Le silence de Lorna. Γαλλία, 2008. Σκηνοθεσία-σενάριο: Ζαν-Πιερ και Λικ Νταρντέν. Ηθοποιοί: Αρτα Ντομπρόσι, Ζερεμί Ρενιέ, Φαμπρίτζιο Ροντζιόνε. 105' Μια Αλβανή μετανάστρια μπλέκει στα δίχτυα εγκληματιών μαφιόζων σε μια συγκλονιστική, βουτηγμένη σε μαύρη ατμόσφαιρα, ταινία γύρω από την εξιλέωση αλλά και τα προβλήματα των μεταναστών. Στα προβλήματα των μεταναστών από χώρες της Ανατολικής Ευρώπης, αλλά και στο θέμα της εξιλέωσης, στρέφονται στη νέα τους, βουτηγμένη σε μια μαύρη ατμόσφαιρα, παραπλήσια μ' εκείνη του φιλμ νουάρ, ταινία, «Η σιωπή της Λόρνα», οι βραβευμένοι στο παρελθόν δύο φορές με τον Χρυσό Φοίνικα των Κανών («Ροζέτα», «Ο γιος»), Βέλγοι σκηνοθέτες Ζαν-Πιερ και Λικ Νταρντέν. Η Λόρνα της ταινίας (βραβείο σεναρίου στις φετινές Κάνες) είναι μια Αλβανή μετανάστρια στη Λιέγη, που για να μπορέσει ν' αποκτήσει ένα σνακ-μπαρ μαζί με τον αγαπημένο της δέχεται την επικίνδυνη πρόταση του μαφιόζου Φάμπιο να κάνει «λευκό γάμο» με τον Κλοντί, ένα ναρκομανή Βέλγο, για να αποκτήσει τη βέλγικη υπηκοότητα και στη συνέχεια να τον χωρίσει (ο Φάμπιο σχεδιάζει να τον δολοφονήσει δίνοντάς του υπερβολική δόση ναρκωτικών) για να παντρευτεί (πάλι με λευκό γάμο) ένα Ρώσο μαφιόζο, έτοιμο να τους πληρώσει ένα μεγάλο ποσό. Με το γνωστό ρεαλιστικό τους στιλ, απαλλαγμένο όμως από κάθε τι το περιττό, παραπλήσιο μ' εκείνο του Μπρεσόν, οι Νταρντέν καταγράφουν την οδυνηρή, συχνά, πορεία της ηρωίδας τους, από τις προσπάθειές της να βοηθήσει τον Κλοντί να κόψει τα ναρκωτικά και το μπλέξιμό της σ' ένα δίχτυ εγκληματικότητας, που οδηγεί στη δολοφονία του Κλοντί, μέχρι την αποφασιστικότητά της, μέσα από μια φανταστική εγκυμοσύνη, να εξιλεωθεί. Μέσα από μικρές, φαινομενικά απλές, σκηνές, με μια κάμερα στο χέρι, να ερευνά με την επιμονή ενός εντομολόγου τα διάφορα πρόσωπα, ιδιαίτερα εκείνο της Λόρνα (με την ηθοποιό Αρτα Ντομπρόσι από το Κόσοβο να δίνει με δύναμη, πάθος και ευαισθησία το ρόλο), σταματώντας στις μικρές εκείνες λεπτομέρειες που σκιαγραφούν και σχολιάζουν τους χαρακτήρες αλλά και το κοινωνικό περιβάλλον που συχνά καθορίζει τη ζωή τους, οι Νταρντέν φτιάχνουν την καλύτερη και πιο άμεση, κοινωνικά τοποθετημένη, ταινία τους. Το τέλος της αθωότητας Πρωτοπορία από το Βέλγιο των αδελφών Ζαν Πιερ και Λικ Νταρντέν. Σπουδαίοι κινηματογραφιστές και καθαρά μυαλά. Οι σκηνοθέτες της «Ροζέτας», του «Παιδιού» και τώρα της «Σιωπής της Λόρνας» (Le silence de Lorna). Οι Νταρντέν διαχειρίζονται το υλικό τους με τη διαλεκτική του Μπρεχτ. Δηλαδή οι πράξεις δρομολογούν τα αισθήματα και καθορίζουν τους χαρακτήρες. Μόνο αυτές. Και σας βεβαιώ. Τα 105 λεπτά τη αφήγησης συντίθενται από μια ατελείωτη αλυσίδα πράξεων. Καθημερινών, συνηθισμένων, αλλά στο βάθος ξεχωριστών και ασυνήθιστων. Αυτή και η ανατροπή, αυτή η τολμηρή τομή. Εδώ, το επιμύθιο είναι απογοητευτικό. Αληθινό, ανομολόγητο, ανατριχιαστικό. Ουδείς αθώος. Άπαντες μολυσμένοι, κακοφορμισμένοι. Η σηψαιμία γενική. Ούτε οι λαθρομετανάστες αθώοι και καθαροί. Έτσι μια Αλβανίδα που ονειρεύεται καλύτερη ζωή συνάπτει επαγγελματική, παράνομη σχέση με έναν μικρομαφιόζο, έναντι αμοιβής. Το σχέδιο απλό. Πρώτα θα παντρευτεί ένα πρεζόνι κι έτσι θα εξασφαλίσει υπηκοότητα βελγική. Ύστερα και αφού χωρίσει το πρεζόνι, επικαλούμενη την «κατάσταση» και τον βίαιο χαρακτήρα του, ελεύθερη πια θα παντρευτεί έναν Ρώσο μαφιόζο που κι αυτός με τη σειρά του θέλει να αποκτήσει υπηκοότητα βελγική. Η Αλβανίδα Βελγίδα, η Βελγίδα με Ρώσο και ο Ρώσος Βέλγος και αυτός. Η υπηκοότητα είναι χρήμα. Με εφαλτήριο τον γάμο. Έτσι, ο γάμος βγαίνει στο σφυρί. Έτσι, ο έρωτας γίνεται είδος εμπορικό για συναλλαγή. Δύο ακραίες καταστάσεις όμως θα ανατρέψουν την ανταλλαγή. Ο θάνατος και η μητρότητα. Στάχτες και αποκαΐδια το όνειρο της Λόρνας για μια καλύτερη ζωή! Φιλέτο το σενάριο των αδελφών Νταρντέν. Σεμινάριο για σπουδαστές κινηματογραφικής σχολής. Ψιλοβελονιά διαλεκτικής. Η δράση φέρνει αντίδραση. Το σχέδιο οργανώνεται, μπαίνει σε εφαρμογή, δύο παράγοντες όμως φέρνουν την ανατροπή. Η σκηνοθεσία ακολουθεί βήμα βήμα την πλοκή. Η πλοκή συγκροτείται από την αλληλοδιαδοχή διαπροσωπικών συγκρούσεων. Στο κέντρο η Λόρνα. Από τη μια πρέπει να υποτάξει την ευαισθησία της στο σχέδιο της μαφίας. Ενα σχέδιο που θα εκπληρώσει το όνειρό της. Για να συμβεί αυτό πρέπει να συμφιλιώσει τα αισθήματά με την αναλγησία. Γίνεται αυτό; Δεν γίνεται, Επομένως η Λόρνα πρέπει να αποφασίσει. Κανείς δεν μπορεί να τα ΄χει όλα. Ούτε η Λόρνα. Τρία τα επιτεύγματα των Νταρντέν. Πρώτα απ΄ όλα όχι μόνο εκμετάλλευση αλλά και ενσωμάτωση των λαθρομεταναστών στην κοινωνία τη δυτική. Συνένοχοι κι αυτοί στο ξεπούλημα το εσωτερικό. Δεύτερον, η ανατροπή μέσα από αλλεπάλληλα διλήμματα που μπαίνουν από την ίδια τη ζωή. Για να αλλάξεις πρέπει να φτάσεις στο χείλος του γκρεμού. Σοφό. Και τρίτον, η λιτή, δωρική σκηνοθετική περιγραφή. Εδώ η μυθοπλασία των Νταρντέν συναντάει το αληθινό γεγονός. Μάστορες σ΄ αυτό. Οι μοναδικοί κινηματογραφιστές που με τόση δεξιοτεχνία μετατρέπουν το ρεπορτάζ σε τέχνη εξαιρετική! Περισσότερα για την ταινία Βραβείο Lux του Ευρωπαικού Κοινοβοιλίου 2008 Βραβείο καλύτερου σεναρίου στο 61ο Φεστιβάλ των Καννών Συμμετοχή του Βελγίου στο επίσημο διαγωνιστικό τμήμα στο 61ο Φεστιβάλ των Καννών Βιογραφικό των σκηνοθετών Οι αδερφοί Jean-Pierre και Luc Dardenne γεννήθηκαν στην επαρχία της Λιέγης του Βελγίου. Πέρασαν τα παιδικά τους χρόνια στο Seraing, μια κωμόπολη κοντά στην πόλη της Λιέγης. Ο Jean-Pierre, που γεννήθηκε στις 21 Απριλίου του 1951 σπούδασε θέατρο, ενώ ο Luc, γεννημένος στις 20 Μαρτίου του 1954 σπούδασε φιλοσοφία. Τη δεκαετία του '70 ξεκίνησαν την παραγωγή ντοκιμαντέρ, που διαπραγματεύονταν θέματα κοινωνικού - ιστορικού ενδιαφέροντος: η επανάσταση των Πολωνών, η Αντίσταση των Βέλγων κατά τη διάρκεια του Β'.Π.Π., η γενική απεργία του 1960... Το 1975 ίδρυσαν τη δική τους εταιρεία παραγωγής Derives, που στήριξε την παραγωγή εξήντα συνολικά ταινιών τεκμηρίωσης.( Ντοκιμαντέρ) Το 1987 στρέφονται στη μυθοπλασία. Η πρώτη τους ταινία είναι το Falsch, ενώ πέντε χρόνια αργότερα ακολουθεί το «Je pense a vous». Η αναγνώριση όμως έρχεται το 1996, με την ταινία «La promesse» (μεταφράστηκε στα ελληνικά ως «Η υπόσχεση»). Εν τω μεταξύ, ιδρύουν μια νέα εταιρία παραγωγής με το όνομα «Les films du Fleuve» Το 1998, η «Ροζέττα» τους κερδίζει το Χρυσό Φοίνικα στις Κάννες και χρίζεται η πρώτη βελγική ταινία που το καταφέρνει αυτό (μάλιστα η πρωταγωνίστριά τους, Emilie Dequenne, που έκανε την παρθενική της εμφάνιση σε ταινία, κέρδισε το βραβείο A! Γυναικείου ρόλου για την ερμηνεία της). Το 2002 γυρίζουν το «Le fils» (μεταφράστηκε στα ελληνικά ως «Ο γιος»), άλλο ένα δράμα για τη ζωή των κατώτερων κοινωνικών στρωμάτων στην επαρχία του Βελγίου, που διακρίθηκε και πάλι στις Κάννες με το βραβείο του καλύτερου ηθοποιού για τον Olivier Gourmet. Το 2005, η ταινία τους «L' enfant» (μεταφράστηκε στα ελληνικά ως «Ο γιος») κέρδισε το Χρυσό Φοίνικα στο Φεστιβάλ των Καννών. Η δήλωση των σκηνοθετών: «Είναι μια ταινία για μια νέα γυναίκα που έχει κάθε λόγο να είναι απελπισμένη, κι όμως συνεχίζει να πιστεύει πως όλα είναι πιθανά. Διατηρεί μια θρησκευτική πίστη απέναντι σε όλα τα πράγματα, ακόμα και αν ο Θεός είναι νεκρός. Πώς μπορεί μια γυναίκα που δεν πιστεύει στο Θεό να πιστεύει πως όλα είναι πιθανά; Από πού πηγάζει αυτή η τρελή ελπίδα; Είναι παράξενη, είναι πέρα από το συνηθισμένο. Ένας χαρακτήρας μυθοπλασίας πάντα κολυμπάει κόντρα στο ρεύμα. [...] Τη Λόρνα την παίζει η Άρτα Ντομπρόσι. Ένας από τους βοηθούς μας ανέλαβε να ξεκινήσει μια οντισιόν για εκατό ηθοποιούς, επαγγελματίες και μη, στην Πρίστινα, τα Σκόπια και τα Τίρανα. Την είχαμε δει σε μια Αλβανική ταινία δύο εβδομάδες νωρίτερα. Πήγαμε να τη βρούμε στο Σεράγεβο, όπου ζούσε, και την τραβήξαμε με μίνι DV για μια ολόκληρη μέρα. Την τραβούσαμε ενώ περπατούσε, ενώ έτρεχε, ενώ τραγουδούσε, και τη βάλαμε να παίξει και σκηνές παρεμφερείς με αυτές της ταινίας. Στη συνέχεια, ήρθε στη Λιέγη και την κινηματογραφήσαμε να παίζει με τους Ζερεμί Ρενιέ και Φαμπρίτσιο Ροντζιόνε. 'Ήταν απίστευτα όμορφη και φυσική. Το απόγευμα, λίγο πριν μπει στο αεροπλάνο για το Σεράγεβο, της είπαμε πως την έχουμε επιλέξει για το ρόλο της Λόρνα, και πως θα έπρεπε να ξαναγυρίσει στο Βέλγιο λίγους μήνες πριν από τα γυρίσματα για τις πρόβες και για να μάθει γαλλικά. [...] Πέρα από τη δραματική πτυχή της ιστορίας, η ταινία έχει και μια αισθαντικότητα που τη χρωστάμε στην Άρτα. Το πρόσωπό της, η φωνή της, ο τρόπος που κινείται, η προφορά με την οποία μιλά γαλλικά... Θα φταίει βέβαια και η δική μας κάμερα που βλέπει έτσι τα πράγματα, γιατί η ταινία μιλά επίσης και για μια ερωτική ιστορία. Ένα Σχόλιο με αφορμή την ταινία : Αναζητώντας έναν Ντοστογιέφσκι για τον κινηματογράφο του εικοστού πρώτου αιώνα: Κάπως έτσι φτάνει κανείς και στους αδερφούς Νταρντέν και το έργο τους. Η κάμερά τους, σαν όπλο που σημαδεύει, στρέφεται σε άλλο ένα έγκλημα και την τιμωρία του. Ένα έγκλημα της διπλανής πόρτας, που το ακολουθεί μια τιμωρία που δεν επιβάλλεται από έναν εξωτερικό παράγοντα, αλλά έρχεται από μέσα, από τα βάθη της ανθρώπινης συνείδησης. Το έγκλημα, η σύγκρουση, η ηθική κρίση, η συγχώρεση, ο άνθρωπος αντιμέτωπος με τις αποφάσεις που πήρε και με τις αποφάσεις που του επιβλήθηκαν, η ανάγκη για απόδραση σε έναν άλλο κόσμο, αυτά είναι τα στοιχεία στα οποία έχουν αδυναμία οι Βέλγοι κινηματογραφιστές και για τα οποία, αντίθετα από ό,τι κάνει η ηρωίδα της τελευταίας τους ταινίας, δεν μπορούν να σιωπήσουν. Στο στόχαστρο μπαίνει η Λόρνα, μια γυναίκα σαν αγριόχορτο, που θα μπορούσε να φυτρώσει οπουδήποτε. Όπως συμβαίνει και με όλες τις ηρωίδες των Νταρντέν, έτσι και η Λόρνα είναι κατά κάποιο τρόπο μια πολεμίστρια. Έχει κουρεμένα τα μαλλιά της κοντά, σαν να θέλει να καταργήσει τη θηλυκότητά της. Δουλεύει σκληρά και συντηρεί όχι μόνο τον ίδιο τον εαυτό της, αλλά και τον ανήμπορο σύζυγό της. Περνάει τις μέρες της φορώντας στολή εργασίας, έχοντας στο μυαλό της ως έξοδο κινδύνου την προοπτική του να κάνει μια μέρα τη δική της επιχείρηση. Είναι μετανάστρια, αλλά μιλάει απταίστως τη γλώσσα της χώρας που τη φιλοξενεί (όσο κι αν μιλάει στη μητρική της γλώσσα στον άνθρωπο που αγαπάει). Έτσι απασχολεί το σώμα και το πνεύμα της. Το σώμα της, όμως, μπορεί να γίνει ένα προϊόν. Στον καπιταλιστικό, «ανεπτυγμένο» κόσμο, το σώμα ενός ανθρώπου γίνεται κιβώτιο: ό,τι και να περιέχει, πωλείται και εξαγοράζεται με τρόπο υπόγειο. Η Λόρνα γίνεται αναλώσιμη, αλλά θέλει να γίνει αιώνια. Και γίνεται αιώνια, μέσα στο σύμπαν που χτίζουν οι δύο αδερφοί από το Βέλγιο. Η Λόρνα γίνεται πια ένα σύμβολο μιας ολόκληρης εποχής. Ο κινηματογράφος των αδερφών Νταρντέν, καθαρά ανθρωποκεντρικός, δεν είναι απλώς ένας κινηματογράφος των ηθικών διλημμάτων. Οι σκηνοθέτες δεν μιλούν απλώς για μια κοινωνία που σπάει τους κώδικες της ηθικής της. Συλλαμβάνουν εικόνες ενός κόσμου που έχει προ πολλού ξεχάσει το τι είναι σωστό και τι λάθος. Ένας κόσμος α-ήθης, κι όχι ανήθικος. Οι άνθρωποι είναι ικανοί και για το καλύτερο και για το χειρότερο. Και ενώ ξέρουν τι πρέπει να κάνουν για να κατακτήσουν το πρώτο, επιλέγουν στο τέλος το δεύτερο. Κανείς δεν είναι γνήσια κακός ή γνήσια καλός -αλλά σημασία έχει το να διαλέξεις πλευρά. Η Λόρνα, παγιδευμένη ανάμεσα στην αθωότητα και τη διαφθορά, δε διαλέγει. Αισθάνεται πιόνι στο πλαίσιο ενός μεγαλύτερου παιχνιδιού. Γι΄αυτό και όταν αποφασίζει να ξεφύγει από αυτό, παίρνει ένα δρόμο διπλής κατεύθυνσης. Στρέφεται μέσα της, στην κοιλιά της, και μαζί στρέφεται σε μια άγνωστη δύναμη μακριά από αυτήν, στον ουρανό, σαν να περιμένει έναν από μηχανής θεό που έτσι κι αλλιώς εμείς οι υπόλοιποι δεν μπορούμε να δούμε. Αυτό το κομμάτι που δεν μπορούμε να δούμε, αυτό μεταφράζουν οι σκηνοθέτες στη γλώσσα του κινηματογράφου. Αν ο κινηματογράφος μπορεί να γίνει ένας καθρέφτης που αντανακλά την κοινωνία, οι αδερφοί από το Βέλγιο έχουν βρει τον τρόπο να το κάνουν αυτό, καθρεφτίζοντας μαζί και τις περιπέτειες της ανθρώπινης ψυχής. Οι ήρωές τους, σκληροί εξαιτίας του κοινωνικού τους περιγύρου, γίνονται λείες επιφάνειες, καθρέφτες όπου μπορούμε και εμείς να δούμε το παραμορφωμένο μας πρόσωπο. Και ας μην μπορούμε να αρθρώσουμε κουβέντα. Καμιά φορά είναι ο ήχος της σιωπής που ακούγεται δυνατότερα. |