Le Fils. Βέλγιο/Γαλλία, 2002. Σκηνοθεσία-σενάριο: Ζαν-Πιερ Νταρντέν, Λικ Νταρντέν. Ηθοποιοί: Ολιβιέ Γκουρμέ, Μοργκάν Μαρίν, Ιζαμπέλα Σουπάρ. 103 λεπτά. Η παράξενη σχέση ανάμεσα σ' έναν πατέρα και το νεαρό που σκότωσε το γιο του σε ένα ψυχολογικό δράμα σκηνοθετημένο με λιτότητα και έμπνευση. Υποδειγματικές οι ερμηνείες. Μετά τη βραβευμένη στις Κάνες «Ροζέτα», οι Βέλγοι σκηνοθέτες Ζαν-Πιερ και Λικ Νταρντέν επιστρέφουν μ' ένα ακόμη ψυχολογικό δράμα, δοσμένο με τη μαεστρία εκείνη που ξεχώριζε στην προηγούμενη ταινία τους. Εδώ πρόκειται για τις σχέσεις που αναπτύσσονται ανάμεσα σ' έναν άντρα κι ένα αγόρι. Ο άντρας, ο Ολιβιέ (συγκλονιστικός στο ρόλο ο Ολιβιέ Γκουρμέ που κέρδισε το βραβείο ερμηνείας στις φετινές Κάνες), είναι ένας ξυλουργός που αποφασίζει να προσλάβει στο ξυλουργείο του ένα νεαρό, πρώην τρόφιμο σωφρονιστηρίου, που, στη διάρκεια μιας κλοπής, 11 μόλις χρόνων, είχε σκοτώσει ένα άλλο αγόρι - που σύντομα μαθαίνουμε ότι ήταν γιος του Ολιβιέ. Η κάμερα των αδερφών Νταρντέν παρακολουθεί από κοντά, με την επιμονή ενός εντομολόγου, την παράξενη σχέση που αρχίζει ν' αναπτύσσεται ανάμεσα στον άντρα και το νεαρό μαθητευόμενό του, με τον Ολιβιέ να παρακολουθεί και να κατασκοπεύει σε κάθε του κίνηση το νεαρό, χωρίς ο τελευταίος να τον έχει αναγνωρίσει. Με μια λιτότητα στο στιλ, με την κάμερα να κινείται διαρκώς κοντά στα σώματα και τα πρόσωπα των πρωταγωνιστών του (σοφά επιλεγμένους για τους ρόλους), καταγράφοντας την παραμικρή τους έκφραση και την κάθε τους αντίδραση, χωρίς όμως να παίρνει μέρος, αποφεύγοντας τον οποιοδήποτε μελοδραματισμό, προτιμώντας την ουδέτερη στάση και με μια αυστηρότητα στην προσέγγιση, που φέρνει στο νου τον κινηματογράφο του Μπρεσόν, οι δυο σκηνοθέτες φτιάχνουν μια ταινία πυκνή σε περιεχόμενο, προτείνοντας, με τρόπο ευφυή, ένα στοχασμό πάνω στην ανθρώπινη συμπεριφορά, θέτοντας ταυτόχρονα ερωτήματα ηθικής.
Το προλεταριάτο πάει στον Παράδεισο Βrothers in arms με τον Aγγλο Κεν Λόουτς, το γαλλόφωνο δίδυμο του ντοκουμέντου και του κοινωνικού ρεαλισμού Ζαν Πιερ και Λικ Νταρντέν. Οι Βέλγοι της αριστοτεχνικής «Υπόσχεσης» και της βραβευμένης με Χρυσό Φοίνικα «Ροζέτας». Τι εύνοια! Μέσ' το χειμώνα να συμπέσουν τα μεγάλα θεριά της στρατευμένης Ευρώπης. Το «Le Fils» - ο Γιος - είναι ό,τι πιο στεγνό έχουμε δει στο σινεμά τα τελευταία χρόνια. Ο λόγος είναι αυτονόητος. Οι Νταρντέν χρησιμοποιούν τον κινηματογράφο σαν «πλυντήριο-στεγνωτήριο». Από την ιστορία τους αφαιρούν κάθε περιττό ίχνος μυθοπλασίας, έτσι ώστε η ταινία τους να προσομοιάζει με το ντοκουμέντο. Ούτε μουσική, ούτε περιττοί ήχοι, ούτε φλας μπακ, ούτε τεχνικά κόλπα, ούτε τίποτα συνηθισμένο. Η σκηνοθετική προσέγγιση των «θεμάτων» τους χαρακτηρίζεται από αφηγηματική, ρεαλιστική ωμότητα και εικαστική γύμνια. Ο ορισμός του μινιμαλισμού. Η μηχανή είναι πομπός και δέκτης και τα «υποκείμενα» - οι ήρωες - είναι «αντικείμενα» προς μελέτη. Αισθητικά οι Νταρντέν πάνε ένα βήμα πιο πέρα από τη ρεαλιστική γραφή του Κεν Λόουτς. Δηλαδή από το φιξιόν - το μυθιστορηματικό - καταλήγουν στο ντοκιμαντέρ, το αληθινό. Αυτή η ταύτιση του «ψευδούς» με το αληθινό, τους κάνει μοναδικούς. Το ενδιαφέρον της ιστορίας που περιγράφουν αποκαλύπτεται πέντε λεπτά πριν από το φινάλε. Όπως ακριβώς συμβαίνει με τα θρίλερ. Μέχρι εκείνη τη στιγμή και επί 95 λεπτά της ώρας, ο θεατής παρακολουθεί τη σχέση ενός ογκώδους και διοπτροφόρου μαραγκού δάσκαλου μ' έναν μαθητευόμενο πιτσιρικά που μόλις έχει εξέλθει από το αναμορφωτήριο. Υπογείως, αοράτως και πλαγίως μια θανατηφόρα απειλή πλανάται στον αέρα. Ο όγκος, οι γρήγορες, επιδέξιες αλλά απότομες κινήσεις, οι παραμορφωτικοί, μυωπικοί φακοί και η εξοικείωση αυτού του αυστηρού δασκάλου με το ξύλο, τα εργαλεία και τον κίνδυνο, ταιριάζουν απόλυτα με το πορτρέτο ενός σχιζοφρενούς δολοφόνου με το πριόνι. Το κομβικό σημείο που διαφοροποιεί τους Νταρντέν από οτιδήποτε έχετε δει, είναι η αντιστροφή των ρόλων των βασικών υλικών μιας ταινίας. Δηλαδή το κέντρο βάρους δεν είναι οι ήρωες αλλά ο περιβάλλων χώρος. Το ντεκόρ πρωταγωνιστής και τα άτομα ντεκόρ! Ο λόγος είναι ταξικός. Η εργασία, ο μόχθος και η σωματική σχέση αυτών των ανθρώπων με την πρωτογενή ύλη της δουλειάς τους είναι τόσο καθοριστικά, όσο είναι ο αέρας και η τροφή για το ανθρώπινο γένος. Αυτή η σχέση δημιουργεί τις βασικές προϋποθέσεις που διαφοροποιούν τους προλετάριους της (πρακτικής) εργασίας από εμάς τους υπόλοιπους. Αποτέλεσμα; Συλλογικότητα στη θέση του ατομισμού και αλληλεγγύη στη θέση της αντιπαλότητας και του μίσους. Με άλλα λόγια, το ξύλο, οι σανίδες, το ξυλουργείο και τα κοφτερά εργαλεία είναι οι συνδετικοί κρίκοι που υποτάσσουν το «εγώ» στο «εμείς» και που ενώνουν αντί να χωρίζουν. Ακόμα και όταν πρόκειται για τον χειρότερο εχθρό τους! |