Ελλάδα, 2001. Σκηνοθεσία: Γιάννης Φάγκρας. Σενάριο: Νικόλ Ρούσσου, Γιάννης Φάγκρας. Ηθοποιοί: Εκάβη Ντούμα, Παναγιώτης Καρράς, Νίκος Πομώνης, Χριστίνα Φραγκιαδάκη, Ιωσήφ Πολυζωίδης. Διάρκεια: 119 λεπτά. Η περιπλάνηση μιας ανήλικης, ναρκομανούς κοπέλας σε μια αφιλόξενη πόλη, σε μια άνιση, αλλά ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα ταινία, δοσμένη με ευαισθησία και πειστικούς διαλόγους. Από τις μικρές εκπλήξεις του Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης ήταν η ταινία αυτή του πρωτοεμφανιζόμενου Γιάννη Φάγκρα. Ταινία σίγουρα με πολλές αδυναμίες, αλλά γυρισμένη με φρεσκάδα και πάθος, στοιχεία που δείχνουν ένα σκηνοθέτη με ταλέντο, που, με σύνεση και σωστό έλεγχο στα μέσα έκφρασής του, μπορεί να προσφέρει πολλά στο νέο ελληνικό σινεμά. Πρωταγωνίστρια της ταινίας μια ανήλικη κοπελίτσα, μπαρόβια, μηχανόβια και ναρκομανής, που προσπαθεί να επιβιώσει σε μια αφιλόξενη πόλη. Παρά τα λίγα χρήματα της παραγωγής και τις διάφορες οικονομίες στο γύρισμα, που έδωσαν μιαν αποσπασματικότητα, συχνά σε βάρος της ταινίας (όπως η αρχική καταδίωξη της κοπέλας από την αστυνομία, όπου δεν είσαι σίγουρος ποιος κυνηγά ποιον), αλλά και κάποιους όχι πάντα αναγκαίους νεκρούς χρόνους, ο Φάγκρας δείχνει πως έχει και πρωτοτυπία και κινηματογραφικό μάτι. Οι πολύ ρεαλιστικοί, αληθινοί διάλογοι, ο τρόπος που κινηματογραφεί τα πρόσωπα, η ματιά του πάνω στην πόλη, η επιμονή στις λεπτομέρειες, η αίσθηση της ποίησης εκεί που δεν το περιμένεις, δείχνουν ένα σκηνοθέτη με αληθινό ταλέντο. Η αυθεντικότητα του underground Ελληνικός αιφνιδιασμός επιπέδου Τζον Κασσαβέτη. Το μοναδικό φετινό φιλμικό γεγονός που στάζει αλήθεια, πρωτοτυπία και αισθητική ομοιογένεια επιπέδου αμερικανικού underground φέρει τον... βλάσφημο τίτλο «Πες στη Μορφίνη ακόμα την ψάχνω». Και ομολογώ πως την πρώτη φορά που την είδα πιάστηκα αδιάβαστος. Μα είναι επόμενο. Από την ανελέητη επανάληψη κοινοτοπιών, συνταγών και πάσης φύσεως «κατασκευών» η ματιά μας έχει μετατραπεί σε αποκωδικοποιητή του Αlpha Digital και του SuperSport. Εννιακόσιες ενενήντα εννιά ταινίες στις χίλιες προσομοιάζουν και αντιγράφουν δύο μοντέλα. Το χολιγουντιανό και το ποιοτικό. Και εννιά φορές στις δέκα (για να μην πω δέκα στις δέκα) το μεν χολιγουντιανό είναι τόσο προβλέψιμο όσο το γάβγισμα του σκύλου, το δε ποιοτικό έχει τόση σχέση με την ποιότητα όσο οι τσάντες στο πεζοδρόμιο της Αθηνάς με την Ρrada. Στο πρώτο ημίωρο ψαχνόμουνα. Τώρα τι βλέπω; Τι ερασιτεχνικές ανησυχίες κάποιου άγνωστου και πρωτοεμφανιζόμενου Γιάννη Φάγκρα; Στο δεύτερο ημίωρο ανησύχησα. Ούτε ένα κλισέ ούτε μια ευκολία ούτε μια αντιγραφή; Για στάσου, κάτι συμβαίνει. Στο τρίτο ημίωρο εγκατέλειψα και άρχισα το Who is who. Ποιος είναι αυτός ο σκηνοθέτης που με τέτοια άνεση επιστρέφει στην κοιτίδα του αυθεντικού περιθωρίου; Και ποια είναι αυτή η Εκάβη Ντούμα που παραδίδει μαθήματα ρεαλιστικής ερμηνείας; Στο τέλος δεν άντεξα και έτρεξα να ξαναπάρω... μορφίνη. Μακάρι το αυτό να συμβεί από εδώ και μπρος στο Κέντρο Κινηματογράφου. Μια δόση μορφίνης τον χρόνο θα δικαιώσει την ύπαρξή του. Η ταινία αποπνέει αυθεντικότητα επειδή όλα πάνω της και μέσα της διάγουν εν αρμονία μεταξύ τους. Περιθωριακή η ηρωίδα, περιθωριακός ο τρόπος χρηματοδότησης (μόλις 12 εκατομμυριάκια), περιθωριακή η ασπρόμαυρη αισθητική, περιθωριακό το αποτέλεσμα. Τι πα να πουν όλα αυτά; Απλούστατα. Όλοι και όλα της «μορφίνης» έχουν γυρίσει την πλάτη τους στη βιομηχανοποιημένη παραγωγή. Αντί να τρέχουν στη λεωφόρο, κυκλοφορούν στα σοκάκια. Αντί για ήρωες, ακολουθούν κλεφτρόνια, πρεζόνια και αντιήρωες. Μια μικροσκοπική - το δέρας - θηλυκή ύπαρξη που βγάζει το μεροκάματο κλέβοντας «μηχανές» κυκλοφορεί στα σκοτάδια της Αθήνας με το κούτελο καθαρό. Αρνείται να συμφιλιωθεί και να ενταχθεί στο σύστημα με όρους ζωής και θανάτου. Η πιο στέρεη και ακλόνητη ραχοκοκαλιά που είδα τα τελευταία δέκα χρόνια στον ελληνικό κινηματογράφο. Τόσο κυτταρικά γνήσια και τόσο πεισματικά προσηλωμένη στην ηθική της όσο ένας σαμουράι της γιαπωνέζικης μυθολογίας και όσο αληθινός είναι ο έρωτας της πόρνης «Ευδοκίας» του Αλέξη Δαμιανού. Φίλοι μου, δεν ξέρω αν συμβαίνει στη ζωή, αλλά στον κινηματογράφο, στο θέατρο και στη λογοτεχνία μόνο άστεγοι και κλεφτρόνια εξακολουθούν να κρατάνε ψηλά τη σημαία της αξιοπρέπειας και της περηφάνιας. Το έλεγαν από τα πολύ παλιά τα χρόνια. Οι έσχατοι έσονται πρώτοι. |