All is Lost ΗΠΑ, 2013. Σκηνοθεσία - σενάριο: Τζέι Σι Τσάντορ. Ηθοποιοί: Ρόμπερτ Ρέντφορντ. 106' Ο Τζέι Σι Τσάντορ υπογράφει ένα ρεαλιστικό, γυμνό από αφηγηματικές και ψυχολογικές περικοκλάδες δράμα επιβίωσης. Εδώ βρισκόμαστε στον κόσμο του Τζακ Λόντον και του Έρνεστ Χέμινγουεϊ, όπου ο άνθρωπος, σαν ακόμη ένα ζώο, έρχεται αντιμέτωπος με τη φύση και μέσα από αυτήν με την ίδια του τη (μεταφυσική) μοίρα. Το εξαιρετικό φινάλε δικαιώνει δραματικά την περιπετειώδη διαδρομή, κατά τη διάρκεια της οποίας ο 77χρονος Ρόμπερτ Ρέντφορντ δίνει μία από τις κορυφαίες ερμηνείες της καριέρας του. Τη θαλασσινή περιπέτεια ενός σύγχρονου Οδυσσέα αφηγείται στην ταινία του αυτή ο Τσέι Σι Τσάντορ, δημιουργός του κοινωνικού θρίλερ με θέμα την οικονομική κρίση του 2008, «Ο δρόμος του χρήματος». Η ταινία του, με σενάριο του ίδιου, κινείται ανάμεσα στη νουβέλα «Ο γέρος και η θάλασσα» του Χέμινγουεϊ και τις ταινίες «Ο ναυαγός» του Ρόμπερτ Ζεμέκις και «Jeremiah Johnson» του Σίντνεϊ Πόλακ - στην τελευταία μάλιστα πρωταγωνιστούσε και πάλι ο Ρέντφορντ. Ο ανώνυμος καπετάνιος ήρωάς του (ένας ώριμος, εξαίρετος, σε μια λιτή, συγκρατημένη ερμηνεία, Ρόμπερτ Ρέντφορντ, που σίγουρα θα είναι υποψήφιος στα Οσκαρ) βρίσκεται ξαφνικά σε ένα γιοτ που κινδυνεύει να βουλιάξει και αγωνίζεται με κάθε μέσο ενάντια στις καταιγίδες και άλλες δυσκολίες για να σωθεί. Ακόμη κι όταν το γιοτ του βουλιάζει και βρίσκεται σε μια σωσίβιο λέμβο στη μέση του Ινδικού ωκεανού, 2.700 χιλιόμετρα από την ξηρά, ο ήρωας αγωνίζεται παρά τις συνεχείς αντιξοότητες (ανάμεσά τους και καρχαρίες), με κάθε δυνατό τρόπο, με επιμονή και ευρηματικότητα, συχνά ιδιοφυώς, να επιβιώσει. Πρόκειται για μια τολμηρή για το Χόλιγουντ ταινία, με ένα μοναδικό ηθοποιό (αυτός βέβαια είναι ο χαρισματικός Ρέντφορντ) και με λιγοστό, σχεδόν καθόλου θα έλεγα, διάλογο (ο πιο μεγάλος διάλογος παραμένει εκείνος στην αρχή, στο αποχαιρετιστήριο γράμμα που αφήνει ο Ρέντφορντ στους δικούς του), που δίνει στον ηθοποιό την ευκαιρία να δείξει τις ερμηνευτικές του ικανότητες μέσα από τις εκφράσεις του προσώπου και την όλη συμπεριφορά του αλλά και να εκτελεί ο ίδιος, χωρίς κασκαντέρ, πολλές από τις δύσκολες σκηνές του. Η ταινία αποφεύγει να μας παρουσιάσει οτιδήποτε σχετικά με το παρελθόν ή την κοινωνική κατάσταση του ήρωα, προτιμώντας να τον παρουσιάσει ως έναν απλό, με κεφαλαίο άλφα, άνθρωπο. Ανθρωπο που τον μετατρέπει σε αντιπροσωπευτικό του καθενός μας, ο οποίος, παρά τα διάφορα δύσκολα, συχνά αξεπέραστα εμπόδια της ζωής, δεν παύει να αγωνίζεται και να πιστεύει στον εαυτό του και στις δυνάμεις του. Με μια μινιμαλιστική σκηνοθεσία, ο Τσάντορ έφτιαξε μια ταινία ύμνο στον άνθρωπο, μια περιπέτεια γεμάτη σασπένς, που σου δημιουργεί τα συναισθήματα εκείνα που περιμένεις να σου δημιουργεί μια καλή, με στόχο τον ίδιο τον άνθρωπο, ταινία.ΣΗΜΕΙΩΜΑ H ταινία προβλήθηκε στο Φεστιβάλ Καννών (2013) Ο βραβευμένος με Όσκαρ Ρόμπερτ Ρέντφορντ πρωταγωνιστεί σε μια ταινία που πραγματεύεται τη μάχη για την επιβίωση ενός ανθρώπου απέναντι στα στοιχεία της φύσης μετά την καταστροφή του ιστιοπλοϊκού του στη μέση του ωκεανού. Το σενάριο και η σκηνοθεσία ανήκουν στον υποψήφιο για Όσκαρ Τζέι Σι Τσάντορ (Margin Call) και η μουσική επένδυση στον Άλεξ Έμπερτ (Edward Sharpe and the Magnetic Zeros). Μια καθηλωτική, ενστικτώδης και έντονα συγκινησιακή ταινία, ύμνος στην ανθρώπινη προσαρμοστικότητα και εφευρετικότητα. ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΑΡΑΓΩΓΗ Ο κινηματογραφιστής Τζέι Σι Τσάντορ ήθελε να γυρίσει μια περιπέτεια ανοιχτής θαλάσσης πολύ πριν το σεναριογραφικό και σκηνοθετικό ντεμπούτο το στο Margin Call το οποίο προτάθηκε για Όσκαρ Καλύτερου Διασκευασμένου Σεναρίου. Χρειάστηκε όμως σχεδόν έξι χρόνια για να υλοποιήσει την αρχική του ιδέα για το «Όλα Χάθηκαν», μια βασανιστική ναυτική περιπέτεια που λαμβάνει χώρα εξ ολοκλήρου στον ωκεανό και παρουσιάζει έναν απλό ανώνυμο και σχεδόν σιωπηλό χαρακτήρα. «Είναι μια πολύ απλή ιστορία για έναν άνδρα σε βαθιά ενηλικίωση ο οποίος βγαίνει για ένα ταξίδι τεσσάρων-πέντε μηνών», μας λέει ο Τσάντορ. «Με την παρέμβαση της μοίρας, το σκάφος έχει ένα ατύχημα και ουσιαστικά παρασυρόμαστε μαζί του σε ένα ταξίδι οκτώ ημερών καθώς παλεύει για την επιβίωση.» Το σενάριο του Τσάντορ δε μοιάζει σε τίποτα με ένα κλασικό κινηματογραφικό σενάριο. Αντί των τυπικών 120 σελίδων, απλωνόταν σε σχεδόν 30 σελίδες και αφορούσε κυρίως σε περιγραφή σκηνών, χωρίς διαλόγους. Μάλιστα, όταν ο παραγωγός του Margin Call, Νιλ Ντόντσον, πήρε στα χέρια του το λεπτό πάκο σελίδων, ρώτησε τον Τσάντορ πότε θα παραλάμβανε το υπόλοιπο σενάριο. «Όταν ο Τζέι Σι είπε ότι αυτό ήταν ολόκληρο το σενάριο, τρομοκρατήθηκα και συγκλονίστηκα την ίδια στιγμή», θυμάται ο Ντόντσον. «Η πρώτη ταινία που κάναμε μαζί ήταν γεμάτη διαλόγους ενώ αυτή ήταν εμφανές ότι δεν αφορούσε διαλόγους. Παραδέχομαι ότι η πρώτη σκέψη μου ήταν, ‘Δεν ξέρω πώς θα πάρουμε χρηματοδότηση γι’ αυτό’, επειδή ήταν πολύ τολμηρό και πολύ γενναίο.» Η παραγωγός Άννα Γκερμπ (Margin Call) θυμάται να διαβάζει το σενάριο παρουσία του Τσάντορ και να παρασύρεται από την ωμότητά του. «Το διάβασα, κοίταξα τον Τζέι Σι και του είπα, ‘Μ’ έπιασε ναυτία’. Ως παραγωγός θέλω να έχω τον έλεγχο. Το να βρίσκομαι στη μέση του ωκεανού σε ένα κότερο και να υπομένω μια κατάσταση στο έλεος τού σύμπαντος, είναι κάτι που δεν μπορούσα να διανοηθώ.» Ο Τσάντορ, από την άλλη, ήταν απόλυτα εξοικειωμένος με τον κόσμο των ιστιοφόρων. «Αν και δεν έπλευσα ποτέ μόνος στον ωκεανό, μεγάλωσα γύρω από την ιστιοπλοΐα, οπότε γνώριζα τη βασική παλέτα την οποία δούλευα.» Ο Τσάντορ λέει ότι η απλότητα της ιστορίας και η σκηνοθετική πρόκληση που παρουσίαζε η ταινία ήταν αυτά που τον γοήτευσαν. Η ιστορία έχει την ηχώ τού «Ο Γέρος και η Θάλασσα» του Έρνεστ Χέμινγουεϊ και καθώς περιγράφει ο Ντόντσον «είναι μια υπαρξιακή περιπέτεια για έναν άνδρα χαμένο στη θάλασσα, που παλεύει με τα στοιχεία της φύσης και με τον εαυτό του.» Ένα ζωτικό βήμα στο ταξίδι της ταινίας από το σενάριο, ως την οθόνη ήταν ασφαλώς η ανάθεση του ρόλου στον επί δύο φορές κάτοχο βραβείου Όσκαρ (The Sting). Ο θρυλικός ηθοποιός σκηνοθέτης και δημιουργός του Σάντανς συνάντησε και εντυπωσιάστηκε από τον Τσάντορ όταν το Margin Call έκανε πρεμιέρα στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου του Σάντανς το 2011. «Συμπαθούσα τον Τζέι Σι Τσάντορ. Κατά τη γνώμη μου, εκπροσωπούσε τον τύπο τού ανθρώπου που θέλουμε να στηρίξουμε. Είχε όραμα, ήταν μια νέα φωνή στον ορίζοντα και αφηγήθηκε την ιστορία του με έναν πολύ ιδιαίτερο τρόπο», θυμάται ο Ρέντφορντ. Όταν ο Τσάντορ είπε στον Ντόντσον ότι ήθελε να δώσει τον ρόλο του μοναδικού χαρακτήρα στην ταινία στον Ρέντφορντ, ο οποίος στο σενάριο αναφέρεται απλά ως «Ο Άνθρωπός Μας», ο παραγωγός ήξερε ότι δεν είχε πολλές πιθανότητες. «Είπα, όταν πάρει το 30 σελίδων σενάριο ή το ένα ή το άλλο θα πει», θυμάται ο Ντόντσον. «Ή θα πει, ‘Διάολε ναι! φαίνεται απίθανο’ ή θα πει ‘Για ποιο λόγο να κάνω κάτι τέτοιο; Δεν έχω να αποδείξω τίποτα. Γιατί να βάλω τον εαυτό μου σε αυτό το μαρτύριο;’ Και για καλή μας τύχη, είπε ναι.» «Μου άρεσε ειλικρινά το σενάριο επειδή ήταν διαφορετικό», λέει ο Ρέντφορντ. «Ήταν τολμηρό. Ήταν εκκεντρικό και χωρίς διαλόγους. Ένιωσα ότι ο Τζέι Σι θα προχωρούσε με αυτό το όραμα αν και δεν ήταν απόλυτα ξεκάθαρο. Όμως πίστεψα ότι ήξερε τι έκανε και ότι το είχε στο μυαλό του. Ήξερα ότι θα στήριζα το όραμά του ακόμη και χωρίς να το γνωρίζω εξ ολοκλήρου και αυτό ήταν πολύ όμορφο και ενδιαφέρον για εμένα.» Ίσως μας εκπλήσσει ο Ρέντφορντ λέγοντας ότι δε βομβαρδίζεται από προτάσεις σκηνοθετών που υποστηρίζει για να πρωταγωνιστήσει σε ανεξάρτητες ταινίες. Το αντίθετο. «Υπάρχει κάτι ειρωνικό σε αυτό, μετά από τόσα χρόνια που ξεκίνησε το Σάντανς και το φεστιβάλ κινηματογράφου, κανένας κινηματογραφιστής απ’ όσους υποστήριξα, δε με προσέλαβε ποτέ», και προσθέτει αστειευόμενος «Δε μου προσέφεραν ποτέ ρόλο! Μέχρι που το έκανε ο Τζέι Σι». Έχοντας κλείσει τον έναν και μοναδικό άνδρα, οι παραγωγοί κάθισαν με μια λίστα για τα όσα ήταν απαραίτητα για το γύρισμα της ταινίας. Στην κορυφή της λίστας: κάμποσα κότερα και ένα μέρος να τα βυθίσουμε. Όπως προέκυψε, η κινηματογράφηση της ιστορίας ενός ανθρώπου και του σκάφους του, απαιτούσε τρία σκάφη και ειδικά τρία κότερα των 12 μέτρων. Αν και όλα τους εξυπηρετούν το ιστιοπλοϊκό «του ανθρώπου μας», Βιρτζίνια Τζιν, κάθε ένα από αυτά τα σκάφη χρησιμοποιήθηκε για ξεχωριστό σκοπό: Το ένα για ιστιοπλοΐα σε ανοιχτή θάλασσα και τις εξωτερικές σκηνές, το άλλο για τις σκηνές του εσωτερικού και το τρίτο για τα ειδικά εφέ. Το να βρεις τρία παρόμοια σκάφη αποδείχθηκε πρόκληση, εν τούτοις, όπως λέει ο σχεδιαστής παραγωγής Τζον Γκόλντσμιθ, του οποίου οι τελευταίες δουλειές περιλαμβάνουν το “No Country for Old Men” και το “The Last Samurai”, «Τα εντοπίσαμε σε διαφορετικό χρόνο και τα αγοράσαμε σε διαφορετικά λιμάνια. Έπρεπε να εισαχθούν όλα, κάτι το οποίο ήταν από μόνο του μια άσκηση μεταφοράς. Νομίζω ότι κάναμε δύο εβδομάδων προετοιμασία πριν βρεθούν και τα τρία δίπλα-δίπλα, στη διάθεσή μας.» Μόλις τα απέκτησαν, οι κινηματογραφιστές δοκίμασαν τις ικανότητές τους. «Κάναμε τα πάντα προκειμένου να κινηματογραφήσουμε ένα σκάφος», λέει ο Τσάντορ. «Το βυθίσαμε, το επαναφέραμε στη ζωή, το ταξιδέψαμε, το βάλαμε σε μια άσχημη καταιγίδα, το αναποδογυρίσαμε και το βυθίσαμε ξανά. Πιστεύω ότι είναι ύψιστο να έχεις μια βαθιά γνώση του τρόπου λειτουργίας αυτών των σκαφών, πώς πλέουν και βυθίζονται, καθώς και τα διαφορετικά είδη πλεύσης που χρησιμοποιούμε για να βοηθήσουμε στην εξέλιξη της ιστορίας.» Δεδομένης της μοναχικής φύσης της ταινίας, ο Τσάντορ, κατά καιρούς, αφήνει την κάμερα δίπλα στον Ρέντφορντ και αφουγκράζεται τη σιωπή του, απλές ενέργειες με τρόπο που σπάνια βλέπουμε σε ταινία. «Είναι σπάνιο να παρακολουθείς κάποιον να σκέφτεται», παρατηρεί ο Ντόντσον. «Οι περισσότερες ταινίες είναι πολύ ‘κομμένες’ και μ’ αρέσουν αυτές οι ταινίες. Αλλά αυτή η ταινία δεν ήταν τέτοια. Ναι, έχει σκηνές δράσης αλλά η κάμερα τον παρακολουθεί. Τον βλέπουμε να τρώει μία σούπα κονσέρβα και να πίνει ένα ποτήρι ουίσκι, να μαγειρεύει και τον βλέπουμε να στέκεται στη βροχή.» «Παλεύεις απέναντι στις αντιξοότητες με τον πιο αλλόκοτο τρόπο», λέει ο Ρέντφορντ. «Όταν όμως οι πιθανότητες είναι τόσο εναντίον σου, αγωνίζεσαι σκληρά για να έχεις μια κανονικότητα στη ζωή σου, ακόμη κι αν αυτό μοιάζει αλλόκοτο.» Άλλες σκηνές ήταν έντονα απαιτητικές για τον ηθοποιό, ο οποίος είναι γνωστό ότι κάνει ο ίδιος πολλές από τις επικίνδυνες σκηνές του: από το σκαρφάλωμα στο κατάρτι ύψους 19 μέτρων ως την παράσυρσή του πίσω από το σκάφος κολυμπώντας κάτω από το νερό ανάμεσα στα βυθισμένα ιστία του. Και μετά μια εναρκτήρια σκηνή στην οποία το ιστιοπλοϊκό συγκρούεται με ένα κοντέινερ πλοίου και Ο Άνθρωπός Μας πηδάει από το ένα στο άλλο. «Κοπανήσαμε ένα σκάφος στα πλαϊνά ενός κοντέινερ με εκείνον επάνω, είναι στην ταινία», λέει ο Ντόντσον. «Υπάρχει αυτός ο τεράστιος κραδασμός και ο Μπομπ όντως χτυπάει στα πλαϊνά του σκάφους χωρίς να έχει κανένα πρόβλημα. Τον βάλαμε σε μία σωσίβια λέμβο και τον αναποδογυρίσαμε και ήταν παιχνίδι γι’ αυτόν.» «Όποτε έκανε τις δικές του επικίνδυνες σκηνές έφερνε έμπνευση και συγκίνηση και μας έκανε να φοβόμαστε», προσθέτει η Γκερμπ. «Αλλά είναι σε εξαιρετική φυσική κατάσταση. Αγαπάει το νερό και λατρεύει την κολύμβηση. Αυτή η ταινία έχει πολλές φυσικές προκλήσεις. Και μόνο να είσαι βρεγμένος όλη μέρα είναι εξαντλητικό και εξουθενώνει σωματικά τον οποιονδήποτε ηθοποιό. Όμως το πνεύμα του και η κατανόηση του οράματος για αυτήν την ταινία ήταν αρκετά. Ερχόταν κάθε μέρα στο πλατό και έδινε κυριολεκτικά τον εαυτό του για τη δημιουργία αυτής της ταινίας.» Για τον ρόλο του, ο Ρέντφορντ λέει ότι απήλαυσε τη συνεργασία του με τον σκηνοθέτη, τον οποίο θαυμάζει δίνοντας τον καλύτερο εαυτό του ως ηθοποιός. «Το κάνω για τον Τζέι Σι», λέει ο Ρέντφορντ. «Τον συμπαθώ. Έχει ένα πρόσχαρο πνεύμα και μια υπέροχη διάθεση. Αυτό όμως που είναι εκπληκτικό είναι το πόσο πολύ δουλεύει το μυαλό του. Είναι εύστροφος νους κάτι που θεωρώ συναρπαστικό. Νομίζω ότι θα τα πάει πολύ καλά επειδή ξέρει τι θέλει και ξέρει πώς θα το αποκτήσει, αλλά είναι χαλαρός στη διάρκεια των γυρισμάτων, κάτι το οποίο βρίσκω υπέροχο. Είναι πολύ ενστικτώδης, έχει ένα όραμα και εμπιστεύομαι τον ίδιο και τη δεξιότητά του για να πραγματοποιήσει αυτό το όραμα.» Η χρήση των ψηφιακών εφέ ήταν αποκλειστικά για τον εμπλουτισμό του φόντου και του ουρανού, καθώς επίσης και για την ενίσχυση των κυμάτων γύρω από το σκάφος που ταλάνιζαν τον χαρακτήρα τού Ρέντφορντ. Όλη την εργασία των οπτικών εφέ τη χειρίστηκε μια ομάδα στο Τορόντο η SPIN VFX, την οποία επέβλεπε ο Τσάντορ και ο υπεύθυνος των οπτικών εφέ Ρόμπερτ Μουνρό (XMen). Οι σκηνές της θαλάσσιας ζωής-συμπεριλαμβανομένων των κοπαδιών από μικρά ψάρια, μαγιάτικα, μπαρακούντα και των πανέμορφων αλλά και τρομακτικών λήψεων δεκάδων καρχαριών-στις Μπαχάμες, έξω από την ακτή του Νασάου και του Λίφορντ Κέι, έγινε από ολόκληρη ομάδα εικονοληπτών σε βάθος 18 μέτρων προκειμένου να κινηματογραφηθούν τα ψάρια. Όμως η ανοικτή θάλασσα δεν είναι ασφαλές μέρος να βυθίσεις ένα κότερο. Για εκείνες τις σκηνές και πολλές άλλες, συμπεριλαμβανομένης και της σύγκρουσης με το κοντέινερ, οι κινηματογραφιστές στράφηκαν στις μεγαλύτερες κινηματογραφικές δεξαμενές του κόσμου. Τα Baja Studios, βρίσκονται στην παραλία του Ροζάριο, στη χερσόνησο Μπάχα του Μεξικού, οι εγκαταστάσεις δημιουργήθηκαν επιτυχώς από το μηδέν από τον Τζέιμς Κάμερον, ο οποίος απαιτούσε ένα προσαρμοσμένο θαλάσσιο περιβάλλον για να γυρίσει τα θεαματικά εφέ για τον Τιτανικό. Στην πραγματικότητα, κάποιοι από το επιτελείο τού Όλα Χάθηκαν είχαν δουλέψει και στον Τιτανικό, όπως η παραγωγός Λουίζα Γκομέζ ντα Σίλβα, η οποία εργάζεται μόνιμα στα στούντιο και θεωρεί τον εαυτό της μέλος «της γενιάς του Τιτανικού». Οι κινηματογραφιστές χρησιμοποίησαν τρεις τεράστιες δεξαμενές νερού για διαφορετικά γυρίσματα, συμπεριλαμβανομένης αυτής του μεγαλύτερου εξωτερικού δεξαμενής στον κόσμο, η οποία βρίσκεται στον ωκεανό και έχει μια απέραντη γραμμή στον ορίζοντα. «Έχει το μέγεθος τριών γηπέδων ποδοσφαίρου και δημιουργεί μια πολύ αληθινή όψη του ωκεανού», λέει η Γκερμπ. «Αυτές οι δεξαμενές μιμούνται την παραμονή τους στη θάλασσα, αλλά σε ένα ελεγχόμενο περιβάλλον όπου θα μπορούσαμε ασφαλώς να κάνουμε τις επικίνδυνες σκηνές μας και τα ειδικά εφέ. Ήταν όντως το μοναδικό μέρος στον κόσμο που θα μπορούσαμε να γυρίσουμε αυτήν την ταινία.» Σε μια ταινία που στερείται τόσο πολύ διαλόγων, η μουσική επένδυση έμοιαζε υψίστης σημασίας. Ο Τσάντορ στράφηκε στον βραβευμένο τραγουδιστή και στιχουργό Άλεξ Έμπερτ, αρχηγό του συγκροτήματος Edward Sharpe and the Magnetic Zeros, προκειμένου να συνθέσει το μουσικό θέμα της ταινίας, πρωτιά για εκείνον. «Η μεγαλύτερη πρόκληση ήταν να διαβείς αυτήν τη λεπτή γραμμή ανάμεσα στην αλήθεια και το μελόδραμα», λέει ο Έμπερτ. «Δε θέλεις να το μειώσεις αλλά ούτε και να το υπερβάλλεις. Θέλεις να πιάσεις ακριβώς το συναίσθημα. Οτιδήποτε άλλο θα ήταν άδικο.» Για τον Έμπερτ, το Όλα Χάθηκαν είναι μια εγγενής συναισθηματική ταινία με τεράστιους κινδύνους και αυτό θέλησε να εκφράσει με τη μουσική. «Είναι για την ομορφιά», μας λέει. «Είναι συναισθηματικό και όλα όσα επέρχονται με τη ζωή και το θάνατο και τίποτα λιγότερο. Πιστεύω ότι αυτό είναι το πρωταρχικό στην ανθρωπότητα-και είναι κάτι που ίσως θες να κρατήσεις αποστάσεις επειδή θα ήταν πολύ δραματικό. Αλλά αυτός ο τύπος είναι στη μέση του ωκεανού πάνω σε μια σχεδία. Ας έχουμε μια ευαίσθητη μουσική γιατί είναι συναισθηματικό. Ακολουθήσαμε το στοιχείο της ταινίας.» Κατά κάποιον τρόπο, το Όλα Χάθηκαν είναι ένας ύμνος στη φαινομενικά δίχως όρια εφευρετικότητα και προσαρμοστικότητα ενός ανθρώπου, με τον χαρακτήρα τού Ρέντφορντ απλά να αρνείται να παραιτηθεί. «Αυτός ο χαρακτήρας συνεχίζει εκεί που κάποιοι άνθρωποι θα παραδίνονταν και θα έλεγαν, ‘Αυτό παραπάει’», λέει ο Ρέντφορντ. «Είμαι στη μέση του πουθενά. Κανείς δεν είναι εκεί να με βοηθήσει και φαίνεται ότι έχω καταβάλλει τεράστια προσπάθεια. Γιατί να μην τα παρατήσω;» Απαντώντας σε αυτήν την ερώτηση, ο Ρέντφορντ αναφέρεται σε μια παλαιότερη ταινία της οποίας η διάσπαρτη και αρχέγονη απλότητα έχει κάτι κοινό με το Όλα Χάθηκαν και στην οποία ταινία ο ηθοποιός υποδύεται έναν άλλον μοναχικό άνδρα που παλεύει μόνος με τη φύση. Μου ήρθε στο μυαλό το «Τζερεμάια Τζόνσον» ειδικά επειδή είχα αναλάβει ο ίδιος τον σχεδιασμό της ταινίας», λέει ο Ρέντφορντ για την ταινία του 1972. «Είχε την επιλογή να τα παρατήσει ή να συνεχίσει, αλλά εκείνος συνεχίζει επειδή δεν μπορεί να κάνει κάτι άλλο. Και αυτή η ταινία, προτείνει το ίδιο πράγμα. Συνεχίζει επειδή δεν μπορεί να κάνει τίποτε άλλο. Κάποιοι θα εγκατέλειπαν, εκείνος όμως συνεχίζει.» Σε κάτι τέτοιες στιγμές υπέρτατης αγωνίας Ο Άνθρωπός Μας σπάει τη διαπεραστική σιωπή του ξεστομίζοντας μια-δυο λέξεις. «Υπάρχει μια σκηνή όπου επιτέλους ακούμε την εικονική φωνή του Ρόμπερτ Ρέντφορντ», λέει ο Γκερμπ. «Δεν υπάρχει αληθινός διάλογος στην ταινία, αλλά αυτή τη μοναδική στιγμή, για ένα κλάσμα του δευτερολέπτου, λέει κάτι. Και όταν ακούς τη φωνή του πόσο δυνατή βγαίνει, είναι τόσο έντονο, επειδή όλοι γνωρίζουμε αυτήν τη φωνή. Και την ακούς και είναι τόσο σύντομο αλλά είναι μια πολύ συγκινητική στιγμή για μένα.» Για τον Ντόντσον, είναι ακριβώς η ώθηση για επιβίωση, -ακόμα κι όταν όλα μοιάζουν να έχουν χαθεί-αυτό είναι ο πυρήνας της ταινίας. «Είναι μια ταινία για το γιατί συνεχίζουμε να αγωνιζόμαστε», λέει ο Ντόντσον. «Είναι μια ταινία για το γιατί προσπαθούμε να ζήσουμε, για το γιατί θα παλεύαμε απέναντι στον θάνατο όταν μοιάζει τόσο προφανές ότι ήρθε η ώρα μας. Την απάντηση σε αυτήν την ερώτηση για τα ανθρώπινα όντα είναι κάτι που οι φιλόσοφοι και οι μεγάλοι στοχαστές προσπαθούν να δώσουν από τότε που οι άνθρωποι εμφανίστηκαν στη γη. Πιστεύω ότι αυτή η ταινία προσπαθεί να θέσει το ίδιο διαχρονικό ερώτημα με έναν καινούριο τρόπο. Και προσωπικά, με ενδιαφέρει περισσότερο να βλέπω και να κάνω ταινίες που θέτουν ερωτήματα από ταινίες που προτίθενται να δώσουν απαντήσεις.» «Νομίζω ότι δεν έχετε ξαναδεί τέτοια ταινία», λέει ο Ντόντσον. «Είναι ένα ειλικρινά μοναδικό θέαμα . Παρακολουθεί έναν άνθρωπο-δεξιοτέχνη του είδους-να δουλεύει έναν χαρακτήρα για 90 λεπτά. Είναι και μια περιπέτεια. Αλλά τα υπαρξιακά ερωτηματικά που τίθενται στην ταινία, θεωρώ ότι θα έχουν απήχηση ακόμα και στους πιο δυνατούς ανθρώπους.» Όσο για τον Τσάντορ, λέει ότι ελπίζει το κοινό να δει τον εαυτό του στο πρόσωπο του γενναία αγωνιζόμενου επιζώντα Ρέντφορντ. «Αυτό που ελπίζω», στοχάζεται ο Τσάντορ, «είναι αυτός ο χαρακτήρας να γίνει το σκεύος όπου το κοινό να διακρίνει τον εαυτό του, ή μέρος του εαυτού του. Να γίνει η ενσάρκωση κάποιων από τις ελπίδες τους, τα όνειρά τους, τις φοβίες τους-όλων αυτών των ανθρώπινων γνωρισμάτων. Δεν είναι κάτι που θέλω να αναλύσω λεπτομερώς, αλλά σε κάποιο βαθμό, ελπίζω να γίνει εκείνος ένα είδος καθρέφτη. Κι αν έκανα καλά τη δουλειά μου, η ταινία, όπως και το ταξίδι Του Ανθρώπου Μας, θα είναι συναρπαστική και τρομακτική και ελπίζω τρυφερή και καθηλωτική. |