Νο country for old men. ΗΠΑ, 2007. Σκηνοθεσία-σενάριο: Τζόελ και Ιθαν Κοέν.
Ηθοποιοί: Τόμι Λι Τζόουνς, Τζος Μπρόλιν, Χαβιέ Μπαρδέμ, Γούντι Χάρελσον, Κέλι
ΜακΝτόναλντ. 123'
Αριστουργηματική, βραβευμένη με 4 Οσκαρ, ταινία, η καλύτερη ίσως της χρονιάς,
βουτηγμένη σε μια σκοτεινή, παγωμένη ατμόσφαιρα, γύρω από έναν άντρα που,
έχοντας ξαφνικά ανακαλύψει ένα τεράστιο ποσό χρημάτων, βρίσκεται στο στόχαστρο
ενός επαγγελματία δολοφόνου. Εξαιρετικός ο Χαβιέ Μπαρδέμ στον ρόλο του
αδίστακτου, ψυχοπαθή δολοφόνου.
Ανάμεσα στο αστυνομικό θρίλερ, το φιλμ νουάρ και το γουέστερν, κινείται η
βραβευμένη με 4 Οσκαρ (ανάμεσά τους και καλύτερης ταινίας και σκηνοθεσίας) νέα
ταινία των Ιθαν και Τζόελ Κοέν, με σενάριο που έγραψαν οι ίδιοι, με βάση το
ομότιτλο μυθιστόρημα του Κόρμαν ΜακΚάρθι. Η ταινία αφηγείται την περιπέτεια ενός
ανθρωπάκου, του Λιγουέλιν Μος (Τζος Μπρόλιν), που ζει με τη γυναίκα του σ' ένα
τρέιλερ και ο οποίος μια μέρα, ενώ κυνηγά στην έρημο, βρίσκει ένα μεγάλο
χρηματικό ποσό, κοντά στα σκορπισμένα πτώματα αντρών γύρω από εγκαταλειμμένα
αυτοκίνητα, αποτέλεσμα ενός μακελειού ύστερα από αποτυχημένο λαθρεμπόριο
ναρκωτικών. Για να αποκτήσει το ποσό αυτό, τον κυνηγά ο Αντον Τσίγκερ (Χαβιέ
Μπαρδέμ), ένας αδίστακτος, ψυχοπαθής δολοφόνος, με κατάμαυρα μαλλιά, ψυχρό
χαμόγελο κι ένα περίεργο όπλο μέσα σε ντεπόζιτο από πεπιεσμένο αέρα, ενώ ο Τομ
Μπελ (Τόμι Λι Τζόουνς), ένας με λαϊκή φιλοσοφία σερίφης της περιοχής, τον κυνηγά
για να τον συλλάβει.
Η καλύτερη ίσως ταινία της χρονιάς, βουτηγμένη σε μια μαύρη ατμόσφαιρα, με
τους Κοέν να επιστρέφουν σ' ένα στιλ που θυμίζει την καλύτερη εποχή τους (εκείνη
των «Μόνο αίμα», «Το πέρασμα του Μίλερ» και «Φάργκο»), με ένα σφιχτοδεμένο
σενάριο, διανθισμένο με μπόλικο (συχνά μαύρο) χιούμορ και καλοφτιαγμένους
χαρακτήρες, με ακριβή αίσθηση του χώρου και της ατμόσφαιρας και σκηνές έντονης
ωμότητας, εικαστικά επεξεργασμένες στην τελειότητα. Αναφέρω χαρακτηριστικά μία
με απολαυστικούς διαλόγους σκηνή, όπου ο Τσίγκερ μπαίνει σ' ένα απόμερο,
ερημωμένο βενζινάδικο κι αρχίζει να συνομιλεί με τον γέρο ιδιοκτήτη,
σχεδιάζοντας να τον σκοτώσει, σκηνή που όχι μόνο σκιτσάρει με τον καλύτερο τρόπο
τον (συχνά κωμικό) χαρακτήρα του ψυχοπαθή δολοφόνου, αλλά και μας αποκαλύπτει το
ιδιόμορφο χιούμορ τόσο των Κοέν όσο και του ΜακΚάρθι. Ταινία δοσμένη με
ξεχωριστή ομορφιά, που τονίζεται με την υποβλητική μουσική του Κάρτελ Μπέργουελ
και τη θαυμάσια, δοσμένη με ωραία χρώματα, φωτογραφία του Ρότζερ Ντίκινς (οι
σκηνές στην έρημο, ανάμεσα στο Τέξας και το Ρίο Γκράντε, έχουν κάτι από τη γεύση
των καλύτερων γουέστερν του Τζον Φορντ). Στις πάμπολλες αρετές της ταινίας (που
με κάθε νέα προβολή της ο θεατής ανακαλύπτει ολοένα και περισσότερες) συμβάλλουν
και οι εξαιρετικές ερμηνείες όλων των ηθοποιών, με επικεφαλής εκείνη του Χαβιέ
Μπαρδέμ, απολαυστικού στον ρόλο του ασυνήθιστου, με ιδιότυπο χιούμορ, ψυχοπαθή
δολοφόνου, ερμηνεία που δίκαια του χάρισε το Οσκαρ β' ρόλου.
Καμιά πατρίδα για τους μελλοθάνατους
Όσκαρ ανατριχιαστικού εκτελεστή στον Ισπανό Χαβιέ Μπαρντέμ
«Νo country for old men» («Καμιά πατρίδα για τους μελλοθάνατους») των Τζόελ και
Ίθαν Κόεν. Το δίδυμο της μαύρης, σαρκαστικής, ειρωνικής, πολυεπίπεδης
αμερικανικής σκηνής, δύο μεγιστοτεράστιοι αρχιτέκτονες της σκηνοθεσίας και της
σεναριακής γραφής που τους λάτρεψα από την πρώτη τους ταινία, το «Βlood simple»
(«Μόνο αίμα») και που τα τελευταία χρόνια, με τις τρεις «ελαφρές» εξορμήσεις
τους με κωμωδία και φουλ προς τα ταμεία, με είχαν κάνει να νοσταλγώ αφόρητα τρία
αριστουργήματα- δικά τους εντελώς- των τελευταίων είκοσι ετών. Κατά σειρά: «Μπάρτον
Φινκ» (νά ΄ναι καλά το γεροντοπαλιόπαιδο ο Ρομάν Πολάνσκι, που τόλμησε να τους
κεράσει τρία μεγάλα βραβεία στο Festival De Cannes), «Φάργκο», ένας αθόρυβος
οδοστρωτήρας που γκρεμίζει ολόκληρο το είδος της «αστυνομικής ταινίας», και
«Μεγάλος Λεμπόφσκι», ό,τι καλύτερο έχει γίνει για τα «ρεμάλια» των λουλουδιών.
Και τα τρία τα συνιστώ, σπεύσατε στο πλησιέστερο DVDάδικο παρακαλώ!
Το αξεπέραστο χάρισμα των Κόεν- μέρος του οποίου κατέχει και ο Τζιμ Τζάρμους-
είναι η μπρεχτική πιρουέτα, δηλαδή ο δραματουργός να βρίσκεται ταυτόχρονα μέσα
και έξω από το συμβάν και τον δραματικό πυρετό. Οι πράξεις «γράφουν» την
ταυτότητα του κάθε ήρωα και αυτές οδηγούν και ερεθίζουν τις συγκινήσεις του
θεατή. Παράδειγμα; Όταν η πανηλίθια σύζυγος του Ουίλιαμ Μέισι στρέφει το απλανές
βλέμμα της από την ΤV και πέφτει πάνω στους δύο ανεγκέφαλους κακοποιούς που με
μάσκες προσπαθούν να δουν μέσα από την τζαμαρία της μπαλκονόπορτας ώστε να
εφορμήσουν, να την αρπάξουν και να την απαγάγουν («Φάργκο»). Έτσι, από τη μια η
σκηνή είναι δραματική (απαγωγή μιας αθώας ψυχής), από την άλλη εντελώς
σαρκαστική, αφού άπαντες είναι ανεγκέφαλοι Αμερικανοί. Αυτό το αόρατο πέρασμα
από το ένα στο άλλο, αυτό το μείγμα δράματος και σαρκασμού σε συνδυασμό με την
ίντριγκα, είναι το το δικό τους γονίδιο και το δικό τους βελούδινο, δακτυλικό
αποτύπωμα, που κανείς άλλος δεν διαθέτει όπως αυτοί. Βελούδινο γιατί, πριν απ΄
όλα και πάνω απ΄ όλα, σημασία έχουν η προετοιμασία και το «πριν». Όπως ακριβώς
στη σεξουαλική πράξη, έτσι και με τις ιστορίες των Κόεν. Η απόλαυση και η ηδονή
προκύπτουν κατά τη διάρκεια και όχι στο τέλος της διαδρομής. Η διαδικασία και
όχι ο σκοπός. Το στριπτίζ και όχι η γυμνή.
Με αυτά κατά νου και με άφθονη περιέργεια, προσπαθούσα να καταλάβω τι συνέβη και
δεν κατάφερα επί δύο ώρες κάτι περισσότερο να δω, πέρα από το γνωστό μοτίβο και
ολότελα αμερικανικό. Όπου ένα ανθρωπόμορφο κτήνος με το όνομα Άντον Σίγκουρχ,
που παραπέμπει σε σλαβορωσικό γεωγραφικό προσδιορισμό, με όψη ανδρογύναιου,
Νοσφεράτου, Δράκουλα, σίριαλ κίλερ και Τerminator, γκρεμίζει οτιδήποτε πέφτει
μπροστά στο οπτικό του πεδίο. Πόρτες, παράθυρα, τζαμαρίες, αυτοκίνητα και,
φυσικά, ανθρώπινα πλάσματα. Κουβαλώντας έναν μυστηριώδη μηχανισμό (αεροβόλο που
σκοτώνει βουβάλια και αγελάδες προφανώς) και οπλισμένος με αυτόματα και
σιγαστήρες, ξαπλώνει κάτω οτιδήποτε άψυχο και έμψυχο αναλώσιμο «υλικό». Από την
κυκλική ανακύκλωση της ίδιας σκηνής, δύο πράγματα μάνι μάνι. Το πρώτο, η
αξεπέραστη ερμηνευτική δεινότητα του Ισπανού Χαβιέ Μπαρντέμ που πάνω του
κουβαλάει όλη την ομάδα και σε κάθε εμφάνισή του βάζει γκολ, ακόμα και με τον
Τσεχ της «Τσέλ σι» στα γκολπόστ. Που πάει να πει Νo Βardem, Νo film. Το δεύτερο,
το ουσιαστικότερο, ότι η πανίσχυρη Αμερική όμηρος ενός ανεξέλεγκτου,
ακατανίκητου, ασύδοτου, ασύλληπτου και έξοχα οργανωμένου εξολοθρευτή.
Τι πάει να πει αυτό; Κτήνος η Αμερική. Το «κακό» φυτεμένο στο γονίδιο το
αμερικανικό. Η μετάλλαξη του ανθρώπινου «είδους» στη σύγχρονη εποχή είναι
εντελώς αφασική και δολοφονική. Εδώ έρχονται τρία κεντρικά, περιφερόμενα και
αντίπαλα του «κτήνους» πρόσωπα να τεκμηριώσουν αυτή την ταφόπλακα που τοποθέτησε
ο Κόρμακ ΜακΚάρθι, ο συγγραφέας που έχει υπογράψει το ομότιτλο μυθιστόρημα από
το οποίο προέκυψε το σενάριο των αδελφών Κόεν. Ο πρώτος, με το γελοίο όνομα
Λιουέλιν Μος (Τζος Μπρόλιν), ένα βλαχαδερό που τυχαία πέφτει σε μια ογκώδη λεία
εκατομμυρίων δολαρίων, την αρπάζει και μέσα στον πανικό του τη μία μετά την
άλλη, δεκάδες βλακείες κάνει. Ο Λιουέλιν είναι ο πρώτος old man (γέρος,
ξεπερασμένος, παλιομοδίτης), τον οποίο ο ΜακΚάρθι αλλά και οι Κόεν χλευάζουν σαν
απολειφάδι, απομεινάρι των παλιών, καλών ημερών. Good old days. W estern
παρακαλώ. Ο δεύτερος, ο Κάρσον Γουέλς (Γούντι Χάρελσον), old man και αυτός, το
ίδιο ξεπερασμένος, παλιομοδίτης και μελλοθάνατος, είναι ένας κυνηγός
επικηρυγμένων κεφαλών, ένας Ρrivate eye (ιδιωτικός ντεντέκτιβ) της Δύσης,
προερχόμενος από το ίδιο γελοίο Western κι αυτός. Ο τρίτος, ο σοβαρότερος, ο Εντ
Τομ Μπελ (Τόμι Λι Τζόουνς), είναι σερίφης στα όρια της συνταξιοδότησης και της
παραίτησης.
|