Chihwaseon. Κορέα, 2002. Σκηνοθεσία: Ιμ Κουόν-Τάεκ. Σενάριο: Ιμ Κουόν-Τάεκ, Κιμ Γιανγκ-Οουκ. Ηθοποιοί: Τσόι Μιν-Σικ, Αν Σουνγκ-Κι. 117 λεπτά. Το πορτρέτο ενός αντικομφορμιστή Κορεάτη ζωγράφου μέσα από μια ταινία δοσμένη με αγάπη, ομορφιά και ποίηση -βραβείο σκηνοθεσίας στις Κάνες. Εκεί που ένας δυτικός σκηνοθέτης όπως ο Μάρτιν Σκορσέζε στρέφεται, στην ταινία του «Οι συμμορίες της Νέας Υόρκης», στο 19ο αιώνα για να δείξει τη βία που υπήρξε στη ρίζα της δημιουργίας του αμερικανικού έθνους, ένας ανατολίτης δημιουργός, όπως ο Κορεάτης Ιμ Κουόν-Τάεκ, στη βραβευμένη στις Κάνες ταινία του «Μεθυσμένος με γυναίκες και ζωγραφική» (βραβείο σκηνοθεσίας), στρέφεται στον ίδιο αιώνα για να υπενθυμίσει στους συμπατριώτες του την ομορφιά που υπήρχε τότε. Πρωταγωνιστής της ταινίας ο διάσημος ζωγράφος Τζανγκ Σουένγκ-Ουμπ, γνωστός με το όνομα Ογουόν, από τους μεγάλους, αδιαφιλονίκητους σήμερα, Κορεάτες ζωγράφους. Στο φόντο της ταινίας υπάρχουν και οι διάφορες κοινωνικές και πολιτικές αλλαγές, καθώς και η βία, μέσα από τον πόλεμο και την πτώση της φιλελεύθερης δυναστείας Τσόσουν, που ο Κουόν-Τάεκ μάς παρουσιάζει στο τρίτο μέρος της ταινίας. Δεν πρόκειται, ευτυχώς, για κάποια αμερικανικού τύπου βιογραφική ταινία, αλλά για τη συναρπαστική ιστορία ενός ανθρώπου, αυτοδίδακτου καλλιτέχνη, που ξεπέρασε τις αποδεκτές νόρμες της εποχής του για να φτιάξει επαναστατικό στη μορφή του καλλιτεχνικό έργο, που ο Κουόν-Τάεκ παρουσιάζει μέσα από εμπνευσμένες σκηνές, δοσμένες με εικόνες έξοχης, ανεπανάληπτης ομορφιάς. Ο σκηνοθέτης (ανακάλυψη του Φεστιβάλ Βερολίνου που στη συνέχεια επιβλήθηκε στις Κάνες με δύο ταινίες του) παρουσιάζει τον Ογουόν σε τρεις διαφορετικές φάσεις της ζωής του: Στην παιδική ηλικία, όταν ορφανό παιδί τον περιμαζεύει από τους δρόμους ένας ευγενής που διακρίνει σ' αυτόν ταλέντο κι ευαισθησία, μαθητής, στη δεύτερη, που θέλει να βρει τον δικό του, διαφορετικό δρόμο, με αποτέλεσμα να εκδιωχθεί από το ατελιέ του δασκάλου, ώσπου, διάσημος πια ζωγράφος, στην τρίτη φάση, εκδιώκεται από το παλάτι κι αποφασίζει να εξαφανιστεί. Ενδιάμεσα ο Ογουόν παραμένει καλλιτέχνης με δυνατή προσωπικότητα, άνθρωπος που αντιδρά με κάθε τρόπο στο κατεστημένο, στην επίσημη τέχνη της εποχής του, αφιερώνοντας τη ζωή του ολόψυχα στην τέχνη του, θυσιάζοντας σ' αυτήν την ίδια την οικογένειά του. Για τον Ογουόν δεν υπάρχει τίποτα άλλο από την τέχνη και την ομορφιά της. Κι όταν κάποια στιγμή το χέρι του ζωγράφου αρχίζει να τρέμει, καταλαβαίνει ότι είναι καιρός να την εγκαταλείψει κι έτσι εξαφανίζεται. «Η επανάληψη είναι θάνατος», λέει σε μια στιγμή ο Ογουόν. Κι όλη του ακριβώς η ζωή είναι αφιερωμένη στο να αποφύγει αυτή την επανάληψη: Να ζωγραφίζει κάθε φορά κάτι το καινούργιο με στόχο να φτάσει στην τελειότητα, να ζει κάθε τόσο με διαφορετική γυναίκα, πίνοντας ασταμάτητα (το αλκοόλ δεν φαίνεται να είναι απλά ένα ακόμη πάθος του, αλλά κι εκείνο που τον σπρώχνει στη δημιουργία). Η επιδίωξη της τελειότητας είναι εκείνη που τον κάνει τελικά να εξαφανιστεί στη σκηνή του φινάλε, από τις πιο ωραίες και ποιητικές που μας έδωσε ο σύγχρονος κινηματογράφος και που φέρνει στο νου το έργο τόσο του Γιασουτζίρο Οζου όσο κι εκείνο του Μιζογκούτσι. Μια θαυμάσια, μοναδική στο είδος της ταινία, που βλέπεται με την ίδια αγάπη, το ίδιο πάθος που ακούει κανείς ένα κομμάτι μουσικής του Μάιλς Ντέιβις ή διαβάζει ένα ποίημα του Λοτρεαμόν.
Τελικός Κορέα-Μεξικό Παρίας, βρώμικος, αλκοολικός, γυναικάς και απίστευτα χαρισματικός. Μία από τις πιο εκρηκτικές καλλιτεχνικές προσωπικότητες που έβγαλε αυτή η πλάση είναι ο Κορεάτης Τζανγκ Σόινγκ Απ. Τον ξέρουμε; Σηκώνω τα χέρια ψηλά. Κουράστηκα να πέφτω πάνω σε ανθρώπινους τοίχους. Κουράστηκα να εισπράττω την ίδια μονότονη, εχθρική δυσπιστία. Μα, είναι δυνατόν η Κίνα, η Κορέα, το Ιράν, ο Τρίτος Κόσμος να παράγουν αριστουργήματα; Λένε και γυρίζουν περιφρονητικά την πλάτη. Ναι, είναι. Και είναι για έναν αυτονόητο λόγο: όσο η παγκοσμιοποίηση της κινηματογραφικής βιομηχανίας καλπάζει προς την πλήρη ασυδοσία και την επιβολή της ίδιας συνταγής, άλλο τόσο η Τέχνη του σινεμά διεθνοποιείται με ιλιγγιώδεις ρυθμούς. Αλλωστε, αν δεν κατεδάφιζαν όλα τα γεωγραφικά σύνορα και όλους τους γλωσσικούς φραγμούς, τι κινούμενες εικόνες θα 'ταν αυτές; Για να μην πολυλογώ. Βάλτε πλάι πλάι - σε μετωπική σύγκρουση - τις δύο αντίπαλες σκηνοθετικές σχολές. Ας πούμε την ηφαιστειακή ψιλοβελονιά του άγνωστου (σε εμάς) Κορεάτη Ιμ Κουόν Τάεκ με εκείνη του Γκορ Βερμπίνσκι, του διεκπεραιωτή ενός αμερικανικού θρίλερ με τον τίτλο «Σήμα κινδύνου» (Τhe ring). Στη συνέχεια κλείστε τ' αυτιά σας, ώστε ανεπηρέαστοι από κάθε ηχητική επαφή με τους τρομολαγνικούς θορύβους να συγκρίνετε τις εικόνες, τις φωτογραφίες, τις ερμηνείες, τους ρυθμούς και το ντεκόρ. Η απόσταση που χωρίζει τον Κορεάτη από τον Αμερικανό ισούται με τη διαφορά Εθνικής Βραζιλίας - Εθνικής Ελλάδος. Και, για να τελειώνω με αυτό το επιθετικό πρελούδιο. Όποιος απεχθάνεται κάθε άλλη γλώσσα πλην της αμερικανοαγγλικής, είναι βαριά άρρωστος. Απλώς, ο άνθρωπος είναι θύμα της brain washing machine. Για να επιστρέψω στο προκείμενο. Το «Μεθυσμένος με γυναίκες και ζωγραφική», του Κορεάτη Ιμ Κουόν Τάεκ, συγκαταλέγεται μέσα στις τρεις σπουδαιότερες δημιουργίες που έγιναν ποτέ με «θέμα» έναν ζωγράφο. Κατά σειράν οι άλλες είναι «Η ωραία καβγατζού» του Ζακ Ριβέτ και «Ο λαϊκός ζωγράφος Πιροσμάνι» από Ρωσία. Μπορεί να μη μας... πάει, αλλά έτσι είναι. Και είναι έτσι για δύο λόγους: Πρώτον, ο Κορεάτης ανατρέπει την αφελή και σχηματική εικόνα που έχει διαμορφωθεί γα την προσωπικότητα ενός καλλιτέχνη. Και, δεύτερον, επειδή αξιοποιεί με επιδεξιότητα ενός ζογκλέρ όλα τα διαθέσιμα εκφραστικά μέσα των εικόνων. Ο Τζανγκ Σόινγκ Απ, που η φήμη του εκτινάχθηκε στα ουράνια κάπου εκεί προς το τέλος του 19ου αιώνα, είναι η ζωντανή ενσάρκωση ενός μυστήριου. Ένα μυστήριο που πάει κάπως έτσι: πώς είναι δυνατόν ένας πάμπτωχος, ένας ορφανός, ένας ζήτουλας και ένας καρπαζωμένος από τα μωρουδίστικα χρόνια του, ένας παντελώς αμόρφωτος, να αναδειχθεί σε έναν από τους σπουδαιότερους εικαστικούς όλων των αιώνων; Η απάντηση είναι μία και μοναδική. Ο μεγάλος καλλιτέχνης γεννιέται δεν γίνεται. Είναι το χαρισματικό κύτταρο που τον διαφοροποιεί από τους κοινούς θνητούς. Είναι ευλογημένος με το θείο δώρο. Κι αυτό το δώρο είναι διπλό (λέει ο Κορεάτης σκηνοθέτης): απίστευτη ικανότητα παρατηρητικότητας και εξίσου απίστευτη ικανότητα απομνημόνευσης κάθε λεπτομέρειας του περιβάλλοντος χώρου. Βλέποντας τυχαία και φευγαλέα έναν σπουδαίο πίνακα, μπορούσε στη συνέχεια να τον αντιγράψει με τέτοια ακρίβεια και πιστότητα που ούτε ο πραγματικός καλλιτέχνης του έργου μπορούσε να διακρίνει ποιο από τα δύο είναι το δικό του! Όμως το συντριπτικό κάταγμα που επιφέρει η ταινία στην περιρρέουσα προκατάληψη περί ευαίσθητης και λεπτεπίλεπτης καλλιτεχνικής φύσης, είναι η αποκάλυψη του πορτρέτου αυτού του λαϊκού ζωγράφου. Ενός... κουρελιού, που οι αρετές του και τα επιτεύγματά του εκτόπισαν στη δεύτερη κατηγορία όλα τα έργα και όλα τα ονόματα της καλλιτεχνικής ελίτ εκείνης της εποχής. Βίαιος, παρορμητικός, σατράπης. Και το χειρότερο; Υποτελής στα αφεντικά του, απόλυτος στις απόψεις του, δεσποτικός στους μαθητές του και βάναυσος στις γυναίκες του. Ένα πληγωμένο ζώο. Τη μια στιγμή δάγκωνε, την άλλη καταβρόχθιζε τις σάρκες του και, στο τέλος, με τα δάκρυα και τον απύθμενο πόνο του, ράντιζε με θεία δώρα την πινακοθήκη της πιο λαμπρής δημιουργίας! |