Laurence Anyways Καναδάς, Γαλλία, 2012, Εγχρωμο Παραγωγή: Τσαρλς Γκιλιμπέρτ, Ναταναέλ Καρμίτζ, Λις Λαφοντέν Σκηνοθεσία: Ξαβιέ Ντολάν Σενάριο: Ξαβιέ Ντολάν Φωτογραφία: Ιβ Μπελανζέ Μοντάζ: Ξαβιέ Ντολάν Μουσική: Noia Πρωταγωνιστούν: Μελβίλ Πουπό, Σουζάν Κλεμάν, Νάταλι Μπέι, Μόνια Τσόκρι Διάρκεια: 159' Ο μόλις 23 ετών χαρισματικός καναδός σκηνοθέτης Xavier Dolan μας συναρπάζει έχοντας φτάσει ήδη στην Τρίτη του ταινία μυθοπλασίας μεγάλου μήκους. Πρόκειται για μια απόλυτα αντισυμβατική ιστορία αγάπης που ο σκηνοθέτης μας την παρουσιάζει με έναν απόλυτα στυλιζαρισμένο τρόπο! Το σενάριο που ασχολείται με την μάχη του ανθρώπου να κατοχυρώσει και να επιβάλει στον περίγυρο του το δικαίωμα στην διαφορετικότητα , με κάθε τρόπο και με κάθε κόστος είναι πραγματικά πολύ ενδιαφέρον. Οι χαρακτήρες των δύο πρωταγωνιστών είναι εξαιρετικά δουλεμένοι και παίρνουν υπόσταση μέσα από μια συχνά μελοδραματική τροπή της πλοκής του σεναρίου, όπου οι ερμηνευτές κατορθώνουν να παρουσιάσουν τα ακραία συναισθήματα που βιώνουν με έναν ιδιαίτερα ρεαλιστικό και αληθοφανή τρόπο. Ιδιαίτερη μνεία θα πρέπει να υπάρξει στην πολύ καλή ερμηνεία της πρωταγωνίστριας Suzanne Clément η οποία δικαίως βραβεύτηκε με την διάκριση της καλύτερης ερμηνείας στο τμήμα Un Certain Regard του 65ου Φεστιβάλ των Καννών. Η ταινία δίνει ιδιαίτερη έμφαση στην εικαστική πλευρά του φιλμ με αποτέλεσμα να απολαμβάνουμε υπέροχα κοστούμια που προδίδουν ιδιαίτερη ενασχόληση και επιμέλεια σε θέματα μόδας και design. Με παρόμοιο τρόπο απολαμβάνουμε σκηνικά , φωτισμούς και μουσική επένδυση. Η όλη οπτική του φιλμ παραπέμπει σαφώς σε βιντεοκλίπ, αλλά το συνολικό αποτέλεσμα είναι πολύ ενδιαφέρον. Ακόμη και η διάρκεια των 168 λεπτών γίνεται ανεκτή. Οι θεατές που είναι εξοικειωμένοι με το σινεμά παρόμοιου είδους θα απολαύσουν μια ταινία με όλα τα χαρακτηριστικά της ιδιαίτερης γραφής του Xavier Dolan. Αργόσυρτες και παρατεταμένες σεκάνς γεμάτες glamour με την επένδυση προκλητικής ποπ μουσικής της δεκαετίας του 1990-2000 σε full ένταση. Προκλητικά επιτηδευμένο μοντάζ με σκοπό να αναδεχθεί η στυλιζαριστική διάσταση της κινηματογραφικής δημιουργίας. Όλα τα καλά είναι διαθέσιμα σ αυτήν την δημιουργία για τους λάτρεις ενός παρόμοιου εναλλακτικού κινηματογράφου. ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ Βραβεία Καλύτερης Γυναικείας Ερμηνείας – Ένα Κάποιο Βλέμμα, Φεστιβάλ Καννών 2012 Καλύτερης Ταινίας – Φεστιβάλ Κινηματογράφου Τορόντο 2012 Επίσημη Συμμετοχή – Φεστιβάλ Κινηματογράφου Λονδίνου 2012 Το «τρομερό παιδί» του καναδικού κινηματογράφου, ο προκλητικός Ξαβιέ Ντολάν, μετά τα πολυβραβευμένα «Σκότωσα τη Μητέρα Μου» και «Φανταστικές Αγάπες», σκηνοθετεί με μοναδική βιρτουοζιτέ τους ταλαντούχους Μελβίλ Πουπό και Σουζάν Κλεμάν. Μια πρωτότυπη θεματική που προσεγγίζει αιρετικά το δικαίωμα στη διαφορετικότητα και την ατομική ελευθερία, μια συγκλονιστική ιστορία αγάπης που καταρρίπτει κάθε ταμπού, κερδίζοντας δύο βραβεία στο φεστιβάλ των Καννών, κι ένα από τα καλύτερα soundtrack της φετινής σεζόν. Ο σκηνοθέτης Ο νεαρός σκηνοθέτης, σεναριογράφος και ηθοποιός Ξαβιέ Ντολάν γεννήθηκε στον Καναδά το 1989 και είναι γιος του γνωστού κωμικού και μουσικού Μανουέλ Ταντρός. Έκανε τα πρώτα του βήματα στην υποκριτική στα 5 του μόλις χρόνια, παίζοντας σε ταινίες και τηλεοπτικές σειρές. Το πέρασμά του στη σκηνοθεσία έγινε το 2009 σε ηλικία μόλις 19 ετών, με την (ημι-αυτοβιογραφική) ταινία «Σκότωσα τη Μητέρα Μου», στην οποία ήταν επίσης σεναριογράφος και πρωταγωνιστής. Η ταινία συμμετείχε στο Δεκαπενθήμερο των Σκηνοθετών στις Κάννες και πέρα από τα βραβεία απέσπασε εγκώμια κοινού και κριτικών, που τον βάφτισαν παιδί-θαύμα του γαλλόφωνου κινηματογράφου. Την αμέσως επόμενη χρονιά ο Ντολάν πήρε μέρος και πάλι στις Κάννες με την ταινία «Φανταστικές Αγάπες», μια ιστορία ερωτικού τριγώνου ανάμεσα σε νεαρούς φίλους, που κέρδισε το φεστιβαλικό κοινό. Το «Λόρενς Για Πάντα», που επιλέχτηκε στο τμήμα Ένα Κάποιο Βλέμμα του τελευταίου φεστιβάλ των Καννών, είναι η τρίτη μεγάλου μήκους του νεαρού σκηνοθέτη. Αυτή την εποχή, ο Ντολάν ετοιμάζει την καινούργια του ταινία, βασισμένη στο ομώνυμο θεατρικό έργο του Καναδού συγγραφέα Μισέλ Μαρκ Μπουσάρ, “Tom à la Ferme”, και μιλάει για έναν άνδρα που ενώ πενθεί για το θάνατο του συντρόφου του, έρχεται σε επαφή με τους γονείς του εραστή του, οι οποίοι όμως αγνοούσαν την ερωτική ζωή του γιου τους. Η ιστορία Βρισκόμαστε στις αρχές της δεκαετίας του ’90 και ο Λόρενς λέει στη φίλη του, την Φρεντ, ότι θέλει να γίνει γυναίκα. Παρά τις αντιξοότητες και παρά τις μεταξύ τους δυσκολίες, θα αντιμετωπίσουν μαζί τις προκαταλήψεις των φίλων τους, θα αγνοήσουν τις συμβουλές της οικογένειας, και θα αψηφήσουν τις φοβίες και τις συμβάσεις της κοινωνίας που παραβαίνουν. Για δέκα χρόνια θα προσπαθήσουν να ζήσουν αυτήν τη μετάβαση και θα ξεκινήσουν ένα επικό ταξίδι το οποίο, πιθανώς και εν αγνοία τους, μπορεί τελικά να κοστίσει στον Λόρενς και την Φρεντ την αγάπη που τους ενώνει. Ο Λόρενς Λόρενς Τζέιμς Εμανουέλ Αλιά… Λόρενς Αλιά… Λόρενς. 35 χρόνων; 41; 45; Άντρας, μετά Γυναίκα. Η κατάσταση του Λόρενς μοιάζει αδύνατη. Αυτό όμως που καταλαβαίνουμε αμέσως είναι ότι πρόκειται για έναν θαρραλέο άντρα. Έναν ήρωα. Έναν υπερήρωα που μεταμφιέζεται σε γυναίκα, για να αντιμετωπίσει καλύτερα τον κόσμο και τις αδικίες του. Έτσι ώστε οι άλλοι να μπορέσουν να τον δουν με τα μάτια που ο ίδιος βλέπει τον εαυτό του. Με τη βοήθεια των λιγοστών συμμάχων του (της Φρεντ, της γυναίκας της ζωής του, και της λογοτεχνίας), και μπορώντας επιτέλους να ζήσει με τον τρόπο που θέλει, ο Λόρενς επιλέγει να παλέψει: ενάντια στο επικριτικό βλέμμα των άλλων, ενάντια στους θεσμούς, την προκατάληψη και τη μισαλλοδοξία. Ενάντια στην ίδια τη φύση. Ο Λόρενς θα συνεχίσει τον αγώνα μέχρι τέλους, μέχρι μέσα του, για να καταλάβει στο τέλος πώς μπορεί να ταιριάξει σ’ αυτό τον κόσμο, στον κόσμο πού πραγματικά ταιριάζει. Πού επιλέγει να ταιριάξει. Ναι, ο Λόρενς είναι μια θαρραλέα γυναίκα, που πιστεύει στην ελευθερία – για να το πούμε πιο απλά, στην ελευθερία της ύπαρξης. Μελβίλ Πουπό Η Φρεντ Η Φρεντ είναι σοκαρισμένη. Η Φρεντ το έτοιμη να το σκάσει. Ο Λόρενς άλλαξε την σεξουαλική του ταυτότητα. Έγινε Άγραφο Χαρτί. Άλλαξε την ταυτότητα του ζευγαριού. Και τρίφτηκε με δύναμη στην ταυτότητα της Φρεντ. Αλλά αυτό δεν το ξέρουν. Είναι ο ένας αιχμάλωτος του άλλου. Η Φρεντ θα μπορούσε να είχε ζήσει αλλιώς. Η Φρεντ είναι μια γυναίκα που βουτάει στα βαθιά. Στην Φρεντ αρέσει που είναι μια γυναίκα που βουτάει στα βαθιά. Σε πείσμα της ίδιας, σε πείσμα των άλλων. Κάνει διάλογο, έχει πίστη, σώζει τον εαυτό της. Σαμποτάρει τον εαυτό της. Η Φρεντ έχασε τον άντρα της ζωής της. Ο άντρας της δεν πέθανε, δεν έφυγε. Κι όμως, αντιμετωπίζει τον θάνατο: η Φρεντ κι ο Λόρενς δεν υπάρχουν πια. Η Φρεντ είναι χαμένη, μια χαμένη γυναίκα που αναζητά την ταυτότητά της. Σουζάν Κλεμάν Βραβείο Γυναικείας Ερμηνείας «Ένα Κάποιο Βλέμμα» Η Ζιλιάν Η Ζιλιάν είχε όνειρα, είχε φιλοδοξίες, της άρεσε να γελάει, αναμφίβολα διαθέτει και κάποιο ταλέντο. Τα χρόνια όμως πέρασαν αδιάφορα, και η αγάπη έχει πια εξαφανιστεί. Η Ζιλιάν έχει αποσυρθεί από τη ζωή. Έχει παραιτηθεί από τα γεγονότα, από τους άλλους, τον ίδιο της το εαυτό. Η τεράστια θλίψη της έχει απομακρύνει τα ίχνη της περασμένης ζωής, η μνήμη της έχει αμβλυνθεί, το παρόν της είναι απόν. Τίποτα δεν συμβαίνει, τίποτα δεν την αγγίζει. Μόνο οι καυγάδες με τον άντρα της την βγάζουν από αυτό το κώμα, ενίοτε της παρέχουν ένα βίαιο τράνταγμα, παρά τη γενική απάθειά της. Ίσως η Ζιλιάν να έχει μεταμορφωθεί στο φάντασμά της, αλλά ο Λόρενς χρειάζεται τη μητέρα του, κι ας μην είναι τέλεια. Ο γιος της γίνεται γυναίκα; Και λοιπόν; Γιατί όχι; Τα ‘χει δει όλα πια. Τίποτα δεν την εκπλήσσει, τίποτα δεν τη σοκάρει. Η Ζιλιάν υπέκυψε στα γηρατειά εδώ και πολύ καιρό… Δεν ελπίζει τίποτα. Κι όμως… Ναταλί Μπέι Σημείωμα του σκηνοθέτη «Έζησα τη δεκαετία του ’90 μαζί με την μητέρα μου σ’ ένα προάστιο του Μόντρεαλ. Στο σχολείο ήμουν ένα παιδί-αστέρι, αφού είχα το προνόμιο να λείπω από μαθήματα για να παίζω σε διαφημιστικά ή ταινίες. Φαντάζομαι ότι στα μάτια των συμμαθητών μου, έμοιαζα να είμαι μέσα στις σόου-μπίζνες. Η αλήθεια είναι ότι η σχέση μου με τον κινηματογράφο ήταν επιφανειακή: αν εξαιρέσουμε τις κλασικές ταινίες του Ντίσνεϊ, η μύησή μου στην έβδομη τέχνη περιοριζόταν στα δυναμικά και άψυχα blockbusters του Χόλιγουντ, ντουμπλαρισμένα στα γαλλικά, στα οποία με πήγαινε ο πατέρας μου (συχνά, απλώς και μόνο για να παρακολουθήσει το επίπεδο του ντουμπλαρίσματος, τη δουλειά απ’ όπου ουσιαστικά έβγαζε το ψωμί του). Η μητέρα μου δεν ήταν καθόλου ευχαριστημένη με αυτές τις εξόδους, ήταν πολύ καχύποπτη γύρω από την επιρροή που μπορούσαν να μου ασκήσουν τέτοιες ταινίες. Αργότερα μάλιστα, πιστεύω ότι μπορεί και να κατηγορούσε τις ταινίες αυτές για τη βία και την απειθαρχία που έδειξα ως έφηβος. Παρ’ όλ’ αυτά, ήταν η μητέρα μου που με πήγε στο κινηματογραφικό μου βάπτισμα: τον Δεκέμβριο του 1997, όταν ήμουν 9 χρόνων, η μητέρα μου με πήγε στην (δυστυχώς κλειστή τώρα πια) αίθουσα Le Parisien. Εκείνη τη βραδιά βίωσα, νομίζω, όλες τις «πρώτες φορές» που προσφέρει η ζωή με ιλιγγιώδη ταχύτητα: ένιωσα ερωτευμένος με έναν άντρα, με μια γυναίκα, με τα κουστούμια, το ντιζάιν, τις εικόνες… Ένιωσα τα ρίγη που συνοδεύουν μια σπουδαία, φιλόδοξη ιστορία, ειπωμένη με σεβασμό στους κανόνες της τέχνης, έξυπνη, επική και συγκλονιστική. Αυτό το κινηματογραφικό σοκ δεν μπορούσε να παραβλεφθεί, και ήξερα ότι έπρεπε οπωσδήποτε να μάθω αγγλικά όσο το δυνατόν συντομότερα, για να μπορώ να παίζω κι εγώ σε αμερικανικές ταινίες. Σ’ αυτό το σημείο της ζωής μου επίσης, άρχισα να ντύνομαι συχνότερα - και πιο σοβαρά - με τα ρούχα της μητέρας μου, και χωρίς εκείνη να με εμποδίζει. Περνούσα όλο και περισσότερο χρόνο στον κόσμο της φαντασίας μου - ξεφεύγοντας έτσι από τον αληθινό, όπου τα παιδιά της ηλικίας μου με αντιπαθούσαν, όπου αποκτούσα μόνο κάλπικους φίλους λόγω της διασημότητάς μου, κι όπου δημιουργούσα ένα κέλυφος αλαζονείας που με προστάτευε. Συνειδητοποίησα πρόσφατα ότι αυτό το κινηματογραφικό σοκ ήταν μια αποκάλυψη. Όχι μόνο ήξερα ότι ήθελα να γίνω ηθοποιός και σκηνοθέτης, αλλά ακριβώς όπως σ’ αυτό το φανταστικό φιλμ που είχα μόλις δει, ήθελα τα σχέδια και τα όνειρά μου να είναι απεριόριστα, και ήθελα επίσης αυτή η άτρωτη αγάπη που είδα στη μεγάλη οθόνη μια μέρα να γίνει δική μου. Δεκαπέντε χρόνια αργότερα, παρακολουθώ το «Λόρενς Για Πάντα» και βλέπω την παιδική μου ηλικία να παίζεται κρυφά. Ξεκαθαρίζω ότι δεν θέλω να γίνω γυναίκα, και η ταινία μου είναι ένας φόρος τιμής στην ύστατη ιστορία αγάπης: η φιλόδοξη, η ακατόρθωτη, η αγάπη που θέλουμε να είναι συνταρακτική, ανεξάντλητη, η αγάπη για την οποία δεν τολμάμε να ελπίζουμε, η αγάπη που μόνο ο κινηματογράφος, τα βιβλία και η τέχνη μας παρέχουν. Το «Λόρενς Για Πάντα» είναι ένας φόρος τιμής στην περίοδο της ζωής μου, πριν γίνω σκηνοθέτης, που έπρεπε να γίνω άντρας». Η Μουσική «Σε μια ονειρική ταινία όπως το «Λόρενς Για Πάντα», η μουσική έχει κι αυτή έναν πρωταγωνιστικό ρόλο. Σκηνικά, κουστούμια, διάλογοι, κουρέματα, αντικείμενα… Όλα όσα περιβάλλουν τους ηθοποιούς, μπορεί ξαφνικά να δείχνουν περιττά την ώρα της κινηματογράφησης και πρέπει να αφαιρεθούν. Τη στιγμή που ένας ηθοποιός θα με πείσει, όλα κάνουν την εμφάνισή τους - κι έπειτα εξαφανίζονται, αν χρειαστεί. Αλλά η μουσική δεν είναι υλική, δεν είναι παρούσα όταν κάνεις το γύρισμα, δεν υπακούει σε κανέναν, δεν έχει την ανάγκη να είναι αρεστή - επίσης, η μουσική δεν αποτελεί αφορμή για να επιδείξει ο σκηνοθέτης τις μουσικές του συλλογές. Πέρα από το να παρέχει κάποια βοήθεια με το ρυθμό της, στη χωρο-χρονική συνέχεια μιας ταινίας που διαπερνά το μεγαλύτερο μέρος αυτής της δεκαετίας, αυτά τα τραγούδια συνοδεύουν τους χαρακτήρες στη διάρκεια της ζωής τους – ακόμη κι αν δεν ανταποκρίνονται στα προσωπικά μου γούστα. Αυτά τα τραγούδια υπενθυμίζουν στους χαρακτήρες ποιοι είναι, και ποιον έχουν αγαπήσει. Ξεθάβουν όλα αυτά που έχουν ξεχαστεί, καταπνίγουν φόβους, θυμίζουν τα αθώα ψέματα και τις εγκαταλελειμμένες φιλοδοξίες. Η Μουσική είναι η μόνη σταθερά, ανάμεσα στις μεταβλητές της ζωής. Όσο για μας… Η μουσική καταφθάνει με προϋποθέσεις και με συνέπειες, σαν τους αγνώστους, ή με έναν αέρα ύποπτης οικειότητας. Ασκεί πάνω μας τη δύναμη να χρησιμοποιεί τα πιο κρυφά μας συναισθήματα και να τα κάνει δημόσια. Είναι το μόνο στοιχείο του κινηματογράφου που δεν ελέγχεται ούτε από τον σκηνοθέτη, ούτε από τους ηθοποιούς ή το διευθυντή φωτογραφίας. Στοιχειώνει την ιστορία της ταινίας μέχρι τις αίθουσες, όπου ο κάθε ένας μας απ’ το κοινό θα προβάλλει την προσωπική του σχέση πάνω στο κάθε τραγούδι. Και δίνει μεγάλη ικανοποίηση να βλέπεις μια ταινία που φτιάχτηκε από κάποιον που δεν γνώρισες ποτέ, αλλά με τον οποίο αισθάνεσαι ένα δέσιμο, μοιράζεσαι μαζί του μια οικειότητα μέσα από ένα τραγούδι, μοιράζεσαι μυστικά, παιδικά όνειρα, στιγμές που περπατούσες χωρίς προορισμό, ακούγοντας αυτό το τραγούδι σε επανάληψη, πείθοντας τον εαυτό σου για την αξία σου• μοιράζεσαι τις στιγμές που έτρεχες να προλάβεις ένα τρένο, ή όταν κήδεψες τη μητέρα σου, ή έκλαψες πάνω από έναν χαμένο καλοκαιρινό έρωτα. Λένε ότι η μουσική είναι η ψυχή μιας ταινίας, για έναν και μοναδικό λόγο: είναι η υπέρτατη ανταλλαγή με το κοινό». Το soundtrack περιλαμβάνει: If I Had a Heart Fever Ray, Betty Davis Eyes Kim Carnes, The Funeral Party The Cure, Tous les cris les S.O.S. Marie-Denise Pelletier, Montagues & Capulets Sergei Prokofiev, Oxygene Diane Dufresne, Symphony No 4 IV. Johannes Brahms, Solemn Overture 1812 Piotr Ilitch Tchaikovsky, Moisture (Headman Club Mix) Headman, 1990 Jean Leloup, Fade to Grey Visage, Symphony No 5 I. Ludwig van Beethoven, The Chauffeur Duran Duran, Enjoy The Silence Depeche Mode, C’est Zero Julie Masse, Quel est l’enfant Mitsou, Ni trop tôt, Ni trop Tard Patricia Tulasne, The Four Seasons – Summer I Antonio Lucio Vivaldi, A New Error Moderat, Pour que tu m’aimes encore Celine Dion, Already Gone Stuart A. Staples, 7eme Gnossienne Erik Satie, Le soirs de scotch Luce Dufault, Let’s Go Out Tonight Craig Armstrong Η δεκαετία του ‘90 «Μου φαινόταν πολύ φυσικό να τοποθετήσω αυτή την ταινία στη δεκαετία στην οποία μεγάλωσα. Νιώθω ότι η τελευταία δεκαετία του 20ου αιώνα ήταν η ιδανική περίοδος για μια ταινία που μιλάει για τα φύλα: σ’ αυτή την εποχή, οι προκαταλήψεις γύρω από την ομοφυλοφιλία καταλάγιαζαν, ο πανικός άρχισε να αντικαθιστάται από την κατανόηση γύρω από το Aids, το σιδηρούν παραπέτασμα κατέρρεε, και ένας σοκαρισμένος κόσμος αποκτούσε ελευθερία. Όλα επιτρέπονταν. Για τον Λόρενς Αλιά, μοιάζει μια λογική εποχή για να επιβιώσει και ζήσει καλά όντας ο εαυτός του. Αλλά ο τρανσεξουαλισμός του, το ύστατο ταμπού, του αποκαλύπτει έναν νέο κόσμο με γυάλινη οροφή. Ακόμη και σήμερα, ένας τρανσέξουαλ δάσκαλος προκαλεί ανησυχία στους γονιούς, που τρομοκρατούνται στην πιθανότητα να εκτεθούν τα παιδιά τους σε αντικομφορμιστικές ιδέες και τρόπους ζωής. Ακόμη και οι πιο εκλεπτυσμένοι το διασκεδάζουν όταν ξεχωρίζουν έναν τρανσέξουαλ στο δρόμο. Τα γκέτο της ταυτότητας είναι ακόμη εχθρικά στο τρίτο φύλο. Αν ο τρανσεξουαλισμός αντιπροσωπεύει την έσχατη έκφραση της διαφορετικότητας, τότε η δεκαετία του ’90 προσφέρει ένα καταπληκτικό πλεονέκτημα – 12 χρόνια αργότερα – για να καταλάβουμε πόσο πολύ, ή πόσο λίγο, έχουμε προχωρήσει από τότε». Ξαβιέ Ντολάν |