρμένο από την αγάπη του για τα έργα του Μπαλζάκ, τον βλέπουμε ν' ανάβει κερί στο συγγραφέα, σ' ένα χάρτινο «εικονοστάσιο» στο δωμάτιό του, το οποίο όμως πιάνει φωτιά. Ενώ, αργότερα, η έκθεσή του για το θάνατο του παππού του, σ' ένα είδος φόρου τιμής στον Μπαλζάκ, παρεξηγείται από το δάσκαλο για λογοκλοπή και γίνεται στόχος κοροϊδίας. Ο Τριφό αντιμετωπίζει το θέμα του με την αγάπη και το πάθος ενός αληθινού σινεφίλ - δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι μέχρι τότε έγραφε κριτικές στα «Καγιέ», εξυμνώντας τους αγαπημένους του σκηνοθέτες (από το συμπατριώτη του Ζαν Ρενουάρ μέχρι τον Αμερικανό Νίκολας Ρέι). Η ταινία είναι γυρισμένη με την ειλικρίνεια και την αθωότητα του ανθρώπου που ανακαλύπτει την ομορφιά και τις χαρές της κινηματογραφικής κάμερας. Η μηχανή του καταγράφει, στο θαυμάσιο, ασπρόμαυρο σινεμασκόπ του Ανρί Ντεκαέ (ενός από τους πιο αισθαντικούς κάμεραμαν της νουβέλ βαγκ), άλλοτε από κοντά, με κατανόηση και ζεστασιά την πορεία του Αντουάν (το πρόσωπο του Ζαν-Πιερ Λεό δεν ήταν ποτέ τόσο εκφραστικό), ακολουθώντας τον στις μικρές παρεκτροπές του (όπως όταν κλέβει από ένα σινεμά τη φωτογραφία της Χάριετ Αντερσον από την ταινία «Καλοκαίρι με τη Μόνικα» του Μπέργκμαν), άλλοτε οπισθοχωρώντας σε τράβελινγκ, για να μας δώσει με χιούμορ μια σχολική εκδρομή στους δρόμους του Παρισιού (με το δάσκαλο να βρίσκεται ξαφνικά με δυο-τρία μόνο παιδιά) κι άλλοτε τονίζοντας τη μοναξιά και τα αδιέξοδα του μικρού του ήρωα, όπως, στη θαυμάσια, ανεπανάληπτη σκηνή του φινάλε. Μια ταινία-ορόσημο πάνω στα δύσκολα, συχνά πικρά χρόνια της ενηλικίωσης, που βλέπεται και ξαναβλέπεται με την ίδια πάντα συγκίνηση
Τα 400 χτυπήματα Μαζί με το «Α bout de souffle» - το θρυλικό φιλμ του Ζαν Λικ Γκοντάρ «Με κομμένη την ανάσα» - συνθέτουν το δίδυμο του «Ποτέμκιν» της γαλλικής Νouvelle Vogue. Μέχρι το 1959 το βλέμμα του ευρωπαϊκού σινεμά ήταν στραμμένο προς τα μέσα. Από το 1959 και μετά έκανε στροφή 180 μοιρών και άρχισε να κοιτάει προς τα έξω. Η ληξιαρχική πράξη γέννησης μιας άλλης γραφής, ενός νέου κινηματογράφου, μιας άλλης οπτικής, και η έφοδος προς την καλλιτεχνική εξουσία μιας χούφτας διανοουμένων, οπλισμένων με μπόλικη αμερικανική κινηματογραφική μυθολογία, με άφθονη θεωρία και με αναρχική ιδεολογία... Εννιά χρόνια αργότερα, ο Μάης παραλίγο να ξεχαρβαλώσει το σύστημα. Δεν το κατάφερε. Γιατί όσο γρήγορα φούσκωσε η αμφισβήτηση, άλλο τόσο γρήγορα ξεφούσκωσε η επανάσταση. Οι λόγοι είναι πολλοί - στην πραγματικότητα είναι ένας. Καθένας έβλεπε τον «κόσμο» μέσα από τον υποκειμενικό του φακό. Έκτοτε, ο καθένας τράβηξε τον δρόμο του. Ο Τριφό αναδείχθηκε σε πολιτιστικό ατού του επίσημου γαλλικού κράτους και ο Γκοντάρ παρέμεινε αδιόρθωτος, εκκεντρικός και γραφικός. Από αυτήν την περιπέτεια ένα πράγμα έμεινε. Η Τέχνη αλλάζει την Τέχνη, αλλά δεν αλλάζει τον κόσμο. Ο Τριφό με τον Γκοντάρ ήταν οι ταγοί αυτής της ανάστασης. Της πιο γόνιμης και σαρωτικής που συνέβη ποτέ στο γαλλικό σινεμά. Το 1959, μόλις 27 ετών - σε ηλικία, δηλαδή, που οι δικοί μας υποβάλλουν το πρώτο σεναριάκι τους για την πρώτη μικρούλα ταινιούλα τους, την εποχή που οι Έλληνες θεατές χαζολογούσαν απολαμβάνοντας γατούλες και Αλίκες - ο Τριφό υπογράφει το πρώτο του αριστούργημα, με τον παράξενο τίτλο «Les quatre cents coups» («Τα 400 χτυπήματα»). Επιπλέον, συνυπογράφει το σενάριο της «Κομμένης ανάσας» και σκηνοθετεί τον Σαρλ Αζναβούρ, σε ένα από τα πιο λυρικά φιλμ νουάρ στην ιστορία του κινηματογράφου, με τον τίτλο «Πυροβολήστε τον πιανίστα». Το σύνθημα ήταν ένα: «Αλλαγή εδώ και τώρα». Αληθινή και καθόλου πέτσινη. Ως εκ τούτου, η αδρεναλίνη του Φρανσουά και του Ζαν Λικ κάλπαζε με τα δέκατα του δευτερολέπτου και ουχί με τους νεοελληνικούς αιώνες. Απόδειξη; Ο πιτσιρικάς Ζαν Πιέρ Λεό, ο μικρός αντιήρωας των «400 χτυπημάτων». Στο ελληνικό μελόδραμα ένα τέτοιο ταλαιπωρημένο πλάσμα θα θριάμβευε στο τέλος ως γιατρός, με υποτροφία από το Ίδρυμα Ωνάση, και νυμφευμένος με την τυφλή Μάρθα Βούρτση. Στην αμερικανική οθόνη θα τον αποτελείωνε η καταραμένη του μοίρα, με τη σφαίρα κάποιου παρανοϊκού μπάτσου. Στον Τριφό είναι τόσο αληθινός όσο είναι η ίδια η ζωή, του ίδιου του Τριφό. Μεγαλωμένος από μικροαστικοεργατική οικογένεια, ασυμβίβαστος με το σκουριασμένο σχολικό σύστημα, τρόφιμος αναμορφωτηρίου και αλανιάρης στους δρόμους, με δίψα για τέχνη και ποίηση. Ο κόσμος είνα γκρίζος, συμβιβασμένος και κουρδισμένος. Όλα μπορούν να μας τα πάρουν. Όλα μπορούν να τα ρουφήξουν. Όλα εκτός από ένα: Τα όνειρά μας. Το θαύμα των «400 χτυπημάτων» δεν οφείλεται σε... θαύμα. Είναι αποτέλεσμα τριών...Π. Με τη σειρά: Πάθος - Πίστη - Παιδεία. Όλα με κεφαλαία. Πάθος για Σινεμά, Πίστη στα όνειρά «μου» και άφθονη αφομοιωμένη κουλτούρα. |