Back Up Next
Οι συμμορίες της Ν.Υόρκης

Gangs of New York. ΗΠΑ, 2002. Σκηνοθεσία: Μάρτιν Σκορσέζε. Σενάριο: Τζέι Κοκς, Στίβεν Ζαΐλιαν, Κένεθ Λόνεργκαν. Ηθοποιοί: Λεονάρντο Ντι Κάπριο, Ντάνιελ Ντέι Λούις, Κάμερον Ντίαζ, Λίαμ Νίσον, Τζιμ Μπρόουντμπεντ, Τζον Σι Ράιλι, Μπρένταν Γκλίσον. 165'.

Η Νέα Υόρκη στα μέσα του 19ου αιώνα, στην περίοδο του εμφυλίου πολέμου, με τους διεφθαρμένους πολιτικούς, τις βίαιες συγκρούσεις ανάμεσα στις συμμορίες και μια αιματηρή εξέγερση που προκάλεσε ο νόμος για στρατολογία. Ενα με πολιτικές διαστάσεις επικό αριστούργημα.

«Οι συμμορίες της Νέας Υόρκης» του Μάρτιν Σκορσέζε είναι ίσως η τελευταία επική ταινία που γυρίστηκε με το γνωστό παραδοσιακό τρόπο, χωρίς τα εφέ της ψηφιακής τεχνολογίας, σε αληθινά, τεράστια ντεκόρ (στα στούντιο της Τσινετσιτά, έξω από τη Ρώμη, όπου γυρίζονταν οι ταινίες του Φελίνι) και με εκατοντάδες κομπάρσους.

Πρόκειται για μια ταινία-σταθμό όχι μόνο στο έργο του Σκορσέζε, αλλά και στην ιστορία του αμερικανικού κινηματογράφου, που συνήθως μας πλασάρει ταινίες για ανεγκέφαλους, με μοναδική επιδίωξή τους να προσφέρουν τη βασισμένη στα ειδικά εφέ δράση, χωρίς να νοιάζονται για την ανθρώπινη πλευρά της ιστορίας τους.

Η ταινία αρχίζει με τον ιερέα Βάλον (Λίαμ Νίσον), που έχοντας ξυριστεί, κόβει ηθελημένα το μάγουλό του με το ξυράφι, που το δίνει στο μικρό γιο του, Αμστερνταμ, λέγοντας: «Το αίμα παραμένει στη λάμα» - σύμβολο της εκδίκησης που κάποτε θ' ακολουθήσει.

Στη συνέχεια, ο Βάλον, επικεφαλής μιας συμμορίας Ιρλανδών μεταναστών, βγαίνουν από τις κατακόμβες τους για να συγκρουστούν με τη συμμορία των ντόπιων Αμερικανών του Γουίλιαμ Κάτινγκ, γνωστού ως «Μπιλ ο Χασάπης» (Ντάνιελ Ντέι Λούις). Σε μια από τις πιο συγκλονιστικές και καλύτερες σκηνές που μας έχει δώσει ο κινηματογράφος τα τελευταία χρόνια, παρακολουθούμε το άγριο μακελειό, με τσεκούρια, μαχαίρια, ξυράφια, ρόπαλα και ξιφολόγχες, ανάμεσα στις δύο συμμορίες. Μακελειό που θυμίζει περισσότερο μεσαιωνικού τύπου ιεροτελεστίες και που καταλήγει στο θάνατο του Βάλον και τη νίκη του Μπιλ του Χασάπη, ο οποίος γίνεται ο μοναδικός αφέντης της περιοχής του Φάιβ Πόιντς (των Πέντε Σημείων) στο κάτω τμήμα του Μανχάταν.

Βρισκόμαστε στη Νέα Υόρκη στα 1846, μια πόλη όπου αντίπαλες ομάδες πυροσβεστών παραδίνουν τα φλεγόμενα κτίρια στη λεηλασία του όχλου, ενώ οι κάτοικοι απολαμβάνουν απαγχονισμούς και αγώνες πάλης. Εποχή συγκρούσεων ανάμεσα στους ντόπιους αγγλοσαξωνικής καταγωγής Αμερικανούς και τους Ιρλανδούς μετανάστες που έφταναν κατά χιλιάδες τη βδομάδα, όπου πολιτικοί όπως ο Τουίντ (Τζιμ Μπρόουντμπεντ) απολάμβαναν την εξουσία με δωροδοκίες και εκβιασμούς, χρησιμοποιώντας τη συμμορία του Χασάπη για να επιβάλουν με κάθε μέσο τον έλεγχό τους, ταυτόχρονα εποχή που μέχρι σήμερα δεν είχε ποτέ απεικονιστεί στην οθόνη.

Δεκαέξι χρόνια αργότερα, ένας περίπου 25χρονος Αμστερνταμ (Ντι Κάπριο), επιστρέφει από το αναμορφωτήριο στην περιοχή του Φάιβ Πόιντς, καταφέρνοντας να διεισδύσει στη συμμορία του Χασάπη και να κερδίσει το θαυμασμό του, έχοντας στόχο να τον εκδικηθεί για το φόνο του πατέρα του, ενώ ενδιάμεσα γνωρίζει και ερωτεύεται την ελκυστική κλέφτρα, πρώην ερωμένη του Χασάπη, Τζένι (Ντίαζ).

Ο εμφύλιος πόλεμος (βρισκόμαστε στα 1863) έχει χωρίσει την Αμερική στα δυο, πολλοί από τους κατοίκους της Νέας Υόρκης (ιδιαίτερα οι έμποροι) συμπαθούν το Νότο (σε μια θεατρική παράσταση ρίχνουν διάφορα αντικείμενα ενάντια στον ηθοποιό που ερμηνεύει τον Αβραάμ Λίνκολν) κι όταν ψηφίζεται ο νόμος για στρατολογία, όπου οι πλούσιοι μπορούσαν να εξαιρεθούν πληρώνοντας 300 δολάρια, οι φτωχοί εξεγείρονται κι αρχίζουν να σκοτώνουν, να καίνε (μαζί και τους μαύρους) και να λεηλατούν μέχρι που επεμβαίνει ο στρατός και το ναυτικό αιματοκυλίζοντας την πόλη στο χειρότερο μακελειό στην ιστορία των ΗΠΑ πριν από εκείνο της 11ης του Σεπτέμβρη.

Μέσα από εικόνες που αποτυπώνονται έντονα στη μνήμη, περνά ολόκληρη η ιστορία του αμερικανικού και όχι μόνο κινηματογράφου: από εκείνο των Γκρίφιθ, Στρόχαϊμ και Αϊζενστάιν μέχρις εκείνο των Λεόνε και Κουροσάβα.

Πέρα από την ιστορία της εκδίκησης, που συχνά θυμίζει ελληνική τραγωδία, και την έξοχη διεύθυνση των ηθοποιών του (μ' επικεφαλής τον Ντέι-Λούις, επιβλητικό στο ρόλο του τρομερού Χασάπη), ο Σκορσέζε πετυχαίνει, μέσα από τις εικαστικά συναρπαστικές εικόνες του και με θαυμάσια, εντυπωσιακά ντεκόρ (του Ντάντε Φερέτι, τακτικού συνεργάτη του Σκορσέζε) και κοστούμια, να σχολιάσει, με εκπληκτική ειλικρίνεια και θάρρος, τη θρησκευτική μισαλλοδοξία και το ρατσισμό, τις αιματηρές συγκρούσεις των συμμοριών και τη σύνδεσή τους με διεφθαρμένους πολιτικούς (απαρχή της δημιουργίας του οργανωμένου εγκλήματος που μας παρουσιάζει σε ταινίες όπως οι «Βρώμικοι δρόμοι», «Τα καλά παιδιά», «Καζίνο»).

Ο σκηνοθέτης δίνει μιαν οπερατική πνοή στην ιστορία του, με πρόσωπα και χώρους που μοιάζουν να βγήκαν από σελίδες των βιβλίων του Ντίκενς, του Αλέξανδρου Δουμά ή του Ευγένιου Σου, σκιτσάροντας με έντονα ρεαλιστικά χρώματα (εμπνευσμένα από πίνακες Φλαμανδών ζωγράφων) χαρακτήρες και καταστάσεις, δείχνοντας την ωμότητα και τη βία που βρίσκονται στη βάση της δημιουργίας του αμερικανικού έθνους, σίγουρα στην καλύτερη ταινία της χρονιάς.

 

Η πανωλεθρία του Μάρτιν Σκορσέζε

Λάθος προσέγγιση, λάθος χειρισμοί, λάθος σκηνοθεσία. «Οι συμμορίες της Νέας Υόρκης» ήρθαν τόσο αργά και θα μείνουν τόσο λίγο!

Αν ο Φράνσις Φορντ Κόπολα πριν από τριάντα χρόνια είχε αποφασίσει να εικονογραφήσει μία από τις πιο αδυσώπητες και βάναυσες σελίδες της αμερικανικής Ιστορίας, τότε ίσως ο παγκόσμιος κινηματογράφος να είχε ευλογηθεί από μια δεύτερη «Αpocalypse now». Και μάλιστα πιο μεγαλειώδη, άμεση, αποκαλυπτική και θριαμβευτική. Δυστυχώς - όσο και ν' ακούγεται βλάσφημο και αποκρουστικό - ο κλήρος έλαχε στον Μάρτιν Σκορσέζε. Τον λαμπρότερο βιρτουόζο φιλμέικερ που βγήκε από την ακαταπόνητη μήτρα του american cinema, αλλά και τον πιο αδιόρθωτο λάτρη του φορμαλισμού. Ο αιχμάλωτος του στυλ.

Σύμφωνα με τα ιστορικά δεδομένα των πρώτων δεκαετιών του 19ου αιώνα, το μεταναστευτικό ρεύμα προς τη Γη της Επαγγγελίας είχε την ίδια έκταση της... πανώλους που σκότωσε εκατομμύρια ψυχές στην Ευρώπη του Μεσαίωνα. Εξαιτίας των βίαιων αποικιοκρατικών μεθόδων της μητέρας Αγγλίας προς τη «θυγατέρα» Ιρλανδία, εξαιτίας των λοιμών και των καταποντισμών που σάρωναν αυτή την... τριτοκοσμική και... αραβική κουκίδα της Ευρώπης, εκατομμύρια Ιρλανδοί μέσα σε διάστημα μηνών κατέπλευσαν στη Νέα Υόρκη. Όποιος διαβάσει - έτσι, επί τροχάδην - το τι έμελλε να συμβεί σ' αυτούς τους παρίες, θα αρπάξει μυδράλλιο για να εκτελέσει στα έξι βήματα όλους τους επιγόνους των ηθικών αυτουργών εκείνης της γενοκτονίας που σήμερα παιανίζουν εμβατήρια πολέμου εναντίον του Ιρακινού... σατανά.

Προορισμός εκατομμυρίων Ιρλανδών - δηλαδή των παιδιών της ίδιας αγγλοσαξονικής φυλής που όριζε τη μοίρα της Αμερικής - ήταν η αλεστική μηχανή του Εμφυλίου πολέμου, το ξεροκόμματο της νεότευκτης βιομηχανίας και οι υπόνομοι του παρακράτους. Απ' αυτές τις αντιθέσεις, που ουδέποτε εμφανίστηκαν τόσο κολοσσιαία σε κανένα άλλο κεφάλαιο της Ιστορίας των τελευταίων αιώνων, προέκυψε ένα απίστευτο λουτρό αίματος. Και απ' αυτό το λουτρό αίματος, μέσα απ' αυτήν την κακοφορμισμένη και αιματοβαμμένη μήτρα, ξεπήδησε η πιο ισχυρή αυτοκρατορία του κόσμου.

Αν η βία είναι η μήτρα της Ιστορίας, τότε η κακουργηματική, τυφλή, κατά συρροήν και κατ' επανάληψιν χρήση βίας είναι ο ομφάλιος λώρος που συνδέει αυτήν τη χώρα με την οικονομική της ευημερία. Και οι θεμέλιοι λίθοι αυτής της αυτοκρατορικής κοσμογονίας που σήμερα κυριαρχεί απ' άκρη σ' άκρη του πλανήτη είναι ο τυχοδιωκτισμός, τα όπλα και ο τρόμος. Η πεμπτουσία της ιμπεριαλιστικής βαρβαρότητας αποτυπώνεται με μοναδικό τρόπο σε μία από τις ελάχιστες σπουδαίες σκηνές της ταινίας. Όταν ο αρχιμαφιόζος της συμμορίας των «γηγενών», ο επονομαζόμενος χασάπης (Ντάνιελ Ντέι Λιούις), περιγράφει με μοναδική κυνικότητα τη φιλοσοφία της εξουσίας: «Όταν κάποιος μου αρπάξει το πορτοφόλι, του κόβω το χέρι. Όταν με προσβάλει, του κόβω τη γλώσσα. Και όταν τραβήξει πιστόλι, του κόβω το κεφάλι και το περιφέρω στους δρόμους για να το δουν όλοι. Ο φόβος, φίλε μου, σε κρατάει ζωντανό και αδιαφιλονίκητο αρχηγό».

Back Home Up Next