Αγριες φράουλες Smultronstallet. Σουηδία, 1957. Σκηνοθεσία-σενάριο: Ινγκμαρ Μπέργκμαν. Ηθοποιοί: Βίκτορ Σέστρομ, Μπίμπι Αντερσον, Ινγκριντ Τούλιν, Γκούναρ Μπγιόρνστραντ. 90 λεπτά. Εξοχος ο Βίκτορ Σέστρομ στο ρόλο του ηλικιωμένου καθηγητή, που στη διάρκεια ενός ταξιδιού ζει το παρελθόν του, σε μια αριστουργηματική, σε επανέκδοση, ταινία - από τις πιο ώριμες και πάντα συναρπαστικές ταινίες του Ινγκμαρ Μπέργκμαν. Σε επανέκδοση, με νέες κόπιες, προβάλλεται η πιο σημαντική ίσως ταινία του Ινγκμαρ Μπέργκμαν, που καταπιάνεται με τα αγαπημένα θέματα του δημιουργού της: τις σχέσεις του ζευγαριού, τη ζωή, την ευτυχία, τις αναμνήσεις, το θάνατο. Κύριο πρόσωπο της ταινίας ο Ισακ Μποργκ, ένας γέρος καθηγητής που ξεκινάει για ένα ταξίδι για να τιμηθεί από το πανεπιστήμιό του για τα 50 χρόνια της καριέρας του. Μαζί του και η νύφη του, που αρχικά τον αντιμετωπίζει εχθρικά γιατί της θυμίζει τον άντρα της τον οποίο έχει αποφασίσει να εγκαταλείψει. Στο δρόμο θα συναντήσουν κι άλλα πρόσωπα, αφορμή για ένα στοχασμό πάνω στις ανθρώπινες σχέσεις, το φλερτ, τη ζηλοτυπία, την πίκρα, αλλά και τις μικρές χαρές της ζωής. Ενα ταξίδι που φέρνει τον Μποργκ αντιμέτωπο με το παρόν αλλά και το παρελθόν, άλλοτε μέσα από τις πραγματικές συναντήσεις (το μεσήλικο ζευγάρι που καβγαδίζει), άλλοτε από τις φανταστικές, σε φλας μπακ, συναντήσεις του με την οικογένειά του, το κορίτσι με το οποίο ήταν ερωτευμένος στα νεανικά του χρόνια, κι όπου, σε μία «συνάντησή» τους στο δάσος τού προσφέρει άγριες φράουλες, (σκηνές στις οποίες, ενώ βλέπουμε τους άλλους σε νεανική ηλικία, ο Μποργκ παραμένει πάντα ηλικιωμένος, χωρίς να τον βλέπουν οι άλλοι, στοιχείο που θα το εκμεταλλευτούν στη συνέχεια διάφοροι σκηνοθέτες), κι άλλοτε μέσα από τους εφιάλτες του, ιδιαίτερα εκείνον στην αρχή της ταινίας, με τον Μποργκ να περπατά σε μία έρημη πόλη και να βλέπει μία νεκροφόρα να κατρακυλά στο δρόμο και ν' αναποδογυρίζεται το φέρετρο όπου μέσα είναι ο ίδιος - σύμβολο για το θάνατο που έχει αρχίσει να απασχολεί τον Μποργκ. Ταινία γεμάτη θαυμάσιες σκηνές, δοσμένες με φαντασία και πρωτοτυπία από έναν από τους πιο σημαντικούς σκηνοθέτες του παγκόσμιου κινηματογράφου. Με τον παλαίμαχο σκηνοθέτη του βωβού, Βίκτορ Σέστρομ, να δίνει μια συγκλονιστική ερμηνεία σ το ρόλο του Μποργκ. Αγριες φράουλες Aγέραστο, ακούραστο, φρέσκο, κλασικό, μοντέρνο, διαχρονικό, σοφό και καρδιακό. Όλα αυτά και πολλά ακόμη στο μεγαλούργημα του Ίνγκμαρ Mπέργκμαν «Αγριες φράουλες» Του 1957! Δηλαδή φράουλες παραγωγής σχεδόν μισού αιώνα. Αλλά να είστε βέβαιοι. Και το 2057 το ίδιο φρέσκιες θα είναι. Ο ενθουσιασμός δεν είναι δικός μου, αλλά του Χρόνου. Του μοναδικού, καταλυτικού και αδιαμφισβήτητου... κριτικού. Για να περάσει ένα έργο από το τελωνείο της αθανασίας πρέπει να έχει διαβατήριο διαχρονικό. Το δυσεύρετο χαρμάνι «κλασικού» με το «μοντέρνο». H διασταύρωση της σοφίας με την καρδιά. Μέσα από αυτό το χαρμάνι προκύπτει η κλίμακα της αναγωγής. Από το έλασσον στο μείζον και από το μίνιμουμ στο μάξιμουμ. Αυτή η σπάνια σύζευξη. Του ειδικού με το γενικό, του προσωπικού με το κοινωνικό και του άγουρου με το ώριμο. Αυτό το συναρπαστικό παιχνίδι των αντιθέσεων είναι που καθιερώνει τις «Αγριες φράουλες» στην Πινακοθήκη των αξεπέραστων εικόνων. H σεναριακή σύλληψη του Μπέργκμαν, που μέχρι τότε (το 1957) είχε ήδη διανύσει δεκατρία ολόκληρα χρόνια κινηματογραφικής και θεατρικής διαδρομής, είναι απλή. Ο απολογισμός μιας ολόκληρης ζωής. Ενός υπέργηρου, ευυπόληπτου και διάσημου γιατρού. Ενός γέρου στα όρια του μισανθρωπισμού. Αλαζόνας, ιδιότροπος, τσιγκούνης, εγωιστής, ψυχρός και ανάποδος. Που μοναδική συντροφιά των τελευταίων χρόνων της ζωής του είναι η οικιακή του βοηθός. Εκείνη την ημέρα λοιπόν, είναι αναγκασμένος να επιβιβαστεί στο αυτοκίνητό του και παρέα με τη νύφη του - που μόλις έχει εγκαταλείψει τον γιο του - να διανύσει αρκετά χιλιόμετρα προκειμένου να πάει στην πρωτεύουσα για να λάβει από την Ακαδημία τιμητικό παράσημο για την προσφορά του στην Επιστήμη. Όμως ο δρόμος προς τη δόξα περνάει μέσα από την αυτοκριτική. H διαδρομή προς τα εμπρός ακολουθεί πορεία προς τα πίσω. Και η ψυχρή λογική - αυτό το σπάνιο εργαλείο με το οποίο ο ήρωάς μας κατάφερε να εξασφαλίσει αναγνώριση, ευημερία και δόξα - ηττάται κατά κράτος από την καρδιά. Γιατί όπως και στον «Πολίτη Κέιν» του Όρσον Γουέλς, έτσι κι εδώ. Εκείνο που τροφοδοτεί τον ουμανισμό μας είναι η αθωότητά μας. Με πλούτη και αναγνώριση όλα μπορεί να τα αγοράσει κανείς. Όλα. Εκτός από τον θάνατο και την καρδιά. Πράγμα που καταλήγει - επαγωγικά - σε μια σοφή διαπίστωση αιώνων. Όσο ανεβαίνεις τόσο κατεβαίνεις. 'Οσο σκαρφαλώνεις τόσο απομακρύνεσαι από τον παλαιό εαυτό σου. Το τίμημα της καταξίωσης είναι βαρύ. Τόσο βαρύ όσο είναι οι εφιάλτες στα όνειρά σου. Γιατί ο ύπνος σου είναι στοιχειωμένος. Από μια νεκροφόρα και από ένα ρολόι χωρίς δείκτες. Τότε είναι που καταλαβαίνεις πως ο θάνατος φλερτάρει με την αναπνοή σου και πως ένα ένα σβήνουν τα κεριά της ζωής. Οι μέρες σου είναι μετρημένες. Και τότε αυθόρμητα και παρορμητικά ένα αίσθημα νοσταλγίας πλημμυρίζει τα κύτταρά σου. Αχ, λες, να ξανάπιανα το νήμα από την αρχή. Κάθεσαι λοιπόν και στύβεις το λεμόνι. Μια σταγόνα πέφτει. Μια σταγόνα από τα εφηβικά σου χρόνια. Τότε που οι άγριες φράουλες του δάσους, της άνοιξης και του έρωτα σου δόθηκαν ολάκερες. Δεν έκοψες, δεν δοκίμασες, δεν γεύτηκες, δεν χόρτασες. Στερνή μου γνώση να σε είχα πρώτα. Πρέπει να ξαναδώ όλες τις ταινίες αυτού του σοφού και μισάνθρωπου Σουηδού για να καταλήξω. Όμως έτσι από διαίσθηση πιστεύω ότι οι «φράουλες», αν όχι η πληρέστερη, είναι μέσα στις δυο τρεις σπουδαιότερες στιγμές του. Πληρέστατες από Μπέργκμαν. Και μάλιστα καμωμένες την εποχή που ακόμα εκείνος ταλαντευόταν στην κόψη του ξυραφιού. Μεταξύ απαισιοδοξίας και αισιοδοξίας. Αυτό είναι που κάνει την ταινία ακόμα πιο γοητευτική. Αυτή η ταλάντευση. Αυτή η διαρκής μεταβίβαση από το ένα στο αντίθετό του. Από το πρώτο μέχρι το τελευταίο καρέ. Ένα από τα πιο συναρπαστικά παιχνίδια αντιθέσεων. Γιατί; Μα επειδή είναι δράμα δωματίου αλλά μορφικά έχει τον χαρακτήρα road movie (ταινίας δρόμου). Είναι η ιστορία ενός αποξηραμένου απόμαχου ο οποίος τροφοδοτείται από το οξυγόνο των πρώτων ερωτικών και νεανικών του χρόνων. Επομένως η αφήγηση είναι ρεαλιστική αλλά διαρκώς σκοντάφτει σε όνειρα και εφιάλτες. Έτσι, αν και η πορεία προς την πρωτεύουσα είναι ευθύγραμμη και σύντομη, το όχημα και η καρδιά αυτού του μελλοθάνατου λοξοδρομούν στους παράδρομους της Εθνικής και στους λαβύρινθους της ψυχής. Είναι περίπου σαν να τον ρωτάς: Μα τα έχεις όλα, τι άλλο θέλεις; Κι εκείνος χωρίς άλλη σκέψη να λέει: Μπορώ να ανταλλάξω την καριέρα μου με ένα καλάθι αγριοφράουλες; Οχι; E τότε όλα αυτά τα χρόνια έκανα μια τρύπα στο νερό. Όπως θα έλεγε και ο Σεφέρης, χωρίς «φράουλες» το πουκάμισο είναι αδειανό. |