Μεγ. Βρετανία, 2002. Σκηνοθεσία: Μάικλ Γουίντερμποτομ. Σενάριο: Φρανκ Κατρέλ Μπόις. Ηθοποιοί: Στιβ Κούγκαν, Ντάνι Κάνιγχαμ, Σον Χάρις, Σίρλεϊ Χέντερσον. 115 λεπτά. Μια όμορφη, όλο ζωντάνια, χιούμορ και τρελό ρυθμό ωδή στο Μάντσεστερ της εποχή της μουσικής πανκ και της «Χασιέντα» του Τόνι Γουίλσον. Στο Μάντσεστερ του 1976 μας μεταφέρει στην ταινία του αυτή ο Μάικλ Γουίντερμποτομ («Το φιλί της πεταλούδας», «Τζουντ»), σε μια εποχή που γεννήθηκε ένα νέο είδος ροκ μουσικής, της «πανκ», που κυριάρχησε στο χώρο για περισσότερο από μία δεκαετία. Κι αυτό χάρη στον Τόνι Γουίλσον, ρεπόρτερ στο τηλεοπτικό δίκτυο της Granada TV, που, εντυπωσιασμένος από τη συναυλία ενός νέου για την εποχή συγκροτήματος, των Sex Pistols, δημιουργεί το νυχτερινό κέντρο Factory και στη συνέχεια τους Factory Records και τη «Χασιέντα», αναδεικνύοντας συγκροτήματα όπως οι Joy Division, οι New Orders και οι Happy Mondays. Η ταινία είναι βασισμένη σε αληθινά γεγονότα και αληθινά πρόσωπα, που όμως ο Γουίντερμποτομ τοποθετεί συχνά σε σκηνές μυθοπλασίας, καταφέρνοντας να συλλάβει το πνεύμα και την όλη τρελή, εμπνευσμένη μουσική ατμόσφαιρα της εποχής. Από τα πρώτα κιόλας πλάνα, εκείνα όπου ο Τόνι Γουίλσον (ρόλο που ερμηνεύει ο Στιβ Κούγκαν, διάσημος τηλεοπτικός κωμικός του Μάντσεστερ) παρακολουθεί τη θρυλική συναυλία των Sex Pistols, ο Γουίντερμποτομ συνδυάζει επίκαιρα της εποχής με σκηνοθετημένες σκηνές, δένοντας με δεξιοτεχνία και πειστικότητα τα δύο στοιχεία, πράγμα που πετυχαίνει και σε κατοπινές σκηνές. Ο Γουίλσον ήταν ένας «αναρχικός» της μουσικής που υπέγραφε τις συμφωνίες με το αίμα του κι άφηνε στους καλλιτέχνες του πλήρη ελευθερία - αποτέλεσμα, όταν η «Χασιέντα» έκλεισε να μην μπορεί να πουλήσει την εταιρεία του σε άλλους ενδιαφερόμενους, γιατί, για λόγους αρχής, δεν είχε υπογράψει συμβόλαια με κανένα («κάναμε πείραμα στην ανθρώπινη φύση», ανέφερε). Την τελευταία μάλιστα βραδιά πριν κλείσει η «Χασιέντα» κάλεσε τους θαμώνες να εισβάλουν στα γραφεία και να τα λεηλατήσουν, τονίζοντάς τους: «Μόνο, τους κομπιούτερ και τα μουσικά όργανα που θα πάρετε, να τα χρησιμοποιήσετε σωστά». Ο χαρακτήρας του Γουίλσον, όπως τον παρουσιάζουν ο Γουίντερμποτομ και ο σεναριογράφος του Κοτρέλ Μπόις, είναι ένας χαρακτήρας που συμπαθείς από την πρώτη στιγμή: Ανθρωπος με χιούμορ, ευφυΐα, ευρηματικότητα, σπιρτάδα, άνθρωπος που αναφέρει αποσπάσματα από τον Γέιτς (γι' αυτόν ο μεγαλύτερος ποιητής) και τον Πλούταρχο, αλλά και από άλλα βιβλία που έχει διαβάσει, κάνει χιούμορ με τους νεοφασίστες και με τον Μπρόκολι (και τα μπρόκολα), τον παραγωγό των ταινιών του Τζέιμς Μποντ, θυμίζοντας κάπου κάπου τον Γκράουτσο Μαρξ. Η ταινία παρουσιάζει με κατανόηση και αγάπη την εποχή και τους ανθρώπους της, εκείνους που άρχισαν τη νέα αυτή μουσική της δεκαετίας του '80 και που δυστυχώς καταστράφηκε στην επόμενη δεκαετία. Πρόκειται για μια μοναδική ταινία, σκέτη απόλαυση, τρελό παράδεισο, όταν η μουσική πανκ είχε ομορφιά και αθωότητα -αθωότητα που στη δεκαετία του '90 θυσίασε στον Μαμωνά. |