Η επιδρομή των βαρβάρων Les invasions barbares. Καναδάς/Γαλλία, 2003. Σκηνοθεσία-σενάριο: Ντενί Αρκάν. Ηθοποιοί: Ρεμί Ζιράρ, Στεφάν Ρουσό, Μαρί-Ζοζέ Κροζ, Μαρίνα Χαντς, Ντοροτέ Μπεριμάν, Πιερ Κιρζί. 99 λεπτά. Σε μια κοινωνία ατομικισμού και αποξένωσης, ένας επικείμενος θάνατος φέρνει κοντά συγγενείς και φίλους, σε μια θαυμάσια, συγκινητική ταινία, από την οποία δεν λείπει το χιούμορ. Ένας πατέρας, ο Ρεμί, που αργοπεθαίνει από καρκίνο σ' ένα νοσοκομείο του Κεμπέκ, κι ο Σεμπαστιέν, ο αποξενωμένος, επαγγελματικά επιτυχημένος γιος, που επιστρέφει ύστερα από παράκληση της μητέρας, είναι στο επίκεντρο της ταινίας «Η επιδρομή των βαρβάρων» του Καναδού σκηνοθέτη Ντενί Αρκάν. Γύρω τους κινούνται διάφορα πρόσωπα, συγγενείς και φίλοι, που από τη μια τονίζουν την «εισβολή» (περισσότερο εσωτερική παρά εξωτερική) των βαρβάρων, εισβολή που έχει προκαλέσει αδιαφορία, το κυνήγι του χρήματος και τελικά την αποξένωση ανάμεσά τους, αλλά που τελικά, χάρη στο μάζεμά τους γύρω από τον ετοιμοθάνατο, επανακτούν τη χαμένη ανθρωπιά τους. Πρέπει αρχικά να αναφέρω ότι τα περισσότερα πρόσωπα της ταινίας είναι τα ίδια μ' εκείνα στην ταινία «Η πτώση της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας» που ο Αρκάν είχε γυρίσει το 1986. Μόνο που εδώ τα πρόσωπα, ο Πιερ, ο Κλοντ, η Ντομινίκ, η Λουίζ, η Νταϊάν, έχουν μεγαλώσει, έχουν εγκαταλείψει τα όνειρα και τις προσδοκίες τους, έχουν βολευτεί σε μια καθημερινή, άχαρη ζωή, πρόσωπα που ο επικείμενος θάνατος του Ρεμί τα ξαναφέρνει κοντά. Στην ίδια κατάσταση βρίσκεται και ο χρηματιστής γιος Σεμπαστιέν. Εκείνο που τον ενδιαφέρει είναι το χρήμα, η ζωή του είναι κοντά σ' ένα κινητό, να δίνει οδηγίες για το χρηματιστήριο. Με τα λεφτά του θα μπορέσει να βάλει τον πατέρα του σε καλύτερη θέση σ' ένα υπερπλήρες νοσοκομείο (νοσοκομείο που θυμίζει κάπως τα δικά μας), με τα λεφτά του θα τα «κανονίσει» με το συνδικάτο, με τα λεφτά του θα «πείσει» τους φοιτητές του πατέρα του να τον επισκεφθούν στο νοσοκομείο, με τα λεφτά του θα αγοράσει τα απαραίτητα ναρκωτικά για να μειώσει τους φριχτούς πόνους του πατέρα. Βέβαια, η σχέση που αρχίζει να δημιουργείται ανάμεσα στον πατέρα και το φιλόδοξο γιο του, που δεν έχει ανοίξει κανένα βιβλίο, παρ' όλο που ο καθηγητής πατέρας του έχει τεράστια βιβλιοθήκη, καθώς και η σχέση του γιου με τους άλλους γύρω του (ανάμεσά τους και τη ναρκομανή κόρη τής Νταϊάν, Ναταλί, που του παρέχει τα απαραίτητα ναρκωτικά) θα ξυπνήσουν στον Σεμπαστιέν πιο ανθρώπινα αισθήματα: τη συμπόνια, την πατρική αγάπη, τη φιλία, ακόμη και τον έρωτα (έστω και απραγματοποίητο) με τη Ναταλί, που τελικά αποδεικνύεται ένα είδος «φύλακα αγγέλου». Ο Αρκάν ξέρει να δημιουργεί ατμόσφαιρα, αλλά και ρυθμό, να καταγράφει με πειστικότητα τις ανθρώπινες σχέσεις, δημιουργώντας το απαραίτητο χιούμορ, αντίστιξη στο θάνατο που, παράλληλα με τη ζωή και τις χαρές και τα προβλήματά της, είναι πάντα παρών. Με αποτέλεσμα, για μια ακόμη φορά η επικίνδυνη «εισβολή των βαρβάρων» να αναχαιτίζεται. Μια ταινία που θα σας συγκινήσει, αλλά και θα σας γεμίσει με αισιοδοξία για την ανθρώπινη κατάσταση. H επέλαση της τρίτης ηλικίας! Πρώτη φωνή στην εκτέλεση του αθάνατου στίχου «τι τριάντα, τι σαράντα, τι πενήντα» αλλά και «τι εξήντα, τι εβδομήντα», παίζει ο αειθαλής Γαλλο-Καναδός Ντενίς Αρκάν, ο σκηνοθέτης που πριν από έτη πολλά μάς είχε ραντίσει με την πρωτοκλασάτη σάτιρα «H παρακμή της αμερικανικής αυτοκρατορίας». H συνέχεια αυτής της «παρακμής» ολοκληρώθηκε στο τελευταίο Φεστιβάλ των Καννών και δαφνοστεφανώθηκε με δύο βραβεία. Και σεναρίου (δικαίως, διότι η γλώσσα κόκαλα δεν έχει, αλλά κόκαλα τσακίζει) και γυναικείας ερμηνείας (επίσης δικαίως διότι η Μαρί-Ζοζέ Κροζ αποδεικνύεται αίλουρος θανατερός). Τίτλος, εντελώς χαρακτηριστικός και αποκαλυπτικός «H επέλαση των βαρβάρων»! Ο Αρκάν λοιπόν σκάρωσε μια παράλογη, σαρκαστική, ειρωνική και απίστευτα ανθρώπινη φάρσα. Μια φάρσα που διατρέχεται από πλήθος ενοποιημένων... αντιθέσεων. Πώς λέμε «τα ετερόκλητα έλκονται»; Έτσι ακριβώς. Εκ πρώτης όψεως, η ιστορία είναι ευδιάκριτη και κρυστάλλινη για οφθαλμούς πάσης φύσεως. Από εκείνους του εξώστη μέχρι του δύσκολου θεωρείου. Ως εξής: Ένας πενηνταροεξηντάρης τύπος, φαλακρός σαν τον Κότζακ αλλά ενεργητικός, ευφυής και αθυρόστομος, σαν εκείνους τους αδιόρθωτους αναρχικούς που εξακολουθούν να κυκλοφορούν με το κοστουμάκι της γραφικότητας αλλά δεν τους νοιάζει, ο τύπος λοιπόν ανακαλύπτει πως οι ημέρες του είναι μετρημένες και πως το σαράκι του καρκίνου τον κατασπαράζει. Όχι μόνο δεν παραδίδει τα όπλα, αλλά αντιθέτως εφορμά με ορμή έφηβου και με στόμα πρωταθλητή της ρητορείας εναντίον των άθλιων βαρβάρων (της παγκοσμιοποιημένης αφασίας) που έχουν μετατρέψει το σύμπαν σε μια απέραντη ζούγκλα! Έτσι, εκ του θανάτου... εξάγονται απίστευτες ποσότητες δύναμης, ενέργειας και φαντασίας. Και έτσι το πεισιθάνατο, δραματικό και αρνητικό, μετατρέπεται σε ζωικό, κωμικό και θετικό! «H επέλαση των βαρβάρων»: Ο θάνατος ενώνει Προεξέχον μέλος της κοινότητας των βαρβάρων είναι ο υιός του αναρχικού... Κότζακ. Διότι το τέκνο αυτού του κλινήρους Μπακούνιν ακολουθεί την τέχνη της εποχής του. Ως καλοπληρωμένο μέλος της ελίτ του λονδρέζικου Χρηματιστηρίου, περιφρονεί τις απόψεις του πατρός του και στη θέση του Μαρξ έχει αναρτήσει τη φωτογραφία του δολαρίου. Όμως, το αίμα νερό δεν γίνεται. Καταφθάνει στον γαλλόφωνο Καναδά, σπεύδει στο νοσοκομείο και βγάζει το πορτοφόλι για να εξαγοράσει τους πάντες, προκειμένου οι τελευταίες ημέρες του πατέρα του να είναι στρωμένες με ροδοπέταλα και μύρα. Δηλαδή, πληρώνει τους εργατοπατέρες του νοσοκομείου, με αποτέλεσμα εντός... δευτερολέπτων να μεταφερθεί ο ασθενής σε σουίτα πέντε αστέρων. Στη συνέχεια εξασφαλίζει παρανόμως άπειρες ποσότητες μορφίνης, προκειμένου να εξαφανιστούν οι πόνοι από το σώμα του πατέρα του. Έτσι, το επάρατο Χρηματιστήριο (η βαρβαρότητα που λέγαμε) καταφθάνει ως μέγας αρωγός της.... επανάστασης. Ό,τι δεν μπορούν να κάνουν οι ιδέες, το αγοράζεις διά του χρήματος. Και έτσι η βασική αντίθεση πατρός - υιού, δηλαδή πολιτισμού - βαρβαρότητας, λύεται διά μέσου της καρδιάς. Με πλοηγό την ενότητα αυτών των δύο αντιθέσεων (ζωής - θανάτου και πολιτισμού - βαρβαρότητας) και με «μηχανή» το τούρμπο σενάριο και τις σπινθηροβόλες ατάκες αλλά και τις εξαιρετικές ερμηνείες αγνώστων σ' εμάς γαλλόφωνων ηθοποιών του Καναδά, ο Αρκάν υφαίνει μια σειρά από... αόρατες και δευτερεύουσες κόντρες, οι οποίες ενώνονται από ένα διάχυτο ουμανιστικό πνεύμα. Όσο υπάρχουν άνθρωποι, θα υπάρχουν φωλιές καρδιάς. H επέλαση γέλιου, δακρύων και σκέψης με άφησε στον... τόπο! Les Invasions Barbares Γνωρίζοντας πως πολύ σύντομα πρόκειται να ηττηθεί από τον καρκίνο ο εξηντάχρονος Ρεμί (Ρεμί Ζιράρ), καθηγητής της Ιστορίας και αθεράπευτος ηδονιστής, συγκεντρώνει κοντά του την πρώην γυναίκα του Λουίζ (Ντοροτέ Μπεριμάν), το γιο του Σεμπάστιαν (Στεφάν Ρουσό)και τους αγαπημένους του φίλους για έναν ύστατο αποχαιρετισμό. Παρότι οι σχέσεις του «αισθητή σοσιαλιστή» Ρεμί με τον «φιλόδοξο καπιταλιστή» (εργάζεται στο Λονδίνο ως χρηματιστής) Σεμπάστιάν δεν ήταν ποτέ αρμονικές, ο τελευταίος θα προσπαθήσει με όποιο τρόπο μπορεί να κάνει πιο ευχάριστες και ανώδυνες τις τελευταίες στιγμές του πατέρα του... Το 1986 ο Καναδός σκηνοθέτης Ντενίς Αρκάν («Ο Ιησούς Του Μόντρεαλ», “Stardom”) γύρισε την «Παρακμή Της Αμερικανικής Αυτοκρατορίας», ταινία που αποτέλεσε την πρώτη διεθνή καλλιτεχνική του επιτυχία. Πρωταγωνιστές της μια παρέα από επτά σαραντάχρονους διανοούμενους της αριστεράς, τέσσερις άντρες και τρεις γυναίκες, που με αφορμή ένα φιλικό δείπνο ανταλάσουν τις απόψεις τους (ή μάλλον τα καυστικά λεκτικά βέλη τους) πάνω στο φλέγον θέμα του σεξ και των σχέσεων των δύο φύλων. Δεκαεπτά χρόνια μετά ο Αρκάν ξαναβρίσκει τους χαρακτήρες εκείνης της ταινίας και μαζί τους επιχειρεί μια αποτίμηση των κατακτήσεων και των ιδανικών της γενιάς τους. Μιας γενιάς που πίστεψε με πάθος στην δύναμη του ανθρώπινου πνεύματος και σήμερα, μετά και τα γεγονότα της 11ης Σεπτεμβρίου, κινδυνεύει να «σαρωθεί» από «την επέλαση των βαρβάρων». «Η ευφυΐα χάθηκε και θέλει αιώνες για να ξαναβρεθεί», συμφωνούν με θλίψη οι πρωταγωνιστές της ταινίας. Ή μάλλον όχι θλίψη, αλλά πικρία... Παρότι η αφορμή της επανασύνδεσης τους είναι τραγική, κανείς τους δεν βρίσκεται εκεί για να πενθήσει, κυριολεκτικά ή μεταφορικά. Παραμένουν αξιόμαχοι με όπλο την κριτική διάθεση και τον αυτοσαρκασμό τους, διατηρούν το ηθικό και το πνεύμα τους ακμαίο, εξακολουθούν να αισιοδοξούν και να ονειρεύονται, να γεύονται με λαχτάρα τη ζωή και, το κυριότερο, να την απολαμβάνουν. Στο υποδειγματικά δουλεμένο από άποψη ρυθμού και διαλόγων σενάριο του Αρκάν (το δεύτερο βραβείο, μαζί με εκείνο της ερμηνείας για τη νεαρή Μαρί-Ζοζέ Κροζέ,, που απέσπασε η ταινία στις εφετινές Κάννες) η συγκίνηση διαδέχεται το χιούμορ και το δάκρυ προκύπτει αβίαστα, ως η φυσική κατάληξη μιας απίστευτα μεστής και γενναιόδωρης σε συναισθήματα ταινίας. Σας την προτείνουμε ανεπιφύλακτα. |