ΗΠΑ, 1971. Σκηνοθεσία-σενάριο: Πίτερ Γουότκινς. Ηθοποιοί: Κάρμεν Αρτζενζιάνο,
Σταν Αρμστεντ, Τζιμ Μπόαν, Γκλάντις Γκόλντεν. 87 λεπτά.
Σε μια Αμερική όπου οι ελευθερίες του ατόμου έχουν περιοριστεί επικίνδυνα, οι
νέοι αντιφρονούντες στέλνονται σ' ένα εφιαλτικό «Πάρκο Τιμωρίας» όπου
βασανίζονται και δολοφονούνται προς «εκπαίδευση της Εθνικής Φρουράς», σε μια
συγκλονιστική, καυστική πολιτική σάτιρα, γυρισμένη το 1971 που και σήμερα
παραμένει το ίδιο επίκαιρη.
Χρειάστηκαν 38 χρόνια για να φτάσει σε μας αυτή η συγκλονιστική ταινία του
Πίτερ Γουότκινς, προφητική για το Γκουαντάναμο και τον υποτιθέμενο «πόλεμο κατά
της τρομοκρατίας», στην πραγματικότητα πόλεμος κατά μιας φιλελεύθερης κοινωνίας.
Γυρισμένη το 1971, η ταινία παρουσιάζει έναν κόσμο όπου η αντίδραση των νέων
στον πόλεμο του Βιετνάμ οδηγεί την αμερικανική γερουσία να εφαρμόσει
κατασταλτικά, απάνθρωπα μέτρα ενάντια στους εξεγερμένους νέους, τους αντιρρησίες
συνείδησης και τους χίπις, που χαρακτηρίζοντάς τους υπονομευτές του καθεστώτος,
με βάση ένα αντιδημοκρατικό διάταγμα, αντίστοιχο του «πατριωτικού νόμου», τους
στέλνει στο φρικτό Punishment Park (το Πάρκο Τιμωρίας), όπου η Εθνική Φρουρά,
σαν είδος σπορ, τους βασανίζει και στη συνέχεια τους δολοφονεί για «εσωτερική
ασφάλεια», φέρνοντας στον νου παρόμοια, μετά την 11η Σεπτεμβρίου 2001,
αντιδημοκρατικά μέτρα.
Η ταινία αρχίζει ως είδος ψευτο-ντοκιμαντέρ, όπου ο αφηγητής παρουσιάζει μια
ομάδα νεαρών να οδηγούνται μπροστά σε μια ομάδα ανακριτών όπου, αφού
καταδικαστούν, τους προτείνεται να επιλέξουν ανάμεσα σε 21 χρόνια φυλάκιση ή 3
μέρες στο Πάρκο Τιμωρίας. Ολοι τους βέβαια επιλέγουν το Punishment Park για ν'
ανακαλύψουν, δυστυχώς αργά, πως πρόκειται για μια εφιαλτική δοκιμασία όπου,
κυνηγημένοι από μια σαδιστική Εθνική Φρουρά, είναι υποχρεωμένοι να τρέξουν γύρω
στα 100 χιλιόμετρα σε μια έρημη, κάτω από ένα καυτό ήλιο, περιοχή της
Καλιφόρνιας, για να αποκτήσουν τη δήθεν ελευθερία τους, στην πραγματικότητα όμως
για να συναντήσουν ένα βίαιο θάνατο.
Ο Γουότκινς, δημιουργός μερικών σημαντικών πολιτικών ταινιών, ανάμεσά τους
και το εφιαλτικό ντοκιμαντέρ «The War Game» («Παιχνίδι πολέμου») γύρω από τα
αποτελέσματα ενός πυρηνικού ολέθρου (ταινία που είχε προβληθεί στο τμήμα «Ποιο
μέλλον;» του «Πανοράματος Ευρωπαϊκού Κινηματογράφου της «Ε»), έφτιαξε μια δυνατή
πολιτική σάτιρα που καυτηριάζει τον αμερικανικό τρόπο ζωής και νοοτροπίας, η
οποία, αν και γυρίστηκε στην περίοδο του πολέμου του Βιετνάμ, παραμένει δυστυχώς
και σήμερα επίκαιρη, φέρνοντας στον νου όχι μόνο το Γκουαντάναμο και τις φυλακές
Αμπού Γκράιμπ αλλά και τα διάφορα τηλεοπτικά «ριάλιτι σόου» που έχουν μετατρέψει
τις κακουχίες, τα βασανιστήρια και τους φόνους σε απλό, διασκεδαστικό θέαμα. Μια
ταινία συγκλονιστική, βουτηγμένη σε μια παγωμένη ατμόσφαιρα, που μοιάζει να
βγήκε από τις σελίδες των βιβλίων του Κάφκα.
«Caramel». Ναντίν Λαμπακί, ματάρες μου!
Απίστευτη ιστορία. Το 1971, ένας Βρετανός τσίφτης και μέγιστη ταλεντάρα,
ηλικίας τότε μόλις 36, με τη βοήθεια καμιάς εικοσαριάς ταγμένων, militants,
κινηματογραφιστών, διαπράττει το μεγαλύτερο «έγκλημα» από συστάσεως οθόνης και
υπογράφει το αριστουργηματικό ψευτο-ντοκιμαντέρ «Ρunishment Ρark», που ακόμα και
σήμερα μοιάζει με αυριανή αποκάλυψη και προφητεία!
Κόβω τον σβέρκο μου: ο εξωγήινος ή ο ανυποψίαστος θεατής, καθηλωμένος επί 88
λεπτά στην πολυθρόνα του, θα αναρωτηθεί: «Μα πώς διάολο κατάφερε ο τύπος να
γυρίσει ένα τέτοιο ντοκιμαντέρ μέσα στα σαγόνια του Αμερικανού κτήνους;». Πλάνη
τεράστια και άπαικτη. Όλα όσα λαμβάνουν χώρα σ΄ αυτήν την κόλαση της ερήμου της
Καλιφόρνιας, όλα και όλοι είναι φιξιόν, ηθοποιοί και ψευτιές. Αλλά τι ψευτιές!
Με κοχόνες από την Αθήνα μέχρι τη Νέα Υόρκη. Με συνεργείο πέντε οπερατέρ, που η
κάμερα είναι η προέκταση του χεριού και η συνέχεια της ανάσας τους. Με δύο
casting directors (διανομή ρόλων: Λίντα Έλμποου, Λάουρα Γκόλντεν) που βάζουν
κάτω ακόμα και τους συνεργάτες των Κόεν. Με δύο διευθυντές φωτογραφίας (Τζόαν
Τσέρτσιλ, Πίτερ Σμόκλερ), που παίζουν κομπολόι τα χρώματα και τα φίλτρα. Με δύο
μοντέρ (Πίτερ Γουότκινς, Τέρι Χόντερ), με τα κρουστά του Πολ Μόσιαν της τζαζ και
με πολυμελές συνεργείο ηθοποιών που καθένας και καθεμία είναι απόλυτη
ταυτοπροσωπία. Θρίαμβος! Πριν προχωρήσω στο σύνθημα, αρχίζω από το παρασύνθημα.
Ο Πίτερ Γουότκινς- Βρετανός μάγκας από το Σάρεϊ του 1935- φέρει τον τίτλο του
απόλυτου ριζοσπαστικού κινηματογραφιστή. Και ως καλλιτέχνης και ως μέγας
τεχνίτης και ως στρατευμένος σκηνοθέτης. Επί 43 χρόνια, μονίμως και αδιαλείπτως
στο περιθώριο, να γρονθοκοπεί και να γκρεμίζει το σύστημα. Παρ ΄όλα αυτά, το «War
game» κερδίζει Όσκαρ το 1964, ένα ντοκουμέντο που επί 20 χρόνια απαγορεύεται από
το φιλελεύθερο, ουδέτερο και αντικειμενικό ΒΒC. Τι να δείξουν οι άνθρωποι; Τις
κτηνωδίες τους; Για να καταλάβετε και για να μη με ξεπετάξετε με τον
χαρακτηρισμό «παλιοκομμουνιστής», ο Ίνγκμαρ Μπέργκμαν χαρακτηρίζει το «Εdvard
Μunch» ως «έργο μιας ιδιοφυΐας» και ο «Guardian» γράφει πως «είναι τόσο
σημαντικό όσο και ο Πολίτης Κέιν». Με ένα λόγο, όποιος λέει πως είναι λάτρης του
κινηματογράφου και δεν δρασκελίσει το κατώφλι του «Τριανόν», που από σήμερα
φιλοξενεί τη ρετροσπεκτίβα του Watkins, είναι υποκριτικής με πατέντα.
Πάμε στο σύνθημα. Ο Ρeter Watkins αποφα- σίζει το 1970 να κατασπαράξει το
καθεστώς των ΗΠΑ. Όχι με αμπελοφιλοσοφίες, συνθήματα και πρωτοποριακά κολπάκια
τύπου Ζαν Λικ Γκοντάρ, αλλά με ιδρώτα, αίμα και δάκρυα. Όλα καυτά. Με σάρκα και
οστά. Έτσι στήνει μια φανταστική δίκη, με φανταστικούς δικαστές, αποτελούμενους
από νοικοκυραίους (αυτό που οι Αμερικανοί ονομάζουν vast majority, δηλαδή
συντριπτική πλειοψηφία), που με συνοπτικές διαδικασίες έκτακτου στρατοδικείου
Παπαδόπουλου και Ιωαννίδη στέλνουν εκατοντάδες αντιρρησίες, οικολόγους,
ειρηνιστές, μαυροπάνθηρες, αντικαθεστωτικούς, διαδηλωσίες, αριστερούς,
επικίνδυνους χίπηδες στην αγχόνη! Πώς; Οι κατηγορούμενοι, αλυσοδεμένοι καθώς και
φιμωμένοι (το χουμε δει αυτό και σε αληθινά ντοκιμαντέρ), μέσα σε ελάχιστο χρόνο
και αφού πρώτα μέσα στην απελπισία τους έριχναν άφθονα γαμοσταυρίδια- από
«γουρούνια» και «σκρόφα» στη δικαστίνα, μέχρι «fuck you» και άλλες τέτοιες
ροχάλες- στη συνέχεια η προσχεδιασμένη κατηγορία ήταν διλημματική, ως εξής:
«Κατηγορούμενε, διάλεξε. Δεκαπέντε χρόνια σε σωφρονιστικό ίδρυμα ή τρεις μόνο
μέρες στο Πάρκο της Τιμωρίας». Άπαντες και άπασες: «Πάρκο Τιμωρίας».
Αυτό ήταν. Το Ρunishment Ρark ουδεμία σχέση με Πάρκο. Απέναντί τους η απέραντη
και άνυδρη έρημος της Καλιφόρνιας. California Dream με τα όλα του. Πάνω τους ο
ήλιος να ψήνει με 45 βαθμούς θερμοκρασίας ακόμα και σάρκα αγριογούρουνου.
Ασκεπείς, χωρίς ίχνος στοιχειώδους τροφοδοσίας- ούτε μισή σταγόνα νερό- να
πρέπει να διανύσουν μια απόσταση από εδώ μέχρι περίπου το Αίγιο και να φτάσουν
σε αυτοσχέδιο φυλάκιο με ανεμίζουσα την αμερικανική σημαία. Με μια λέξη Ηell!
Την ίδια στιγμή που εθνοφρουροί, φαντάροι και ειδικές δυνάμεις των αμερικανικών
ΜΑΤ αμολάνε τους κρατούμενους, ξοπίσω ορμάνε σαν σκυλιά δεκάδες οπλισμένοι
αστακοί. Κυνηγοί κεφαλών με τα όλα τους. Η συνέχεια ξεπερνάει κάθε φαντασία.
Μπροστά σ΄ αυτό το κυνήγι, όλα, ακόμα και τα γκουλάγκ του Ιωσήφ Βησσαριόνοβιτς
του επονομαζόμενου Κόμπα και Στάλιν, μοιάζουν με Μίκι Μάους. Και για να κλείσω
με ενθουσιασμό: όποιος ισχυριστεί ότι έχει δει ψευτο-ντοκιμαντέρ πιο δυνατό,
αληθινό, καθηλωτικό και τόσο αριστοτεχνικά φτιαγμένο και παιγμένο από αυτό, τότε
προτίθεμαι να κάνω κωλοτούμπες στο νερό!
Με δυο λόγια: Σύμφωνα με ισχύουσα νομοθεσία των ΗΠΑ, οργανώνονται έκτακτα λαϊκά,
δηλαδή σαν στρατιωτικά, δικαστήρια, όπου με συνοπτικές διαδικασίες πατ κιουτ και
με κατηγορίες του FΒΙ που έχει φακελώσει ακόμα και μωρά, εκατοντάδες «επικίνδυνα
στοιχεία» που υπονομεύουν το θεάρεστο έργο των ΗΠΑ στο Βιετνάμ, αποστέλλονται
στην κόλαση του Ρunishment Ρark. Ο σχιζοφρενής δολοφόνος με το πριόνι είναι
απλώς μια κουτσουλιά!
|