The Colour of Paradise/Range khoda. Ιράν, 2000. Σκηνοθεσία-σενάριο: Ματζίντ Ματζίντι. Ηθοποιοί: Χοσέιν Μαχτζούμπ, Σαλάμ Φεϊζί, Μόσεμ Ραμεζάνι. 88'. Το δράμα ενός τυφλού αγοριού που ο πατέρας του θέλει να τον ξεφορτωθεί για να μπορέσει να παντρευτεί, σε μια ταινία, που παρά τα μελοδραματικά στοιχεία της είναι δοσμένη με λεπτότητα, ανθρωπιά και ποιητική διάθεση. Με την οδύσσεια ενός τυφλού αγοριού καταπιάνεται στη συγκινητική αυτή, βαθιά ανθρώπινη ταινία του ο Ιρανός σκηνοθέτης Ματζίντ Ματζίντι, δημιουργός της υποψήφιας πριν από δύο χρόνια για Οσκαρ ταινίας «Τα παιδιά του Παραδείσου». Η ταινία αρχίζει στην Τεχεράνη, όπου καταφθάνει ο Χάσεμ, ένας χήρος πατέρας, για να πάρει μαζί του, για τις καλοκαιρινές διακοπές, το μικρό γιο του, Μοχάμαντ, από το ίδρυμα τυφλών, πράγμα που κάνει πολύ διστακτικά γιατί ντρέπεται γι' αυτόν, θεωρώντας τον εμπόδιο στο γάμο που φιλοδοξεί με μια εύπορη γυναίκα, η οποία δεν γνωρίζει την ύπαρξη του μικρού. Στη συνέχεια, παρακολουθούμε τον τυφλό Μοχάμαντ στο χωριό, όπου περνά αμέριμνα τον καιρό του με τη γιαγιά και τις δύο αδερφές του. Ο πατέρας του όμως, για να μπορέσει να υλοποιήσει τα φιλόδοξα σχέδιά του, θα τον «δανείσει» σ' έναν τυφλό ξυλουργό, για να του μάθει την τέχνη του... Οι τυφλοί στο Ιράν είναι άτομα περιθωριοποιημένα κι η ζωή τους είναι ένα καυτό θέμα που προσέλκυσε τον Ματζίντι, σκηνοθέτη που καταπιάνεται πάντα με επίκαιρα κοινωνικά θέματα. Η συγκεκριμένη αυτή ταινία είχε αρχίσει να τον απασχολεί όταν στα γυρίσματα της προηγούμενης ταινίας του, «Τα παιδιά του Παραδείσου», είχε επισκεφτεί μια σχολή τυφλών. Για να γυρίσει την ταινία επισκέφτηκε διάφορες παρόμοιες σχολές απ' όπου διάλεξε και το μικρό πρωταγωνιστή του, Μόχσεν Ραμεζάνι, που ερμηνεύει τον Μοχάμαντ. Ο Ματζίντι φτιάχνει μια απλή στην αφήγησή της ταινία, είδος παραβολής, στην παράδοση των ιρανικών ταινιών που βλέπουμε τα τελευταία χρόνια, χρησιμοποιώντας ένα ημιντοκιμαντερίστικο στιλ, που θυμίζει τις ταινίες του ιταλικού νεορεαλισμού, ιδιαίτερα εκείνες του Ντε Σίκα. Ο σκηνοθέτης χρησιμοποιεί τη φύση για να καταγράψει την ειδυλλιακή ομορφιά και την αθωότητα, αθωότητα που εκπροσωπεί το μικρό, ταλαιπωρημένο του τυφλό ήρωα, αντίθετα με ένα πικραμένο, οργισμένο πατέρα, που τελικά αποδείχνεται ο πραγματικός τυφλός. Διψασμένος για γνώση, τρυφερός απέναντι στα «χαμένα» πουλιά (η σκηνή όπου ενώ περιμένει στην αυλή του σχολείου τον πατέρα του, μαζεύει ένα νιογέννητο πουλί κι ανεβαίνει στο δέντρο για να το βάλει πίσω στη φωλιά του, είναι από τις πιο τρυφερές και ποιητικές σκηνές της ταινίας), στοργικός στις αδερφές του, κοντά σε μια γιαγιά που τον λατρεύει, είδος ιρανικής μάνας-κουράγιο (συγκινητική στο ρόλο η Σαλάμ Φεϊζί), ο μικρός Μοχάμαντ καθοδηγείται από τους ήχους και τα αγγίγματα των χεριών του για να μας γνωρίσει τον αθώο, απλοϊκό αλλά δύσκολο γι' αυτόν, συγκινητικό για μας, κόσμο του. Οι παραμικροί ήχοι, το κλάμα ενός πουλιού, το πέταγμα μιας πεταλούδας, το «τραγούδι» ενός τρυποκάρυδου, ο αέρας, όλα παίζουν ρόλο στη δημιουργία μιας καθαρά ποιητικής ατμόσφαιρας. Οι τελευταίες σκηνές στο ποτάμι είναι σκηνοθετημένες με δεξιοτεχνία αν και το «μεταφυσικό» φινάλε, αντίθετα με τα δυνατά, χωρίς υποχωρήσεις φινάλε ενός Κιαροστάμι, μοιάζει εμβόλιμο, καταστρέφοντας το ρεαλιστικό στοιχείο της υπόλοιπης ταινίας. Μια δοσμένη με λεπτότητα, σωστή ψυχολογία και, παρά τις κάποιες μελοδραματικές σκηνές της, βαθιά ανθρώπινη ταινία, που δεν πρέπει να χάσετε.
Παιδιά ενός κατώτερου θεού Αν ο Αμερικανός Κρις Κολόμπους - ο σκηνοθέτης του «Χάρι Πότερ» - επιχειρούσε να μετατρέψει σε ταινία το σενάριο της ιρανικής ιστορίας «Το χρώμα του παραδείσου», θα έπεφτε το γέλιο της αρκούδας. Το αποτέλεσμα θα έμοιαζε σαν μετεξεταστέα υποψηφιότητα για το «Πανόραμα ελληνικού κινηματογράφου» του Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης! Έτσι φθάνουμε στο φλίπσαϊντ του Χόλιγουντ, που συνήθως συνοδεύεται από την εξής επαναλαμβανόμενη ερώτηση χιλιάδων Ελλήνων θεατών «Μα, τι στο διάολο έχετε πάθει εσείς οι κριτικοί με το... τυΡάν;». Να απαντήσω; Πρώτον, δεν έχουμε - εμείς οι κριτικοί - αλλά ολόκληρος ο κόσμος έχει πάθει. Απόδειξη; «Τα παιδιά του παραδείσου» του Ματζίντ Ματζίντι που βρέθηκαν στα Όσκαρ. Απόδειξη ο τρόμος που καταλαμβάνει κάθε μεγάλη υπογραφή όταν στα φεστιβάλ πέφτουν πάνω σε ταινίες από το Ιράν και ακόμα απόδειξη τούτο εδώ το απέριττο μελόδραμα, το παστοράλ, η οδύσσεια ενός τυφλού και περιττού πλάσματος στο «Χρώμα του παραδείσου» του ίδιου Ματζίντ Μαντζίντι που εξήλθε από το Φεστιβάλ του Μόντρεαλ με το Grand prix (το πρώτο βραβείο). Το αφοπλιστικό πλεονέκτημα των Ιρανών είναι η αθωότητα. Το χάρισμα να διηγούνται με την καρδιά τους και να βλέπουν με τα μάτια ενός μικρού παιδιού. Ο μινιμαλισμός παρέα με τον ιταλικό νεορεαλισμό του '50. Με λίγα λόγια, επαναφέρουν στην κυκλοφορία ανεκτίμητους θησαυρούς από το μονάκριβο σεντούκι της κινηματογραφικής τέχνης. Και αν οι συντελεστές της ελληνικής οθόνης του '50 και του '60 διέθεταν το μυαλό, τη φαντασία και το ταλέντο ενός Ματζίντ Ματζίντι, τότε ο Στράντζαλης και ο Νίκος Ξανθόπουλος θα είχαν κατοχυρωθεί στο πάνθεον του κινηματογράφου. Το στόρι του «παραδείσου» είναι τόσο σύντομο, τόσο απλοϊκό και τόσο γυμνό, όσο είναι η περίληψη μιας ταινίας μικρού μήκους. Ένας εκ γενετής τυφλός πιτσιρικάς με βαρίδι την απόρριψη του πατέρα του βυθίζεται στον πάτο της απελπισίας. Ορφανός από μάνα, χωρίς ίχνος πατρικής στοργής και με μοναδική παρηγοριά την χαροκαμένη γιαγιά του (έτσι ακριβώς) βρίσκει καταφύγιο στον άφθονο πλούτο της υπαίθρου και πιάνει κουβεντούλα με όλα τα πλάσματα της φύσης. Όλες οι αισθήσεις του συγκεντρωμένες για ένα και μοναδικό σκοπό. Την επικοινωνία με τα πουλιά και τα φυτά. Στο μεταξύ ο πατέρας του σχεδιάζει να τον μεταφέρει και να τον εγκαταλείψει σε κάποιο τυφλό μαραγκό προκειμένου ανεμπόδιστος και ελαφρότερος να πραγματοποιήσει τον δεύτερό του γάμο. Περίπου σα να λέμε «Η οδύσσεια ενός ξεριζωμένου». Κι όμως. Τα εμφανή μελοδραματικά στοιχεία της ταινίας είναι τόσο πειστικά, τόσο αυτονόητα, τόσο αυτοκόλλητα με τη σάρκα, τα κύτταρα, τα δάκρυα, τις ψυχές και τις καρδιές αυτών των ηρώων, όσο είναι το μάγκνουμ με τα χέρια του Κλιντ Ίστγουντ. Φίλοι μου η λέξη απαγορεύεται είναι απαγορευτική στο γλωσσάρι της 7ης Τέχνης. Τα πάντα επιτρέπονται. Ακόμα και το πιο δακρύβρεκτο μελό. Αρκεί η συγκίνηση να είναι ανόθευτη και η καρδιά αληθινή. Και σας βεβαιώ πως εννιά στις δέκα φορές που βλέπω κάποια ταινία από το μακρινό και ξυπόλυτο Ιράν αισθάνομαι την ανάγκη να πω «παραμερίστε για να περάσει ο ποιητής»! |