Una Mujer Fantástica
Χιλή, 2017
Σκηνοθεσία: Σεμπάστιαν Λέλιο
Σενάριο: Γκονζάλο Μάζα, Σεμπάστιαν Λέλιο
Πρωταγωνιστούν: Ντανιέλα Βέγα, Φρανσίσκο Ρέγιες, Λουίς Γκνέκο
Διάρκεια: 104 λεπτά
Βραβείο σεναρίου στο Βερολίνο για το ζωντανό, αλμοδοβαρικό πορτρέτο μιας
γυναίκας που αναζητά την ταυτότητά της, περιγράφοντας συγκινητικά τον «ηρωικό»
αγώνα της.
Μια γυναίκα στη δίνη μιας
ανεμοθύελλας. Γέρνει επικίνδυνα προς τα εμπρός αλλά δε λυγίζει.
Εικόνα
σουρεαλιστική αλλά και μεταφορική, που στοιχειώνει το θεατή στην τελευταία
ταινία του Χιλιανού σκηνοθέτη Sebastian Lelio.
Θέτοντας στο επίκεντρο της
ταινίας του μία «φανταστική» γυναίκα,(με τη λέξη εδώ να κουβαλάει και τις δύο
της σημασίες) ο Lelio επανέρχεται μετά την πολυβραβευμένη του «Gloria»(2013) με
ένα ακόμα δυναμικό γυναικείο πορτρέτο.
Μόνο που το «A Fantastic Woman», παρά τις
όποιες συγγένειες διαφοροποιείται αισθητά τόσο ως προς το θέμα όσο κι ως προς το
ύφος από την προηγούμενή του ταινία. Γιατί αν η Gloria πάλευε με πάθος για την
προσωπική ευτυχία μέσα σε ένα μάλλον εύθυμο λάτιν περιβάλλον, η τωρινή του
ηρωίδα διεκδικεί κάτι διαφορετικό, κινούμενη εξ αρχής σε ένα πιο αμφίσημο και
μυστηριώδες κινηματογραφικό τοπίο.
Η ιστορία ξετυλίγεται αρχικά με εξαιρετική οικονομία κινήσεων. Η ταυτότητα και ο
ρόλος των ηρώων αποκαλύπτονται σταδιακά και χαμηλόφωνα, χωρίς εξάρσεις.
Ένα
ερωτευμένο ζευγάρι με μεγάλη διαφορά ηλικίας, το παιχνίδι των βλεμμάτων, τα
σχέδια για το μέλλον.
Η Marina, που έχει υπέροχη φωνή, εργάζεται και ως
τραγουδίστρια. Ο Orlando έχει εγκαταλείψει την οικογένειά του για χάρη της.
Η
τελευταία τους ερωτική νύχτα. Η διακριτική ανάδυση της σεξουαλικής ταυτότητας
της ηρωίδας.
Η σχέση διακόπτεται απότομα μετά τον ξαφνικό θάνατο του άντρα.
Αφήνοντας την ηρωίδα εκτεθειμένη στη δυσπιστία και στην επιθετική συμπεριφορά
των γύρω της.
Πέρα από τις δυσάρεστες γραφειοκρατικές ερωτήσεις της αστυνομίας η
Μαρίνα, ως τρανσέξουαλ, έχει να αντιμετωπίσει την απέχθεια της οικογένειας του
Orlando αλλά και τη στέρηση ενός βασικού για την ίδια δικαιώματος. Της
συμμετοχής της στο πένθος του συντρόφου της.
Ο τρόπος με τον οποίο διαχειρίζεται
η ίδια τον αποκλεισμό αυτό αποτελεί όχι μόνο το μοχλό της αφηγηματικής δράσης
αλλά και το μέσο μέσα από το οποίο φωτίζεται ο χαρακτήρας της.
Με σεναριακή ευελιξία (1) η ταινία ισορροπεί ανάμεσα στο ρεαλιστικό, το
φανταστικό και κυρίως το νουάρ, συνεπικουρούμενη από ένα εξαιρετικά υποβλητικό
μουσικό τοπίο και παραπλανώντας μερικές φορές το θεατή, όπως ακριβώς κάνει στην
αρχική σκηνή με τη σεξουαλική ταυτότητα της ηρωίδας.
Κρατώντας πολλές από τις
συμβάσεις του κλασικού μελοδράματος ο Lelio επιχειρεί εδώ μια υπέρβαση του
συγκεκριμένου είδους, κρατώντας χαμηλούς τόνους και εστιάζοντας σταθερά στο
κεντρικό του πρόσωπο, άλλοτε με έντονα κοντινά πλάνα στα οποία η ηρωίδα είναι
στραμμένη προς την κάμερα κι άλλοτε με μία σειρά travelling που την
παρακολουθούν εν διαρκεί κινήσει στους δρόμους του Santiago.
Παράλληλα προβάλλει
μέσα από καθρέφτες τις διαφορετικές όψεις και αντανακλάσεις ενός προσώπου, που
παρά τις διαθλάσεις του σε πολλαπλά είδωλα-με εντονότερο αυτό της παραισθησιακής
κατάστασης στο club, της μοναδικής queer σκηνής της ταινίας- συγκλίνουν όλα στο
ίδιο και το αυτό πρόσωπο.
Μιας γυναίκας σταθερής και ανυποχώρητης, που δε
διαπραγματεύεται και η οποία παρά την οργή και την απογοήτευση παραμένει σίγουρη
για τον εαυτό της. Και εκεί ακριβώς έγκειται και η αξία της ταινίας του Χιλιανού
σκηνοθέτη. Στο ότι καταφέρνει να μεταδώσει στο θεατή τον εσωτερικό κόσμο της
ηρωίδας του, με όλη του τη μεγαλοπρέπεια αλλά και ειλικρίνεια, ως καθεστώς
αδιαμφισβήτητο.
Η φανταστική γυναίκα του Lelio δεν καταφεύγει σε ρητορικές
υπεράσπισης, αλλά παρά τις προσβολές περνάει γρήγορα στην αντεπίθεση χωρίς καμία
τύψη ή ενοχή. Το χάος μαίνεται γύρω της, αλλά όχι μέσα της. Το «παράξενο» δεν
κρύβεται τελικά στην ταυτότητα ή στο όνομά της, αλλά στη δική μας προκαθορισμένη
αντίληψη, στο δικό μας υποκειμενικό βλέμμα που την παρατηρεί.
Στην περιέργεια
του οποίου δεν υποκύπτει ποτέ ο σκηνοθέτης στις επίμαχες σκηνές της ταινίας. Και
ίσως ένα από τα εν δυνάμει στοιχεία που ανατρέπουν αυτή την προκατάληψη να είναι
τελικά η φωνή της.
Μια φωνή που την απογειώνει σε μία υπερβατική διάσταση, πέρα
από έμφυλες διακρίσεις, στην εξαιρετική σκηνή του τέλους.
|