Cidade de Deus/City of God. Βραζιλία, 2002. Σκηνοθεσία: Φερνάντο Μεϊρέλιες, Κάτια Λουντ. Σενάριο: Μπραούλιο Μαντοβάνι. Ηθοποιοί: Ματέους Ναχτεργκέλε, Αλεχάντρο Ροντρίγκεζ, Λέαντρο ντα Χόρα, Τζόιναθαν Χααγκένσεν. 116 λεπτά. Μια συγκλονιστική εικόνα της ζωής στις βραζιλιάνικες παραγκουπόλεις, όπου κυριαρχούν η βία και το έγκλημα, δοσμένη με δύναμη, γοργό ρυθμό και πολύ καλές ερμηνείες. Η παιδική εγκληματικότητα στη Λατινική Αμερική είναι θέμα που έχει προσελκύσει και στο παρελθόν τον κινηματογράφο, από τους πάντα καταπληκτικούς «Λος Ολβιντάντος» του Λουίς Μπουνιουέλ μέχρι το «Πισότε, το χαμίνι του Σάου Πάολο» του Εκτορ Μπαμπένκο. Διασκευή του ομότιτλου μπεστ σέλερ του Πάουλο Λιντς, η ταινία του 47χρονου σκηνοθέτη Φερνάντο Μεϊρέλιες (συν-σκηνοθετημένη με την Κάτια Λουντ, που γνώριζε καλά τα «φαβελάς» από διάφορα ραπ-βίντεο που είχε γυρίσει εκεί) εκτυλίσσεται στην περιβόητη παραγκούπολη («φαβελάς») του Ρίο ντε Τζανέιρο, γνωστή ως πόλη του Θεού, και χρησιμοποιεί ηθοποιούς (συχνά ερασιτέχνες) από την παραγκούπολη (στοιχείο που έπεισε το συγγραφέα του βιβλίου να επιτρέψει την κινηματογράφησή του). Πρόκειται για μια βίαιη και ζοφερή εικόνα της ζωής σ' ένα χώρο που μοιάζει περισσότερο με στρατόπεδο συγκέντρωσης, όπου η ζωή είναι το ίδιο φτηνή όσο κι ένα κοτόπουλο -η ταινία μάλιστα αρχίζει συμβολικά με έναν από τους νεαρούς πρωταγωνιστές της ταινίας, αφηγητή της όπως ανακαλύπτουμε στη συνέχεια, να ετοιμάζεται να φωτογραφήσει ένα κοτόπουλο στη μέση ενός δρόμου όπου από τις δύο πλευρές ετοιμάζεται μια βίαιη σύγκρουση ανάμεσα σε μια επικίνδυνη συμμορία νεαρών εγκληματιών και τους βαριά οπλισμένους, διεφθαρμένους αστυνομικούς. Η ιστορία αρχίζει στη δεκαετία του '60 και τελειώνει σ' εκείνη του '80. Στην πρώτη δεκαετία συναντούμε τον αφηγητή, τον οκτάχρονο Μπουσκαπέ ή «Ρουκέτα», που φιλοδοξεί να γίνει φωτογράφος, και το συνομήλικο φίλο του Νταντίνιο, που φιλοδοξεί να γίνει γκάνγκστερ. Ενώ ο Μπουσκαπέ προσπαθεί να πραγματοποιήσει το όνειρό του, ο Νταντίνιο, σε μία από τις πιο άγριες σκηνές της ταινίας, πραγματοποιεί τους πρώτους φόνους του: εγκαταλείποντας τις τσίλιες που είχε αναλάβει για μια συμμορία νεαρών και επιστρέφοντας αργότερα για να σκοτώσει, με κυνισμό και χαιρεκακία, όλους τους όμηρους. Στη δεκαετία του '80, ο Μπουσκαπέ έχει αποκτήσει την πρώτη του φωτογραφική μηχανή, ο Νταντίνιο έχει γίνει ο πιο τρομερός διακινητής ναρκωτικών στο Ρίο, ενώ στη συνέχεια καταφέρνει να γίνει ο αδιαφιλονίκητος αρχηγός των γκάνγκστερ που εξουσιάζουν την Πόλη του Θεού. Ο Μεϊρέλιες στήνει μια ιδιαίτερα βίαιη, από την οποία δεν λείπει και κάποια τρυφερότητα, ταινία γύρω από το θέμα της ενηλικίωσης στις φτωχοσυνοικίες του Ρίο, χρησιμοποιώντας ένα γρήγορο ρυθμό, ρεαλιστικό φωτισμό και κάμερα στο χέρι, για να κάνει όσο το δυνατό πιο αυθεντική την ιστορία του, ιστορία που διανθίζει με χιούμορ (συχνά μαύρο). Η Πόλη του Θεού παίζει σημαντικό ρόλο στην ταινία, γίνεται ακόμη ένας από τους χαρακτήρες, ενώ οι νεαροί γκάνγκστερ απεικονίζονται όπως ακριβώς είναι στην πραγματικότητα: σκληροί, αδίστακτοι, πρόσωπα που προσπαθούν ν' αλλάξουν τη ζωή τους με το μόνο τρόπο που γνωρίζουν, παίζοντας το παιχνίδι του «κατεστημένου», λαδώνοντας τους αστυνομικούς για να μπορούν να διακινούν άνετα τα ναρκωτικά, ξέροντας ότι μπορεί από λεπτό σε λεπτό να σκοτωθούν. Ακόμη κι ο «Ρουκέτας» γίνεται τελικά φωτογράφος σε διάσημη εφημερίδα του Ρίο, όχι γιατί το επιδιώκει ιδιαίτερα, αλλά γιατί τυγχάνει να αποκτήσει τη φωτογραφική μηχανή την κατάλληλη στιγμή - του την προσφέρει ένας εγωπαθής Ντανίνιο για να τον φωτογραφήσει μαζί με τη συμμορία του και να μπορέσει να δημοσιευτεί στις εφημερίδες. Αξίζει να σημειώσω ότι η ταινία είχε τεράστια επιτυχία στη Βραζιλία κι έχει προταθεί από τη χώρα της για το ξενόγλωσσο Οσκαρ.
Η κόλαση χορεύει σάμπα Θεέ μου, πώς το αντέχουν! Το «Cidade de Deus» προαναγγέλλει την Αποκάλυψη του Ιωάννου. Η Γη ανοίγει και τα μαύρα χαμίνια του Τρίτου Κόσμου ορμάνε και διασχίζουν τις φλόγες της επίγειας κόλασης Ακόμα να συνέλθω. Και σας βεβαιώ. Ουδείς με ελάχιστη κοινωνική ευαισθησία θα συνέλθει. Στοιχειώνει τους εφιάλτες μας και τις τύψεις μας. Δεν είναι ταινία, το πυρ το εξώτερον είναι. Και μετά την έξοδο απ' αυτή την κατακλυσμιαία πυροβασία στην «Πόλη του Θεού», δύο σκέψεις με δύο υπογραμμισμένα θαυμαστικά κατακλύζουν τα σωθικά μας. Το πρώτο, πως αν τα παιδιά του μισού πλανήτη είναι προορισμένα να γρασάρουν την αλεστική μηχανή των προνομιούχων και αν γεννιώνται για να καταλήγουν πρώτη ύλη στο βούτυρο και το ψωμί μας, ε, τότε να με συγχωρείτε αλλά Θεός δεν υπάρχει. Και το δεύτερο, πως έπειτα απ' αυτήν τη θυελλώδη και κολασμένη εμπειρία, όλες σχεδόν οι ταινίες με εφηβικές συμμορίες, περιθώριο και πυρακτωμένο πεζοδρόμιο, είναι απλώς οδοντόκρεμες. Δεν έχετε δει τίποτα ακόμα! Κάθε στιγμή του σεναρίου είναι καυτή σαν την αλήθεια. Και η αλήθεια αυτή συμβαίνει μόλις δύο βήματα από το Ρίο, από το καρναβάλι και από το ξέφρενο γλέντι της εξωτικής Βραζιλίας. Σ' ένα γκέτο που τα στοιβαγμένα και ανθρώπινα σκουπίδια, χλευαστικά το ονόμασαν Cidade de Deus (Πόλη του Θεού), συντελείται μία από τις πιο σπαρακτικές ανθρωποφαγίες στην ιστορία του πολιτισμού μας. Τα Αγια Θεοφάγια. Νήπια, μεταξύ 8 με 12 ετών, οπλισμένα σαν αστακοί και βαποράκια της μαφίας, σνιφάρουν, κλέβουν, αρπάζουν, σκοτώνουν και αλληλοεξοντώνονται. Το όπλο - πάσης φύσεως και είδους, από περίστροφο μέχρι μπαζούκας - είναι το τσιγάρο τους. Το φαΐ τους είναι η κοκαΐνη και ο αέρας που αναπνέουν είναι το μίσος. Γεννημένοι χωρίς ίχνος ορίζοντα ζωής και ελπίδας. Μεγαλωμένοι μέσα στην απόλυτη φτώχεια και πλασμένοι να σκοτώνουν για να εκτονωθούν. Ο Όλιβερ Στόουν θα έβαζε τίτλο «Νatural born rebels». Όμως το σύστημα έχει τα μέσα και το know how για να τους εκτρέψει. Έτσι, οι μικροί μαύροι άγγελοι, από γεννημένοι επαναστάτες μετατρέπονται σε πορωμένους φονιάδες. Αποκομμένοι από τον έξω κόσμο, γκετοποιημένοι και πλήρως απομονωμένοι, στρέφουν την κάννη προς τον εαυτό τους και αντί να εκτελέσουν τον κοινό εχθρό αυτοπυροβολούνται διαρκώς. Οι μπάτσοι βλέπουν, παρατηρούν και τσεπώνουν μαύρο χρήμα ως αμοιβή για την προστασία και την ασυλία. Ασ' τους να αλληλοσκοτώνονται. Όσο λιγότεροι τόσο το καλύτερο. Μπροστά σ' αυτό το μακελειό, η κόλαση είναι... παράδεισος. Δεν ήξερα τον Φερνάντο Μεϊρέγιες. Κανείς μας δεν τον ήξερε. Ακόμα και το μέγεθος της περισκελίδας του Αρνολντ Σβαρτσενέγκερ έχουμε απομνημονεύσει, αλλά αγνοούμε το ταλέντο, την παιδεία και τα επιτεύγματα μερικών κινηματογραφιστών, που με το έργο τους τιμούν την προμηθεϊκή φλόγα. Καταντήσαμε χάνοι και παπαγάλοι του show business. Ενός μηχανισμού που έχει κατασκευαστεί για να αλέθει πορτοφόλια, βλέμματα και εικόνες. Να ντρεπόμαστε. Να ντρεπόμαστε γιατί μέχρι σήμερα αγνοούσαμε έναν από τους μεγαλύτερους χορευτές των κινούμενων εικόνων. Αλήθεια σας λέω. Η μηχανή του χορεύει σάμπα. Επί δύο ώρες κολλημένη στη μαύρη επιδερμίδα, στον ξέφρενο ρυθμό της καρδιάς των Λος Ολβιντάντος και στο λαχανητό της ανάσας τους. Οι φωτοσκιάσεις στήνουν κρυφτούλι με τον ιδρώτα και οι γωνίες λήψης φλερτάρουν σαρκικά με τα κύτταρα της πρωτογενούς, κοινωνικής βίας. Πανέξυπνος και πανούργος ο Βραζιλιάνος σκηνοθέτης. Συγχρονίζει το υλικό του με την περιρρέουσα αναρχία. Περίπου όλα χύμα. Έτσι όμως και ξύσεις ελάχιστα την επιφάνεια, μένεις ενεός από την απίστευτη οργάνωση και την εξίσου απίστευτη μαεστρία. Σαν γνήσιος και άριστος ντριμπλαδόρος και σκόρερ επιπέδου Πελέ, αλλάζει τις τεχνικές του, ελίσσεται σαν αίλουρος και ανάλογα με τον αντίπαλο, σκαρώνει μια νέα έφοδο με προορισμό τα δίκτυα. Αποκαλύπτομαι. Μπροστά στην τεχνική του αρτιότητα, στη σαρωτική του επέλαση και τη μετωπική σύγκρουση με την επίγεια κόλαση «Οι συμμορίες της Νέας Υόρκης» φαντάζουν σαν Μίκι Μάους. Με λίγα λόγια, όποιος χάσει αυτή την ταινία, έχει μείνει έξω από το φετινό παιχνίδι. «Ο άνθρωπος χωρίς παρελθόν» και «Η Πόλη του Θεού» είναι οι δύο μοναδικοί ένοικοι του φετινού ρετιρέ! |