Okuribito/Departures. Ιαπωνία, 2008. Σκηνοθεσία: Γιοτζίρο Τακίτα. Σενάριο: Κούντο Κογιάμα. Ηθοποιοί: Μασαχίρο Μοτόκι, Τσουτόμου Γιαμαζάκι, Ριόκο Χιροσούε. 130' Η αναζήτηση της ευτυχίας μέσα από μια με λεπτότητα, χιούμορ και λυρική διάθεση, απομυθοποίηση του θανάτου, ταινία - Οσκαρ ξενόγλωσσης ταινίας. Η τελετουργία της προετοιμασίας της τοποθέτησης του νεκρού στο φέρετρο είναι στο επίκεντρο της βραβευμένης με το ξενόγλωσσο Οσκαρ ιαπωνικής ταινίας «Αναχωρήσεις». Ο Ντάιγκο (εκπληκτική ερμηνεία από έναν ιδιαίτερα συγκρατημένο Μασαχίρο Μοτόκι), ο νεαρός πρωταγωνιστής της ταινίας, είναι ένας τσελίστας που, όταν η ορχήστρα του στο Τόκιο διαλύεται, αποφασίζει να επιστρέψει μαζί με τη γυναίκα του, Μίκα, στη γενέτειρά του. Ψάχνοντας για δουλειά, απαντά σε αγγελία που ζητά πρόσωπο «για αναχωρήσεις». Πιστεύοντας πως πρόκειται για ταξιδιωτικό γραφείο, ο Ντάιγκο ανακαλύπτει προς έκπληξή του πως πρόκειται για λάθος, μια και αναφέρεται σε «εκλιπόντες», και συγκεκριμένα στο επάγγελμα του «νοκάνσι», ειδικού που πλένει και ντύνει το σώμα του νεκρού πριν την τοποθέτησή του στο φέρετρο. Η ταινία, την οποία ο σκηνοθέτης χρειάστηκε χρόνια να ετοιμάσει επειδή θεωρήθηκε αντιεμπορική, αρχίζει με τον Ντάιγκο ήδη έμπειρο «νοκάνσι», να ετοιμάζει το πτώμα ενός νεαρού κοριτσιού για ν' ανακαλύψει πως τελικά πρόκειται για τραβεστί - σκηνή που ο Τακίτα, γνωστός στη χώρα του ως σκηνοθέτης μαύρων κωμωδιών, αναπτύσσει με χιούμορ. Στη συνέχεια, μέσα από σκηνές δοσμένες σε φλαςμπακ, παρακολουθούμε την πορεία του ήρωα μέχρι ν' αποκτήσει την τέχνη του «νοκάνσι». Εκείνο που κυριαρχεί στην ταινία είναι η ανακάλυψη από τον Ντάιγκο μιας αληθινής ευτυχίας, τόσο μέσα από την τελετουργία που απαιτεί η δουλειά του όσο και με την επαφή του με τα πρόσωπα των συγγενών των νεκρών. Κάτι που αρχικά η γυναίκα του, αλλά και όσοι τον γνωρίζουν, για διάφορους λόγους (μαζί και του φόβου του θανάτου) αδυνατούν να αναγνωρίσουν. Την ανακάλυψη αυτή ο Τακίτα παρουσιάζει σταδιακά, μέσα από σκηνές δοσμένες με λεπτότητα, διανθισμένες συχνά με χιούμορ, αλλά και μια λυρική διάθεση (η αγάπη του Ντάιγκο για τη μουσική διαπερνά όλη την ταινία), με τον Ντάιγκο, μέσα από την αποδοχή της απώλειας από τους «πελάτες» του, να αποδέχεται τη δική του απώλεια, ιδιαίτερα ενός πατέρα που τον είχε εγκαταλείψει σε πολύ μικρή ηλικία - η σκηνή όπου ετοιμάζει το πτώμα του νεκρού πατέρα είναι από τις πιο συγκινητικές της ταινίας. Συνολικά, μια ταινία, ταυτόχρονα μελέτη χαρακτήρα, σκηνοθετημένη με ξεχωριστή γνώση, που απομυθοποιεί με λεπτότητα, χιούμορ αλλά και ατόφια συγκίνηση, χωρίς όμως μελοδραματισμούς, το ιαπωνικό επάγγελμα του «νοκάνσι», κάπως συγγενικό μ' εκείνο ενός ταριχευτή. ΑΝΑΧΩΡΗΣΕΙΣ Υπόθεση: Ο Daigo Koyabashi, μουσικός, μετακομίζει στη γενέτειρα του, όταν μένει άνεργος. Εκεί, απαντώντας σε μια αγγελία της τοπικής εφημερίδας, δεσμεύεται χωρίς να το γνωρίζει από την αρχή και κρυφά από τη γυναίκα του, να προετοιμάζει τους νεκρούς για την «αναχώρησή» τους πριν την καύση. Όταν η γυναίκα του ανακαλύπτει το μυστικό, ο Daigo πρέπει να διαλέξει.. Μια θαυμάσια ταινία που μας διδάσκει ότι ο θάνατος δεν είναι το τέλος αλλά μια καινούρια αρχή. «Ότι ζει, πεθαίνει» Ζωή και θάνατος οι ίδιες όψεις του νομίσματος, αφού οι ζωντανοί τρώνε πάντα τα «νεκρά» Με σκηνοθεσία σεμιναρίου για τα κοινότυπα δυτικά πρότυπα, σενάριο σταυροβελονιά οικουμενικού χαρακτήρα και δυναμικές εγκεφαλικές ερμηνείες, μας έρχεται από την Άπω Ανατολή μια ταινία που διακρίνεται για την ανθρώπινη συγκίνηση και την χαρακτηριστική αισθητική υψηλού επιπέδου, χωρίς εκπτώσεις ήθους και ύφους. Αγγίζει κάθε καρδιά και νου, πολύ ταπεινά, χωρίς να εκβιάζει τα συναισθήματα, με τη χρήση χαμηλών τόνων έκφρασης... Με εξέπληξε αναπάντεχα, αφήνοντάς με άναυδο από την τελειότητά της, κυριολεκτικά σε όλους τους τομείς. Βλέποντάς την τελευταία, από τις « ξενόγλωσσες οσκαρικές», διαπίστωσα χωρίς δεύτερη σκέψη την ανωτερότητά της, υποκλίθηκα στο μεγαλείο της στυλιστικής έκφρασης και θαύμασα τον μοναδικό τρόπο που άγγιξε ένα τολμηρό θέμα - κινηματογραφικά, ταμπού έως τώρα - με καυστικό χιούμορ, διασκεδαστική ελαφρότητα σε πρώτο επίπεδο και κοινωνιολογική ενδοσκόπηση με βαθύτερη νοήματα σε δεύτερο. Ως πολυεπίπεδη μπορεί να ειδωθεί εξίσου ικανοποιητικά από το ευρύ κοινό δίνοντάς του τα ψυχαγωγικά ερεθίσματα ενός κινηματογράφου με ποιοτικά κριτήρια σε λαϊκές βάσεις (ακαδημαϊκή αφήγηση), αλλά και από «ψαγμένους» στην κατάδυση υπαρξιακών ζητημάτων και ανάλυσης συμπερασμάτων της εσωτερικής φύσης μιας πιο απαιτητικής προσέγγισης . Άλλωστε το θέμα που πραγματεύεται είναι οικουμενικό και αιώνιο χωρίς στενούς γεωγραφικούς και θρησκευτικούς περιορισμούς . Συνδυάζει το παραδοσιακό με το νέο σε ένα θανατηφόρο συνδυασμό έμπνευσης και πρωτοτυπίας. Και στο βάθος -βάθος αποτελεί μια αυτοκριτική σαρκασμού των κοινωνιών που αποθεώνουν τον ατομικισμό σε όλες του τις εκφάνσεις... Επιστρέφεις στον τόπο που γεννήθηκες για να πεθάνεις, ένας άγραφος κανόνας της φύσης. Η ιστορία απλή μεν, αλλά καθόλου μονοδιάστατη. Αποτυχημένος τσελίστας, μετά την διάλυση της ορχήστρας του, επιστρέφει στην πόλη που μεγάλωσε, πιάνοντας δουλειά σε γραφείο κηδειών. Συναντά τον πατέρα του, μετά από 30 χρόνια, πεθαμένο και προετοιμάζει ο ίδιος την «αναχώρησή» του. Βλέπουμε την εναλλαγή των αισθημάτων του Ντάιγκο και γινόμαστε μάρτυρες των επιλογών του, ταυτιζόμενοι στον υπερθετικό βαθμό, με τις πράξεις του. Βλέπουμε το τρόπο που αντιμετωπίζει ο ήρωας την καινούργια του δουλειά, πως εμφανίζεται επιφυλακτικός, διστάζει να το αποδεχθεί, ντρέπεται και δε μιλάει γι΄ αυτό, ιδιαίτερα τις πρώτες μέρες της εκπαίδευσης. Νιώθει ενοχές, έρχεται σε σύγκρουση με τον ίδιο του τον εαυτό. Με το πέρασμα του χρόνου αποκτά αυτοπεποίθηση και στο τέλος περηφάνια και αυτοεκτίμηση. Παραμερίζοντας τα ψυχολογικά του κατάλοιπα από την παιδική του ηλικία (το θάνατο της μητέρας του) γίνεται περισσότερος «ανθεκτικός», όταν «επικοινωνεί» με τις οικογένειες που υπηρετεί επαγγελματικά , κάνοντάς τον να αγαπήσει με πάθος τη δουλειά. Η γυναίκα του που τον ακολουθεί στην μικρή επαρχιακή πόλη, μόλις μαθαίνει για τη νέα του δουλειά, του κόβει «τα φτερά». Την θεωρεί υποτιμητική για τις δυνατότητές του και «μη κανονική». Τον προτρέπει να βρει μια φυσιολογική εργασία, γιατί αλλιώς θα τον εγκαταλείψει. Η απειλή της πραγματοποιείται. Ο Ντάιγκο που έχει ήδη έρθει σε σύγκρουση με τον εαυτό του, αντιμετωπίζει πλέον την διάλυση της οικογένειας και κατ επέκταση προετοιμάζει τη σύγκρουσή του με την κοινωνία . Έχει απομονωθεί; Σε ένα δύσκολο στάδιο της ζωής του και με το ρίσκο των επιλογών να βαραίνει τα πόδια του... η γυναίκα του επιστρέφει, όταν καταλαβαίνει πως η αγάπη της είναι δυνατότερη ενώ παράλληλα είναι και εγκυμονούσα. Αποδέχεται πλήρως την «παράξενη καριέρα» του, όταν μυείται και αυτή στο «μυστήριο» της «αναχώρησης» , παρακολουθώντας το ιερό τελετουργικό με κατάνυξη και δέος. Ο συζύγός της με αυτό που κάνει την «γεμίζει» και την ολοκληρώνει σαν προσωπικότητα, τελικά. Το καθάρισμα του σώματος , το φτιασίδωμα και το ντύσιμο του νεκρού μπροστά στα μέλη της οικογένειας είναι μια δοκιμασία για όλους τους παρευρισκόμενους. Άλλοι μάλιστα το χαίρονται και διασκεδάζουν, χωρίς καθόλου να προσβάλλουν τα αγαπημένα τους πρόσωπα που «έφυγαν» από την έλλειψη δήθεν σοβαροφάνειας... Λίγο πριν την καύση του άψυχου σώματος, η παραδοσιακή τελετή θα αποδείξει πως η ύλη είναι το «ελάχιστο» και η ψυχή το «μέγιστον». Το αθάνατο πνεύμα, αν συμβιβαστείς φιλοσοφικά ότι διατηρείται αναλλοίωτο - παρά την αποτέφρωση – δημιουργεί τις προϋποθέσεις μιας ψυχικής αγαλλίασης και ηθικής λύτρωσης, μιας αισιόδοξης προοπτικής για την άρρηκτη σχέση ζωής και θανάτου... Αντιμετωπίζεται ο θάνατος σαν συνέχεια της ζωής, λιγότερο ωμά και περισσότερο ιδεαλιστικά, αρκετά εξευγενισμένα, θα έλεγα. Θα αντιληφτείτε και σεις πως τα σώματα και τα πρόσωπα που πέφτουν στα χέρια του ήρωα, είναι όλα πολύ πιο όμορφα και νέα από την πραγματικότητα. Ο σεβασμός, στις ψυχές που εγκαταλείπουν το σώμα του νεκρού δεν απομακρύνεται από εμβόλιμα κωμικά στοιχεία, που διανθίζουν τις τελετές. Διαθέτει βαθιά εσωτερικότητα και υπαρξιακό προβληματισμό χωρίς να εμφανίζεται μεγαλόσχημο από πομπώδεις λόγους. Συντονίζεται με ένα μαγικό ρυθμό , που σε απορροφά, μετρημένο, συνεκτικό, με λιτότητα που μόνο το ιαπωνικό σινεμά μπορεί να αποδώσει... Στέκεται πέρα από δογματισμούς σε θρησκείες και οι ερμηνείες στο ζήτημα της μεταθανάτιας ύπαρξης, παρά το τελετουργικό που υπόκειται σύμφωνα με τα ήθη κι έθιμα της τοπικής κοινωνίας της Άπω Ανατολής . Γιατί μερικές παραδοσιακές αξίες παραμένουν αναλλοίωτες από το χρόνο, αέναες στο περάσμά του από την κυριαρχία του υλισμού. Άξια καταχώρησης στην ανθολογία του παγκόσμιου σινεμά, η σκηνή «αναχώρησης» του πατέρα του. Η ταινία διανθίζεται και από άλλες μικρότερες ιστορίες, συμβάντα στη ζωής του, σα να βρίσκεται στο μέσο ενός κύκλου και εμείς να παρακολουθούμε εκστατικοί γύρω -γύρω τις διαπλεκόμενες εξελίξεις που θα δοκιμάσουν τα πιστεύω του και θα τον φέρουν πιο κοντά στην επικοινωνία με τους οικείους του. Χαρακτηριστική σκηνή επίσης εκείνη των λουτρών καθώς και η γνωριμία του με την ιδιοκτήτρια, την οποία αργότερα θα «περιποιηθεί» κι ο ίδιος. Όλα τα πρόσωπα που «αναχωρούν» συμβολίζουν κάτι, τίποτα δεν αφήνεται στην τύχη, γι΄αυτό και παρουσιάζονται, ακόμα και ακραίες περιπτώσεις στα όρια του σουρρεαλισμού. Το παράδοξο και η εκκεντρικότητα των συμπτώσεων θυμίζουν χαρακτηριστικά αντίληψη Τακάσι Μιίκε και η δυτική αντίληψη στην σκηνοθετική φόρμα Ναρούζε ! «Αν είσαι φυτό δε κινδυνεύεις...» Ακόμη θα ήθελα να επισημαίνω πως η σχέση του Ντάιγκο με το αφεντικό του, είναι τυπικά επαγγελματική και ουσιαστικά, πρόκειται για «σχέση» πατέρα – γιού. Ο Γιαμαζάκι, βλέπει στο πρόσωπό του έναν «γιο» και διάδοχο της επιχείρησής του, από τότε που την ξεκίνησε με το θάνατο της γυναίκας τους πριν από 9 χρόνια (υπήρξε και η πρώτη που «περιποιήθηκε» κάνοντας την όμορφη για το μεγάλο της ταξίδι,!). Με την πρώτη ματιά, άλλωστε τον προσέλαβε αμέσως. Ο Ντάιγκο βλέπει στο πρόσωπο του αφεντικού τον «χαμένο» πατέρα του κι έτσι αναπτύσσεται ένα αμοιβαίο δέσιμο, μεταξύ τους. Μοτόκι (ο ήρωάς μας, ο Ντάιγκο,), Γιαμαζάκι, (ο έμπειρος επαγγελματίας των «Αναχωρήσεων») και η Χιροσούε (η γυναίκα του Ντάιγκο) οικοδομούν ειλικρινείς σχέσεις φτάνοντας τις υποκριτικές τους επιδόσεις στο μάξιμουμ. Ο δεύτερος κλέβει την παράσταση στις σκηνές που παίζει με το μίνιμουμ... Η ιδέα για την ταινία είναι του ίδιου του πρωταγωνιστή, με αποτέλεσμα να αποδώσει με πάθος, σεβασμό και σοβαρότητα το ρόλο του πραγματοποιώντας ένα ερμηνευτικό άλμα στην καριέρα του. Άφησα για το τέλος δύο σπουδαίους συντελεστές της ταινίας. Τον σεναριογράφο Κούντο Κογιάμα, που αν και πρώτη φορά που γράφει για την μεγάλη οθόνη είναι έμπειρος και γνωστός στην ιαπωνική τηλεόραση και φυσικά τον Τζο Χισάισι , τον διάσημο συνθέτη των πιο αγαπημένων μας ασιατικών ταινιών. Μεγάλοι σκηνοθέτες όπως ο Τακέσι Κιτάνο και ο Χαγιάο Μιγιαζάκι έχουν χαραχτεί στο μυαλό μας, όχι μονάχα για τις εικαστικά τους αριστουργήματα και την αφηγηματική τους πρωτοπορία. Ποιος δε θυμάται τα μοτίβα από τις ταινίες ΣΟΝΑΤΙΝΑ, ΠΡΙΓΚΙΠΙΣΑ ΜΟΝΟΚΟΚΙ, ΠΥΡΟΤΕΧΝΗΜΑΤΑ, ΚΙΚΟΥΤΖΙΡΟ, ΑΔΕΡΦΟΣ ΕΞ΄ΑΙΜΑΤΟΣ, ΤΑΞΙΔΙ ΣΤΗ ΧΩΡΑ ΤΩΝ ΘΑΥΜΑΤΩΝ, ΚΟΥΚΛΕΣ, ΚΙΝΟΥΜΕΝΟ ΚΑΣΤΡΟ; Κάτω από αυτό το πρίσμα το μοτίβο των ΑΝΑΧΩΡΗΣΕΩΝ τηρεί απόλυτα τις μελωδικές προδιαγραφές υψηλής ποιότητας που μας έχει συνηθίσει αυτός ο μεγάλος μουσικοσυνθέτης. Μαζί με τον συνομήλικό του Σιγκέρου Ουμεμπαγιάσι, θεωρώ ότι ανήκει στους καλύτερους μουσικούς επένδυσης ταινιών, παγκόσμιας κλάσης και πλέον αγαπημένους μου, μαζί με τον δυτικό «μινιμαλιστή» Φίλιπ Γκλας. Συνοπτικά Διαθέτει πρωτοτυπία, δεν είναι προβλέψιμη, περιέχει στοιχεία απρόσμενων εκπλήξεων κι έχει ισάξιους δευτεραγωνιστές , που συμμετέχουν ισότιμα στη διάρκεια του φιλμ. Είναι ίσως η καλύτερη κινηματογραφική πραγματεία σχετικά με το θάνατο παραμένοντας ταυτόχρονα κι η πλέον αισιόδοξη στο θέμα της «αναπαύσεως ψυχών». Με λίγα λόγια δεν «μαυρίζει» η ψυχή σου όσο ακούγεται επιγραμματικά η υπόθεση κι όσο κι αν μυρίζεις το «θάνατο», αφού το επερχόμενο «τέλος» εξιδανικεύεται ... Ένας ύμνος στη ζωή και τον έρωτα, χωρίς προκαταλήψεις. Ο ήρωάς μας στο κέντρο του σύμπαντος, πλάθει τη ζωή του με αξιοπρέπεια, ιδεαλισμό και πίστη στην αξία της «αναχώρησης», σύμφωνα με τη φυσική της νομοτέλειας. Βαθιά πανανθρώπινη κι αισιόδοξη διαποτίζεται από ελπίδα για το αύριο και μια αγάπη για το «αναπόφευκτο», χωρίς κλίση στα μελό στερεότυπα. Ο σκηνοθέτης Γιοτζίρο Τακίτα, με απόλυτο έλεγχο των εκφραστικών του μέσων, συνεχίζει την παράδοση του ιαπωνικού σινεμά από δημιουργούς της γενιάς της εξανθρωπισμένης ποίησης των Όζου, Μιζογκούτσι, Κουροσάβα και Ναρούζε , εμπνέεεται από τον πρωτοποριακό, αντισυμβατικό δρόμο των Τεσιγκαχάρα, Όσιμα, Μιίκε και Κιτάνο , σέβεται τις παραδοσιακές αξίες των Χαγιάο Μιγιαζάκι, Γιότζι Γιαμάντα και ανανεώνει επάξια το σύγχρονο ιαπωνικό κινηματογράφο της γενιάς του δίπλα στους Κιόσι Κουροσάουα, Χιροκάζου Κορέντα. Περιττό να τονίσω ότι το ενδιαφέρον παραμένει αμείωτο από την αρχή, έως το τέλος , χωρίς να κουράσει στο παραμικρό. Ταινία που δεν πρέπει να χάσει κανείς, όπως κάθε πρωτόγνωρη εμπειρία που επιβεβαιώνεται πανηγυρικά και από το Όσκαρ ξενόγλωσσης ταινίας. |