Η.Π.Α, 2012, Εγχρωμο Παραγωγή: Πολ Τόμας Αντερσον, Μέγκαν Ελισον, Ντάνιελ Λούπι, Τζόαν Σέλαρ Σκηνοθεσία: Πολ Τόμας Αντερσον Σενάριο: Πολ Τόμας Αντερσον Φωτογραφία: Μιάι Μαλεμάρ Μοντάζ: Λέσλι Τζόουνς, Πίτερ Μακνάλτι Μουσική: Τζόνι Γκρίνγουντ Πρωταγωνιστούν: Φίλιπ Σέιμουρ Χόφμαν, Χοακίν Φίνιξ, Εϊμι Ανταμς, Λόρα Ντερν, Τζέσι Πλέμονς Διάρκεια: 144' Μεγαλόπνοο και σπαρακτικό, επικό μέσα σε μια ανθρώπινη ταπεινότητα, διαυγές και πολύπλοκο. Μια ανατριχιαστική τομή πάνω στο σώμα της Αμερικής που αποκαλύπτει τους εφιάλτες της. Αλκοολικός, και με ψυχολογικά προβλήματα ναύτης εναποθέτει την στραπατσαρισμένη του ύπαρξή στα χέρια του χαρισματικού ηγέτη μιας παράξενης θρησκείας, την εποχή (δεκαετία του ΄50) που ένα ολόκληρο έθνος προσπαθεί να εφεύρει τον εαυτό του από την αρχή και να τον επιβάλει στον κόσμο: ως συλλογική και καθολική διαδικασία. Ο Φρέντι (Χοακίν Φίνιξ) είναι αλκοολικός, βίαιος, λούζερ, ψυχολογικά και συναισθηματικά ασταθής. Ένας ναύτης, βετεράνος του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, ο οποίος, τώρα που υπογράφηκε η ειρήνη, δεν ξέρει πού να πάει, πώς να σταθεί, και τι να κάνει. Κι έτσι κάνει τα πάντα. Μέχρι που μια μέρα τρυπώνει λαθρεπιβάτης σε ένα κρουαζιερόπλοιο με το όνομα «Alithea» (sic). Εκεί γνωρίζει τον Λάνκαστερ (Φίλιπ Σέιμουρ Χόφμαν) έναν χαρισματικό, φωτισμένο «δάσκαλο» μιας παράξενης πνευματικής αίρεσης, ο οποίος συμπεριφέρεται σαν θρησκευτικός ηγέτης, γιατρός και φιλόσοφος. Έχει εκδώσει ήδη ένα βιβλίο και πρεσβεύει ότι το σώμα δεν είναι παρά το όχημα του πνεύματος, ότι η ψυχή ζει αιώνια, ότι ο άνθρωπος δεν πρέπει να καθοδηγείται από τα συναισθήματα και τα ένστικτά του. Σύντομα αποκαλύπτονται κι άλλες πτυχές της διδασκαλίας του, η οποία συνδυάζει τον μυστικισμό, την ύπνωση και τα ταξίδια στο παρελθόν. Διατείνεται μάλιστα ότι μπορεί να θεραπεύσει, εξ αποστάσεως, ακόμη και την λευχαιμία. Οι πιστοί, αλλά και οι επικριτές του αυξάνονται μέρα με την μέρα. Οι δυο αυτοί ετερόκλητοι –και συμπληρωματικοί βεβαίως- χαρακτήρες, που ο ένας δεν μπορεί να υπάρχει χωρίς τον άλλο, ενώνονται με τα δεσμά μιας ιδιότυπης πατρικής και καταπιεστικής σχέσης με στοιχεία λανθάνοντος ερωτισμού, υποταγής, θαυμασμού και ανάγκης. Γνωρίζοντας σήμερα την σαϊεντολογία και τις ανοησίες που ο ιδρυτής της, ο Ρον Χάμπαρτ, παρουσιάζει σαν μια «καθολική οικουμενική φιλοσοφία»- όπως ακριβώς και ο Λάνκαστερ στην ταινία- θα μπορούσαμε να πούμε ότι το «The Master» δεν είναι παρά μια κριτική σ' αυτή την ιδιότυπη μοντέρνα θρησκεία. Σιγά το κατόρθωμα όμως! Γιατί ο Πόλ Τόμας Άντερσον να σπαταλήσει τόση ενέργεια και ταλέντο (και έχει τεράστιο) για μια βλακώδη θρησκευτική αίρεση; Τα πράγματα βέβαια δεν είναι τόσο απλά. Ο δημιουργός του «Μανόλια» και του «Θα Χυθεί Αίμα», ο άνθρωπος που μίλησε για την εξουσία του ατόμου πάνω στο πλήθος και την απληστία της συνεχούς επέκτασης, απλώς χρησιμοποίησε την σαϊεντολογία για να μιλήσει για την μεταπολιτευτική Αμερική. Τοποθέτησε λοιπόν την δράση αμέσως μετά το τέλος του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου. Τότε που μια «νέα αμερικανική θρησκεία» υποσχέθηκε στους πιστούς της, ένα παγκόσμιο βασίλειο χωρίς σύνορα. Το μόνο που είχαν να κάνουν ήταν να πιστέψουν τους παντοδύναμους ηγέτες τους και να επανεφεύουν την χώρα τους. Η οποία ετοιμαζόταν- για πρώτη φορά στην, ούτως ή άλλως μικρή, ιστορία της- να κατακτήσει, κυριολεκτικά και μεταφορικά, το βασίλειο της Γης και του Ουρανού. Αυτή τη «νέα θρησκεία» (The Cause λέγεται στην ταινία) ο Πολ Τόμας Αντερσον θα την περιγράψει με την μεγαλύτερη δυνατή αγάπη. Θα σταθεί μακριά της, χωρίς καμιά μανιχαϊστική εμμονή, χωρίς να έχει έτοιμη λύση, χωρίς να θέλει να καταδικάσει ή να αθωώσει κανένα. Μέσα από την, σχεδόν ερωτική, σχέση του Φρέντι με τον Λάνκαστερ θα δούμε το προσωπικό δράμα να μετασχηματίζεται σε συλλογικό απωθημένο και να περιγράφει την περιπέτεια μιας διαιρεμένης χώρας η οποία, καθ' όλη την δεκαετία του '50, επιχειρούσε να προσαρμόσει τον πολιτισμό των τραυμάτων της πάνω στο όνειρο ενός νέου επεκτατισμού. Από την πρώτη κιόλας τους συνάντηση ο Λάνκαστερ, μέσα από μια σειρά, αθώων αρχικά, ερωτήσεων, θα κάνει τον Φρέντι να ανακαλύψει τα τραύματα που κουβαλά. Κι η εμπειρία αυτή ουσιαστικά τον μεταμορφώνει σε πιστό του υπηρέτη. Ο χθεσινός λούζερ είναι πια φανατικός στρατιώτης μιας ιδεολογίας που δεν την καταλαβαίνει, αλλά είναι έτοιμος να πολεμήσει γι αυτήν. Όσο για τον Λάνκαστερ, μένει κι αυτός πιστός στον Φρέντι, ακόμη κι όταν όλοι του λένε ότι πρέπει να τον απομακρύνει από την αυλή του. Ακόμη κι όταν δεν έχει κάτι εμφανές να κερδίσει. Και πώς αλλιώς; Ο Φρέντι είναι το άλλο του μισό, το κομμάτι που συμπληρώνει το παζλ των παθών του, που ορίζει την απληστία του. Είναι ο μόνος που του υπόσχεται ότι θα υπάρξει συνέχεια, ότι η εξουσία του βρήκε ένα κληρονόμο. Ο Φρέντι είναι για τον Λάνκαστερ ότι ήταν ο Πολ Ντάνο για τον Ντάνιελ Ντέι Λούις στο «Θα Χυθεί Αίμα» ή ο Μαρκ Γουόλμπεργκ για τον Μπαρτ Ρέινολντς στις «Ξέφρενες Νύχτες» - μια ταινία που δεν με είχε ενθουσιάσει το 1997 που βγήκε, αλλά αργότερα εκτίμησα βαθύτατα μέσα στο πλαίσιο του εξαιρετικού έργου του Πολ Τόμας Άντερσον. Στο φεστιβάλ της Βενετίας ο 42χρονος αυτός Καλιφορνέζος πήρε το βραβείο σκηνοθεσίας, ενώ ο Χόφμαν και ο Φίνιξ μοιράστηκαν το βραβείο ερμηνείας. Ο πρώτος είναι αλήθεια καταπληκτικός. Εσωτερικός και χαμηλόφωνος, χτίζει τον χαρακτήρα του με απλά υλικά και πάνω σε μια ηθελημένη παραφωνία που δεν σε αφήνει ποτέ να καταλάβεις αν τον συμπαθεί ή τον υπονομεύει. Ο Φίνιξ όμως είναι υπερβολικός. Ξέρω ότι θα τον λατρέψουν και θα τον προτείνουν για Όσκαρ, εγώ όμως τον βρήκα νάρκισσο. Έχει φτιάξει το σχήμα ενός ανθρώπου και προσπαθεί να χωρέσει μέσα του. Μιμείται την φόρμα και χάνει την αλήθεια, κυνηγάει το μοντέλο που νομίζει ότι αντιπροσωπεύει τον χαρακτήρα και χάνει τον ίδιο τον χαρακτήρα. Προσποιείται ότι ερμηνεύει, δεν ερμηνεύει. Μικρό το κακό πάντως σε ένα τόσο εξαιρετικό έργο. Και το «The Master» είναι ένα εξαιρετικό έργο. Απόσταγμα ενός δημιουργού που συνδυάζει την οξυδέρκεια του ανήσυχου Ευρωπαίου καλλιτέχνη και την απλή παράδοση του κλασικού Αμερικανού φιλμοκατασκευαστή. Σινεμά «μεγάλων διαστάσεων» (δεν είναι τυχαίο ότι έκανε πρεμιέρα σε φιλμ 70mm και τώρα θα προβληθεί στο εντυπωσιακό φορμά του σινεμασκόπ) και καθαρών ιδεών που σε παρασέρνει με την ακρίβεια και τις κεντημένες του λεπτομέρειες. Σε παρασέρνει με ένα τρόπο που δεν μπορείς να του αντισταθείς. Ο σύγχρονος «Πολίτης Κέιν» Ο,τι ήταν για τη δεκαετία του ’40 η θρυλική ταινία του Ορσον Oυέλς είναι για την εποχή μας το masterpiece του Πολ Τόμας Αντερσον «The Master». Αντεστε να λάβετε θεία καλλιτεχνική κοινωνία! «The Master». Ολα και όλοι στο υπερθετικό. Και πολύ πάνω απ' αυτό. Ταινιάρα με τα όλα της, δηλαδή. Σεναριογραφάρα και σκηνοθετάρα ο Πολ Τόμας Αντερσον. Μόλις 42 παρακαλώ. Από τα 27 του με τις «Ξέφρενες νύχτες» όρμησε και έναν έναν τους έκανε κομματάκια. Συμπεριλαμβανομένου του μεγαλοαπατεώνα Κουέντιν Ταραντίνο. Ηθοποιάρα ο Χοακίν Φίνιξ. Μεταμορφωμένος. Σκελετωμένος. Κυρτωμένος. Κατεστραμμένος. Ο,τι ήταν ο Ντε Νίρο στο «Οργισμένο είδωλο» είναι τώρα αυτός. Αν δεν λάβει Οσκαρ, θα αρπάξουμε γιαούρτια. Ηθοποιάρα και ο Φίλιπ Σέιμουρ Χόφμαν. Το έτερο μέγιστο «όργανο» αυτού του εξαιρετικού ντουέτου. Συνθετάρα με εμπνευσμένη μουσικάρα από συμφωνική και ηλεκτρονική μέχρι τζαζ και νοσταλγικά «τραγουδάκια» ο Τζον Γκρίνγουντ των Radiohead. Και πάνω απ' όλα, μια ιστορία που μέσα σε 137 λεπτά καθαρίζει με όλα. Το σενάριο έρχεται και «κουμπώνει» ως δίδυμο αδελφάκι και φλιπσάιντ τού «Θα χυθεί αίμα». Δηλαδή με το «αίμα» ο Αντερσον σχολιάζει το πλιάτσικο που συντελέστηκε από τους τυχοδιώκτες του Χρυσού. Η αμερικανική οικονομία δηλαδή. Με το «Master» προχωράει στο ιδεολογικό εποικοδόμημα. Η ιδέα της μιας γραμμής. Ενα ανθρώπινο ερείπιο του Β' Παγκοσμίου Πολέμου που τον βασανίζει το σεξουαλικό του μόριο, μόνο αυτό, βρίσκει στέγη και σκοπό ζωής ως πειραματόζωο, προστατευόμενος ενός γκουρού. Ο υπηρέτης και το αφεντικό. Προσέξτε την επαγωγική λογική. Ο Φρέντι (Χοακίν Φίνιξ) είναι ο υποταγμένος, ο άστεγος, ο τσακισμένος. Πάνω σε αυτούς, λέει ο Αντερσον, θεμελιώθηκε ο μεταπολεμικός κόσμος της Αμερικής. Ο Λάνκαστερ Ντοντ, ο Master (Φίλιπ Σέιμουρ Χόφμαν), είναι ο ηγέτης. Ο πολιτικός. Ο Βούδας. Ο γητευτής. Ο αρχιερέας. Ο Ρούζβελτ. Ο Κένεντι. Ο Στάλιν. Ο αρχηγός. Ο γκουρού. Ο υπνωτιστής. Ολοι αυτοί μαζί. Που διακηρύσσει ότι ο «Ανθρωπος δεν ανήκει στο ζωικό βασίλειο». Και ότι «αν ελέγχουμε τα συναισθήματά μας τότε θα κατακτήσουμε την τελειότητά μας». Με βάση αυτήν τη Ρητορική, υποτάχθηκε και πίστεψε ο κόσμος στο American ή όποιο άλλο dream. Ετσι ο Φρέντι, δηλαδή η κοινωνία, απαλλοτριώνει κάθε έννοια ελευθερίας. Κι έτσι μεταβάλλεται σε υποζύγιο. Κα μάλιστα οικειοθελώς. Τηρουμένων χυδαίων αναλογιών, ο Φρέντι είναι ο Κασιδιάρης και ο Λάνκαστερ ο Μιχαλολιάκος. Με απλά λόγια, πρόκειται για ταινία γεμάτη αναφορές και παραπομπές. Οχι μόνο κοινωνικές και ιδεολογικές αλλά και κινηματογραφικές. Η σημερινή εκδοχή του «Πολίτη Κέιν». Η αντιστροφή του Φρανκ Κάπρα. Και η παραλλαγή του Τζον Χιούστον. Το επιμύθιο, συγκλονιστικό. Η ελευθερία, λέει ο Πολ Τόμας Αντερσον, δεξιοτέχνης της Διαλεκτικής, περνάει μέσα από την τυραννία! Χωρίς συζήτηση, καθαρόαιμο αριστούργημα. ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ Αργυρός Λέοντας 69ου Φεστιβάλ Βενετίας 2012 Σκηνοθεσίας O πέντε φορές υποψήφιος για Όσκαρ Πολ Τόμας Άντερσον (“Τhere Will Be Blood”, “Magnolia”, “Boogie Nights”) επιστρέφει με μια ταινία η οποία ανεπίσημα σκιαγραφεί τη Σαϊεντολογία και τον ηγέτη της Λ. Ρον Χάμπαρντ. Πρωταγωνιστούν ο βραβευμένος με Όσκαρ Φίλιπ Σέιμουρ Χόφμαν (“Truman Capote”), ο δύο φορές υποψήφιος Χοακίν Φίνιξ (“Gladiator”, “Walk The Line”) και η Έιμι Άνταμς (“Doubt”, “The Fighter”). Ο Σκηνοθέτης Ο αμερικανός σεναριογράφος, σκηνοθέτης και παραγωγός Πολ Τόμας Άντερσον γεννήθηκε το 1970 στην Καλιφόρνια, από πατέρα ηθοποιό. Ξεκίνησε να κάνει φιλμάκια από 12 χρόνων, πειραματιζόμενος με το βίντεο και φιλμ 8mm. Η πρώτη του ταινία ήταν το 30λεπτο mockumentary “The Dirk Diggler Story” γύρω από τη ζωή ενός πορνοστάρ (με πρότυπο τον Τζον Χολμς), η οποία υπήρξε η έμπνευση για τη μετέπειτα επιτυχία του “Boogie Nights”. Οι πρώτες του δουλειές ήταν βοηθός παραγωγής στην τηλεόραση και σε μουσικά κλιπ. Στη συνέχεια, γύρισε με δικά του χρήματα μια μικρού μήκους που του χάρισε μια υποτροφία στο εργαστήρι του Sundance, κι εκεί το 1996 δημιούργησε την πρώτη ταινία μεγάλου μήκους, το “Hard Eight”, όπου πρωταγωνιστούν οι Γκουίνεθ Πάλτροου και ο Τζον Ράιλι και πήρε μέρος στο τμήμα Un Certain Regard των Καννών. Αμέσως μετά ακολούθησε η μεγάλη επιτυχία του “Boogie Nights”, με τον Μαρκ Γουόλμπεργκ στον πρωταγωνιστικό ρόλο και τους Τζούλιαν Μουρ και Μπαρτ Ρέινολντς σε δεύτερους ρόλους, για τους οποίους ήταν υποψήφιοι για Όσκαρ ερμηνείας. Η επόμενη ταινία ήταν το “Magnolia” το 1999, με τους Τομ Κρουζ, Φίλιπ Σέιμουρ Χόφμαν, Γουίλιαμ Μέισι, Τζούλιαν Μουρ, που τιμήθηκε με 3 υποψηφιότητες. Το 2002 γύρισε το “Punch-Drunk Love” με τον Άνταμ Σάντλερ και την Έμιλι Γουότσον, με το οποίο κέρδισε το βραβείο σκηνοθεσίας στο φεστιβάλ των Καννών, ενώ το 2007 διασκεύασε το μυθιστόρημα “Oil!” του Άπτον Σινκλέρ: η ταινία “There Will Be Blood” ήταν υποψήφια σε 8 κατηγορίες, αποσπώντας το Όσκαρ Α’ ανδρικού ρόλου (Ντάνιελ Ντέι Λιούις) και Καλύτερης Φωτογραφίας, ενώ θεωρείται μία από τις καλύτερες ταινίες του αμερικανικού κινηματογράφου. Λίγα λόγια για την παραγωγή Στον απόηχο του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, μια ανήσυχη πλευρά της Αμερικής αναδύθηκε. Ήταν η εποχή μιας χωρίς προηγούμενο εθνικής ανάπτυξης και ιδεολογίας, επίσης όμως μια εποχή ξεριζωμού και υποβόσκουσας δυσαρέσκειας. Η τριβή ανάμεσα σ’ αυτά τα τόσο αντίθετα στοιχεία, δημιούργησαν τη σπίθα μιας κουλτούρας αναζήτησης και αμφισβήτησης, που συνεχίζει μέχρι και τον 21ο αιώνα. Νέοι άντρες που επέστρεψαν στην πατρίδα από το ακατανόητο σκότος του πολέμου, σφυρηλάτησαν ένα νέο, λαμπερό κόσμο καταναλωτισμού και αισιοδοξίας – παρ’ όλ’ αυτά, πολλοί επιθυμούσαν να βρουν περισσότερα από τη ζωή, ποθούσαν να πιαστούν από κάτι μεγαλύτερο από τους ίδιους, κάτι που να σταματήσει το άγχος, τη σύγχυση και την αγριότητα του μοντέρνου κόσμου. Η έκτη ταινία μεγάλου μήκους του Πολ Τόμας Άντερσον, “The Master”, ξετυλίγει μια ανθρώπινη, ζωντανή ιστορία που λαμβάνει χώρα μέσα σ’ αυτή την ατμόσφαιρα πνευματικής λαχτάρας των αρχών της δεκαετίας του ’50. Η ταινία ακολουθεί τις πλανόδιες περιπέτειες του Φρέντι, τον οποίο υποδύεται ο Χοακίν Φίνιξ, ενός άστατου πρώην αξιωματικού του Ναυτικού, που αδυνατεί να κατασταλάξει σε μια σε μια ήρεμη ζωή ρουτίνας, καθώς και το απρόβλεπτο ταξίδι που αρχίζει όταν συναντάει ένα νεοσύστατο κίνημα που λέγεται The Cause. Νιώθοντας ξένος και ακαταστάλακτος, ο Φρέντι μπαίνει στο The Cause και θα καταλήξει να γίνει ο άτυπος ‘κληρονόμος’ του φλογερού αρχηγού, του Λάνκαστερ Ντοντ, ερμηνευμένου από τον Φίλιπ Σέιμουρ Χόφμαν. Και παρόλο που το The Cause διερευνά τη δύναμη των ανθρώπινων συναισθημάτων, η συντροφικότητα μεταξύ Φρέντι και Ντοντ θα καταλήξει σε έναν άγριο και ενδόμυχο αγώνα βουλήσεων. Η πρώτη ταινία που γυρίζεται σε φιλμ 65mm μετά από αρκετές δεκαετίες, “The Master”δημιουργήθηκε από ένα αφοσιωμένο καστ και συνεργείο, που χειροτέχνησαν μια οπτικά θελκτική και συναισθηματικά προκλητική εικονογραφία τριών ανθρώπων που κυνηγούν ένα όραμα προόδου. Η Ιστορία Η θεματολογία των ταινιών του Πολ Τόμας Άντερσον βρίσκεται πάντα στην κόψη των συναισθηματικών, οικογενειακών και ιστορικών ορίων. Με το “The Master” ο Άντερσον ασχολήθηκε πολύ με το θέμα της γέννησης ενός νέου είδους αμερικανικής οικογένειας που γεννήθηκε μέσα στην αναστάτωση του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, μιας οικογένειας που μοιάζει με κολάζ: αυτής που αναμειγνύει την πνευματικά εναλλακτική φατρία με τις νεοσύστατες θρησκείες όλων των ειδών. Από τον ανατολίτικο ασκητισμό στη Σαϊεντολογία, η δεκαετία του ’50 ήταν η κατάλληλη εποχή όπου πολλοί άρχισαν να δημιουργούν Κινήματα Βάσης (Grassroots Communities), αφοσιωμένα στην πραγματοποίηση των μεγάλων οραμάτων του ανθρώπινου νου. «Ήταν ένα γόνιμο έδαφος για να διηγηθώ μια δραματική και ελκυστική ιστορία», λέει ο Άντερσον εξηγώντας τι τον συνάρπασε σ’ εκείνη την εποχή πολιτιστικής αναστάτωσης και πνευματικού τυχοδιωκτισμού. «Η επιστροφή στις αρχές της δημιουργίας των καταστάσεων σου επιτρέπει να δεις καθαρά ποιες ήταν οι καλές προθέσεις, καθώς και ποια ήταν η σπίθα που άναψε στους ανθρώπους την επιθυμία για αλλαγή του εαυτού τους και του κόσμου που τους περιέβαλλε. Κατά τη μεταπολεμική περίοδο, οι άνθρωποι ανυπομονούσαν για το μέλλον με μεγάλη αισιοδοξία, αλλά ταυτόχρονα διαχειρίζονταν μεγάλο πόνο και τόσους θανάτους από το πολύ πρόσφατο παρελθόν». Και συνεχίζει: «Ο πατέρας μου επέστρεψε από τον πόλεμο και παρέμεινε ανήσυχος για το υπόλοιπο της ζωής του. Κάθε περίοδος είναι καλή περίοδος για να ξεκινήσεις μια καινούργια θρησκεία ή ένα πνευματικό κίνημα, αλλά η πιο γόνιμη στιγμή είναι ακριβώς μετά από έναν πόλεμο. Μετά από τόσο θάνατο και καταστροφή, οι άνθρωποι αναρωτιούνται τα δύο πιο σημαντικά ερωτήματα: ‘Γιατί άραγε;’ και ‘Πού πάνε οι νεκροί;’». Το ερώτημα ‘Γιατί;’ Είναι που τον καθοδήγησε στη δημιουργία του χαρακτήρα του Φρέντι, που είναι έρμαιο της ζωής και μπαίνει σ’ ένα λαβύρινθο μεθυσμένης, λάγνας λήθης όταν πρωτογνωρίζει τον Λάνκαστερ Ντοντ, έναν επίσης αξιωματικό του Ναυτικού που πιστεύει ότι έχει ανακαλύψει μερικές σημαντικές απαντήσεις γύρω από το πώς το ανθρώπινο είδος μπορεί να ξεπεράσει τη σκοτεινή, ζωώδη πλευρά του. Με τον Φρέντι ως κεντρικό πρόσωπο η ιστορία γίνεται βαθιά προσωπική, ακολουθώντας τις αμφιταλαντεύσεις του μέσα στο The Cause και την πορεία του που είναι ταυτόχρονα πιστή και αντιδραστική, αισιόδοξη και καταστροφική, αβέβαιη και παθιασμένη, και γεμάτη με όνειρα και φαντασιώσεις που διαπερνούν το ρεαλισμό της αφήγησης. H παραγωγός Τζόαν Σέλαρ, που συνεργάζεται με τον σκηνοθέτη από την εποχή του “Boogie Nights”, παρακολούθησε όλη τη δημιουργική εξέλιξη της ταινίας: «Τον Πολ τον ενδιέφερε ιδιαίτερα η ιδέα του τι σου προκαλεί ο πόλεμος, και πώς το 1950 όλοι αυτοί οι άντρες γύριζαν στην πατρίδα και έπρεπε να ξαναβρούν το δρόμο τους μέσα στον κόσμο. Ήταν μια εποχή χαμένων ψυχών που έψαχναν απαντήσεις, και οι τρόποι και οι λόγοι που οδήγησαν στη δημιουργία αυτών των νέων πνευματικών ομάδων συνάρπασαν τον Πολ. Φυσικά, δεν ετίθετο ζήτημα του να κάνει μια ταινία τεκμηρίωσης – δεν είναι αυτή η οπτική του. Γι’ αυτό και η έρευνα που έκανε μπορεί να τον επηρέασε στη δημιουργία του The Cause, αλλά η ιστορία τον οδήγησε σε μια εντελώς διαφορετική κατεύθυνση». Και συνεχίζει, «Κατάληξε να γίνει η ιστορία του Φρέντι, καθώς ο χαρακτήρας του αντιπροσωπεύει τον κλασικό ξένο που μπαίνει σε μια ομάδα και την αλλάζει – και το αποτέλεσμα είναι ένα είδος τραγικής ιστορίας αγάπης μεταξύ του Φρέντι και του Master. Ο Φρέντι λαχταρά να πάρει μέρος σε κάτι μεγαλύτερο από τον ίδιο, ταυτόχρονα όμως δεν καταφέρνει να δεσμευτεί. Και ο Master επιθυμεί τόσο να γίνει ο Φρέντι ο γιος που ποτέ δεν απέκτησε, αλλά δεν το κατορθώνει εντελώς». «Όταν κοιτάζω τώρα την ταινία, βλέπω τον Φρέντι και τον Master ως δυο ανθρώπους που θέλουν απελπισμένα να συνδεθούν και να μείνουν μαζί», λέει ο Άντερσον για τους πρωταγωνιστές. «Νομίζω ότι βλέπουν δύναμη ο ένας στον άλλον και ταυτόχρονα έχουν την επιθυμία να βοηθήσουν ο ένας τον άλλον στις αδυναμίες τους. Μου φαίνονται δύο γενναιόδωροι άντρες που μεταδίδουν αυτό που έχουν να δώσουν με πολύ διαφορετικούς τρόπους». Και καθώς το σενάριο έπαιρνε μορφή και μετά πήρε ζωή, μετατράπηκε σε ένα είδος πυρετώδους ονείρου μεταπολεμικής θεματικής - κυρίως τα θέματα της αναζήτησης μιας αληθινής οικογένειας, πίστης, επιτυχίας και δεσμών –που ξετυλίγεται σ’ ένα φόντο που δεν έχουμε ξαναδεί. Ο παραγωγός Ντάνιελ Λούπι, που δούλεψε με τον Άντερσον από την αρχή της καριέρας του, αναφέρει: «Το σενάριο μας θύμισε πολύ το “Boogie Nights”, γιατί ενώ εκείνη η ταινία λαμβάνει χώρα στη βιομηχανία του πορνό, στην πραγματικότητα μιλάει για τις σχέσεις μεταξύ των μελών μιας ασυνήθιστης οικογένειας. Μια εξίσου περίπλοκη οικογένεια είναι και το The Cause». Η Διανομή των Ρόλων Το κεντρικό δραματικό πρόσωπο στο “The Master” είναι ο Φρέντι, που επιστρέφει από την υπηρεσία του στο Ναυτικό κατά τη διάρκεια του πολέμου και βρίσκεται σε μια ετοιμόρροπη, στοιχειωμένη κατάσταση πλήρους αγριότητας. Είναι ένας περιπλανώμενος χωρίς σκοπό, ανίκανος να πάρει μια κατεύθυνση προς το μέλλον του, ή έστω να επιδείξει τον οποιοδήποτε αυτοέλεγχο. Παρόλο που προσπαθεί να ξεκινήσει μια σταδιοδρομία ως φωτογράφος, δεν μπορεί να διατηρήσει μια δουλειά, ή να ελέγξει τα αλκοολούχα ποτά που παρασκευάζει ο ίδιος, και καταλήγει λαθρεπιβάτης σ’ ένα πλοίο όπου πραγματοποιείται μια γαμήλια γιορτή, και κάνει έτσι τη μοιραία γνωριμία του με τον Λάνκαστερ Ντοντ. Και καθώς η φιλία τους μεγαλώνει, ο Φρέντι θα γίνει το ιδανικό πειραματόζωο για τις μεθοδολογίες του The Cause, ένα σαγηνευτικό alter ego του Ντοντ, και τέλος το δεξί του χέρι στην οργάνωση. Ο δύο φορές υποψήφιος για Όσκαρ ερμηνείας Χοακίν Φίνιξ αποκαλύπτει τα ωμά, ζωώδη κίνητρα του Φρέντι που αναστατώνουν αλλά και ελκύουν τον Master. Ο Άντερσον λέει για τον πρωταγωνιστή του: «Καθώς δούλευα το σενάριο, ο Χοακίν ερχόταν συνέχεια στο μυαλό μου ως Φρέντι. Εδώ και 12 χρόνια του ζητούσα να πάρει μέρος στις ταινίες μου, κι εκείνος είχε πάντα μια δικαιολογία για ν’ αρνηθεί. Είμαι απλώς ευγνώμων που αυτή τη φορά είπε ‘Ναι’». Ο Λάνκαστερ Ντοντ, ο αρχηγός του The Cause και συγγραφέας/δημιουργός της ιδεολογίας του, αμέσως συνεπαίρνει τον Φρέντι με τις φανερές του αντιφάσεις. Παρόλο που είναι χαρισματικός, έξυπνος, πολυμαθής και γεμάτος αυτοπεποίθηση, ταυτόχρονα υπάρχουν σημάδια κακίας, παράνοιας και ένδειας που γίνονται ορατά κάτω από την φλογερή, αποπλανητική επιφάνεια. Όλες αυτές οι αποχρώσεις αναμειγνύονται σ’ ένα μοναδικό χαρακτήρα που υποδύεται ο βραβευμένος με Όσκαρ Α’ ρόλου Φίλιπ Σέιμουρ Χόφμαν, στην τρίτη συνεργασία του με τον σκηνοθέτη, μετά τα “Boogie Nights” και “Μagnolia”. Κι ενώ ο Λάνκαστερ Ντοντ είναι το πρόσωπο του The Cause, μια άλλη ισχυρότατη δύναμη εξελίσσεται στα παρασκήνια: η φαινομενικά σεμνότυφη, αλλά σκληρή σύζυγός του, Πέγκι, την οποία ερμηνεύει η τρεις φορές υποψήφια για Όσκαρ Έιμι Άνταμς (“Junebug”, “Doubt” και “The Fighter”). Η Σέλαρ παρατηρεί: «Η Έιμι παίζει την Πέγκι Ντοντ σαν ένα είδος Λαίδης Μακμπέθ. Είναι η αυθεντική πιστή της ιστορίας». Η Φωτογραφία Παρόλο που το “The Master” είναι δημιούργημα της φαντασίας του, ο Άντερσον θέλησε να παρουσιάσει τον κόσμο της οργάνωσης με έναν ρεαλισμό που να παρασύρει το θεατή. Για να συλλάβουν την αυθεντικότητα των λεπτομερειών της εποχής και το περιβάλλον που φαντάστηκε, συνεργάστηκε με το αφοσιωμένο του συνεργείο, που κατά κάποιο τρόπο αποτελεί ένα είδος οικογένειας η οποία επανενώνεται κάθε φορά στις παραγωγές του. Μια σημαντικότατη αν και ενστικτώδης απόφαση, που αμέσως επηρέασε την πορεία της ταινίας, ήταν να χρησιμοποιηθεί το σπάνιο, πλέον, φιλμ των 65mm που υπάρχει μόνο σε στοκ. Έχοντας μελετήσει τα παλλόμενα χρώματα κλασικών ταινιών του ’50 όπως το “Vertigo” και το “North By Northwest”, o Άντερσον θέλησε να καθρεφτίσει αυτή την υπερκορεσμένη θαλερότητα, ενώνοντάς την με το προσωπικό του στιλ του άκαμπτου λυρισμού. Με εικόνες που περιλαμβάνουν από την κυματώδη θάλασσα, μέχρι το κιαροσκούρο που παίζει με τους χαρακτήρες, το 65άρι μοιάζει η ιδανική επιλογή για τα ευρέα πλάνα της ιστορίας. Ο Άντερσον λέει ότι η επιλογή αυτή ξεκίνησε σαν μια εξερεύνηση, που κατέληξε σε δέσμευση, μόλις είδε το ταίριασμα του φιλμ με την αφήγηση του “The Master”. «Την ιδέα μου την πρότεινε αρχικά ο Νταν Σασάκι, ο τεχνικός φακών της Panavision, όταν έψαχνα της κάμερες Vista Vision της δεκαετίας του ’50, περισσότερο σαν παιχνίδι, για να καταλάβω πώς οι ταινίες της εποχής είχαν αυτό το στιλ», εξηγεί ο σκηνοθέτης. «Αρχίσαμε να γυρίζουμε με μια 65άρα Studio Camera και όλα όσα βλέπαμε έμοιαζαν τόσο σωστά: σου δίνει μια υπέροχη, δυνατή εικόνα, που ταίριαζε τέλεια με την ιστορία και τους χαρακτήρες». Η Σέλαρ συμπληρώνει: «Ήταν για μας, ανάμεσα στα άλλα, μια διαδικασία εκμάθησης, γιατί πολλές από τις γνώσεις γύρω από το 65mm έχουν χαθεί κι έτσι συναντήσαμε απίστευτα εμπόδια. Καταφέραμε να βρούμε μόνο 3 κάμερες Panavision, κι όταν τυχόν χαλούσαν η επισκευή τους στο εργαστήριο ήταν εξαιρετικά περίπλοκη». Και ο Λούπι συμπληρώνει: «Η Panavision έκανε τα πάντα για να μας βοηθήσει να χρησιμοποιήσουμε κάμερες που είχαν μείνει αδρανείς για δεκαετίες ολόκληρες. Μερικές φορές μάλιστα, ένας τεχνικός της Panavision έμενε μαζί μας για να μπορεί να λύνει τα τεχνικά ζητήματα επί τόπου». Σκηνικά και Κουστούμια «Ο Πολ αφιέρωσε πολύ χρόνο κοιτάζοντας παλιές φωτογραφίες της εποχής, για να αποκτήσει την αίσθηση του τόπου και του χρόνου», λέει ο Λούπι. «Τελικά το μεγαλύτερο μέρος των γυρισμάτων το κάναμε στην Καλιφόρνια, τόσο στην Bay Area όσο και στις ερήμους της Νότιας Καλιφόρνιας. Επίσης πραγματοποιήσαμε ένα ταξίδι στη Χαβάη για τις σκηνές της παραλίας». Ο σκηνογράφος Τζακ Φισκ, που ήταν υποψήφιος για τη δουλειά του στην ταινία “There Will Be Βlood”, ήθελε πάνω απ’ όλα ο κόσμος του Φρέντι να μοιάζει οργανικός και ‘βιωμένος’. «Πιστεύω ότι η σκηνογραφική πρόκληση μιας ταινίας τόσο φυσικής όσο το “The Master”, είναι το να μη μοιάζει κατασκευασμένη. Πρέπει να αφαιρέσεις κάθε περιττό στοιχείο που θα αποσπάσει την προσοχή του κοινού από τις ανθρώπινες σχέσεις». Έτσι, για το πλοίο του Ντοντ χρησιμοποίησαν το ιστορικό πλοίο USS Potomac που χρησιμοποιούσε ο Ρούζβελτ ως Προεδρικό σκάφος την περίοδο 1936-1945, στη συνέχεια αγοράστηκε από τον Έλβις Πρίσλεϊ και αργότερα δωρίστηκε σε φιλανθρωπία. Σήμερα είναι μουσείο και βρίσκεται στο Όκλαντ. Στο Βαγιέχο, η σκηνογραφική ομάδα επέλεξε το επέλεξε το σπίτι της οργάνωσης. Ο Φισκ ήθελε ένα κάπως παραδοσιακό σπίτι, μέσα στο οποίο μπορεί να εκτυλιχθεί ένα αφανές δράμα. «Γνωρίζω καλά πόσο βαθιά ψάχνουν οι άνθρωποι απαντήσεις και νόημα στη ζωή τους», λέει ο σκηνογράφος. «Ψάξαμε πολλά κτίρια τα οποία έχουν καταλάβει μικρές θρησκευτικές οργανώσεις, για να έχουμε μια ιδέα του πώς μπορεί να είναι τα μέρη αυτά, και πραγματικά εξεπλάγην από τις ομοιότητές τους με το κτίριο που φτιάξαμε για το αρχηγείο του The Cause». Όσο για τα κουστούμια, ο υπεύθυνος Μαρκ Μπρίτζες εξηγεί: «Η δεκαετία του’50 είχε τεράστιες αλλαγές στη μόδα και την κουλτούρα. Έτσι έχεις πολλά στοιχεία ακόμα από το ’40, όπως τα ρούχα με βάτες, αλλά η καινούργια μόδα σου χτυπάει την πόρτα». Για τον Χόφμαν χρησιμοποίησαν ένα κομψό πράσινο κουστούμι, το οποίο φοράει την πρώτη φορά που συναντάει τον Φρέντι. «Θέλαμε να μοιάζει με συγγραφέα. Το πράσινο ταιριάζει με τα χρώματα του Φίλιπ, ταυτόχρονα όμως υποδεικνύει ότι αυτό το άτομο έχει κάτι το διαφορετικό. Έχει μια εμφάνιση που θυμίζει λίγο επιχειρηματία, έχει μια πολύ νεότερη σύζυγο, αλλά έχει και κάτι το πολύ ανησυχητικό πάνω του». Άλλη μια ιδιαίτερη εμφάνιση του Χόφμαν είναι αυτή με τις κόκκινες πιτζάμες του: «Έχουν κάτι το ιδιαίτερα έντονο: θα μπορούσε να είναι ο διάβολος, θα μπορούσε να είναι ένας μεσσίας – αλλά ό,τι κι αν είναι τελικά, η σκηνή αυτή που μιλάει στον Φρέντι είναι πολύ συγκινητική.» Ο Φρέντι πάλι έχει μια διαφορετική ευαισθησία, αφού μόλις βγήκε από την ομοιομορφία των στρατιωτικών στολών και υιοθετεί την ύπαρξη ενός τυχοδιώκτη. Η πρώτη του δουλειά είναι φωτογράφος σ’ ένα μαγαζί και τον βρίσκουμε με πολύ κομψά ρούχα, μέσα στα οποία όμως δεν αισθάνεται καθόλου άνετα. «Βρήκαμε μερικά πολύ εκκεντρικά σπορ παλτά του ’43, φτιαγμένα από χοντρό μαλλί και με τεράστιους ώμους, από αυτά που δεν υπάρχουν πια. Ήταν τέλεια για εκείνη τη στιγμή στη ζωή του Φρέντι, γιατί έτσι τον νιώθεις να ασφυκτιά μέσα σ’ αυτά τα ρούχα, και την ανάγκη του να τα βγάλει από πάνω του». Μέχρι να συναντηθεί με τον Ντοντ, ο Φρέντι έχει τινάξει από πάνω του αυτή την περσόνα: «Όταν ο Φρέντι πρωτομπαίνει στο The Cause, θέλαμε να νιώθει σαν αλήτης, φορώντας ρούχα που του έδωσαν άλλοι άνθρωποι τα οποία δεν φοράνε πια. Καθώς όμως ανεβαίνει στην κλίμακα, τα ρούχα του γίνονται όλο και πιο ραφινάτα». Η Μουσική Ο Τζόνι Γκρίνγουντ, κιθαρίστας των Radiohead, συνέθεσε και πάλι τη μουσική της ταινίας, μετά τη συνεργασία του με το σκηνοθέτη στο “There Will Be Blood”. Έτσι γεννήθηκε μια παρόμοια αντιστικτική συνεργία μεταξύ των νέτων, ηχηρών εικόνων του Άντερσον και των πλούσιων παραφωνιών του Γκρίνγουντ, αλλά με εντελώς καινούργιους τρόπους. «Δούλεψα με βάση την αισιοδοξία της περιόδου εκείνης: αυτή η χαρισματική φιγούρα, η αίσθηση ότι υπήρχαν νέοι τρόποι να γιατρευτεί η ‘αρρώστια’, και όλοι αυτοί οι ενθουσιώδεις οπαδοί, στάθηκαν η έμπνευση», λέει ο συνθέτης. «Υπάρχει μια γλύκα σε όλο αυτό. Όλοι αυτοί οι μεσοαστοί Αμερικάνοι, στην αρχή μιας νέας και περίεργης κατάστασης – και στη μέση όλων, ο Φρέντι να στέκεται εκεί, με τα χέρια πίσω από την πλάτη, προσπαθώντας να βγάλει ένα νόημα». Συνθέτης και σκηνοθέτης μίλησαν πολύ γύρω από τη μουσική του Ότο Λουένινγκ, που στη δεκαετία του ’50 υπήρξε ένας από τους πρωτοπόρους της ηλεκτρονικής μουσικής και ανακάλυψε πρωτάκουστους ήχους, κάνοντας πειραματισμούς με μαγνητικές ταινίες και μικρόφωνα. «Κάποιες από τις μουσικές της ταινίας ηχογραφήθηκαν με την ίδια τεχνολογία», εξηγεί ο Γκρίνγουντ. «Παίξαμε με τις ταχύτητες της μαγνητικής ταινίας, τις κατευθύνσεις της, και με απίθανες μικροφωνικές τεχνικές». Άλλη πηγή έμπνευσης υπήρξε επίσης η τζαζ και η κλασική μουσική της δεκαετίας. Το πιο σημαντικό όμως για τον Γκρίνγουντ ήταν να συλλάβει τους χαρακτήρες από την οπτική του Άντερσον. «Αυτό που μου τόνισε ο Πολ ήταν ότι ο χαρακτήρας του Φρέντι, παρά τη βία και το αλκοόλ, είναι κατά βάθος αξιαγάπητος. ‘Μην ξεχνάς τη γλυκύτητα του Φρέντι’ ήταν το σχόλιο που μου επαναλάμβανε». |