Everybody's Fine. ΗΠΑ, 2009. Σκηνοθεσία-σενάριο: Κερκ Τζόουνς. Ηθοποιοί: Ρόμπερτ ντε Νίρο, Ντρου Μπάριμορ, Κέιτ Μπέκινσεϊλ, Σαμ Ρόκγουελ, Τζέιμς Φρέιν. 95' Ενας μοναχικός, εξηντάρης άντρας αποφασίζει να επισκεφτεί τα παιδιά του για ν' ανακαλύψει τις αλήθειες που μέχρι τότε του έκρυβαν, σ' ένα συγκινητικό ρόουντ-μούβι. Εξαιρετικός ο Ρόμπερτ ντε Νίρο. Οι σχέσεις ενός χήρου πατέρα με τα αποξενωμένα παιδιά του, που του έκρυβαν την αλήθεια γύρω από τα προβλήματά τους, και η προσπάθεια επανασύνδεσής τους είναι στο επίκεντρο της ταινίας αυτής του Κερκ Τζόουνς («Οι ΛΟΤΤΟφάγοι»), ριμέικ της ομότιτλης ιταλικής ταινίας του Τζιουζέπε Τορνατόρε (1990), όπου πρωταγωνιστούσε ο Μαρτσέλο Μαστρογιάνι. Οταν, την τελευταία στιγμή, ανακαλύπτει πως τα τέσσερα παιδιά του δεν πρόκειται να έρθουν στο οικογενειακό τραπέζι που τους ετοιμάζει, ο 60άρης και χήρος πια Φρανκ Γκουντ αποφασίζει, θέλοντας να τους κάνει έκπληξη, να τους επισκεφτεί στις διάφορες πόλεις όπου ζουν. Μόνο που τώρα τα παιδιά του ζουν τις δικές τους ζωές, πολύ διαφορετικές απ' ό,τι τις είχε φανταστεί, και η επίσκεψή του δείχνει να τους ενοχλεί παρά να τους ενθουσιάζει. Με μια στρωτή σκηνοθεσία, με ορισμένες εκπλήξεις που χρησιμοποιεί έξυπνα, ο Τζόουνς έφτιαξε την ενδιαφέρουσα αυτή, συγκινητική ταινία του, ταυτόχρονα οδοιπορικό στη σύγχρονη Αμερική. Από τις πρώτες κιόλας σκηνές, με τον πατέρα να ξεκινά τα διάφορα ταξίδια του με τρένο, λεωφορείο ή αεροπλάνο, ανακαλύπτουμε πως τα τηλεφωνικά καλώδια για τα οποία ο Φρανκ πέρασε τη ζωή του φτιάχνοντας επιχρίσματα, μετατρέπονται σε σύμβολο επικοινωνίας. Η επικοινωνία με τα παιδιά του είναι δύσκολη, συχνά ακατόρθωτη, όπως θ' ανακαλύψει σε κάθε συνάντηση που έχει μαζί τους. Από τα καλώδια, που κάθε τόσο βλέπουμε, περνούν τα τηλεφωνήματα ανάμεσα στα παιδιά του που προσπαθούν να συνεννοηθούν για να αποφύγουν τον πατέρα και να κρύψουν το μυστικό τους σχετικά με τον εξαφανισμένο ζωγράφο αδερφό τους, Ντέιβιντ - που δεν κατάφερε ο πατέρας να τον συναντήσει στο Μανχάταν όπου ζούσε. Η μεγαλύτερη πάντως αρετή της ταινίας είναι οι ερμηνείες της. Με επικεφαλής τον Ρόμπερτ ντε Νίρο, σπαραχτικό στον ρόλο του μοναχικού, αποξενωμένου από τα παιδιά του, πατέρα, που προσπαθεί απεγνωσμένα ν' ανακαλύψει τα ψέματα που κρύβουν απ' αυτόν. Από τους υπόλοιπους ρόλους αξίζει ν' αναφέρω εκείνον της Ντρου Μπάριμορ, μιας ηθοποιού που με το πέρασμα του χρόνου γίνεται ολοένα και καλύτερη, εδώ στον ρόλο του μοναδικού παιδιού που προσπαθεί να παρασταθεί στον πατέρα. Μπορεί η ταινία να μη φτάνει στο ύψος εκείνης του Τορνατόρε, σίγουρα όμως θα σας συγκινήσει και, για τον Ντε Νίρο και μόνο, αξίζει να τη δει κανείς. Δάκρυα για τον Ντε Νίρο Απίστευτες καταστάσεις. Η εταιρεία παραγωγής παραλίγο να τη στείλει στα ράφια. Τι είναι αυτό- σου λέει- μ΄ έναν συνταξιούχο και χήρο πατέρα, που γυρνάει όλη τη χώρα για να συναντήσει τα παιδιά του; Παλιομοδίτικα πράγματα. Η ευαισθησία υπό διωγμόν. Οι ανάλγητοι πρέπει κάποια στιγμή να κατηγορηθούν και να δικαστούν για εγκλήματα κατά της ψυχής. Έτσι, η ίδια εταιρεία- έχει σημασία αυτό απέστειλε μήνυμα, δηλαδή προσταγή, να εξέλθει αυτό το «απολίθωμα», ο δεινόσαυρος, με ελάχιστες κόπιες σε μερικές αίθουσες. Να περάσει απαρατήρητη και ό,τι τσιμπήσει. Έτσι το ελληνικό παράρτημα αποφάσισε να μην πληρώσει μερικά φραγκοδίφραγκα για δημοσιογραφική προβολή. Αφού σου λέει- στην Αμερική την έφτυσαν οι κριτικοί, το ίδιο θα τη φτύσουν και εν Ελλάδι. Έτσι κι εγώ επειδή οσμίστηκα ψητό, έτρεξα κυριακάτικα να δω αυτό το «σκουπίδι» σε μια αβάν πρεμιέρα στο κέντρο της Αθήνας. Ευτυχώς υπάρχουν ακόμα άνθρωποι σ΄ αυτόν τον κόσμο! Η οργή- αυθόρμητη και παρορμητική- γι΄ αυτή την άθλια μεταχείριση τής πιο συγκινητικής, ανθρώπινης και ευαίσθητης ιστορίας που είδα τα τελευταία χρόνια. Το αμερικανικό ριμέικ του «Stano tutti bene»- Είναι όλοι τους καλά- του Τζουζέπε Τορνατόρε με τον Μαρτσέλο Μαστρογιάνι του 1990 ύστερα από είκοσι χρόνια, μεταφερμένο στις ΗΠΑ από έναν νεοφερμένο σκηνοθέτη, τον Κερκ Τζόουνς, και με κορυφαίο πρωταγωνιστή τον Ρόμπερτ Ντε Νίρο των 67 Μαΐων. Και όταν λέω κορυφαίο, το εννοώ μέχρι το τελευταίο δάκρυ που αυθόρμητα κύλησε στα μάγουλά μου. Ο γίγαντας χωρίς μούτες και χωρίς «are you talking to me». Χωρίς περίστροφα, μαχαίρια, αίματα και ξεκοιλιάσματα. Χωρίς τίποτα. Με το ίδιο μπουφανάκι, το ίδιο παντελόνι, το ίδιο πουκαμισάκι. Και στο χέρι ένα βαλιτσάκι. Γιατί αυτός ο πατέρας που, προκειμένου να μεγαλώσει και να σπουδάσει τα τέσσερα παιδιά του, κατανάλωσε τρεις δεκαετίες επιστρώνοντας εκατομμύρια μέτρα τηλεφωνικών καλωδίων και εισπνέοντας ατελείωτες ποσότητες υγροποιημένο ΡCV, δεν είχε ιδέα για τη βαλίτσα. Πως κάτω από τον πάτο είναι τοποθετημένα δύο ροδάκια. «Παππού» - του λέει ο εγγονός του- «μην την κρατάς, να την τσουλάς». Γιατί ο Φρανκ (αυτό το όνομά του), μια ζωή στον μόχθο και τα καλώδια. Έτσι μια ζωή μέσα από καλώδια η επικοινωνία (κρίσιμη αυτή η μεταφορική διαδικασία). Έτσι μια ζωή η μακαρίτισσα του έκρυβε την αλήθεια. Μια ζωή άκουγε αυτά που ήθελαν να ακούσουν τ΄ αυτιά του. Πώς πάνε τα παιδιά; Είναι όλοι τους καλά. Κι έτσι όταν η αγαπημένη του κατέληξε εκεί όπου όλοι θα καταλήξουμε μια μέρα, ο Φρανκ, μόνος στο σπίτι, αποφασίζει να πάρει το βαλιτσάκι του και να συναντήσει τα παιδιά του. Με λεωφορείο και με τρένο. Γιατί ο γιατρός τού απαγορεύει τις εναέριες περιπλανήσεις. Ένας συνταξιούχος εργάτης στο Σικάγο, το Ντένβερ, τη Νέα Υόρκη και το Λας Βέγκας. Τι κάνει ο Ρόμπερτ; Α, ο Ρόμπερτ (Σαμ Ρόκγουελ) μέγας και τρανός διευθυντής ορχήστρας. Η Έιμι (Κέιτ Μπέκινσεϊλ); Α, η Ειμι καλοπαντρεμένη με παιδί και ιδιοκτήτρια μεγάλης διαφημιστικής εταιρείας. Η Ρόζι (Ντρου Μπάριμορ); Α, η Ρόζι πρωτοκλασάτη χορεύτρια στο Λας Βέγκας. Ο Ντέιβιντ (Όστιν Λάιζι); Α, ο Ντέιβιντ τρανός ζωγράφος στη Νέα Υόρκη. Χτυπάει- νύχτα τώρα, άγνωστος μεταξύ αγνώστων- την πρώτη πόρτα, κανείς δεν είναι μέσα. Ο Φρανκ, όπως όλοι οι γονείς του μεροκάματου και του βασάνου, ονειρεύεται για λογαριασμό των παιδιών τους. Να προκόψουν αυτά και άσε εμένα στα κάτεργα τα εργασιακά. Μοιραίο το λάθος τους. Όμως βγαλμένο από την καρδιά τους. Τι να σας πω; Οι σκηνές που τα μικρά είναι συγκεντρωμένα γύρω από τον πατέρα θα σας πονέσει στην καρδιά. Η σκηνή στον τάφο της αγαπημένης του γυναίκας θα βαρέσει κατακούτελα την πιο ευαίσθητη χορδή. Η σκηνή που μαθαίνει τη χειρότερη αλήθεια θα σας πάρει την ψυχή. Εδώ τελειώνει η λογική, η κριτική και η αισθητική. Εδώ ζουμιά τα δάκρυα τα αληθινά. Και για να μην ξεχάσω. Υπάρχουν δύο ειδών μελοδράματα. Το πρώτο, το φτιαχτό, το μηχανικό, το ψεύτικο. Το δεύτερο, το αληθινό. Να το κάνω λιανά. Όταν η αίθουσα κολυμπάει στα δάκρυα και όταν οι κριτικοί, αυτοί οι τύποι οι κυνικοί, βγαίνουν με κατακόκκινα μάτια, ε αυτό το απόλυτο, σωματικό, κριτήριο για μια ταινία. Μ΄ έκανε λειώμα! |