Atonement. Βρετανία, 2007. Σκηνοθεσία: Τζο Ράιτ. Σενάριο: Κρίστοφερ Χάμπτον.
Ηθοποιοί: Τζέιμς ΜακΑβόι, Κίρα Νάιτλι, Ρόμολα Γκαράι, Σαορσί Ρόναν, Βανέσα
Ρεντγκρέιβ. 123 λεπτά.
Μια παρεξήγηση που οδηγεί σε τραγωδία, σε μια εντυπωσιακή, πλούσια, δοσμένη με
άνεση, επικές διαστάσεις και έξοχες ερμηνείες, διασκευή του βιβλίου του Ιαν
ΜακΓιούαν, τοποθετημένη στα τέλη της δεκαετίας του '30 και αρχές του '40.
Τρυφερή μαζί και τραγική είναι η ιστορία της ταινίας του Τζο Ράιτ, βασισμένη
στο γνωστό, ομότιτλο μυθιστόρημα του Ιαν ΜακΓιούαν, με φόντο την Αγγλία στην
περίοδο του Μεσοπολέμου και στη διάρκεια του Β' Παγκόσμιου Πολέμου και επίκεντρο
ένα μεγάλο έρωτα: εκείνον της Μπραϊόνι Τάλις και του υπηρέτη της οικογένειας,
Ρόμπι Τέρνερ, που η κακεντρεχής παρέμβαση της Σεσίλια, της μικρής αδερφής της
Μπραϊόνι -ερωτευμένης, όπως μαθαίνουμε στη συνέχεια, με τον Ρόμπι- οδηγεί σε
τραγωδία. Οπως και στα άλλα μυθιστορήματα του συγγραφέα («Τα μαύρα σκυλιά»,
«Στην ακτή»), πρόκειται για έναν έρωτα που για διάφορους λόγους -κυρίως
εξωτερικούς, που οφείλονται σε καθαρά ιδιωτικές ή κοινωνικές παρεμβάσεις-
οδηγείται σε αδιέξοδο και στην καταστροφή.
Ακολουθώντας αρκετά πιστά το βιβλίο, με βάση την έξοχη διασκευή του σεναρίου
από τον θεατρικό συγγραφέα Κρίστοφερ Χάμπτον και με τη βοήθεια εξαιρετικών
συνεργατών, από ένα θαυμάσιο καστ ηθοποιών μέχρι την έξοχη φωτογραφία του
Σιάμους ΜακΓκάρβι, την υποβλητική μουσική του Ντάριο Μαριανέλι, τα ντεκόρ της
Σάρα Γκρίνγουντ και τα κοστούμια της Ζακελίν Ντιράν, ο Ράιτ έφτιαξε μια
συγκινητική, ρομαντική, επικών διαστάσεων ταινία, αναπλάθοντας έξοχα την εποχή,
είτε στις σκηνές στην αρχή, στο αριστοκρατικό σπίτι της οικογένειας των Τάλις,
στην περίοδο του Μεσοπολέμου, είτε αργότερα στις σκηνές στη διάρκεια του Β'
Παγκόσμιου Πολέμου και επιλέγοντας τα μέρη εκείνα που τονίζουν την ατμόσφαιρά
του.
Η μεγάλη φαντασία της Σεσίλια, που θα παίξει ρόλο στην ερμηνεία των όσων
βλέπει ή φαντάζεται ότι βλέπει, παρουσιάζεται από τις πρώτες σκηνές, όταν αυτή
ετοιμάζει να «ανεβάσει» με άλλα μικρά παιδιά το θεατρικό έργο που έγραψε η ίδια.
Είναι εξαιτίας της παράτολμης αυτής φαντασίας της που γεγονότα όπως εκείνο, όπου
από το παράθυρο βλέπει την Μπραϊόνι γυμνή να πέφτει στο σιντριβάνι του κήπου,
την κάνουν να φανταστεί το χειρότερο, δίνοντάς της την ευκαιρία να «εκδικηθεί»
τον Ρόμπι, αναγνωρίζοντάς τον ως δήθεν βιαστή της μικρής αδελφής της και
οδηγώντας τον Ρόμπι στη φυλακή. Το βασικό στοιχείο που κινεί τα νήματα της
τραγωδίας είναι το μπέρδεμα αυτό της φαντασίας με την πραγματικότητα, του
φαινομένου και του πραγματικού που κρύβεται πίσω του. Ολη η υπόλοιπη εξέλιξη της
πλοκής εκτυλίσσεται με βάση την παρεξήγηση αυτή.
Ο σκηνοθέτης εκμεταλλεύεται το στοιχείο της παρεξήγησης για να παρουσιάσει
τις δύο ταυτόχρονες πλευρές των γεγονότων: του πραγματικού από τη μια και του
φανταστικού από την άλλη, αποφεύγοντας ταυτόχρονα το μελοδραματισμό και κινώντας
τα πρόσωπά του σ' ένα κλίμα που θυμίζει -ακόμη και στην ανάπλαση της περιόδου-
τον «Μεσάζοντα» του Τζόζεφ Λόουζι. Στο ρόλο της Μπραϊόνι, η Κίρα Νάιτλι βρήκε
την ευκαιρία να δείξει το ταλέντο της, την ικανότητά της να μεταδίδει αισθήματα
και καταστάσεις με λεπτότητα και ευαισθησία. Στο ίδιο επίπεδο κινήθηκαν και όλες
οι άλλες ερμηνείες. Τόσο του Τζέιμς ΜακΑβόι στο ρόλο του Ρόμπι όσο και της
Σαορσί Ρόναν στο ρόλο της μικρής Σεσίλια. Στο ρόλο της ηλικιωμένης Σεσίλια, που
με τον τρόπο της προσπαθεί να εξιλεωθεί, ξεχωρίζει η Βανέσα Ρεντγκρέιβ.
«Εξιλέωση»
Κίρα Νάιτλι, εύθραυστη σαν κρύσταλλο, διάφανη σαν διαμάντι
Τόσο απλά και μόνο με την καρδιά. Λύτρωση η ταινία, λάμψη η Κίρα Νάιτλι, φως η
ιστορία.
Έπειτα από δύο ώρες «Εξιλέωσης» πετάς σαν πουλάκι μακριά, πολύ μακριά από τον
υπόνομο και το απέραντο ελληνικό σκοτάδι!
Ακόμα πιο απλά. Μου άρεσε δύο φορές περισσότερο από την «Ερωμένη του Γάλλου
λοχαγού» και τρεις από τον «Άγγλο ασθενή». Ο λόγος, ένας και μοναδικός. Ο
(συγγραφέας) Ίαν ΜακΓιούαν, παρέα με τον (σεναριογράφο) Κρίστοφερ Χάμπτον και
την υποστήριξη του (σκηνοθέτη) Τζο Ράιτ αναπαράγουν τέλεια το αρχετυπικό
ρομάντζο και ταυτόχρονα το προσγειώνουν στην πραγματικότητα με «σάρκα και οστά».
Όσο και να θυμάμαι και με την εξαίρεση του Βισκόντι, ελάχιστες φορές το
μελόδραμα στο σινεμά διαπλέκεται και απογειώνεται στη στρατόσφαιρα του
κοινωνικού ρεαλισμού και του σαρκικού ρομαντισμού. Αυτή η επιφανειακή αντίθεση,
η ασυγκράτητη δύναμη της ιστορίας. Αυτή η ερωτική, ορμητική συνουσία των
αντιθέτων.
Δύο φράσεις τα κλειδιά να ανοίξει κάποιος αυτή την υπέροχη, ανιδιοτελή καρδιά. Η
πρώτη είναι γραμμένη σε ένα ραβασάκι που στέλνει ο (υπηρέτης) Ρόμπι στην
(αριστοκρατική) Σεσίλια με διακομιστή τη μικρή ιδεαλίστρια Μπραϊόνι. Γράφει επί
λέξει, «Ονειρεύτηκα πως σου έγλειφα το γλυκό και υγρό μουνί σου». Χυδαίο θα
πείτε. Όχι, λάθος, λέει ο ΜακΓιούαν. Ερωτική επιθυμία, επομένως ανθρώπινη
αδυναμία. Γι΄ αυτό η Μπραϊόνι ταράζεται και παραλίγο να λιποθυμήσει. Αυτή η λέξη
είναι που τον πουριτανισμό της ερεθίζει. Αυτός ο εχθρός στον ιδεαλιστικό
ρομαντισμό της. Γι΄ αυτό στη συνέχεια τον άνθρωπο που έγραψε την αλήθεια, τον
στέλνει στη φυλακή με ένα κακόβουλο, σκηνοθετημένο ψέμα. Η Μπραϊόνι, ο μοχλός
της κακίας. Και το κακό που διαπράττει είναι προάγγελος ενός μεγαλύτερου,
συλλογικού, οικουμενικού «κακού», του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, τέσσερα χρόνια
ύστερα από αυτή τη σκηνοθετημένη κακία.
Τα κίνητρα της μικρής Μπραϊόνι είναι προσωπικά, κοινωνικά και φιλοσοφικά.
Προσωπικά γιατί κρυφά είναι ερωτευμένη με τον Ρόμπι. Κοινωνικά γιατί αυτός, ο
γιος της υπηρέτριας, είναι ο εραστής της αδελφής της. Φιλοσοφικά, γιατί η
Μπραϊόνι είναι ιδεαλίστρια. Βλέπει τον κόσμο όπως αυτή τον θέλει και όχι όπως ο
κόσμος είναι. Γι΄ αυτό στις πρώτες αλλά και στις τελευταίες σκηνές- όταν πια
είναι μεγάλη και καθιερωμένη συγγραφέας, μισό βήμα πριν από τον τάφο της-
εξακολουθεί να γράφει και να εμπνέεται από τη μισή αλήθεια. Επομένως- λέει ο
ΜακΓιούαν και συμπληρώνει ο Κρίστοφερ Χάμπτον - ένα τόσο δα προσωπικό πρόβλημα,
μια τόσο ρομαντική ιστορία, ακολουθεί μια σπάνια επαγωγική διαδικασία. Και
ταξική και κοινωνική και φιλοσοφική. Η κρίση που προκαλεί μια λέξη τόσο
δυσάρεστη και αποκρουστική στον πουριτανισμό και τον καθωσπρεπισμό, είναι το
προσάναμμα για τα αποκαΐδια! Απίστευτο. Από το ελάχιστο στο μείζον. Από το
προσωπικό στο συλλογικό. Από το αληθινό στο ψέμα το εφιαλτικό. Προσέξτε τις
κολοσσιαίες αντιθέσεις. Ο Ρόμπι σώζει τη μικρή Μπραϊόνι από βέβαιο πνιγμό. Ο
Ρόμπι είναι ο έρωτας ο λυτρωτικός για τη μεγάλη αδελφή, τη Σεσίλια. Ο Ρόμπι ο
φαντάρος που υπηρετεί την πατρίδα. Ο Ρόμπι διαρκώς να κάνει το καλό. Ο Ρόμπι ο
άγγελος ο καθημερινός. Ο Ρόμπι ο αληθινός. Κι όμως ο Ρόμπι, λόγω ταξικής
κατωτερότητας, φέρνει το στίγμα του κολασμένου. Από την άλλη, η Μπραϊόνι για μία
και μοναδική «αποκρουστική» λέξη στέλνει τον άνθρωπο στη φυλακή. Απαγορευμένος ο
σαρκικός έρωτας. Απαγορευμένη η αταξική συνύπαρξη. Απαγορευμένη η αλήθεια!
Η δεύτερη φράσηκλειδί εκφέρεται ψιθυριστά αλλά κοφτά από αυτή τη θεσπέσια λάμψη
με το όνομα Κίρα Νάιτλι, «Robbie come back to me», «Ρόμπι γύρισε πίσω σε μένα».
Στοιχει ωμένος και ολοκληρωτικά κατειλημμένος ο Ρόμπι από τις ολέθριες συνέπειες
αυτού του ψέματος. Το σκηνοθετημένο ψέμα της Μπραϊόνι του κατέστρεψε τη ζωή. Το
ψέμα τού σπίλωσε το όνομα και την καριέρα. Το ψέμα τον χώρισε από το πιο
πολύτιμο πλάσμα της ζωής του. Το ψέμα τον βύθισε στο χώμα. Έτσι, αυτό που
εξωτερικά φαίνεται τόσο ωραίο και τόσο ιδεαλιστικό, στην πραγματικότητα γίνεται
τόσο απάνθρωπο και τόσο καταστροφικό. Ανάμεσα στον Ρόμπι και τη Σεσίλια
μεσολαβούν οι τάξεις, τα συμφέροντα, οι συνωμοσίες και οι κοινωνικές αντιθέσεις.
Αυτός ο πραγματικός έρωτας στα χρόνια της χολέρας! Ξέχασα να σας πω για τον
παραπλανητικό τίτλο του συγγραφέα. Ψέματα λέει η Μπραϊόνι στην αρχή, ψέματα και
στο φινάλε της ταινίας. Γράφοντας το τελευταίο της- αυτοβιογραφικό- μυθιστόρημα,
για να εξιλεωθεί προφανώς, σκηνοθετεί ακόμα ένα ψέμα. Έτσι «διορθώνει» την
αλήθεια. Έτσι, με ένα δεύτερο διορθώνει το πρώτο, μεγάλο ψέμα. Έτσι εξιλεώνεται
στα μάτια των αναγνωστών της και έτσι, με την ομολογία, ανοίγει δρόμο για τη
δική της υστεροφημία. Η Μπραϊόνι- λέει ο ΜακΓιούαν- όπως συμβαίνει με αρκετούς
συγγραφείς παραποιεί την αλήθεια.
Ο ιδεαλισμός είναι ο μεγάλος εχθρός. Αντί να βλέπουν καθέτως την ιστορία, την
περιγράφουν οριζοντίως και ψευδώς. Η Μπραϊόνι, ακόμα και λίγο πριν από τον τάφο
της, αρνείται να δει καθέτως την αλήθεια. Αρνείται να αποκαλύψει τα κίνητρα που
την οδήγησαν σε αυτό το ψέμα. Αρνείται να περιγράψει την αληθινή κατάληξη των
δύο ηρώων.
Αρνείται να συσχετίσει τη δική της πράξη με τον επερχόμενο πόλεμο και τη
ναζιστική θηριωδία. Η Μπραϊόνι είναι ο ζωντανός ορισμός της καταστροφής που
προκαλεί ο ιδεαλιστικός ρομαντισμός. Οι ψευδαισθήσεις της Μπραϊόνι είναι ο τάφος
της λογοτεχνίας!
|