Μοντέρνα μπεργκμανικό όσο και βαθιά σαρκαστικό δράμα χαρακτήρων πάνω στην
ανθρώπινη φύση και τις κοινωνικές συμβάσεις. Στη στιβαρή παράδοση της
βορειοευρωπαϊκής κινηματογραφικής σχολής (από τους Δανούς ως τον Χάνεκε), αλλά
με έντονα πικρό χιούμορ και βιτριολική ειρωνεία.
Τετραμελής
οικογένεια Σουηδών απολαμβάνει ειδυλλιακές διακοπές στις γαλλικές Άλπεις, μέχρις
ότου μία παρολίγον καταστροφή φέρει την... καταστροφή! Η νέα ταινία του Σουηδού
Ρούμπεν Όστλαντ (υποψήφια για Χρυσή Σφαίρα Καλύτερης Ξενόγλωσσης Ταινίας) δεν
είναι απλώς ένα από τα πλέον ανέλπιστα διαμάντια των τελευταίων ετών που
σφυροκοπά ανελέητα κάθε λογής στερεότυπο σχετικά με τα δύο φύλα και τους ρόλους
τους εντός του σύγχρονου οικογενειακού πλαισίου και της καταναλωτικής κοινωνίας.
Είναι μία ανατρεπτική μαύρη κωμωδία για το θάρρος τού να είναι κανείς ανεπαρκής,
ενίοτε και δειλός.
Στη δεύτερη, μόλις, μέρα της στις κατάλευκες γαλλικές Άλπεις, μία οικογένεια
Σουηδών, βγαλμένη θαρρείς από κατάλογο της ΙΚΕΑ, μπαίνει σε μία αναπάντεχη κρίση
άνευ προηγουμένου. Αιτία, μία ελεγχόμενη (υποτίθεται) χιονοστιβάδα που λίγο
έλειψε να τους καταπιεί, μαζί με τους υπόλοιπους πανικόβλητους θαμώνες στο
εστιατόριο του χιονοδρομικού κέντρου.
Στα κρίσιμα εκείνα δευτερόλεπτα, η Έμπα (Λίζα Λόβεν Κόνγκσλι) κοιτάζει να
προστατέψει τα δύο παιδιά της, την ώρα που ο Τόμας (Γιοχάνες Κούνκε) γίνεται
καπνός αφήνοντάς τους στην τύχη τους.
Η αποφυγή της τραγωδίας μπορεί να τους ανακούφισε στιγμιαία, όμως η
ενστικτώδης αντίδραση του τελευταίου να διαφύγει αδιαφορώντας για την οικογένειά
του είναι κάτι που ούτε η Έμπα ούτε ο Τόμας μπορούν να καταπιούν.
Και εκεί ακριβώς ξεκινά η ιλαροτραγωδία τού να αναμετρηθούν με τις προσδοκίες
τους, τόσο για τον άλλο όσο κυρίως για τον εαυτό τους.
Με αφετηρία μία ανάλογη ιστορία ενός φιλικού ζευγαριού και μία έρευνα για τα
ποσοστά επιβίωσης ανδρών και γυναικών σε περιπτώσεις πολυπληθών δυστυχημάτων, ο
τολμηρός Σουηδός σκηνοθέτης και σεναριογράφος των «Play» και «Involuntary»,
Ρούμπεν Όστλαντ, έρχεται να σμπαραλιάσει με το κοφτερό σκανδιναβικό χιούμορ του
«Ανωτέρα Βία» όχι μόνο κάθε πρότυπο γύρω από το «ισχυρό» και το «αδύναμο» φύλο,
αλλά τους ίδιους τους πυλώνες της πυρηνικής οικογένειας, το κύριο δηλαδή
συστατικό της σύγχρονης δυτικής κοινωνίας.
Σημείο-κλειδί στη σεμιναριακή του αφήγηση η έννοια της αυταπάτης, την οποία
φροντίζει να φυτέψει σε διάφορα σημεία της ταινίας, απευθυνόμενος τόσο στους
ήρωές του όσο και στο κοινό.
Αρχικά, μας συστήνει την οικογένεια-πρότυπο. Την αρμονική της ρουτίνα
εσωκλείει υπό τις περιοδικές μελωδίες του Βιβάλντι σε ένα ειδυλλιακό χειμερινό
θέρετρο, το οποίο μετατρέπεται μέσα από την ευφυή χρήση της κάμερας (αψεγάδιαστη
η φωτογραφία του Φρέντρικ Βένζελ) σε κάτι που παραπέμπει περισσότερο σε
βιομηχανική γραμμή παραγωγής.
Στο σημείο αυτό, οι βάσεις της οικογενειακής τους αυταπάτης έχουν ήδη στηθεί,
πριν παραδοθούν στην καθοριστικότερη σκηνή της ταινίας, εκείνη του παρολίγον
δυστυχήματος. Μία σκηνή, η ένταση της οποίας παραπέμπει στο πρωτόγνωρο σοκ που
γνώρισαν οι θεατές της περίφημης «Άφιξης του Τραίνου στη Ciotat» των αδερφών
Λυμιέρ, μίας από τις πρώτες ταινίες στην ιστορία του σινεμά που προβλήθηκε
σχεδόν 120 χρόνια πριν.
Περνώντας το κομβικό αυτό σημείο, η σχέση του πρωταγωνιστικού ζεύγους τίθεται
υπό ριζική αναδιαπραγμάτευση, την ώρα που οι γονεϊκοί ρόλοι τους δείχνουν εξίσου
αποδιοργανωμένοι με τους συζυγικούς.
Το αστραφτερό πρότυπο του άνδρα-προστάτη φυτεύεται μονομιάς στο χιόνι,
προσπαθώντας να ξεθαφτεί σπασμωδικά, μέσα από άναρθρες κραυγές απελπισμένης
επίδειξης ανδρισμού και αλλεπάλληλες αρνήσεις της πραγματικότητας.
Η βαθιά ενοχή του καταρρακωμένου Τόμας για την αντανακλαστική λιποψυχία του
παραμένει ορατή σε κάθε πλάνο, για να διαχυθεί σχεδόν μεταφυσικά σε όλα τα
καμαρωτά ενήλικα αρσενικά με τα οποία θα τη μοιραστεί (ειδική μνεία στην
θετικότατη παρουσία του Κρίστοφερ Χίβγιου από το «Game of Thrones»), καθώς η
προβληματική της ταινίας εστιάζει βαθμιαία στα καντάρια θάρρους που απαιτούν
αφενός η παραδοχή μιας εγγενούς αδυναμίας και αφετέρου η αναμέτρηση με τη
δειλία.
Ταυτόχρονα, στον κοινό τόπο όπου συναντιούνται οι «Σκηνές από ένα Γάμο» του
Μπέργκμαν με το κλινικά αποστασιοποιημένο και γεμάτο απρόσμενα σινεμά του Χάνεκε
(εν προκειμένω στα γκρεμισμένα οικογενειακά θεμέλια που άφησε πίσω της η ανωτέρα
βία της παρολίγον τραγωδίας), ο χαρακτήρας που ενσαρκώνει περίφημα η Λίζα Λόβεν
Κόνγκσλι θα πρέπει να αναλάβει το βάρος μιας εκ νέου χειραφέτησης, απαλλαγμένης
από κάθε ανδρικό δεκανίκι.
Εκείνο ωστόσο που έρχεται να πιστοποιήσει τον αυστηρό έλεγχο που ασκεί στην
ταινία του ο Έστλαντ, είναι η επιμονή του στην ημιτελή φύση των ηρώων του,
αρνούμενος να προεξοφλήσει την κατάληξή τους.
Κι είναι ακριβώς εκεί, στο σημείο συνάντησης της μαύρης κωμωδίας με την
τραγωδία, όπου ο 41χρονος Σουηδός εγκλωβίζει θαρραλέα τους ήρωές του ως το
τέλος, φτάνοντας στην κορυφή της μέχρι τώρα καριέρας του.
Απολαυστικό σε κάθε αποστροφή του λόγου των χαρακτήρων του, γεμάτο υπόγεια
ειρωνεία και μελετημένο πλάνο προς πλάνο, η «Ανωτέρα Βία» σπάει με κρότο τα
άλατα των προσωπικών και κοινωνικών μας ψευδαισθήσεων κάνοντας απολύτως σοβαρή
πλάκα με την πεπερασμένη φύση των ορίων μας, προεξοφλώντας παράλληλα το
αυτονόητο: τη νομοτελειακή γελοιοποίηση όποιου τυλίγεται με τους μανδύες της
νόρμας και της τελειότητας.
Βραβείο Κριτικής Επιτροπής, Ένα Κάποιο Βλέμμα, Διεθνές Φεστιβάλ Καννών, 2014
Η Ανωτέρα Βία του Σουηδού σκηνοθέτη και σεναριογράφου Ruben Östlund (Play,
Involuntary) είναι μια κωμωδία που ανατέμνει με καυστικό χιούμορ τον ρόλο των
ανδρών στη σύγχρονη κοινωνία και την τάση τους να είναι προστάτες…του εαυτού
τους. Έμπνευση για τη δημιουργία αυτής της ταινίας αποτέλεσε μία έρευνα που
κατέδειξε πως το ποσοστό των ανδρών που επιβιώνουν σε περιπτώσεις πολυπληθών
ατυχημάτων είναι σημαντικά μεγαλύτερο από αυτό των γυναικών, με μόνη εξαίρεση
τον Τιτανικό - και αυτό επειδή ο καπετάνιος είχε δώσει εντολή να πυροβολούν
όσους άντρες επιχειρούν να μπουν στις σωστικές λέμβους πριν τα γυναικόπαιδα… Πώς
λειτουργεί το ένστικτο της επιβίωσης σε άντρες και γυναίκες; Ποιες είναι οι
παράπλευρες απώλειες σε περίπτωση επιβίωσης; Πόσο παραπλανητική είναι η εικόνα
που έχουμε για το ισχυρό φύλο; Είναι μήπως ισχυρό γιατί φροντίζει πάντα να
επιβιώνει; Η πρωτότυπη κινηματογράφηση, το αιχμηρό σενάριο, οι καταλυτικοί
διάλογοι που ξεγυμνώνουν σταδιακά τα στερεότυπα, οι εξαιρετικές ερμηνείες
(ανάμεσα τους και η απολαυστική εμφάνιση του Kristofer Hivju, γνωστού από το
Game of Thrones) και η στιλιστική αρτιότητα εξασφάλισαν στην ταινία το Βραβείο
της Κριτικής Επιτροπής στην κατηγορία Ένα Κάποιο Βλέμμα του Φεστιβάλ Καννών
(2014).
Σημείωμα σκηνοθέτη
Η ταινία έχει τις ρίζες της στην ερώτηση που με έχει απασχολήσει εδώ για
καιρό: πώς αντιδρούν οι άνθρωποι σε μία ξαφνική και αναπάντεχη κατάσταση όπως
μία φυσική καταστροφή; Η ιστορία αφορά μια οικογένεια που κάνει διακοπές και
τρομοκρατείται από μία χιονοστιβάδα. Όταν όλα τελειώσουν, ντρέπονται γιατί έχουν
υποκύψει στο ένστικτο του φόβου. Η συγκεκριμένη ιστορία προέκυψε από μία διήγηση
που μου έχει μείνει αξέχαστη. Πριν από μερικά χρόνια, ένα ζευγάρι Σουηδών φίλων
μου πήγε διακοπές στη Λατινική Αμερική και ξαφνικά, από το πουθενά, εμφανίστηκαν
άνθρωποι με όπλα που άρχισαν να πυροβολούν. Ο σύζυγος ενστικτωδώς έτρεξε για να
προφυλαχτεί, αφήνοντας τη γυναίκα του απροστάτευτη. Πίσω στη Σουηδία, εκείνη δεν
μπορούσε να σταματήσει, ειδικά μετά από ένα δύο ποτήρια κρασί, να διηγείται την
ιστορία ξανά και ξανά… Η φαντασία μου πήρε φωτιά, έκανα έρευνα σε άλλες αληθινές
ιστορίες όπως αυτή. Ιστορίες έκτακτης ανάγκης, επιβατών σε καράβια που
βουλιάζουν, τουριστών που κινδυνεύουν από τσουνάμι ή που τους κρατάνε όμηρους.
Σε τέτοιες ακραίες περιπτώσεις, οι άνθρωποι αντιδρούν εντελώς απρόσμενα και
εξαιρετικά εγωιστικά. Απ’ ό,τι φαίνεται –σύμφωνα με επιστημονικές έρευνες- ως
αποτέλεσμα μιας φυσικής καταστροφής, μιας αεροπειρατείας ή ενός ναυαγίου, οι
περισσότεροι επιζώντες παίρνουν διαζύγιο. Φαίνεται επίσης ότι σε πολλές
περιπτώσεις οι άντρες δεν αντιδρούν σύμφωνα με τους αναμενόμενους κανόνες
ιπποτισμού. Σε καταστάσεις ζωής ή θανάτου, όταν η επιβίωση κάποιου απειλείται,
φαίνεται ότι είναι πιο πιθανό οι άντρες να το βάλουν στα πόδια για να σωθούν και
όχι οι γυναίκες. Ίσως αυτός είναι ο βασικός λόγος για τα διαζύγια. Αυτό με έκανε
να θέλω να μιλήσω για τη διαδεδομένη άποψη ότι ο άντρας υποτίθεται ότι είναι ο
προστάτης της οικογένειας και της συζύγου, για τον κοινωνικό κώδικα που λέει ότι
ο άντρας δεν υποχωρεί μπροστά στον κίνδυνο. Από εκεί και πέρα, κατέληξα στην
ιδέα ενός υπαρξιακού δράματος σε ένα χιονοδρομικό κέντρο, κάτι που μου είναι
πολύ ελκυστικό. Οι διακοπές σε χιονοδρομικά δίνουν την αίσθηση ότι έχουμε τον
πλήρη έλεγχο της ζωής μας. Το χιονοδρομικό όπου γυρίστηκε η ταινία, όπως τα
περισσότερα ευρωπαϊκά χιονοδρομικά χτίστηκε τη δεκαετία του ’50 για να φιλοξενεί
μεσοαστικές οικογένειες με την -καμία φορά- εργαζόμενη μητέρα, τον
πατέρα-στέλεχος επιχείρησης και τα δύο παιδιά. Ο πατέρας υποτίθεται ότι
συμμετέχει και ότι η μητέρα έχει χρόνο να κάνει κάτι πέρα από το να μαγειρεύει,
για παράδειγμα να κάνει σκι με την οικογένεια της, ή να χαλαρώσει. Τα
χιονοδρομικά πρέπει να είναι άνετα, σαν σε διαφήμιση: η γυναίκα χαλαρώνει, ο
σύζυγος παίζει με τα παιδιά. Οι διακοπές είναι ο χρόνος που ο δυτικός μεσοαστός
πατέρας αναπληρώνει την απουσία του. Μπορεί να αφοσιωθεί στα παιδιά του και να
τα φροντίσει. Αλλά στην ταινία ο Πολιτισμένος Άντρας έρχεται αντιμέτωπος με τη
Φύση. Οι χαρακτήρες ζουν το δράμα τους και ο πατέρας, ο Tomas, πρέπει να
αντιμετωπίσει την άγρια πλευρά του, γιατί το ένστικτο του τον οδηγεί να σώσει
τον εαυτό του και να εγκαταλείψει τα παιδιά του και τη γυναίκα του. Πρέπει να
αντιμετωπίσει την πραγματικότητα ότι και αυτός υπόκειται στις δυνάμεις της Φύσης
και ότι απέτυχε να καλύψει τη βασική ανθρώπινη παρόρμηση, το ένστικτο της
επιβίωσης. Αυτή η συγκεκριμένη κατάσταση απεικονίζει την ύπαρξη αμοιβαίων
προσδοκιών ανάμεσα στα μέλη μιας οικογένειας, ακόμα και αν αυτές οι υποθέσεις
είναι συνήθως άρρητες. Ο καθένας έχει τον ρόλο του και περιμένει από τους άλλους
να παίξουν το δικό τους. Ίσως ασυνείδητα, οι περισσότεροι άνθρωποι περιμένουν
ότι η μητέρα προσέχει τα παιδιά σε καθημερινή βάση, ενώ ο πατέρας πρέπει να
σταθεί στο ύψος των περιστάσεων όταν εμφανίζεται μια ξαφνική απειλή. Όμως στις
μέρες μας ο άντρας πολύ σπάνια θα χρειαστεί να προστατέψει την οικογένεια του.
Δεν έχει την πρακτική ευκαιρία να αντιδράσει κατά τέτοιο τρόπο, γιατί δεν
υπάρχει τέτοιος κίνδυνος στη δυτική μεσοαστική κοινωνία. Αλλά όλοι περιμένουμε
κάτι τέτοιο από αυτόν, ακόμα και ο ίδιος. Αυτό με ενδιαφέρει, αυτή η προσδοκία
και το γεγονός ότι είναι αποκομμένος από την πραγματικότητα. Οι στατιστικές
δείχνουν ότι το πιο πιθανό είναι ένας άντρας να εγκαταλείψει την οικογένεια του
σε μία κρίσιμη κατάσταση. Οι έρευνες που έχουν γίνει στα ναυτικά ατυχήματα
δείχνουν ότι επιβιώνουν περισσότεροι άντρες από γυναίκες. Στην ταινία
παρακολουθούμε την Ebba και τον Tomas στο ταξίδι τους, βλέπουμε την εξέλιξη των
συναισθημάτων τους και της αντίληψης τους για τα γεγονότα, τους βλέπουμε να
αγωνίζονται να επανασυνδεθούν, να μοιράζονται τη λύπη και την ελπίδα τους. Αυτή
η ταινία είναι πιο συναισθηματική από τις προηγούμενες, πιο εγκεφαλικές ταινίες
μου. Στην τελευταία σκηνή, οι μάσκες πέφτουν και οι ήρωες μοιράζονται κάτι
δυνατό. Ruben Östlund
Ο Καθένας για τον εαυτό του Το φύλο, οι κανόνες και η επιβίωση στις
καταστροφές
Μετά τον Τιτανικό, επικρατεί η πεποίθηση ότι τα γυναικόπαιδα προηγούνται σε
περίπτωση ατυχήματος έναντι των ανδρών και ότι ο καπετάνιος και το πλήρωμα
δίνουν προτεραιότητα στους επιβάτες. Αναλύσαμε 18 ναυτικά ατυχήματα που έγιναν
μέσα σε 3 αιώνες και καλύψαμε την κατάληξη 15.000 ανθρώπων 30 διαφορετικών
εθνικοτήτων. Τα αποτελέσματα μας προσφέρουν μια καινούρια εικόνα για τα
ατυχήματα αυτά. Οι γυναίκες έχουν ένα σημαντικό μειονέκτημα σε ό,τι αφορά την
επιβίωση σε σχέση με τους άντρες. Οι καπετάνιοι και το πλήρωμα επιβιώνουν πολύ
συχνότερα από τους επιβάτες. Επίσης ανακαλύψαμε ότι ο καπετάνιος έχει την
εξουσία να ενισχύσει τις συμπεριφορές που συμφωνούν με τους κανόνες, ότι οι
γυναίκες έχουν σημαντικό μειονέκτημα στα βρετανικά ναυάγια και ότι δεν φαίνεται
να υπάρχει σύνδεση μεταξύ της διάρκειας μίας καταστροφής και της επίδρασης που
έχει στους κοινωνικούς κανόνες. Σε συνδυασμό τα ευρήματα μας δείχνουν ότι η
συμπεριφορά σε καταστάσεις ζωής και θανάτου αποδίδεται ιδανικά με τη φράση: «ο
καθένας για τον εαυτό του».