Mulholland Drive.
ΗΠΑ, 2001. Σκηνοθεσία-σενάριο: Ντέιβιντ Λιντς. Ηθοποιοί: Τζάστιν
Θερού, Ναόμι Γουάτς, Λόρα Ελενα Χάρινγκ, Αν Μίλερ, Νταν Χεντάια, Ρόμπερτ
Φόρστερ. Διάρκεια: 146 λεπτά.
Η καλύτερη, δοσμένη με σουρεαλιστική ποίηση, αμερικανική ταινία των
τελευταίων χρόνων, ένα τολμηρό, δηκτικό σχόλιο πάνω στο Χόλιγουντ, τους
εφιάλτες και τις φαντασιώσεις του, μέσα από επεισόδια που αναμιγνύουν την
πραγματικότητα με τη φαντασία.
|
Τα δύο πιο καυτά σημεία
της πόλης διασταυρώνονται στην «Οδό Μαλχόλαντ». Εξ αριστερών η ξανθιά Ναόμι
Γουάτς και εκ δεξιών η μελαχρινή Λόρα Έλενα Χάρινγκ.
|
Αρκετοί συγγραφείς έγραψαν για την παράνοια και τους εφιάλτες που κυριαρχούν
στη Μέκκα του κινηματογράφου, ιδιαίτερα εκείνοι που το έζησαν από κοντά, όπως
οι Σκοτ Φιτζέραλντ και Ρέιμοντ Τσάντλερ. Σ' αυτό το πνεύμα, με τονισμένη την
παρανοϊκή, μαζί και διεφθαρμένη, βουτηγμένη στις διαστρεβλωμένες,
μετα-φροϊδικές φαντασιώσεις του, κινείται ο Ντέιβιντ
Λιντς, στη νέα του αυτή αριστουργηματική, υπέροχα σουρεαλιστική
ταινία του.
Ο Λιντς παραμένει ένας από τους λιγοστούς εκείνους σκηνοθέτες του αμερικανικού
κινηματογράφου που, παρά τις δυσκολίες και τα εμπόδια, εξακολουθούν να
φτιάχνουν ταινίες όπως ακριβώς τις θέλουν. Ταινίες γυρισμένες όχι για ανώριμους
θεατές, με το ένα μάτι στραμμένο στους διάφορους Big Brother των τηλεοπτικών
καναλιών, αλλά για θεατές που εξακολουθούν ακόμη να πιστεύουν ότι ο
κινηματογράφος είναι πάνω απ' όλα τέχνη, το ίδιο όμορφη, συναρπαστική και
ποιητική όσο και οι άλλες.
Βέβαια οι παραγωγοί του Χόλιγουντ που έχουν στραμμένο το βλέμμα τους μόνο στο
κέρδος δεν σκέφτονται έτσι. Πόσο ακόμη οι παραγωγοί της τηλεόρασης! Οπως
εκείνοι του ABC, που απέρριψαν τον πιλότο της μίνι-σειράς για το Mulholland
Drive που είχε γυρίσει γι' αυτούς ο Λιντς, γιατί βρήκαν τη σειρά «σκοτεινή» και
«ανατριχιαστική»! Ευτυχώς που βρέθηκαν άλλοι πιο έξυπνοι παραγωγοί, μ'
επικεφαλής το γαλλικό Canal plus, που έδωσαν τα απαραίτητα χρήματα για να
μπορέσει τελικά ο Λιντς να την κινηματογραφήσει, φτιάχνοντας την καλύτερη
ταινία του, κάτι ανάμεσα στο «Μπλε βελούδο» και την άλλη, σκοτεινή και
αριστουργηματική «Χαμένη λεωφόρο».
Η «Οδός Μαλχόλαντ» (αναφορά σ' έναν από τους πιο μεγάλους δρόμους του
Χόλιγουντ) αποτελείται στην πραγματικότητα από δύο ταινίες ή, πιο σωστά, δύο
πτυχές της ίδιας ταινίας. Πτυχές από τις οποίες ο θεατής δεν μπορεί ούτε πρέπει
να αναζητήσει κάποια λογική συνέπεια, αλλά ν' αφεθεί στη μαγική, σουρεαλιστική
έλξη αυτής της μοναδικής σε ομορφιά και γοητεία Lynch-land. Ενός κόσμου εντελώς
αντίθετου από εκείνου της παιδικής Ντίσνεϊλαντ, κόσμου όπου τα όνειρα και οι
φαντασιώσεις είναι μόνο για ενήλικα άτομα, έτοιμα ν' αντιμετωπίσουν την πιο
αλλόκοτη, αποκρουστική, χυδαία μαζί και υπνωτική όψη του Χόλιγουντ.
Στο πρώτο, και μεγαλύτερο σε διάρκεια μέρος της, η ταινία μας παρουσιάζει
διάφορα άτομα, την Μπέτι (Ναόμι Γουάτς), μια νεαρή, φιλόδοξη ξανθή κοπέλα που
φτάνει στο άδειο διαμέρισμα της θείας της στο Χόλιγουντ για να γίνει σταρ, τη
μυστηριώδη, αμνησιακή, μελαχροινή «μοιραία» γυναίκα (Λόρα Ελενα Χέρινγκ), που
παίρνει το όνομα Ρίτα από μια αφίσα της «Τζίλντα» με τη Ρίτα Χέιγουορθ και που
η Μπέτι ανακαλύπτει κρυμμένη στο διαμέρισμα της θείας, και τον Ανταμ (Τζάστιν
Θερού), ένα νεαρό, διάσημο σκηνοθέτη που αντιμετωπίζει προβλήματα με τους
παραγωγούς του που θέλουν να του επιβάλουν για πρωταγωνίστρια στη νέα του
ταινία μίαν άγνωστη κοπέλα.
Στο βουτηγμένο σε ερωτική ατμόσφαιρα αυτό φιλμ νουάρ του, που αναπόφευκτα
φέρνει στο νου τη «Λεωφόρο της Δύσεως» του Γουάιλντερ, ο Λιντς μας παρουσιάζει
τις παράλληλες ιστορίες των τριών βασικών προσώπων του και των ανθρώπων γύρω
τους, μαζί κι ενός φαινομενικά καλοκάγαθου «Καουμπόη», στην πραγματικότητα
απειλητικού, όπως αποκαλύπτεται στη συνέχεια, και μιας συμπαθητικής
οικοδέσποινας (η παλιά χορεύτρια Αν Μίλερ) που αναλαμβάνει υπό την προστασία
της την Μπέτι. Ιστορίες που δίνονται μέσα από αφάνταστες, απρόσμενες
καταστάσεις, από το αυτοκινητικό δυστύχημα της αρχής μέχρι την «εξαφάνιση» των
δύο γυναικών μέσα από ένα μυστηριώδες μπλε κουτί, περνώντας από μια σειρά
δολοφονίες, τους εφιάλτες που ένας νέος προσπαθεί να ξεπεράσει σ' ένα
εστιατόριο, τις παρεμβάσεις ενός νάνου (αναφορά στο «Twin Peaks») και «νονών»
του θεάματος στα εσωτερικά των στούντιο, μια σύντομη λεσβιακή σχέση και άλλα,
βουτηγμένα σε μια σουρεαλιστική ατμόσφαιρα επεισόδια, όπως η ξαφνική και
θαυμαστή επίσκεψη στο Silencio, ένα θέατρο με τον περίεργο ταχυδακτυλουργό και
μια Λατινο-αμερικανίδα να τραγουδά ένα αλλόκοτο, αισθησιακό τραγούδι.
Σουρεαλιστική ατμόσφαιρα που τονίζεται χάρη στη θαυμάσια, υποβλητική μουσική
του τακτικού συνεργάτη του Λιντς, Αντζελο Μπανταλαμέντι.
Τη στιγμή όμως που όλα δείχνουν ότι φτάνουμε σε κάποια λογική λύση, αρχίζει το
δεύτερο μέρος της ταινίας, που μας βυθίζει σε μίαν άλλη παράλληλη
πραγματικότητα - ή μήπως μίαν άλλη φαντασία όπως την πρώτη, εκτός κι αν η πρώτη
είναι η πραγματικότητα... Η Νταϊάν Σέλγουιν, που η Μπέτι και η Ρίτα είχαν
ανακαλύψει νεκρή στο διαμέρισμά τους ζωντανεύει, παίρνοντας τη μορφή της Μπέτι,
ενώ, στη συνέχεια η Ρίτα παίρνει τη μορφή της Καμίλα Ρόουντς, της άγνωστης
ηθοποιού που ο «νονός» ήθελε να επιβάλει στην ταινία του Ανταμ, αν και εδώ η
Καμίλα είναι γνωστή και αποδεκτή σε όλους. Μέσα από συναρπαστικές, φευγαλέες,
πάντα υπέροχες εικόνες, ο Λιντς φτιάχνει ένα είδος καλειδοσκοπίου του κόσμου
του αμερικανικού κινηματογράφου, αλλά και της ίδιας της δημιουργίας μιας
ταινίας. Ενός καλειδοσκοπίου που μέσα του περνάει όλη η ιστορία, αλλά και οι
εφιάλτες του Χόλιγουντ: από τη δημιουργία μιας σταρ και τις απαράδεχτες
παρεμβάσεις των παραγωγών (υπάρχει μια απολαυστική έμμεση αναφορά στον Ντε
Λαουρέντις, παραγωγό που είχε επέμβει στην τελική διαμόρφωση του Dune του
Λιντς, με τον «παραγωγό» τού Ανταμ να απορρίπτει τον καφέ εσπρέσο που του
προσφέρεται) μέχρι τα όνειρα και τις φαντασιώσεις που το περιβάλλουν, μαζί και
τις φαντασιώσεις του δημιουργού, μετατρέποντας την ταινία σε ένα είδος
προσωπικού «Οκτώμισι» του σκηνοθέτη. Ταινία-παιχνίδι ανάμεσα στην
πραγματικότητα και το όνειρο; Ταινία φάρσα, όπως υποδηλώνει το ηλικιωμένο
ζευγάρι που γελά; Οτι τελικά κι αν είναι αυτό το Mulholland Drive, ένα είναι
σίγουρο: ότι στα 146 λεπτά που διαρκεί, σε καθηλώνει και σε μαγεύει, αφήνοντάς
σου τελικά τη γεύση αυτού που μόνο στα μεγάλα και πρωτότυπα έργα συναντάμε.
Οδός
Μαλχόλαντ
Είπα λοιπόν στον εαυτό μου να ξαναδεί για δεύτερη φορά το «Μulholland
drive», του Ντέιβιντ Λιντς, έτσι για να ξανατσεκάρω την ερωτική φλόγα της
ξανθιάς Ναόμι Γουάτς και την μελαχρινή ταραχή τής Λόρα Έλενα Χάρινγκ. Έλα όμως
που το πράγμα καθυστερούσε, διότι η εν λόγω συνεύρεση ξανθιάς με μελαχρινή
λαμβάνει χώρα κοντά στη δεύτερη ώρα. Τι να κάνω, θα το αντέξω, είπα και
στρογγυλοκάθησα. Για δεύτερη φορά, μετά την πρώτη προβολή αυτής της μεγάλης
απάτης στο Φεστιβάλ των Καννών, από το οποίο εξήλθε με το βραβείο σκηνοθεσίας.
Το ερώτημα «δεν πας καλύτερα να δεις τσόντα» το παρακάμπτω ολοσχερώς. Διότι
άλλο πράγμα είναι να βλέπεις λεσβιακό υπό την σκηνοθετική καθοδήγηση κάποιου τυχαίου
φέρελπι αλλά άνεργου σκηνοθέτη και εντελώς άλλο πράγμα είναι να το βλέπεις να
συντελείται υπό τις οδηγίες ενός Ντέιβιντ Λιντς. Καλτ τσόντα συμβαίνει μία στο
εκατομμύριο.
Στα πρώτα είκοσι λεπτά σιγομουρμούριζα «βρε, τον απατεώνα». Στη μία ώρα
άρχισα να χαμογελάω. Πάνω στα 90 λεπτά και πριν το χεράκι τής Ναόμι αρχίσει να
ανασηκώνει... τα ανασηκωμένα μπαλκόνια τής Λόρα, έφτασα στο σημείο να μακαρίζω
την επερχόμενη τσόντα. Ο λόγος είναι απλός. Αναθεώρησα. Τα πήρα όλα πίσω. Διότι
εκ της απάτης προκύπτει μαγεία. Και εκ της μαγείας απάτη. Ξέρετε γιατί; Διότι
υπάρχουν δύο ειδών απατεώνες. Στην πρώτη κατηγορία ανήκουν εκείνοι που
καταφέρνουν να μετασχηματίζουν τα φύκια σε μεταξωτές κορδέλες και στη δεύτερη
εκείνοι που μετασχηματίζουν τα φύκια σε αποκαΐδια.
Παράδειγμα ατάλαντου απατεώνα είναι ο Τζιμ Γκιλέσπι στο «D-Τox» με τον
Σταλόνε. Παράδειγμα άριστου απατεώνα είναι ο Ντέιβιντ Λιντς. Με ένα τηλέφωνο
και με το υποβλητικό μουσικό μοτίβο του Άντζελο Μπανταλαμέντι δημιουργεί
υπόκωφες σεισμικές δονήσεις, οι οποίες προειδοποιούν πως κάτι μεγάλο πρόκειται
να συμβεί. Λάθος! Τίποτα μεγάλο δεν πρόκειται να συμβεί. Απλούστατα, σαν
άριστος πορτοφολάς που είναι, χρησιμοποιεί τη μέθοδο του αντιπερισπασμού, για
να σου ξαφρίσει την τσέπη. Εσύ περιμένεις... θρίλερ και εκείνος, σου την φέρνει
με την ειρωνεία, με την πλάκα, με τον σαρκασμό και με τους ιδρωμένους τοίχους
από το λεσβιακό. Και στο τέλος όποιον και να ρωτήσεις, «τι είδες, τι κατάλαβες
από την ταινία;», θα εισπράξεις μουγκαμάρα. Καλό; Άριστο! Αλήθεια, εδώ που τα λέμε...
τι είδα;
Εκ πρώτης όψεως είδα αποσπασματικές σκηνές από παρασκήνια του Χόλιγουντ. Μια
αθώα ξανθιά καταφθάνει με όνειρα στο Χόλιγουντ. Εντελώς τυχαία πέφτει πάνω σε
μια μελαχρινή που έχει απολέσει τη μνήμη της και που στην τσάντα της είναι
τοποθετημένες κάμποσες δεσμίδες εκατοδόλαρα! Παραλλήλως, νεαρός διοπτροφόρος
σκηνοθέτης, σε στυλ Βιμ Βέντερς, βρίσκει το όνομά του στη μαύρη λίστα της
Μαφίας και τσακώνει στην κρεβατοκάμαρα της ζάπλουτης... βιλάρας του τη συμβία
του με παιδοβούβαλο. Τα χείλη της ξανθιάς ακουμπούν τα χείλη της μελαχρινής,
ο... Βέντερς υποκύπτει στις εντολές τής Μαφίας και ένας ατζαμής πληρωμένος
δολοφόνος καθαρίζει το μισό ξενοδοχείο, πριν προλάβει να αποτελειώσει το
υποψήφιο θύμα του.
Η
Ναόμι Γουότς και η Λόρα Χάρινγκ στην ταινία «Οδός Μαλχόλαντ», του Ντέιβιντ
Λιντς
|
Η σημειολογία αυτών των αποσπασματικών εικόνων, που παραπέμπουν στους Κόεν και
τον Ταραντίνο, είναι αυτονόητη. Το Χόλιγουντ χρηματοδοτείται από μαφιόζους και
κατοικείται από ανεκδιήγητους ψευτοκουλτουριάρηδες σκηνοθέτες και από αθώες
ξανθές ενζενί, που στη συνέχεια κάνουν καριέρα ως λεσβίες. Που πάει να πει, πως
από τον καιρό της αθάνατης «Γκίλντα» και της Ρίτας Χέηγουορθ μέχρι σήμερα, η
βιομηχανία του θεάματος έχει υποστεί ρήγμα επιπέδου Αταλάντης.
Εκ δευτέρας όψεως το πράγμα αλλάζει. Ο Λιντς αναδεικνύεται πορτοφολάς δύο
ταχυτήτων. Με το ένα χέρι ξαφρίζει την τσέπη του Χόλιγουντ και με το άλλο την
τσέπη του θεατή. Τι τραβάει η όρεξή σου να κάνω; Θρίλερ; Ορίστε. Βία; Πάρ' την.
Τσόντα; Ίδρωσε, μπανιστηριτζή. Πλάκα; Κι αυτό. Όλα μπορώ να τα κάνω. Άνευ
ειδικών εφέ, σπουδαίων ονομάτων και... σεναρίου. Χλευάζω το σύστημα που
εξέθρεψε ακόμα και ηθοποιάκια επιπέδου Μαρίας Σολωμού. Διότι εντέλει και
αναφέρομαι στη μαγική σκηνή του θεάτρου με τους μουσικούς που δεν παίζουν
μουσική και με τους τραγουδιστές που δεν τραγουδούν το σινεμά είναι η
μεγαλύτερη σκηνική οφθαλμαπάτη που έχει επινοήσει ο ανθρώπινος πολιτισμός. Με
ένα πλέι-μπακ και με τον κατάλληλο φωτισμό, ακόμα και μια Βανδή μπορεί να
αναδειχθεί σε διάδοχο της Μαρίας Κάλλας!
|